Η αντιπαραβολή τόσο αντίθετων «όντων», όπως είναι μια ηθική Εντολή και μια
αστυνομική Εντολή, μπορεί να σημαίνει κάτι, όχι αν ως αντιπαραβολή παρουσιάσει
μια ουσία έναντι ενός φαινομένου και τα ενώσει όλα σε μια ουσία, συνήθως
απαξιωτική για την ίδια την Εντολή ως [ηθικό] καθαυτό.
Όταν υπάρχει ένα τέτοιο είδος παρουσίασης τού θέματος αυτού, η καθαυτό ηθική
Εντολή εμφανίζεται ως μια εξωτερική φαινομενικότητα υποταγμένη ως ψευδαίσθηση
στον απαξιωτικό πυρήνα μιας χυδαίας πραγμάτωσής της, δια τής αστυνομικής
Εντολής που παράγεται έτσι ως το απαξιωτικό, το χυδαίο, το ρεαλιστικό και
ταυτόχρονα το ισχυρό, άρα ουσιαστικότερα ουσιώδες στοιχείο τού παιχνιδιού
ουσίας-φαινομένου [ή ουσίας-μορφής].
Συνήθως αυτό συμβαίνει, όμως:
Αν σημάνεις την απαξιωτική ουσία ως την τελική ουσία, άρα ουσία, και των δύο
μορφών εμφάνισης τής Εντολής, τότε και η «εσωτερική» ηθική Εντολή είναι για
πέταμα, στην καλύτερη περίπτωση σαν μια αυταπατώμενη ηθική Εντολή που έλαβε
αναγκαία την ουσία της από το χυδαίο φαινόμενο τής αστυνομικής μορφής ή
πραγμάτωσής της, και τελικά κατέρρευσε μέσα σε αυτό το χυδαίο φαινόμενο, ακόμα
κι αν είχε σε μια στιγμή έναν βαθμό μετοχής σε κάτι άλλο [από εκεί και η
αυταπάτη στην θετική της ουσία που παρέμεινε εγκλωβισμένη σε ένα ψεύδος αλλά
δεν ήταν αυτό το ψεύδος].
Σημαίνει κάτι άλλο όλο αυτό, αν δούμε πως όντως υπάρχει σχέση, άρρηκτη σχέση, η
οποία αν και ταπεινωτική για την ηθική Εντολή, υποστασιοποιεί εντός της [ως
σχέση] ένα κοινό στοιχείο, λόγου χάριν το επιτακτικό ενός απόλυτου, το οποίο
δεν είναι απλά μια δομή ομοιότητας χωρίς καμία κοινή ουσία.
Αν υπάρχει ηθική αυταξία τής ηθικής Εντολής, αν αυτή η αυταξία δεν είναι υπό
αμφισβήτηση, αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η αστυνομία και οι εντολές της έχει ίσως
μια σχέση με μια ανώτερη μορφή αξίας, εκ τής απολυτότητας των Εντολών της που
σχετίζονται, τελικά, με τις Εντολές τής υπερβατικής ηθικής, αλλά [αυτό
σημαίνει] ότι υπάρχει ένα απόθεμα, ένα μη-οικονομικό πλεόνασμα ηθικής βίας και
απολυτότητας που έχει κατανεμηθεί και αλλοιωθεί δια τής κατανομής του αυτής σε
δύο ετερογενείς και ενίοτε ανταγωνιστικούς μεταξύ των συντελεστές ηθικής βίας,
μιας ούτως ειπείν εσωτερικής και μιας ούτως ειπείν εξωτερικής ηθικής βίας και
απολυτότητας.
Αυτός ο ηθικός διχασμός τής ολότητας τής ηθικής βίας δεν μπορεί να σημανθεί
ορθά με την μορφή που προείπαμε, στην αρχή τού σημειώματος αυτού.
Ούτε μπορεί να υπάρξει κάποια τεχνητή συγκόλληση αυτών των δύο μερών τής
διχασμένης αλλά πάντα βίαιας ηθικής ολότητας, με τρόπο που να σημαίνει πραγματική
ενοποίηση των διαχωρισμένων μερών [τής ολότητας τής ηθικής βίας], δια τού
γνωστού και συμπαθούς δημοκρατικού τρόπου, όταν υπάρχει κι αυτός -κι ευτυχώς
διασώζει πρόχειρα τα πράγματα, εδώ και κάτι αιώνες, όσο τα διασώζει βέβαια.
Η πιθανή ενοποίηση τής ηθικής βίας, η νέα ιστορική κατασκευή της ώστε να
σηματοδοτεί το Ύψος τής ηθικής βίας μιας έλλογης πολιτείας που ζει ως ένα
ενιαίο και όχι διχασμένο-διασπασμένο όλον, δεν αποτελεί υπόθεση των θεσμών, ή
κάποιων νέων θεσμών, αλλά το έργο μιας άλλης ολότητας, την οποία πάντως δεν
μπορώ να φανταστώ ως ελευθεριακή.
Η κριτική στην Εντολή, παρουσιάζεται από τους ελευθεριακούς ως μια κριτική σε
κάποια μορφή εσωτερικής αστυνομίας που ως εσωτερική αστυνομία παρουσιάζει
τελικά τον πραγματικό ρόλο της, να είναι αστυνομία, να είναι δηλαδή ένα είδος
εξωτερικής, τελικά, κατασταλτικής δύναμης. Αν, έστω και μέσω αθώων
ενίοτε ψευδαισθήσεων, η ηθική Εντολή παρουσιαστεί ως μια εντέλει αστυνομική
Εντολή, ως αστυνομία, αυτό που μένει στο ηθικό υποκείμενο που δέχεται αυτή την
διαλεκτική, είναι η ηθική ως κάτι που βρίσκεται και
πρέπει να βρίσκεται στο οντολογικά αντίθετο σε κάθε Εντολή.
Η ηθική εσωτερικότητα αποκτάει έναν αποκλειστικά εσωτερικό
αυτοπροσδιορισμό, είναι μόνον-εσωτερικότητα, και μάλιστα μια εσωτερικότητα που
υπάρχει ως το καθαυτό αντίθετο κάθε Εντολής, η οποία όπως προείπαμε είναι
-σύμφωνα με τα παραπάνω- πάντα αστυνομική, εντέλει.
Εσωτερικές-εσωτεριστικές αναρχικές άρες μάρες
κουκουνάρες, λέω εγώ, τις οποίες άρες μάρες κουκουνάρες, ο ιστορικός μαρξισμός
τις διευθετούσε μέσω τής μακράς ιστορικής προοπτικής, με τον
κομμουνισμό-θα-δούμε-πότε, εν μέρει πράττοντας ορθά, ορθά-αυταρχικά αλλά ορθά.
Σημειώνω, ως ένα ενδιαφέρον ερμηνευτικό ζήτημα, την
υπόθεση εργασίας, ότι το παιχνίδι τής υποτίθεται εντέλει χυδαίας-ή-ωμής
φαινομενικότητας τής ηθικής Εντολής ως πραγματικής ουσίας τής ιδίας, αν και
τίθεται αλλιώς στον νιτσεϊσμό και αλλιώς στον αναρχισμό-μαρξισμό, φανερώνει μια
κοινή [παρά τις διαφορές] μεταφυσική-οντολογική αντίληψή τους, αλλά και έναν
κοινό [παρά τις διαφορές] κυνισμό.
Αποκαλύπτουν την εξωτερική-κατασταλτική φαινομενικότητα ως πραγματική ουσία
τής Εντολής, και έτσι επιχαίρουν από κοινού, βεβηλώνοντας τις υποτιθέμενες
σταθερές και διαχρονικές ψευδαισθήσεις τής [εσωτερικής] ηθικής Εντολής.
Ας το ξαναδούμε. Αν η
[εσωτερική] ηθική Εντολή θεωρηθεί ως εντέλει μια ηθική αφέλεια ή ως η αδύναμη
εξωτερική φαινομενικότητα τής συνολικής πραγματικότητας τής Εντολής, τότε δεν
υπάρχει περίπτωση να θεωρηθεί ως ουσία τής Εντολής τίποτα άλλο από μια ωμή
αστυνομική δύναμη, μια ωμή εξωτερική δύναμη.
Έχουμε λοιπόν, σύμφωνα με το
ελευθεριακό ιδεολόγημα, δύο εξωτερικές φαινομενικότητες: η μία είναι η ηθική
Εντολή που είναι η αδύναμη και μέσα σε ψευδαισθήσεις μορφή τής Εντολής, και η
άλλη είναι η αστυνομική Εντολή, τής καθαυτό αστυνομίας, που είναι η ισχυρή
Εντολή, αυτή που πραγματικά υπάρχει.
Άρα, έχουμε μια σειρά
ταξινομήσεων και ιεραρχήσεων, με βάση αυτό τον τύπο:
Είναι μεν και οι δύο μορφές
Εντολής εξωτερικές φαινομενικότητες, αλλά η [οριζόμενη συνήθως ως] «εσωτερική
ηθική Εντολή» είναι εξωτερικότερη φαινομενικότητα από την εξωτερική
φαινομενικότητα τής μορφής «αστυνομική Εντολή».
Αν δύο εξωτερικά φαινόμενα
ορίζονται: το ένα ως εξωτερικότερο τού άλλου, αυτό σημαίνει ότι το «λιγότερο»
εξωτερικό είναι εντέλει μια εσωτερικότητα ως «λιγότερο» εξωτερική εξωτερικότητα
από αυτό που είναι «περισσότερο» εξωτερική εξωτερικότητα.
Το κράτος, η αστυνομία, και
οι εντολές τους, είναι για τους αναρχικούς-ελευθεριακούς εσωτερικές ουσίες,
οντολογικές ουσίες, σε σχέση πάντα με τις ηθικές Εντολές που φαίνονται ενώπιον
τους ως «φλούδες».
Και οι μαρξιστές παραδίπλα,
αν και κάπως «στριμμένοι», αν είναι ιστορικοί μαρξιστές και όχι
«αναρχομαρξιστές» [τερατώδες].
Σε αυτή την εξωτερικότητα μεν
που είναι το κράτος, η αστυνομία και οι εντολές τους, αλλά εντέλει είναι μια
εσωτερικότητα, [τουλάχιστον εν σχέσει με την αδύναμη εξωτερικότητα τής ηθικής
Εντολής], οι ελευθεριακοί αντιπροτάσσουν μιαν άλλη εσωτερικότητα.
Βέβαια αυτή η δική τους
εσωτερικότητα δεν μπορεί παρά να παράγεται ως «περισσότερο» εσωτερική σε σχέση
με την εσωτερικότητα τού κράτους, τής αστυνομίας κ.λπ, αλλά την ίδια στιγμή
αναγνωρίζεται έμμεσα η εσωτερικότητα τού κράτους, περισσότερο σίγουρα από την
εσωτερικότητα τής ηθικής Εντολής που την έχουν για «φλούδα» όπως είπαμε.
Η εξωτερική κατασταλτική
φαινομενικότητα τής Εντολής, η αστυνομική-κρατική Εντολή, παράγεται ούτως αν
και οριζόμενη ως εξωτερική φαινομενικότητα [σε σχέση με τους ίδιους] ως μια
εσωτερικότητα [ημι-εσωτερικότητα/ημι-εξωτερικότητα] στην οποία δεν μπορεί να
αντιπαρατεθεί κάτι άλλο παρεκτός μια άλλη, υποτίθεται πραγματική,
εσωτερικότερη, άρα όντως εσωτερική εσωτερικότητα, η αναρχικά εννοούμενη
ελευθερία, η οποία ούτως είναι το απόλυτα άλλον κάθε Εντολής. Δια τής πλήρους
αναρχικής-ελευθεριακής άρσης τής Εντολής κάθε είδους και μορφής, θεμελιώνεται
έτσι ένα απόλυτο Άλλο της ως η ουσία τής ελευθερίας.
Πάντως, σε σχέση με την
κριτική πραγμάτευση τής υφιστάμενης πραγματικότητας, έτσι προκρίνεται ο
υποβιβασμός και η βεβήλωση τής [εσωτερικής] ηθικής Εντολής, και η παρουσίασή
της ως επιφαινομενικής, αδύναμης, ψευδαισθησιακής ανόητης, ίσως και γελοίας
φαινομενικότητας.
Εδώ θα σπεύσουν και οι
μαρξιστές και οι νιτσεϊκοί, όλα τα παιδιά μαζί, το καθένα με την δική του
πραμάτεια «αληθινής-αληθινότερης» εσωτερικότητας.
Αμήν..
----
Είμαστε σε μια διχάλα, σε ένα
σταυροδρόμι όσον αφορά στην απόδοση της μεγαλύτερης ισχύος στην ηθική ή την
ίδια την ισχύ ως ωμή ισχύ.
Ακόμα κι αν παραμείνουμε
μόνον στο υφιστάμενο [ταξικό, κρατικό κ.λπ] σύστημα, θα διαπιστώσουμε σε σχέση
με τους περισσότερους επικριτές του, ότι τούτοι αποδίδουν την μεγαλύτερη ισχύ
στην ωμή ισχύ, ανεξάρτητα αν προτάσσουν κάποιο λυτρωτικό μέλλον, όπου...κ.λπ
Θα μας πούνε, ότι απλά
εμφανίζουν το υφιστάμενο, το όντως ισχύον στο υφιστάμενο άδικο κ.λπ σύστημα,
όπου η ηθική και η απόλυτη Εντολή της παράγεται εντέλει, δια διαφόρων τρόπων
και παρά τις διάφορες διαφορετικές «κινηματικές» ερμηνείες, ως ένα επιφαινόμενο
των υφιστάμενων γυμνών ωμών συσχετισμών ισχύος-δύναμης κ.λπ.
Θα πω, με βάση τις
προηγούμενες σημειώσεις μου, ότι στην πραγματικότητα αυτό που παράγεται
θεωρητικά ως μια εξωτερική μορφή μιας υφιστάμενης [άδικης] τάξης πραγμάτων, δεν
παράγεται, από τους προαναφερόμενους επικριτές [ειδικά τούς ελευθεριακούς]
μόνον ως μια επιφαινομενική εξωτερικότητα-φαινομενικότητα σαν όλες τις άλλες
υπάρχουσες επιφαινομενικές εξωτερικότητες-φαινομενικότητες, αλλά ως η καθαυτό
επιφαινομενική εξωτερική φαινομενικότητα μεταξύ όλων των υπολοίπων.
Μυρίζει ετεροκαθορισμός εδώ
πέρα, από αυτό ακριβώς που γίνεται αντικείμενο απάρνησης, την ηθική Εντολή.
Γιατί, ο ορισμός της ως της
κατεξοχήν εξωτερικότητας-φαινομενικότητας, ως της εξωτερικότερης και
επιφανειακότερης φαινομενικότητας, δείχνει ότι αυτοί που την ορίζουν έτσι την
θέτουν ενώπιόν τους ως το αντι-είδωλο, άρα δείχνει ότι δια ενός έμμεσου νέου
ηθικού ή ηθικολογικού τρόπου τους, συγκροτούν και τον εαυτό τους ως το
αντι-είδωλο αυτού τού αντι-ειδώλου. Άρα, αν θέλουμε να
ανακαλύψουμε πως εννοούν την δική τους ηθική θα πρέπει να συλλέξουμε όποια
ηθική ιδιότητα έχει απομείνει από αυτή την αντικατόπτριση των αντι-ειδώλων από
την σκοπιά αυτών όμως που αρνούνται κάθε ουσία, εσωτερική ουσία στην καθαυτό
ηθική Εντολή.
Όμως, εδώ πρέπει να
προσέξουμε ιδιαίτερα κάτι, ή να το επισημάνουμε περαιτέρω αν και το έχουμε ήδη
επισημάνει:
Επειδή ακριβώς η ηθική Εντολή
είναι {κατά τα μέτρα των [περισσοτέρων] επικριτών τού υφιστάμενου συστήματος}
κατά έναν ουσιαστικό τρόπο «λιγότερο» ουσιαστική από τις άλλες
φαινομενικότητες-εξωτερικότητες τού υφιστάμενου συστήματος [όπως το κράτος, η
αστυνομία κ.λπ], για αυτό και αυτές οι άλλες φαινομενικότητες-εξωτερικότητες
αποκτούν παραδόξως για αυτούς μεγαλύτερη ουσία, άρα γίνονται κι αυτές μέρος τού
ηθικού-ηθικολογικού συστήματος των «αρνητών» όχι μόνον ως αντι-είδωλα που
πρέπει να τα αρνηθούν αλλά και υλικές πραγματικότητες που μάλλον θα
οικειοποιηθούν μεταμφιέζοντάς τες ίσως ονοματολογικά, λόγου χάριν πολιτοφυλακές
ή περιπολίες πολιτών κ.λπ ή κανονικές αστυνομίες σοβιετικού τύπου.
Η αναγνώριση περισσότερης
«ουσίας» σε αυτές τις οριζόμενες κι αυτές ως φαινομενικότητες-εξωτερικότητες,
και μάλιστα αυτή η αναγνώριση δια μέσω τής απάλειψης τού αυτόνομου ηθικού
πράττειν, ως ανόητου ψευδαισθησιακού και εξωτερικότερου με την έννοια τού
σαθρότερου φαινομενικού κ.λπ. δεν σημαίνει τίποτα άλλο ίσως από μια νεο-αστυνομική
επιθυμία.
Η ηθική Εντολή ευτελίζεται,
άρα κάποια αστυνομία πάει να ιδρυθεί, κι ας μη λέγεται αστυνομία.
Και οι Κομισάριοι Υπουργοί
ήταν.
-------------------------------------------------------
Σκέψεις για την [ηθική]
εντολή..
Αν θέλουμε να περιγράψουμε
ένα είδος επιτακτικής ηθικής, το μυαλό μας μπορεί να πάει στην έννοια τού
απόλυτου.
Μια τετριμμένη χρήση τής
έννοιας τού απόλυτου, για να περιγράψει μια πράξη, σκέψη ή ακόμα και άνθρωπο με
αξιολογικά αρνητικό ή [αντίθετα] θετικό τρόπο, είναι να την μετατρέψει κανείς
[ως έννοια ή λέξη] σε σημείο ή προσδιορισμό μιας πράξης ή μιας σκέψης ακόμα,
που δεν έχει τα χαρακτηριστικά τής ευλυγισίας, τής δυνατότητας να «έχει» πολλές κατευθύνσεις, αν χρειαστεί, εντέλει τής αδυναμίας
της να αρθεί από την πλευρά τού φορέα της ή εκ τής ίδιας τής υπόστασής της:
«Είναι «απόλυτος» άνθρωπος...έχει περιέλθει σε απόλυτη αδυναμία...η απόλυτη
εξουσία είναι το όραμα των αυταρχικών ανθρώπων..είναι απόλυτα τίμιος...»..και
άλλες, σχεδόν άπειρες, για να μην πω απόλυτα άπειρες χρήσεις ή σημασίες τής
έννοιας-ή-λέξης.
Νιώθω, ναι νιώθω, ότι η επιτακτική ηθική που θέλω
να αναδύσω ως έννοια ή να παρουσιάσω ως μια επιθυμία μου που έχει όμως
πιθανότητες να μην είναι μόνον επιθυμία, δεν μπορεί να αναδυθεί τελικά με αυτή
την έννοια-λέξη.
Και μόνον που θα την εκφέρω σε ένα μη-φιλοσοφικό κοινό, υπερασπιζόμενος
μιαν εκδοχή της ως αξιολογικά «θετική» για μένα, θα πρέπει να οριστώ εγώ ο
ίδιος σε ένα πλαίσιο ετεροκαθορισμού, το οποίο μπορεί στο παρελθόν να μου
χρησίμευε για να αντιπαλέψω σαν πειραχτήρι αυτούς που ήταν ας πούμε
«νιτσεϊστές» [όπως τους καταλάβαινα] ή «σχετικιστές» στα ηθικά ζητήματα, αλλά
σήμερα δεν μου φτάνει.
Δεν μου φτάνει, ως έννοια-λέξη, διότι το ζήτημα εμπλέκεται, δια τής έννοιας
τού απολύτου, σε μια διαμάχη περί τού ορισμού του που με οδηγεί σε μια συνεχή
κατασκευή ενός «απολύτου», κατέναντι των παλαιών [ίσως και νυν] αντιπάλων μου, το
οποίο όμως ούτως στερείται ολοένα και περισσότερο, στο βάθος του λίγου σχετικά
χρόνου που μου απομένει, την εσωτερική ιδιότητα που έχει κατά την δική μου
έννοια και η οποία δεν είναι περιορισμένη στους διαρκείς ετεροκαθορισμούς που
σας προανέφερα.
Δεν χρειάζεται να σας πω ότι αν τυχόν και θέσω το ζήτημα και στους
διαβασμένους Φιλοσόφους, υπάρχει μια περίπτωση, πολύ πιθανή, να με κατακεραυνώσουν με την κριτική τους, την ορθή κριτική τους, για την εκάστοτε
έννοια που έχει αποδοθεί στην έννοια τού «απολύτου», τις διάφορες ιστορικές εκδοχές της, την καταγωγή
της, το ιστορικό πλαίσιο, ή την καταγωγική ιστορική [πολιτισμική κ.λπ]
θεμελίωση της, και άλλα που μάλλον δεν θα έχουν και τόση σχέση με αυτό το
απόλυτο που φλογίζει εμένα, και το οποίο σε τελική ανάλυση θα ήταν άδικο να το
στριμώξω σε ένα ράφι μιας τεράστιας βιβλιοθήκης από «απόλυτα», άδικο όχι γιατί
θεωρώ ότι το «δικό» μου απόλυτο είναι σημαντικότερο των άλλων αλλά διότι θέλει
να είναι άλλο.
Αν ανακαλύπτεις σε όλες τις
διαλεκτικές και σε όλες τις οντολογίες που «γνωρίζεις», ένα υπόρρητο ή και
απωθημένο σύστημα οντολογικής ιεραρχίας, τότε μπορεί και να ζητήσεις την
απάρνησή τους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που ενώ διακηρύττουν την άρση
κάθε ιεραρχικής οντολογίας στην πραγματικότητα αναπαράγουν ή δημιουργούν μια
από αυτές.
Τι σημαίνει όμως αυτό από την
σκοπιά ενός φιλοσόφου που όσο και ταπεινός κι αν είναι συνεχίζει να φιλοσοφεί;
Ότι έχει
ανακαλύψει αυτός μιαν ή «την» φιλοσοφία που δεν ενέχεται στο «αμάρτημα» τής
συγκρότησης ιεραρχικο-οντολογικών αποφάνσεων ή τής ίδιας τής φιλοσοφίας ως
ιεραρχικοοντολογικής απόφανσης;
Πως μπορεί στα αλήθεια να πιστέψει κανείς κάτι
τέτοιο για τον εαυτό του;
Αν είναι Καστοριάδης ίσως, αλλά δεν έχουν όλοι την
ικανότητα τέτοιων αυτοπεποιθήσεων.
Ίσως αν συνεχίσεις ταπεινά να θεωρείς τον εαυτό σου
φιλόσοφο, έναν ταπεινό φιλόσοφο στην άκρη των σπουδαίων, και ωστόσο συνεχίσεις
να οράς τον ιεραρχισμό-οντολογισμό των άλλων ως κάτι που πρέπει να αναιρεθεί
-κάπως, θα έπρεπε να προσπαθήσεις να βρεις ποιό είναι το θετικό, το αληθινό, ή
και το ηθικό νόημα αυτών των ιεραρχισμών-οντολογισμών, όχι όλων ίσως αλλά αυτών
που φαίνονται ως «επιθυμούντες» να σπάσουν τα κάγκελα τής φυλακής αυτής.
Ηθική Εντολή.
Από που έπεσε; από που ήρθε; γιατί
είναι επιτακτική;
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου