Πάνω σε ένα βουνό ή σε μια ζούγκλα μπορείς να ανοίξεις εύκολα ή με δυσκολία έναν νέο δρόμο.
Ο ίδιος ο εαυτός του θα είναι αυτός που θα ορθώσει ένα τείχος στην μνήμη, και ο δρόμος που άνοιξε πλατύς, ή έστω πλατύτερος από το στενοσόκακο, θα κλείνει πάλι, θα περιορίζεται από το φάντασμα του παλιού του στενοσόκακου, κάνοντας τη προδοσία ακόμα πιο οδυνηρή, αφού δεν θα γίνει ποτέ ολάκερη. Είναι όμως ολάκερη η ταξική προδοσία γιατί είναι λειψή. Κυνηγάει τον προδότη ο στενός δρόμος που διάβηκε, δεν ξέρει γιατί αλλά παραμένει ο δικός του δρόμος που σαν φάντασμα πλακώνει τον πλατύ του δρόμο και τον κάνει έναν αγώνα χωρίς τέλος. Αυτοί οι βασανισμένοι προδότες είναι που θέλουν να επιστρέψουν στον στενό δρόμο για να πάρουν κι άλλους, να κάνουν ακατοίκητο τον στενό δρόμο, να σώσουν κόσμο, να αποκαταστήσουν, να χτίσουν ιδρύματα, να στήσουν απόχες να ψαρέψουν κι άλλα πρόσωπα, μήπως και πάψει να τους βασανίζει η εικόνα που ανασύρει η μνήμη.
Αλλά αυτός ο δρόμος θα συνεχίσει να υπάρχει. Μυριάδες περπατούν πάνω του, ζουν με όλες τις πληγές και τη χαρά που υπάρχει μέσα τους, γιατί είναι άνθρωποι, γιατί είναι ταγμένοι και αυτοί να χαίρονται ξέρετε. Αλλά υπάρχουν και οδηγοί, υπάρχουν αυτοί που επιμένουν να περπατάνε πάνω στον στενό δρόμο, υπάρχει ελπίδα πως θα φτάσει όλο αυτό κάπου. Θα είναι αυτό το κάπου μια απλωσιά; Θα είναι ένας κήπος; Θα είναι αυτό το κάπου η λήθη του στενού δρόμου; Πριν ακόμα σκεφτεί κανείς, από τους οδηγούς και τους πεζοπόρους, τι θα είναι αυτό το κάπου, κάποιοι λένε: Δεν ξέρω τι θα είναι ακριβώς αυτό το κάπου. Ξέρω τι είναι αυτό που ζούμε, ξέρουμε τι είναι αυτό που έχει κάνει αυτό τον δρόμο στενό και ανήλιαγο, και ξέρουμε πως πρέπει να τον ακολουθήσουμε ως το τέλος που μας ανήκει, περπατώντας όλο και πιο γρήγορα, όλοι μαζί χωρίς εξαίρεση, σπρώχνοντας τους ταξικούς προδότες έξω, χτίζοντας πάνω του, πάνω από όλα, την δική μας εξουσία. Και η εξουσία αυτή θα μπορούσε να είναι «τώρα». Ο δρόμος αυτός έχει στάσεις από πολλά «τώρα», αλλά κανείς δεν σκέφτηκε πως χωρίς να ανοίξει ο δρόμος ή να φύγει κανείς από αυτόν θα μπορούσε να φτιάξει αυτό το «τώρα» που αρμόζει στον δρόμο που διαβαίνει χωρίς να περιμένει όλα τα άλλα, τα αδιάφορα, τα αλλότρια, που είναι σαν αντικατοπτρισμοί ενός άγνωστου μέλλοντος και ενός αδιευκρίνιστου παρελθόντος.
Μπορεί το παρελθόν και το μέλλον να ενωθούν χωρίς να ορθώνεις έστω το ομοίωμα μιας εξουσίας; Αλλά τι ομοίωμα είναι αυτό αν δεν είναι άμεσα μετατρέψιμο σε απόλυτη πραγματικότητα; Στον στενό αυτό δρόμο υπάρχουν πολλές παγίδες. Και ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να τις προβλέψεις. Εξτρεμισμός, λεγκαλισμός. Ποιος ξέρει ποιος έχει πέσει μέσα στην δική του παγίδα;
Ποιος ξέρει σίγουρα την αληθινή ιστορία αυτών που είπαν κάποιοι πως παγιδεύτηκαν στην δική τους παγίδα. Θα σας πω ένα πράγμα. Σε στενό δρόμο είμαστε, και μάλιστα με το στανιό. Αλλά έχουμε πεισμώσει. Και πιστεύω μόνο αυτούς που κάνουν αυτό τον στενό δρόμο ακόμα στενότερο. Αυτούς που τον ορίζουν όλο και πιο στενά, σε ένα σημείο.
Περπατώντας σε έναν στενό δρόμο, περιτριγυρισμένος από πραγματικούς και δυνητικούς εχθρούς, σκέφτεσαι αναγκαστικά το παρόν περισσότερο και αν έχεις χρόνο το μέλλον. Το παρελθόν μπορεί να είναι η φανταστική δόξα όλου του κόσμου που περιβάλλει τον στενό σου δρόμο και να εισδύει μέσα στον ίδιο τον δρόμο σαν ένα είδος ιδεολογίας, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό που πραγματικά σε ενδιαφέρει είναι το παρόν και το μέλλον του.
Η ιδεολογία των προ-νεωτερικών τάξεων παρουσιάζονταν και παρουσιάζεται (θεωρητικά) αλυσοδεμένη στο παρελθόν αλλά και τότε ο δρόμος των φτωχών δεν άφηνε περιθώρια να σκεφτείς το παρελθόν αληθινά.
Η ζωή σε σπρώχνει με βία μπροστά, και κάποτε οι θρησκείες, οι φαντασιώσεις, τα ιδεολογικά ψέμματα, προσαρμόζονται στην ανάγκη αυτής της βίας και την μορφοποιούν ανάλογα με την ίδια την ανάγκη. Κανείς «ταπεινός» δεν έζησε ποτέ τη ζωή του αναστοχαζόμενος αληθινά το παρελθόν, δεν προλαβαίνει, και οι «εξουσίες» των πλουσίων μιας και απευθύνονται τελικά σε αυτούς τους κάνουν την «χάρη».
Τους ετοιμάζουν ένα μύθο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της στενάχωρης πορείας, και αυτός ο μύθος (μια χαρά προσαρμοσμένος στην αστική «ρωμαϊκή» ημι-«δημοκρατία» κάθε υφής) κάνει τον «λαό» και τον «ταπεινό» άνθρωπο ένα ιδανικό κορόιδο της εξουσίας των εκμεταλλευτών.
Γιατί, δεν είναι μόνο το απώτατο παρελθόν αυτό που ξεχνιέται και μορφοποιείται από τους εκμεταλλευτές αλλά το αμέσως προηγούμενο παρελθόν της πορείας τού εργαζόμενου ανθρώπου, το τελευταίο του βήμα, η χθεσινή εργασία του, που βρίσκεται τώρα απέναντί του με την μορφή τού προϊόντος.
Ακόμα κι αν αυτό το προϊόν τής εργασίας αναφέρεται κάπως στην δική του, προσωπική συνεισφορά στο συλλογικό έργο όλων των συνοδοιπόρων της πορείας της ζωής και της παραγωγής, ακόμα και τότε παρουσιάζεται σαν ξένο και είναι ξένο όσο παρουσιάζεται και μέσα του σαν ξένο.
Ο μύθος της κοινής πορείας τού πλήθους των εργαζόμενων συνοδοιπόρων στον στενό δρόμο της άμεσης παραγωγής υπερβαίνει την προσωπική πορεία του κάθε ενός από αυτούς, την ίδια στιγμή που υπερβαίνει την ίδια την συλλογική πορεία μέσα σε μια «πνευματική» φαντασμαγορία.
Ο στενός δρόμος φαντάζει σαν ένα φωτεινό νεκρικό μονοπάτι που μέσα του εμφανίζονται ως δώρα προϊόντα των ίδιων αυτών που πεθαίνουν με τις χειρότερες συνθήκες πάνω του και αποκρυσταλλώνουν την εργασία τους ως θάνατο.
Γι΄αυτό και η αποκρυσταλλωμένη εργασία όλων, ακόμα και αυτών που δημιουργούν «πνευματικά» αγαθά, φαντάζει ως νεκρή, ως ένα δικαίωμα του θανάτου, ως ο θάνατος ο ίδιος, ένας θάνατος που υποκλέπτει την δόξα της αποκρυστάλλωσης παρουσιάζοντάς την ως νέκρα, ως θάνατο, ως γνώση, ως πνεύμα, ως ένα προγονικό μύθο της γνώσης, ως παρακαταθήκη νεκρών ήδη πριν αποθάνουν.
Αυτός ο στενός δρόμος είναι σπαρμένος από θάνατο και πτώματα που στοιβάζονται θαρρείς μέσα στις αποκρυσταλλώσεις της εργασιακής εμπειρίας, αυτών που τον διαβαίνουν και αυτών που έρχονται από αλλού, από τις υποτιθέμενες πλατιές λεωφόρους της γνώσης. Γιατί, ακόμα κι αν χτίζεται καθημερινά, σε όλα τα αστικά πανεπιστήμια, τα «μοναχικά» μονοπάτια των Δρυμών, και τα ιδρύματα της γραφειοκρατικής σκέψης, ως κάτι που πιθανόν περιέχει θυσία, «υπέρβαση», «ανωτερότητα», μόνον πειθαρχία στους κανόνες, δεν παρουσιάζεται ποτέ ως κάτι που απορρέει και από την σύνοψη, την αποκρυστάλλωση, την μετουσίωση, της απτής εργασίας του άμεσου παραγωγού. Αυτού που συνεχίζει να πορεύεται, θα έλεγε κανείς σε αιώνια τιμωρία από τους θεούς, πάνω στον στενό δρόμο του..
---
Το πάθος της ακεραιότητας/ Αποκατάσταση/ Το πεπερασμένο τής ιστορικής λύτρωσης.
Εποπτεύοντας την ανθρώπινη ιστορία από την θέση της τελικής πτώσης των αξιών, των ιδεών, ακόμα και από την θέση των προσωπικών επιδιώξεων, καταλαμβάνεσαι από απελπισία και φόβο για το παρόν, το κυριότερο όμως συνθλίβεσαι στην σημειακή σου θέση αισθανόμενος ανία, θλίψη.
Μας λέει ο Hegel: « Όταν αντικρίζουμε αυτό το θέαμα των παθών και βλέπουμε τις συνέπειες της βιαιότητάς τους, το ακαταλόγιστο, που δε συνοδεύει μονάχα αυτές τις συνέπειες, αλλά ακόμα και κυρίως τις καλές προθέσεις και τους δίκαιους σκοπούς, όταν μέσα από αυτά βλέπουμε να αναδύεται το πονηρό, το κακό, η παρακμή των πιό ακμαίων αυτοκρατοριών που γέννησε το ανθρώπινο πνεύμα, τότε δεν μπορεί παρά να νιώσουμε λύπη γι αυτή την παροδικότητα γενικά, όπου αυτή η πτώση δεν είναι μόνο ένα έργο της φύσης, αλλά της βούλησης του ανθρώπου, δε μπορεί παρά να νιώσουμε μπρός σε αυτό το θέαμα ηθική κατάθλιψη και μια εξέγερση του καλού πνεύματος αν υπάρχει κάτι τέτοιο μέσα μας. Αυτά τα επακόλουθα μπορεί κανείς, χωρίς ρητορική υπερβολή να τα υψώσει ως την μορφή φοβερών εικόνων, ταξινομώντας απλώς τις ατυχίες που έχει υποστεί το πιό μεγαλοπρεπές στοιχείο διαφόρων λαών και κρατικών θεσμών, και έτσι μπορεί κανείς να κλιμακώσει την αίσθηση της πιό βαθιάς και αμήχανης λύπης, όπου κανένα συμφιλιωτικό αποτέλεσμα δεν διατηρεί την ισορροπία και που για να αποσπαστούμε από αυτή και να ισχυροποιηθούμε εναντίον της, μόνος τρόπος είναι να σκεφτόμαστε: έτσι ήταν να γίνει, είναι μοιραίο, δεν αλλάξει με τίποτα κι ύστερα απωθώντας την ανία που θα μας προκαλούσε η σκέψη της λύπης, να γυρίζουμε πίσω στη συναίσθηση της ζωής μας, στους τωρινούς μας στόχους και στα συμφέροντά μας, με ένα λόγο στον εγωισμό που, όντας στην ήσυχη όχθη, απολαμβάνει ατενίζοντας την συγκεχυμένη μάζα των ερειπίων. Αλλά ακόμα κι αν αντιμετωπίζουμε την ιστορία σαν σφαγείο, όπου η ευτυχία των λαών, η σοφία των κρατών και η αρετή των ατόμων προσφέρθηκαν θυσία, γεννιέται στην σκέψη το ερώτημα σε ποιόν, για ποιόν τελικά σκοπό έγιναν αυτές οι φριχτές θυσίες» (Η Φιλοσοφία της Ιστορίας, Εισαγωγή, 1ος τόμος, σελ. 32-33, μετάφραση από τα γερμανικά Αιμιλία Μανούση, εκδ.Νεφέλη 1980)
Σήμερα γνωρίζουμε πως ακόμα και αυτές οι μετριοπαθείς στοχαστικές θέσεις του Hegel για καταστάλαγμα της ανθρώπινης Ιστορίας σε ένα έλλογο κράτος δικαίου, όπου η διαλεκτική των αιώνων του Λόγου ενσαρκώνεται, υπερβαίνοντας τις αναγκαίες αντινομίες του, είναι αυταπάτες. Κανείς λογικός και συνετός άνθρωπος δεν αρνείται την σημασία αυτού του κατασταλάγματος, κανείς δημοκράτης δεν μπορεί να δεχτεί μιαν υποχώρηση πίσω από το θετικό περιεχόμενο αυτού του κατασταλάγματος.
Όμως το πάθος της αρετής δεν αρκείται σε αυτό.
Η αρετή διεκδικεί όλο τον Κόσμο, ξανά.
Η επιστροφή στα θεμέλια της κίνησης του παγκόσμιου πνεύματος, σημαίνει την ακατάλυτη ελπίδα αποκατάστασης της χαμένης ανθρώπινης ζωής, οριοθετεί την σκέψη των αγαθών παθών στους τόπους της αφθαρσίας της, πέρα από την «διαλεκτική» των ιστορικών αντιφάσεων του Λόγου, αλλά και της «πραγματικότητας». Η επιστροφή στα θεμέλια της κίνησης της ανθρώπινης αγωνίας, σημαίνει την απόλυτη βλέψη της ακεραιότητας, οριοθετεί την σκέψη στον μοναδικό τόπο της αιωνιότητας, πέρα από την παρηγορητική ελπίδα της τελικής εναρμόνισης των ανθρώπινων υποθέσεων, πέρα ακόμα από την αυταπάτη της προσωπικής δικαίωσης.
Η ανθρωπότητα θέλει να ανακτήσει τον Κόσμο.
Η αντίστροφη οπτική:
Αποκατάσταση
Πολλοί έχουν σκεφτεί τον ιστορικό κόσμο ενόσω η
προσωπική υπόσταση είναι παρούσα και ενεργή μέσα στην ζωή, και αναγκαστικά
περιέχεται στον ιστορικό κόσμο.
Μέχρις εδώ μπορούμε να επιλέξουμε «καλώς» ή «κακώς» όποιο πρότυπο μας αφορά, ακόμα και να ανεχτούμε την ρομαντική παράκρουση όσων θέλουν να εξιδανικεύσουν την ωμή κυριαρχική θεώρηση του ιστορικού κόσμου φέρνοντας στο φως της ιστορίας μιαν οπτική που θα ασημαντοποιούσε πάλι την εργασιακή ουσία και την προσωπική υπόσταση της ανθρωπότητας.
Είναι συνηθισμένη η διεργασία ασημαντοποίησης για τον εργαζόμενο άνθρωπο.
Πάλι κάποιοι αφέντες θα προτάσσουν την «δημιουργική» τους ουσία, πάλι κάποιοι «εξεγερμένοι» ενάντια στην εργασία θα προτάσσουν την ποταπότητα της εργασίας, όλοι εξέχουσες δημιουργικές προσωπικότητες που υπερβαίνουν την προσωπική αξιοπρέπεια ως γενικό αίτημα βάσει του νέου οράματος αυτοπραγμάτωσης εις βάρος κάποιων άλλων κορόιδων, συνήθως πληβείων.
Στο περιθώριο της κοινωνικής ιστοριογραφίας και εν γένει του ιστορικισμού εμφανίζεται η προσωπική ιστορία ως απροσδιόριστη α-συνέχεια του ιστορικού κόσμου, πράγμα που αναδύθηκε κυρίως δια της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας -όταν αναδύθηκε.
Η διακοπή της προσωπικής υπόστασης, αυτό που κοινοτόπως ονομάζουμε θάνατο, εξετάζεται πλέον και από την σκοπιά της ίδιας καθαυτής της προσωπικής υπόστασης και όχι μόνον εντός της γενικής χαρτογραφίας του ιστορικό-κοινωνικού καθορισμού που συνεχίζει να αυτοπαράγεται ως έκφραση της γενικής μεταφυσικής των ζώντων, όσο παραμένουν φυσικά ζώντες!
Από την σκοπιά του λεπτολόγου νομιναλισμού της υπόστασης, που είναι από την ζωντανή και όχι νεκροφιλική σκοπιά το «μισό» της ζωής, δεν προσδοκάται λοιπόν καμία εκ των υστέρων δικαίωση αλλά ένας άλλος χάρτης της ζωής, το δικαίωμα της προσωπικής καταγραφής της αδικίας που υπέστησαν όσοι υπέστησαν την αιώνια ατιμία της εκάστοτε εξουσίας (και αντιεξουσίας), και έχουν κάθε λόγο να θεωρούν πως θα την υποστούν όσο επικρατεί η λογική του «ατόμου-ως-σκοτεινού» σημείου της ολικής ζωής.
Υπό αυτή την έννοια η λατρεία της ζωής και της ιστορικής διαλεκτικής (μαρξισμός), του υποτιθέμενου φωτός («ελληνο-λάτρες» και αφελείς «διαφωτιστές»), η πρόταξη «θετικών» προτύπων «ψύχραιμης» σκέψης (νεο-θετικιστές), η κριτική της «σκοτεινιάς» και της νέκρας του «κόσμου της εξουσίας» (αναρχο-αριστερίστικος ή φασιστικός βιταλισμός) δεν είναι για μένα παρά η πιθανή αναγγελία μαζικών θανάτων.
Με λίγα λόγια για μένα όλοι είναι ύποπτοι εξωμοσίας προς τον άνθρωπο, τον
συγκεκριμένο άνθρωπο.
Το πεπερασμένο τής ιστορικής λύτρωσης.
Αν κατορθώνει κάτι ο άνθρωπος τελειώνοντας αιφνίδια
είναι να μην περιφέρεται σαν φάντασμα σε έναν κόσμο που είναι
θεμελιωμένος στην αδικία και την καταστροφή.
Όμως η ζωή του σκλάβου είναι αναλώσιμη.
Θα μπορούσα να τους κάνω να καταλάβουν αυτή την
κρισιμότητα και να τους ταρακουνήσω λιγάκι αν τους μίλαγα για κάτι πιό
αγαπημένο τους: Το μέλλον. Πόσες φορές αλήθεια θα παρουσιάζεται και θα
ξαναπαρουσιάζεται η ευκαιρία να αλλάξει τροχιά η ιστορία;
Άπειρες;
---
Οντολογικές ιεραρχήσεις και
ψεύδη.
Τα σημεία της νοηματικής οντοποίησης της ανθρώπινης «ζωής» περιέχουν ως εννοιακές και σημειακές δυνατότητες όλα τα υποσημεία διπολικών ή και περίπλοκων πολυπολικών συστημάτων νοηματοδότησης, τα οποία στην πραγματικότητα δεν αποτελούν οντικές ιδιότητές της:
Η ζωή δεν ζει μόνον, η ζωή δεν αντίκειται στον θάνατο -μόνον, ο θάνατος δεν είναι η απόλυτη άρνηση της ζωής κ.λπ
Επίσης συμβαίνει το εξής:
Οι διάφορες ποικίλες ή συγκεντρωμένες σε ένα βασικό δίπολο κοινωνικές και κοινωνικο-θεωρητικές αντιπαραθέσεις επηρεάζουν καθοριστικά την συνολική διεργασία της νοηματοδότησης και την οριοθετούν εντός μιας ανοιχτής ή βαθύτερης πολεμικής ή σε μια πανσπερμία πολεμικών που εμποδίζει κάθε προσπάθεια ή επιθυμία ενοποίησης.
Κάθε κοινωνική παράταξη ή υπο-παράταξη συγκροτεί ωστόσο ένα ξεχωριστό υπο-σύστημα συμβολικής ενοποίησης του «όντος» που παρουσιάζεται ως το «ορθό» ή ανώτερο και ως εκείνο που αν δεν καταστρέφει πλήρως πάντως αφομοιώνει όλα τα (άλλα) ανταγωνιστικά υπο-συστήματα ή το κυρίως ανταγωνιστικό (άλλο) υπο-σύστημα. Η αφελής κριτική της διάσπασης και της πολλλαπλότητας που απορρέει (ως διάσπαση) από αυτήν την διεργασία ή προκαλεί αυτήν την διεργασία φαίνεται να αγνοεί την παραγωγική της δύναμη, παραβλέπει το γεγονός πως ο ανταγωνισμός μεταξύ των νοηματοδοτήσεων-συμβολοποιήσεων --που λαμβάνει πάντα έναν ανοιχτό πολεμικό χαρακτήρα-- είναι και αυτός που δημιουργεί μιαν ευρύτερη συμβολική ενότητα, η οποία σημαίνει και περιέχει την συνολική παραγωγική δύναμη της κοινωνικής νόησης. Βέβαια, και αυτό πρέπει να το επισημάνουμε ήδη από την αρχή, αυτή η (συμβολική) ενότητα δεν έχει απαραίτητα έναν συνεκτικό και «ορθολογικό» χαρακτήρα, ούτε επίσης σημαίνει κάτι το αναγκαστικά «θετικό» για την πλειονότητα της «κοινωνίας». Συνήθως υπάρχει μια αφανής κοινωνία των ανθρώπων, μια κοινωνική «βάση» (που απαρτίζεται επίσης από πολλές «βάσεις») που επιφορτίζεται χωρίς να το γνωρίζει καλά καλά (αν και είναι και αυτή υπεύθυνη για την άγνοιά της) με την εφαρμογή ή υλοποίηση των «νοημάτων» των σε διαρκή έξαψη κατασκευαστών τους.
Η σιωπή των μαζών, μια σιωπή που διαρκεί όσο περίπου η ιστορία του ανθρώπινου γένους, είναι μια πρωτογενής προσπάθεια να μην πλεχθούν σε οποιοδήποτε υφάδι ενός υφαντού που είναι πάντα δημιούργημα (σε διαρκή εξέλιξη) κάποιων ελίτ, αλλά ως σιωπή είναι εξίσου και η θεμελιακή προϋπόθεση για την συντήρηση και αναπαραγωγή των ελίτ. Η επίγνωση αυτή είναι δηλαδή στρεβλή, και παραμένει στρεβλή, εφόσον η ίδια η σιωπή που την συγκροτεί και την εκδηλώνει είναι φαινομενική, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο ένα από τα εδάφη της βιοπολιτικής χειραγώγησης.
Η διαρκής πρόσκληση που απευθύνουν οι ελίτ στις μάζες αλλά και η διαρκής ηθικολογική κριτική που τους ασκείται από την μια ή την άλλη σκοπιά, στηρίζεται σε αυτή την δομή της ουσιαστικής σιωπής που ωστόσο (ως σιωπή) δεν σημαίνει μόνον ανάθεση της ζωής τους.
Θέλω να πω πως η διαρκής πρόσκληση των όποιων ελίτ στις όποιες μάζες δεν είναι απλά μια υποκρισία και ένα έδαφος της δομής ανάθεσης της (νοηματικής) ζωής στις ελίτ αλλά και μια εξουσιαστική πράξη επανένταξης των μαζών στις εκάστοτε εκστρατείες των ελίτ, οι οποίες ως εν τέλει πρακτικές πάντα έχουν ένα προηγούμενο «ιδεονοηματικό» στάδιο ανάπτυξης. Όπως θα καταλάβατε από την αρχή του κειμένου το ιδεολογικό ή νοηματικό σημείο-σύμβολο που εκσφεδονίζεται βιαίως από τις ελίτ στις μάζες είναι ένα νόημα περί της «ζωής» και του «θανάτου», συνήθως σε μια μορφή που ιεραρχεί την ζωή σε ένα κορυφαίο σημείο μιας ιεραρχικής νοηματικής πυραμίδας που αυτοδιαβαθμίζεται ως μια κλίμακα με (υποτίθεται) απόλυτα ξενωμένα επίπεδα οργάνωσης που αντιστοιχούν σε βαθμούς αξίας. Εξαρτάται από τις ιστορικές συνθήκες, τα ειδικά συμφέροντα των ελίτ αλλά και των μαζών, και τις αντιπαραθέσεις και τις διαφοροποιήσεις εντός τόσο των ελίτ όσο και των μαζών, για το ποια μορφή προκρίνεται ως η «ορθή».
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει ποτέ ένα ορθότερο ή λιγότερο ορθό σύστημα ιεράρχησης. Δεν υπάρχει δηλαδή κανένα αντικειμενικό κριτήριο ορθότητας ή μεγαλύτερου οφέλους για την επιλογή ή επιβολή του ενός ή του άλλου συστήματος αξιακής και κοινωνικο-οντικής ιεράρχησης. Για να το εξηγήσουμε και εκφράσουμε αυτό που μόλις δηλώσαμε με επίταση σπεύδουμε να πούμε πως ακόμα και ένα μη-ιεραρχικό σύστημα αξιοθέτησης έχει την ίδια αξία που έχει κάθε (άλλο) ιεραρχικό σύστημα, ή μάλλον, έχει την ίδια μη αξία, απλά υπάρχει ως μια ύπαρξη με όλα τα δικαιώματα ύπαρξης που έχει μια ύπαρξη. Στην πραγματικότητα αυτό που υπάρχει ως σύνολο, ψευδο-ολότητα ή ένα σωριασμένο στο Εν πλήθος συστημάτων νοηματοδότησης είναι ένα μηδέν που προσπαθεί να παρουσιαστεί στους αμνούς ως Είναι. Όποιος δεν είναι ή δεν θέλει να είναι αμνός, ανεξάρτητα αν είναι λύκος ή απλά μη-αμνός και μη-λύκος, γνωρίζει πως το Είναι (το «σύστημα Είναι») είναι μια σκιά του μηδενός, όπου το μηδέν περιέχει όλους τους υπο-καθορισμούς της νοηματοδότησης και τα διάφορα συστήματα (νοηματοδότησης) σε μια απόλυτη ενότητα, χωρίς νόημα.
---
Σημειώσεις για την βιοπολιτική.
Δεν υπάρχει καμία διάκριση βίου και ζωής, όπως δεν υπάρχει καμμία οντολογική διάκριση μεταξύ «ζωής» και «θανάτου» (δυνάμεων της «ζωής» και δυνάμεων του «θανάτου»), εφόσον αυτά τα στοιχεία της βιοπολιτικής οργάνωσης της «κοινωνίας» συνυφαίνονται αξεδιάλυτα αποτελώντας στοιχεία του ίδιου φαινομένου, της ίδιας ολότητας. Η βιοπολιτική (ή βιοεξουσιαστική) οργάνωση μιας «κοινωνίας» μπορεί να ορισθεί ως ένα εν γένει υπερβατολογικό πλαίσιο το οποίο ως συγκεκριμενοποιούμενο την μορφοποιεί ή συστηματοποιεί οριακά ως προς τους θεμελιακούς όρους τής εμπειρικής ή βιωμένης αυτοκατανόησής της.
Ως αντικείμενα αυτού του υπερβατολογικού πλαισίου δεν
έχουν αυτοκαθορισμό (δική τους αυτοκαθοριζόμενη υπόσταση) αλλά από την άλλη δεν
είναι απλά αντικείμενα της υπερβατολογικής δράσης και συγκρότησης:
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου