Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Ενάντιοι (μεταξύ τους) δρόμοι εναντίωσης στο αστικό παρόν.

 
Στενός δρόμος..
 
Ένας στενός δρόμος μπορεί να περπατηθεί χωρίς να οδηγεί πάντα σε κάποιο τέλος, άσχετα αν αυτό το τέλος είναι ένας τοίχος σε κάποιο απόλυτο αδιέξοδο ή μιά πλατιά λεωφόρος. 
Ο στενός δρόμος μπορεί να είναι αιώνιος ή μακρόχρονος όσο μακροχρόνια είναι η πορεία της ανθρώπινης ζωής, χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα ένα τέλος. Ένας στενός δρόμος δεν είναι συνήθως μονοπάτι σε κάποιο δάσος στον Μέλανα Δρυμό ή στον Όλυμπο αλλά ένα στενοσόκακο σε μια πόλη.

Πάνω σε ένα βουνό ή σε μια ζούγκλα μπορείς να ανοίξεις εύκολα ή με δυσκολία έναν νέο δρόμο.

Δεν έχει νόημα να το κάνεις αυτό, μιας και ο προϋπάρχων δρόμος σε τέτοιες συνθήκες δεν δημιουργήθηκε τυχαία, αλλά μπορείς να το κάνεις ακόμα κι αν αυτό έχει άσχημες συνέπειες για σένα. 
Στον στενό δρόμο της πόλης δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα στην χάραξή του. Μπορείς να τον κλείσεις με ένα οδόφραγμα, μπορείς να τον κάνεις με κάθε άλλο τρόπο αδιέξοδο, θέλοντας να ανακόψεις την πορεία των αντίθετων δυνάμεων, μπορείς να ανασκάψεις ένα σημείο του, να τον γεμίσεις μικρά βάραθρα, αλλά δεν μπορείς να αλλάξεις την χάραξή του. Θα έρθει στιγμή που θα αναγκαστείς να συνεχίσεις να τον διαβαίνεις όσο μπορείς να συνεχίσεις ή να πάψεις αλλάζοντας δρόμο. Αυτοί οι στενοί δρόμοι δεν σου αφήνουν όμως την δυνατότητα να αλλάξεις δρόμο.
Πάνω τους, μέσα στα όριά τους είναι κλεισμένη η ζωή του εργάτη. Για κάθε εργάτη υπάρχει ένας δρόμος προδιαγεγραμμένος από την γέννησή του. Είτε θέλει να παραμείνει στην τάξη του είτε να βγει απ' αυτήν πρέπει να διαβεί αυτό τον στενό δρόμο. Υπάρχουν πολλές υποσχέσεις για το τέλος του είτε πάλι θέλει να παραμείνει στην τάξη του είτε πάλι θέλει να βγει απ' αυτήν. Δεν μπορεί να αγνοήσει αυτό τον στενό δρόμο. Αν αφήσει την τάξη του θα είναι γιατί διέβη ήδη ένα μέρος αυτού του δρόμου. Ακόμα κι αν ανέβει τελικά στη θέση του υπαλλήλου, του επιστάτη, του προϊστάμενου, του διευθυντή, ή του αφεντικού, θα το έχει κάνει αν διαβεί ένα μέρος αυτού του δρόμου. Δεν ξέρει κανείς γρήγορα πως βλέπει ένας εργάτης ή ένας άνθρωπος από γενιά εργατών και φτωχών αγροτών την αλλαγή αυτή. Σαν προδοσία; Σαν θάνατο; Σαν καλυτέρεψη της ζωής; Ξέρει κανείς γρήγορα πως ο εργάτης, ο φτωχός, δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό τον στενό δρόμο ακόμα κι αν χαθεί στους δρόμους των μικροαστικών συνοικιών ή μέσα σε ένα γραφείο που ξεγελά την σκέψη του.
Θα παινεύει τον εαυτό του, θα εξακοντίζει την εμπειρία του στους άλλους υπνωτισμένους γραφιάδες και βολεμένους, και στο τέλος θα χάνεται στο αδιάφορο βλέμμα αυτών που γεννήθηκαν θαρρείς προϊστάμενοι, διευθυντές, αφεντικά. 
Αυτό που είναι το καμάρι της δυσκολίας του είναι γι' αυτούς ένα σημείο κακής ανατροφής, δείγμα ασυνεπούς χαρακτήρα. Τότε αυτός θα κλείσει το στόμα του, θα ξεχάσει, θα νιώσει την ενοχή της παλιάς του φτώχειας όπως δεν την ένιωσε ποτέ. Θα είναι ένας ολοκληρωμένος προδότης της κοινωνικής τάξης του χωρίς να βρίσκεται εκεί κανείς που να του το ζητάει.

Ο ίδιος ο εαυτός του θα είναι αυτός που θα ορθώσει ένα τείχος στην μνήμη, και ο δρόμος που άνοιξε πλατύς, ή έστω πλατύτερος από το στενοσόκακο, θα κλείνει πάλι, θα περιορίζεται από το φάντασμα του παλιού του στενοσόκακου, κάνοντας τη προδοσία ακόμα πιο οδυνηρή, αφού δεν θα γίνει ποτέ ολάκερη. Είναι όμως ολάκερη η ταξική προδοσία γιατί είναι λειψή. Κυνηγάει τον προδότη ο στενός δρόμος που διάβηκε, δεν ξέρει γιατί αλλά παραμένει ο δικός του δρόμος που σαν φάντασμα πλακώνει τον πλατύ του δρόμο και τον κάνει έναν αγώνα χωρίς τέλος. Αυτοί οι βασανισμένοι προδότες είναι που θέλουν να επιστρέψουν στον στενό δρόμο για να πάρουν κι άλλους, να κάνουν ακατοίκητο τον στενό δρόμο, να σώσουν κόσμο, να αποκαταστήσουν, να χτίσουν ιδρύματα, να στήσουν απόχες να ψαρέψουν κι άλλα πρόσωπα, μήπως και πάψει να τους βασανίζει η εικόνα που ανασύρει η μνήμη.

Αλλά αυτός ο δρόμος θα συνεχίσει να υπάρχει. Μυριάδες περπατούν πάνω του, ζουν με όλες τις πληγές και τη χαρά που υπάρχει μέσα τους, γιατί είναι άνθρωποι, γιατί είναι ταγμένοι και αυτοί να χαίρονται ξέρετε. Αλλά υπάρχουν και οδηγοί, υπάρχουν αυτοί που επιμένουν να περπατάνε πάνω στον στενό δρόμο, υπάρχει ελπίδα πως θα φτάσει όλο αυτό κάπου. Θα είναι αυτό το κάπου μια απλωσιά; Θα είναι ένας κήπος; Θα είναι αυτό το κάπου η λήθη του στενού δρόμου; Πριν ακόμα σκεφτεί κανείς, από τους οδηγούς και τους πεζοπόρους, τι θα είναι αυτό το κάπου, κάποιοι λένε: Δεν ξέρω τι θα είναι ακριβώς αυτό το κάπου. Ξέρω τι είναι αυτό που ζούμε, ξέρουμε τι είναι αυτό που έχει κάνει αυτό τον δρόμο στενό και ανήλιαγο, και ξέρουμε πως πρέπει να τον ακολουθήσουμε ως το τέλος που μας ανήκει, περπατώντας όλο και πιο γρήγορα, όλοι μαζί χωρίς εξαίρεση, σπρώχνοντας τους ταξικούς προδότες έξω, χτίζοντας πάνω του, πάνω από όλα, την δική μας εξουσία. Και η εξουσία αυτή θα μπορούσε να είναι «τώρα». Ο δρόμος αυτός έχει στάσεις από πολλά «τώρα», αλλά κανείς δεν σκέφτηκε πως χωρίς να ανοίξει ο δρόμος ή να φύγει κανείς από αυτόν θα μπορούσε να φτιάξει αυτό το «τώρα» που αρμόζει στον δρόμο που διαβαίνει χωρίς να περιμένει όλα τα άλλα, τα αδιάφορα, τα αλλότρια, που είναι σαν αντικατοπτρισμοί ενός άγνωστου μέλλοντος και ενός αδιευκρίνιστου παρελθόντος.

Μπορεί το παρελθόν και το μέλλον να ενωθούν χωρίς να ορθώνεις έστω το ομοίωμα μιας εξουσίας; Αλλά τι ομοίωμα είναι αυτό αν δεν είναι άμεσα μετατρέψιμο σε απόλυτη πραγματικότητα; Στον στενό αυτό δρόμο υπάρχουν πολλές παγίδες. Και ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να τις προβλέψεις. Εξτρεμισμός, λεγκαλισμός. Ποιος ξέρει ποιος έχει πέσει μέσα στην δική του παγίδα;

Ποιος ξέρει σίγουρα την αληθινή ιστορία αυτών που είπαν κάποιοι πως παγιδεύτηκαν στην δική τους παγίδα. Θα σας πω ένα πράγμα. Σε στενό δρόμο είμαστε, και μάλιστα με το στανιό. Αλλά έχουμε πεισμώσει. Και πιστεύω μόνο αυτούς που κάνουν αυτό τον στενό δρόμο ακόμα στενότερο. Αυτούς που τον ορίζουν όλο και πιο στενά, σε ένα σημείο.

Δεν μπορούμε να ανατρέξουμε στο παρελθόν χωρίς τη υποψία πως το παροντοποιούμε με έναν τρόπο που το κάνει κάτι άλλο από αυτό που ήταν.

Περπατώντας σε έναν στενό δρόμο, περιτριγυρισμένος από πραγματικούς και δυνητικούς εχθρούς, σκέφτεσαι αναγκαστικά το παρόν περισσότερο και αν έχεις χρόνο το μέλλον. Το παρελθόν μπορεί να είναι η φανταστική δόξα όλου του κόσμου που περιβάλλει τον στενό σου δρόμο και να εισδύει μέσα στον ίδιο τον δρόμο σαν ένα είδος ιδεολογίας, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό που πραγματικά σε ενδιαφέρει είναι το παρόν και το μέλλον του.

Η ιδεολογία των προ-νεωτερικών τάξεων παρουσιάζονταν και παρουσιάζεται (θεωρητικά) αλυσοδεμένη στο παρελθόν αλλά και τότε ο δρόμος των φτωχών δεν άφηνε περιθώρια να σκεφτείς το παρελθόν αληθινά.

Η ζωή σε σπρώχνει με βία μπροστά, και κάποτε οι θρησκείες, οι φαντασιώσεις, τα ιδεολογικά ψέμματα, προσαρμόζονται στην ανάγκη αυτής της βίας και την μορφοποιούν ανάλογα με την ίδια την ανάγκη. Κανείς «ταπεινός» δεν έζησε ποτέ τη ζωή του αναστοχαζόμενος αληθινά το παρελθόν, δεν προλαβαίνει, και οι «εξουσίες» των πλουσίων μιας και απευθύνονται τελικά σε αυτούς τους κάνουν την «χάρη».

Τους ετοιμάζουν ένα μύθο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της στενάχωρης πορείας, και αυτός ο μύθος (μια χαρά προσαρμοσμένος στην αστική «ρωμαϊκή» ημι-«δημοκρατία» κάθε υφής) κάνει τον «λαό» και τον «ταπεινό» άνθρωπο ένα ιδανικό κορόιδο της εξουσίας των εκμεταλλευτών.

Γιατί, δεν είναι μόνο το απώτατο παρελθόν αυτό που ξεχνιέται και μορφοποιείται από τους εκμεταλλευτές αλλά το αμέσως προηγούμενο παρελθόν της πορείας τού εργαζόμενου ανθρώπου, το τελευταίο του βήμα, η χθεσινή εργασία του, που βρίσκεται τώρα απέναντί του με την μορφή τού προϊόντος.

Ακόμα κι αν αυτό το προϊόν τής εργασίας αναφέρεται κάπως στην δική του, προσωπική συνεισφορά στο συλλογικό έργο όλων των συνοδοιπόρων της πορείας της ζωής και της παραγωγής, ακόμα και τότε παρουσιάζεται σαν ξένο και είναι ξένο όσο παρουσιάζεται και μέσα του σαν ξένο.

Ο μύθος της κοινής πορείας τού πλήθους των εργαζόμενων συνοδοιπόρων στον στενό δρόμο της άμεσης παραγωγής υπερβαίνει την προσωπική πορεία του κάθε ενός από αυτούς, την ίδια στιγμή που υπερβαίνει την ίδια την συλλογική πορεία μέσα σε μια «πνευματική» φαντασμαγορία. 

Ο στενός δρόμος φαντάζει σαν ένα φωτεινό νεκρικό μονοπάτι που μέσα του εμφανίζονται ως δώρα προϊόντα των ίδιων αυτών που πεθαίνουν με τις χειρότερες συνθήκες πάνω του και αποκρυσταλλώνουν την εργασία τους ως θάνατο.

Γι΄αυτό και η αποκρυσταλλωμένη εργασία όλων, ακόμα και αυτών που δημιουργούν «πνευματικά» αγαθά, φαντάζει ως νεκρή, ως ένα δικαίωμα του θανάτου, ως ο θάνατος ο ίδιος, ένας θάνατος που υποκλέπτει την δόξα της αποκρυστάλλωσης παρουσιάζοντάς την ως νέκρα, ως θάνατο, ως γνώση, ως πνεύμα, ως ένα προγονικό μύθο της γνώσης, ως παρακαταθήκη νεκρών ήδη πριν αποθάνουν.

Αυτός ο στενός δρόμος είναι σπαρμένος από θάνατο και πτώματα που στοιβάζονται θαρρείς μέσα στις αποκρυσταλλώσεις της εργασιακής εμπειρίας, αυτών που τον διαβαίνουν και αυτών που έρχονται από αλλού, από τις υποτιθέμενες πλατιές λεωφόρους της γνώσης. Γιατί, ακόμα κι αν χτίζεται καθημερινά, σε όλα τα αστικά πανεπιστήμια, τα «μοναχικά» μονοπάτια των Δρυμών, και τα ιδρύματα της γραφειοκρατικής σκέψης, ως κάτι που πιθανόν περιέχει θυσία, «υπέρβαση», «ανωτερότητα», μόνον πειθαρχία στους κανόνες, δεν παρουσιάζεται ποτέ ως κάτι που απορρέει και από την σύνοψη, την αποκρυστάλλωση, την μετουσίωση, της απτής εργασίας του άμεσου παραγωγού. Αυτού που συνεχίζει να πορεύεται, θα έλεγε κανείς σε αιώνια τιμωρία από τους θεούς, πάνω στον στενό δρόμο του..

---

 

Το πάθος της ακεραιότητας/ Αποκατάσταση/ Το πεπερασμένο τής ιστορικής λύτρωσης.

Εποπτεύοντας την ανθρώπινη ιστορία από την θέση της τελικής πτώσης των αξιών, των ιδεών, ακόμα και από την θέση των προσωπικών επιδιώξεων, καταλαμβάνεσαι από απελπισία και φόβο για το παρόν, το κυριότερο όμως συνθλίβεσαι στην σημειακή σου θέση αισθανόμενος ανία, θλίψη.

Μας λέει ο Hegel: « Όταν αντικρίζουμε αυτό το θέαμα των παθών και βλέπουμε τις συνέπειες της βιαιότητάς τους, το ακαταλόγιστο, που δε συνοδεύει μονάχα αυτές τις συνέπειες, αλλά ακόμα και κυρίως τις καλές προθέσεις και τους δίκαιους σκοπούς, όταν μέσα από αυτά βλέπουμε να αναδύεται το πονηρό, το κακό, η παρακμή των πιό ακμαίων αυτοκρατοριών που γέννησε το ανθρώπινο πνεύμα, τότε δεν μπορεί παρά να νιώσουμε λύπη γι αυτή την παροδικότητα γενικά, όπου αυτή η πτώση δεν είναι μόνο ένα έργο της φύσης, αλλά της βούλησης του ανθρώπου, δε μπορεί παρά να νιώσουμε μπρός σε αυτό το θέαμα ηθική κατάθλιψη και μια εξέγερση του καλού πνεύματος αν υπάρχει κάτι τέτοιο μέσα μας. Αυτά τα επακόλουθα μπορεί κανείς, χωρίς ρητορική υπερβολή να τα υψώσει ως την μορφή φοβερών εικόνων, ταξινομώντας απλώς τις ατυχίες που έχει υποστεί το πιό μεγαλοπρεπές στοιχείο διαφόρων λαών και κρατικών θεσμών, και έτσι μπορεί κανείς να κλιμακώσει την αίσθηση της πιό βαθιάς και αμήχανης λύπης, όπου κανένα συμφιλιωτικό αποτέλεσμα δεν διατηρεί την ισορροπία και που για να αποσπαστούμε από αυτή και να ισχυροποιηθούμε εναντίον της, μόνος τρόπος είναι να σκεφτόμαστε: έτσι ήταν να γίνει, είναι μοιραίο, δεν αλλάξει με τίποτα κι ύστερα απωθώντας την ανία που θα μας προκαλούσε η σκέψη της λύπης, να γυρίζουμε πίσω στη συναίσθηση της ζωής μας, στους τωρινούς μας στόχους και στα συμφέροντά μας, με ένα λόγο στον εγωισμό που, όντας στην ήσυχη όχθη, απολαμβάνει ατενίζοντας την συγκεχυμένη μάζα των ερειπίων. Αλλά ακόμα κι αν αντιμετωπίζουμε την ιστορία σαν σφαγείο, όπου η ευτυχία των λαών, η σοφία των κρατών και η αρετή των ατόμων προσφέρθηκαν θυσία, γεννιέται στην σκέψη το ερώτημα σε ποιόν, για ποιόν τελικά σκοπό έγιναν αυτές οι φριχτές θυσίες» (Η Φιλοσοφία της Ιστορίας, Εισαγωγή, 1ος τόμος, σελ. 32-33, μετάφραση από τα γερμανικά Αιμιλία Μανούση, εκδ.Νεφέλη 1980)

Σήμερα γνωρίζουμε πως ακόμα και αυτές οι μετριοπαθείς στοχαστικές θέσεις του Hegel για καταστάλαγμα της ανθρώπινης Ιστορίας σε ένα έλλογο κράτος δικαίου, όπου η διαλεκτική των αιώνων του Λόγου ενσαρκώνεται, υπερβαίνοντας τις αναγκαίες αντινομίες του, είναι αυταπάτες. Κανείς λογικός και συνετός άνθρωπος δεν αρνείται την σημασία αυτού του κατασταλάγματος, κανείς δημοκράτης δεν μπορεί να δεχτεί μιαν υποχώρηση πίσω από το θετικό περιεχόμενο αυτού του κατασταλάγματος.

Όμως το πάθος της αρετής δεν αρκείται σε αυτό.  

Η αρετή διεκδικεί όλο τον Κόσμο, ξανά. 

Η επιστροφή στα θεμέλια της κίνησης του παγκόσμιου πνεύματος, σημαίνει την ακατάλυτη ελπίδα αποκατάστασης της χαμένης ανθρώπινης ζωής, οριοθετεί την σκέψη των αγαθών παθών στους τόπους της αφθαρσίας της, πέρα από την «διαλεκτική» των ιστορικών αντιφάσεων του Λόγου, αλλά και της «πραγματικότητας». Η επιστροφή στα θεμέλια της κίνησης της ανθρώπινης αγωνίας, σημαίνει την απόλυτη βλέψη της ακεραιότητας, οριοθετεί την σκέψη στον μοναδικό τόπο της αιωνιότητας, πέρα από την παρηγορητική ελπίδα της τελικής εναρμόνισης των ανθρώπινων υποθέσεων, πέρα ακόμα από την αυταπάτη της προσωπικής δικαίωσης.

Η ανθρωπότητα θέλει να ανακτήσει τον Κόσμο.


Η αντίστροφη οπτική:

 

Αποκατάσταση


Πολλοί έχουν σκεφτεί τον ιστορικό κόσμο ενόσω η προσωπική υπόσταση είναι παρούσα και ενεργή μέσα στην ζωή, και αναγκαστικά περιέχεται στον ιστορικό κόσμο.

Ο ιστορικός κόσμος παρουσιάζεται έτσι ως ένας συνεχής κόσμος που συναπαρτίζεται από τους ζώντες που με τον ένα ή άλλο τρόπο συμμετέχουν στο δράμα ή την τραγωδία του ιστορικού κόσμου, ακόμη κι αν είναι με την τυπική έννοια κομπάρσοι. Ας δούμε τις οπτικές του ιστορικού κόσμου από την σκοπιά αυτής της συνέχειας. Συνήθως ως κομπάρσοι του ιστορικού κόσμου παρουσιάζονται όσοι έλαβαν μέρος σε αυτόν από την θέση του εκτελεστικού οργάνου των σχεδίων των κυρίαρχων της έννομης βίας και των αφεντικών της παραγωγής
Η κριτική της εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης των «ταπεινών» ανθρώπων της (χειρωνακτικής κυρίως) εργασίας στην εκμεταλλευτική-κυριαρχική κοινωνία έχει αναδύσει καίρια την σημασία της ψευδούς φαινομενικότητας της νοηματοδότησης της ζωής αυτών των ανθρώπων ως ασήμαντων
Ο ιστορικός κόσμος της ανθρώπινης ύπαρξης δεν σχηματίσθηκε χωρίς την δουλειά-δουλεία όλων αυτών των «ασήμαντων» ανθρώπων.  
Η κριτική του ταξικού ψεύδους των εκμεταλλευτών που παρουσιάζουν τον ιστορικό κόσμο ως δημιούργημα μόνον του εαυτού τους το κατακρήμνισε με την αποκάλυψη της ψευδούς φαινομενικότητας αυτού του νοήματος του ιστορικού κόσμου ως δημιουργήματος των μη-χειρωνακτικά εργαζόμενων Κυρίων. 
Αυτή η αποκαλυπτική εμφάνιση της κρυμμένης αλήθειας του κυριαρχικά εμφανιζόμενου ιστορικού κόσμου ήταν πέρα από μια θεωρία με τις πρακτικές της συνέπειες στο παρόν ένα είδος υπαρκτικής αποκατάστασης των οντολογικά συκοφαντημένων ως ασήμαντων άμεσων παραγωγών. 
Θα ήταν βέβαια λάθος να μην αναγνωρίσουμε πως αυτή η αποκατάσταση των συκοφαντημένων δούλων ήταν έργο όχι μόνον των μαρξιστών και των αναρχικών-ουτοπικών σοσιαλιστών αλλά και της ίδιας της αστικής κοινωνίας που αναβίβασε την ηθική και οντολογική αξία της (χειρωνακτικής) εργασίας σε ένα επίπεδο που δεν είχε μέχρι τότε ποτέ. 
Η αστική κοινωνία αναβίβασε επίσης την ηθική και οντολογική αξία της προσωπικής υπόστασης σε ένα επίπεδο που δεν είχε μέχρι τότε ποτέ.

Μέχρις εδώ μπορούμε να επιλέξουμε «καλώς» ή «κακώς» όποιο πρότυπο μας αφορά, ακόμα και να ανεχτούμε την ρομαντική παράκρουση όσων θέλουν να εξιδανικεύσουν την ωμή κυριαρχική θεώρηση του ιστορικού κόσμου φέρνοντας στο φως της ιστορίας μιαν οπτική που θα ασημαντοποιούσε πάλι την εργασιακή ουσία και την προσωπική υπόσταση της ανθρωπότητας.

Είναι συνηθισμένη η διεργασία ασημαντοποίησης για τον εργαζόμενο άνθρωπο.  

Πάλι κάποιοι αφέντες θα προτάσσουν την «δημιουργική» τους ουσία, πάλι κάποιοι «εξεγερμένοι» ενάντια στην εργασία θα προτάσσουν την ποταπότητα της εργασίας, όλοι εξέχουσες δημιουργικές προσωπικότητες που υπερβαίνουν την προσωπική αξιοπρέπεια ως γενικό αίτημα βάσει του νέου οράματος αυτοπραγμάτωσης εις βάρος κάποιων άλλων κορόιδων, συνήθως πληβείων.

Η «κατάργηση της εργασίας» είναι το νέο δουλοκτητικό όραμά τους, ένα αυθεντικό αναρχο-φασιστικό όραμα. 
Δεν θα ασχοληθώ με όλους αυτούς, στην προσπάθειά μου να φαντασθώ ένα είδος οντολογικής αποκατάστασης του εργαζόμενου σκλάβου. Αυτό ας το ξεκαθαρίσουμε από τώρα.. Ο ιστορικός κόσμος μπορεί να αναπαρασταθεί και παρουσιαστεί ως συνεχής, και αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα κι αν δεν θεωρηθεί ως ενιαίο σώμα αλλά ως μια ροή με χασματώδεις α-συνέχειες. Γιατί όμως λέμε πως υπάρχει μια τέτοια δυνατότητα αφού οι αναπαραστάσεις και οι παρουσιάσεις του ιστορικού κόσμου πλέον βρίθουν από θεωρητικές παρουσίες της «ροϊκότητας» και της «α-συνέχειας»;

Στο περιθώριο της κοινωνικής ιστοριογραφίας και εν γένει του ιστορικισμού εμφανίζεται η προσωπική ιστορία ως απροσδιόριστη α-συνέχεια του ιστορικού κόσμου, πράγμα που αναδύθηκε κυρίως δια της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας -όταν αναδύθηκε. 

Η διακοπή της προσωπικής υπόστασης, αυτό που κοινοτόπως ονομάζουμε θάνατο, εξετάζεται πλέον και από την σκοπιά της ίδιας καθαυτής της προσωπικής υπόστασης και όχι μόνον εντός της γενικής χαρτογραφίας του ιστορικό-κοινωνικού καθορισμού που συνεχίζει να αυτοπαράγεται ως έκφραση της γενικής μεταφυσικής των ζώντων, όσο παραμένουν φυσικά ζώντες! 

Ο ίδιος όμως ο ιστορικός κόσμος δεν υφίσταται πέραν των προσωπικών υποστασιοποιήσεών του, άρα δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί ουσιακά αν δεν τοπολογηθεί και από την σκοπιά της μοίρας της προσωπικής υπόστασης. Η προσωπική υπόσταση ως όψη περιέχει έναν αρνητικό αυτοκαθορισμό της ιστορικότητας. Ένας σκοτωμένος, ηττημένος ή απλά αποβιώσας αγωνιστής της δικαιοσύνης, πριν ακόμα αυτή πραγματωθεί ή μη-πραγματωθεί ή πραγματωθεί μερικά δημιουργεί το σημείο-τομή του ιδανικού της δικαιοσύνης διά και προς την άφατη δυνητικότητα του και αντίθετα προς την επαληθευσιμότητα ή διαψευσιμότητά του στο υπαρκτό του κόσμου. Αυτό μπορεί να νοηθεί ταυτοχρόνως με την καταστροφικότερη ή δημιουργικότερη έννοια, εφόσον η μορφή του αδικαίωτου ή η μορφή του δικαιωμένου καταρρέει στο μη-συμβαίνον. 
Η αρνητική ιδανικότητα του προσώπου κλίνει ούτως προς την θέση του αδικαίωτου, του άσκοπου, του α-νόητου, εφόσον η υποτιθέμενη συνέχεια του ιστορικού κόσμου δεν έχει ούτε θα έχει ποτέ σημασία για την οπτική του μη-συμβαίνοντος στο προσωπικό υποκείμενο. Αυτό δεν σημαίνεται, όπως ίσως θα ήθελαν να πιστεύουν πολλοί φίλοι, με την έννοια πως είναι άδικη η παρουσία ενός ορθού όντος σε μια συμβαντικότητα αδικίας -θανατερής μάλιστα, πράγμα που θα μας έκανε αποδέκτες εύλογων επικούρειων ή μαρξικών αντιρρήσεων, αλλά πως είναι α-νόητη και άσκοπη η ίδια η συμβαντικότητα της ζωής όσο είναι ένα επισυμβάν του καταστροφικού και άδικου συμβάντος. Έχει νόημα να καταλάβουμε δηλαδή πως η συσσώρευση καταστροφικής απάνθρωπης συμβαντικότητας κηλιδώνει την ουσία του όντος και αποτελεί παρακαταθήκη ιστορικής επιβάρυνσης του ανθρώπινου βλέμματος, παρεκτός κι αν θεωρούμε πως η ελευθεριακή, ή αταξική ή δημοκρατική ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το, κοινωνία θα είναι ένα φωτεινό μνήμα λήθης του υπάρξαντος αθλίου κόσμου. Πολύ αισιόδοξους βρίσκω αυτούς που ορθώνουν πήλινα τείχη έναντι της «οντολογίας του κακού», ή αυτούς που εμπιστεύονται τις δυνάμεις του αεί επερχόμενου νέου και πανάγαθου αταξικού μέλλοντος, και δυστυχώς θα τους στεναχωρήσω από την σκοπιά της επίγνωσης της βαρύτητας του παρελθόντος και αυτού του ίδιου του κακού που το διαπερνάει ως ήδη ενεργό και μη-οριοθετημένο παρόν του εδώ υπάρχοντος κόσμου. Ακριβώς επειδή ο άνθρωπος, και εννοώ ο κάθε τύπος δημιουργικού ανθρώπου, έχει επιδείξει την ανοητότερη αισιοδοξία έναντι αυτών των ενδο-ιστορικών δυνάμεων της απάλειψης και της απάρνησης της προσωπικής υπόστασης, για αυτό έχω κάθε λόγο να ανησυχώ για την κάθε αισιοδοξιαρχική θρησκευτικότητα είτε αυτή κρύπτεται εντός ιστορικό-υλιστικών εποπτειών είτε αυτή εκδηλώνεται ανοιχτά με την υπεράσπιση των «λογικών-φωτεινών» πολιτισμών κ.λ.π 

Από την σκοπιά του λεπτολόγου νομιναλισμού της υπόστασης, που είναι από την ζωντανή και όχι νεκροφιλική σκοπιά το «μισό» της ζωής, δεν προσδοκάται λοιπόν καμία εκ των υστέρων δικαίωση αλλά ένας άλλος χάρτης της ζωής, το δικαίωμα της προσωπικής καταγραφής της αδικίας που υπέστησαν όσοι υπέστησαν την αιώνια ατιμία της εκάστοτε εξουσίας (και αντιεξουσίας), και έχουν κάθε λόγο να θεωρούν πως θα την υποστούν όσο επικρατεί η λογική του «ατόμου-ως-σκοτεινού» σημείου της ολικής ζωής.

Υπό αυτή την έννοια η λατρεία της ζωής και της ιστορικής διαλεκτικής (μαρξισμός), του υποτιθέμενου φωτός («ελληνο-λάτρες» και αφελείς «διαφωτιστές»), η πρόταξη «θετικών» προτύπων «ψύχραιμης» σκέψης (νεο-θετικιστές), η κριτική της «σκοτεινιάς» και της νέκρας του «κόσμου της εξουσίας» (αναρχο-αριστερίστικος ή φασιστικός βιταλισμός) δεν είναι για μένα παρά η πιθανή αναγγελία μαζικών θανάτων.

Με λίγα λόγια για μένα όλοι είναι ύποπτοι εξωμοσίας προς τον άνθρωπο, τον συγκεκριμένο άνθρωπο.

---



Το πεπερασμένο τής ιστορικής λύτρωσης.

Αν κατορθώνει κάτι ο άνθρωπος τελειώνοντας αιφνίδια είναι να μην περιφέρεται σαν φάντασμα σε έναν κόσμο που είναι θεμελιωμένος στην αδικία και την καταστροφή.

Η μη-ύπαρξη απολαμβάνει την σιωπή του τίποτα και σημαίνει το όριο της καταστροφής δια της επίτευξής της, χωρίς αυτό να σημαίνει την επίσπευσή της. Χαρτογραφώντας τον κόσμο μέσα στο διαρκώς δοξολογούμενο παρόν του δεν θα συναντήσεις φαντάσματα και αδιόρατες παρουσίες σαν να υπήρχαν, παρά τις προσπάθειες των παρόντων -για να μην πω ζώντων- να δούνε κάτι. Ας είναι οι ζώντες αφηγητές, δυνατοί αφηγητές. 
Στο τέλος θα δούνε μόνον τον εαυτό τους και τα προβλήματα του καιρού τους και ίσως, ίσως, ένα ίχνος που δεν είναι όμως λυχνάρι να σε οδηγήσει στο σκοτάδι του συντελεσμένου για να μπορέσεις να το ανασημάνεις, και έτσι κατά πως λένε να το αναστήσεις και να το αποκαταστήσεις αν είναι «κακό», εξευτελιστικό για τον άνθρωπο. Ίσως μια εντονότερη εντύπωση και θέαση της επικινδυνότητας του παρόντος θα σε οδηγούσε καλύτερα στην αποκατάσταση αυτή, και ένα είδος εγρήγορσης για τη ζωή των οικείων οικείων και ανοίκειων οικείων σου θα σου δώριζε κάποια στιγμή εποπτείας του λάθους των όντων, της ανοησίας τους, της αθλιότητάς τους όπως ήτανε και όπως παρήγαγαν την εξόντωση, τον εξευτελιστικό θάνατο, την αδικία προς τον άνθρωπο. Δια μέσω των κοινών συνθηκών οράς το επαχθές συντελεσμένο, οργιζόμενος για την μοίρα που σου επιφυλάσσεται και κάνοντας ίσως μια σπονδή στην μνήμη των άγνωστων συμπασχόντων του παρελθόντος. 
Αυτή η μνήμη του σκλάβου οδηγεί σε έναν σκληρότερο αγώνα του, τον εξοπλίζει με ένα υπερ-ατομικό και μη-παροντικό παροντικό ταξικό μίσος, αφού λειτουργεί ως επισήμανση της διάρκειας και της δύναμης της καταπίεσης και του αίσχους.

Όμως η ζωή του σκλάβου είναι αναλώσιμη.

Ο αγώνας του στιγματίζεται από την κατάρα της ήττας, από την υπόνοια της διαρκούς αποτυχίας, εφόσον ή ίδια η δομική συγκρότηση της δουλικότητας είναι συνυφασμένη με την ήττα και την διαρκή αποτυχία, πράγμα που δεν θεραπεύεται με την αλήθεια της μη-ευθύνης (ή μη-απόλυτης ευθύνης) του σκλάβου για την γέννηση και τον θάνατό του μέσα τους ως νομοτελειακού γεγονότος. 
Η άρνησή μου να δεχτώ τελικά τον ιστορικό υλισμό ως ολοκληρωμένο και συνεπές σύστημα σκέψης έχει να κάνει με αυτό που θεωρώ ως άρνησή του να δεχτεί την βαρύτητα αυτών των όρων της ύπαρξης του σκλάβου, όχι για να υποκύψει σε μια μοιρολατρία αλλά για να πάψει να ιστορικοποιεί την αναγκαιότητα της σκλάβωσης των σκλάβων και να υποτιμά την σημασία της βαρύτητας του συντελεσμένου
Είναι προφανές πως ο ιστορικός υλισμός έχει δίκιο σε σχεδόν όλες τις γενικές εποπτείες του τού κοινωνικο-ιστορικού γίγνεσθαι, και δεν έχω να προσθέσω πολλά εδώ από την άποψη της γενικότητας, αλλά οι φορείς του θα κατανοούσαν καλύτερα την κρισιμότητα της κατάστασης αν συνειδητοποιούσαν την μη-προοδευτικότητα της ιστορίας, την κυκλικότητά της σε καθοριστικά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, και τον ρόλο τους (ως «ζητημάτων») στο σπάσιμο του κύκλου, τον τετριμμένα λεγόμενο ηθικό τους ρόλο στην αναβίβαση της ύπαρξης και την αποκατάσταση του όντος, χωρίς να καταφεύγουν σε καταφύγια «κοινωνικά» καθορισμένων α-συνεχειών.

Θα μπορούσα να τους κάνω να καταλάβουν αυτή την κρισιμότητα και να τους ταρακουνήσω λιγάκι αν τους μίλαγα για κάτι πιό αγαπημένο τους: Το μέλλον. Πόσες φορές αλήθεια θα παρουσιάζεται και θα ξαναπαρουσιάζεται η ευκαιρία να αλλάξει τροχιά η ιστορία;

Άπειρες;

---

Οντολογικές ιεραρχήσεις και ψεύδη.

Τα σημεία της νοηματικής οντοποίησης της ανθρώπινης «ζωής» περιέχουν ως εννοιακές και σημειακές δυνατότητες όλα τα υποσημεία διπολικών ή και περίπλοκων πολυπολικών συστημάτων νοηματοδότησης, τα οποία στην πραγματικότητα δεν αποτελούν οντικές ιδιότητές της:

Η ζωή δεν ζει μόνον, η ζωή δεν αντίκειται στον θάνατο -μόνον, ο θάνατος δεν είναι η απόλυτη άρνηση της ζωής κ.λπ

Όταν η διεργασία (αυτο-)νοηματοδότησης της ανθρώπινης ζωής, εκπεμπόμενη κυρίως από ειδικές ομάδες που ειδικεύονται (όχι απαραίτητα επαγγελματικά) στην «εργασία» αυτή, συγκροτείται συγκροτώντας όλους αυτούς τους πόλους/υπο-σημεία, συνήθως δεν περιέχει εντός του συγκροτούμενου σημειακού συστήματος την ενότητα των σημειακών καθορισμών. 
Η ενότητα των υπο-σημείων σε ένα σημείο, η επιδιωκόμενη ή επιθυμούμενη ενοποίηση των υποκαθορισμών του κεντρικού καθορισμού «άνθρωπος» ή «ον» ή «ζωή», δεν εμποδίζεται μόνον από τους ιστορικούς περιορισμούς, τις επιμέρους σκοπιές της κεντρικής έννοιας όπως σημαίνονται στην ίδια την ιστορικότητα ως διαρκή περιορισμό.

Επίσης συμβαίνει το εξής:

Οι διάφορες ποικίλες ή συγκεντρωμένες σε ένα βασικό δίπολο κοινωνικές και κοινωνικο-θεωρητικές αντιπαραθέσεις επηρεάζουν καθοριστικά την συνολική διεργασία της νοηματοδότησης και την οριοθετούν εντός μιας ανοιχτής ή βαθύτερης πολεμικής ή σε μια πανσπερμία πολεμικών που εμποδίζει κάθε προσπάθεια ή επιθυμία ενοποίησης. 

Κάθε κοινωνική παράταξη ή υπο-παράταξη συγκροτεί ωστόσο ένα ξεχωριστό υπο-σύστημα συμβολικής ενοποίησης του «όντος» που παρουσιάζεται ως το «ορθό» ή ανώτερο και ως εκείνο που αν δεν καταστρέφει πλήρως πάντως αφομοιώνει όλα τα (άλλα) ανταγωνιστικά υπο-συστήματα ή το κυρίως ανταγωνιστικό (άλλο) υπο-σύστημα. Η αφελής κριτική της διάσπασης και της πολλλαπλότητας που απορρέει (ως διάσπαση) από αυτήν την διεργασία ή προκαλεί αυτήν την διεργασία φαίνεται να αγνοεί την παραγωγική της δύναμη, παραβλέπει το γεγονός πως ο ανταγωνισμός μεταξύ των νοηματοδοτήσεων-συμβολοποιήσεων --που λαμβάνει πάντα έναν ανοιχτό πολεμικό χαρακτήρα-- είναι και αυτός που δημιουργεί μιαν ευρύτερη συμβολική ενότητα, η οποία σημαίνει και περιέχει την συνολική παραγωγική δύναμη της κοινωνικής νόησης. Βέβαια, και αυτό πρέπει να το επισημάνουμε ήδη από την αρχή, αυτή η (συμβολική) ενότητα δεν έχει απαραίτητα έναν συνεκτικό και «ορθολογικό» χαρακτήρα, ούτε επίσης σημαίνει κάτι το αναγκαστικά «θετικό» για την πλειονότητα της «κοινωνίας». Συνήθως υπάρχει μια αφανής κοινωνία των ανθρώπων, μια κοινωνική «βάση» (που απαρτίζεται επίσης από πολλές «βάσεις») που επιφορτίζεται χωρίς να το γνωρίζει καλά καλά (αν και είναι και αυτή υπεύθυνη για την άγνοιά της) με την εφαρμογή ή υλοποίηση των «νοημάτων» των σε διαρκή έξαψη κατασκευαστών τους. 

Η διαρκής αφασία και σιωπή μιας τεράστιας μάζας καθημερινών ανθρώπων, διαχρονικά και παντού, σε σχέση με τα κεντρικά νοήματα ή υπο-νοήματα που διευθετούνται από τις διανοητικές/επιστημονικές ή πολιτικές ελίτ περιέχει την στρεβλή επίγνωση της αδυναμίας και τού εγκλωβισμού τους σε κάποια από τα υφάδια ή απλά τις ιδεολογικές και βιοπολιτικές (μη-συνωμοτικές) «πλεκτάνες» των ελίτ.

Η σιωπή των μαζών, μια σιωπή που διαρκεί όσο περίπου η ιστορία του ανθρώπινου γένους, είναι μια πρωτογενής προσπάθεια να μην πλεχθούν σε οποιοδήποτε υφάδι ενός υφαντού που είναι πάντα δημιούργημα (σε διαρκή εξέλιξη) κάποιων ελίτ, αλλά ως σιωπή είναι εξίσου και η θεμελιακή προϋπόθεση για την συντήρηση και αναπαραγωγή των ελίτ. Η επίγνωση αυτή είναι δηλαδή στρεβλή, και παραμένει στρεβλή, εφόσον η ίδια η σιωπή που την συγκροτεί και την εκδηλώνει είναι φαινομενική, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο ένα από τα εδάφη της βιοπολιτικής χειραγώγησης. 

Η διαρκής πρόσκληση που απευθύνουν οι ελίτ στις μάζες αλλά και η διαρκής ηθικολογική κριτική που τους ασκείται από την μια ή την άλλη σκοπιά, στηρίζεται σε αυτή την δομή της ουσιαστικής σιωπής που ωστόσο (ως σιωπή) δεν σημαίνει μόνον ανάθεση της ζωής τους. 

Θέλω να πω πως η διαρκής πρόσκληση των όποιων ελίτ στις όποιες μάζες δεν είναι απλά μια υποκρισία και ένα έδαφος της δομής ανάθεσης της (νοηματικής) ζωής στις ελίτ αλλά και μια εξουσιαστική πράξη επανένταξης των μαζών στις εκάστοτε εκστρατείες των ελίτ, οι οποίες ως εν τέλει πρακτικές πάντα έχουν ένα προηγούμενο «ιδεονοηματικό» στάδιο ανάπτυξης. Όπως θα καταλάβατε από την αρχή του κειμένου το ιδεολογικό ή νοηματικό σημείο-σύμβολο που εκσφεδονίζεται βιαίως από τις ελίτ στις μάζες είναι ένα νόημα περί της «ζωής» και του «θανάτου», συνήθως σε μια μορφή που ιεραρχεί την ζωή σε ένα κορυφαίο σημείο μιας ιεραρχικής νοηματικής πυραμίδας που αυτοδιαβαθμίζεται ως μια κλίμακα με (υποτίθεται) απόλυτα ξενωμένα επίπεδα οργάνωσης που αντιστοιχούν σε βαθμούς αξίας. Εξαρτάται από τις ιστορικές συνθήκες, τα ειδικά συμφέροντα των ελίτ αλλά και των μαζών, και τις αντιπαραθέσεις και τις διαφοροποιήσεις εντός τόσο των ελίτ όσο και των μαζών, για το ποια μορφή προκρίνεται ως η «ορθή».

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει ποτέ ένα ορθότερο ή λιγότερο ορθό σύστημα ιεράρχησης. Δεν υπάρχει δηλαδή κανένα αντικειμενικό κριτήριο ορθότητας ή μεγαλύτερου οφέλους για την επιλογή ή επιβολή του ενός ή του άλλου συστήματος αξιακής και κοινωνικο-οντικής ιεράρχησης. Για να το εξηγήσουμε και εκφράσουμε αυτό που μόλις δηλώσαμε με επίταση σπεύδουμε να πούμε πως ακόμα και ένα μη-ιεραρχικό σύστημα αξιοθέτησης έχει την ίδια αξία που έχει κάθε (άλλο) ιεραρχικό σύστημα, ή μάλλον, έχει την ίδια μη αξία, απλά υπάρχει ως μια ύπαρξη με όλα τα δικαιώματα ύπαρξης που έχει μια ύπαρξη. Στην πραγματικότητα αυτό που υπάρχει ως σύνολο, ψευδο-ολότητα ή ένα σωριασμένο στο Εν πλήθος συστημάτων νοηματοδότησης είναι ένα μηδέν που προσπαθεί να παρουσιαστεί στους αμνούς ως Είναι. Όποιος δεν είναι ή δεν θέλει να είναι αμνός, ανεξάρτητα αν είναι λύκος ή απλά μη-αμνός και μη-λύκος, γνωρίζει πως το Είναι (το «σύστημα Είναι») είναι μια σκιά του μηδενός, όπου το μηδέν περιέχει όλους τους υπο-καθορισμούς της νοηματοδότησης και τα διάφορα συστήματα (νοηματοδότησης) σε μια απόλυτη ενότητα, χωρίς νόημα.

---

 

Σημειώσεις για την βιοπολιτική.

Δεν υπάρχει καμία διάκριση βίου και ζωής, όπως δεν υπάρχει καμμία οντολογική διάκριση μεταξύ «ζωής» και «θανάτου» (δυνάμεων της «ζωής» και δυνάμεων του «θανάτου»), εφόσον αυτά τα στοιχεία της βιοπολιτικής οργάνωσης της «κοινωνίας» συνυφαίνονται αξεδιάλυτα αποτελώντας στοιχεία του ίδιου φαινομένου, της ίδιας ολότητας. Η βιοπολιτική (ή βιοεξουσιαστική) οργάνωση μιας «κοινωνίας» μπορεί να ορισθεί ως ένα εν γένει υπερβατολογικό πλαίσιο το οποίο ως συγκεκριμενοποιούμενο την μορφοποιεί ή συστηματοποιεί οριακά ως προς τους θεμελιακούς όρους τής εμπειρικής ή βιωμένης αυτοκατανόησής της. 

Η διαλεκτική δομή ως υπερβατολογική δομή σημαίνει όχι μόνον την ενότητα και την αλληλοσυνύφανση αυτών των θεμελιακών όρων με την κοινωνική νόηση αλλά και την ενδογενώς οριακή και «δοτή» (ή κατασκευασμένη) υπόσταση των υλικών παραγωγικών και επιθυμητικών θεμελιακών όρων από το ίδιο το βιοπολιτικό υπερβατολογικό πλαίσιο. 
Λ.χ τα νοήματα «ζωή» και «θάνατος» δεν έχουν αυτοκαθοριζόμενη υπόσταση αλλά είναι αντικείμενα του εκάστοτε υπερβατολογικού βιοπολιτικού πλαισίου.

Ως αντικείμενα αυτού του υπερβατολογικού πλαισίου δεν έχουν αυτοκαθορισμό (δική τους αυτοκαθοριζόμενη υπόσταση) αλλά από την άλλη δεν είναι απλά αντικείμενα της υπερβατολογικής δράσης και συγκρότησης:

Η υπερβατολογική συγκρότηση «αντικειμένων» ως «αντικειμένων» που συγκροτούνται ως δυνάμενα να είναι γνώσιμα και εμπειρώμενα υπό τους όρους των γενικών μη-εμπειρικών προϋποθέσεων τής εμπειρικά εδραιωμένης γνώσης, άρα η συγκρότηση αντικειμένων  που δεν είναι «καθαρά» γνωσιακά-ή-ιδεατά (αν υποθέσουμε πως υπάρχουν και αυτά τα αντικείμενα) δεν διαφεύγει εύκολα της τάσης «να» εννοούνται και να παράγονται ως αυτοτελώς γνωσιακά (ιδεολογικά, φαντασιακά κ.λπ), άρα ως υπερβατικά αντικείμενα:
Η διάκριση υπερβατολογικής και υπερβατικής παραγωγής του αντικειμένου όταν αναφερόμαστε σε «κοινωνικά» αντικείμενα είναι δυσχερής εφόσον όλες οι κοινωνικές και κοινωνικοθεωρητικές αντιπαραθέσεις και οι θεσμικές και πολιτικές συγκροτήσεις που τις εκφράζουν και τις συμπυκνώνουν λαμβάνουν «αυθόρμητα» έναν απολυταρχικό υπερβατικό χαρακτήρα, ακόμα κι αν υποστατώνουν την θέση ενός «αδύναμου» ή καταδιωκόμενου πόλου της αντιπαράθεσης. 
Υπό αυτή την σκοπιά των πραγμάτων είναι πραγματικό καθήκον των θεωρητικών εκείνων που είναι ταγμένοι στην αλήθεια των πραγμάτων και έχουν την πεποίθηση πως η αλήθεια αυτή συμφέρει περισσότερο τον «αδύναμο» ή καταδιωκόμενο πόλο, να διενεργούν συνέχεια μια «ψυχρή» κριτική απομύθευση όλων των ουτοπιών, των μύθων και των μεταφυσικών που στηρίζονται ειδικά σήμερα έμμεσα και κρυφίως στην ιεραρχική-μεταφυσική νοηματοδότηση της βιοπολιτικής και βιοεξουσίας. 
Η κριτική αυτή δεν είναι βέβαια μια εύκολη υπόθεση εφόσον έχει εντός της την ροπή προς μια μορφή ρεαλιστικού κυνισμού, αλλά είναι αναγκαία ειδικά σε αυτούς τους ιδεολογικούς και πολιτικούς «χώρους» που θέλουν ή επιθυμούν να ελέγξουν ή ακόμα και να καταργήσουν το υπερβατολογικό πλαίσιο της βιοπολιτικής..
----

 

Ιωάννης Τζανάκος

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου