Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Οι δύο πτυχές τού δογματισμού.

 

1.
Το τυπικό λάθος τού ιδεολογικού δογματισμού στο ιστορικό κίνημα τής μισθωτής εργασίας και εν γένει στο ελευθεριακό δημοκρατικό κίνημα στην νεώτερη εποχή, έγκειται στην αδυναμία τους να ενσωματώσουν την ιστορική εμπειρία τους γενικεύοντάς την σε κανονιστικές και θεωρητικές μορφές, οι οποίες θα έχουν παροντική/μελλοντική «χρήση» αλλά θα μπορούν και να εξηγήσουν ορθολογικά «τι» «στραβό» συνέβη στο παρελθόν.
Δεν αρκεί δηλαδή να δεχτεί ένα ιστορικό και κοινωνικό υποκείμενο την ιστορική εμπειρία ως «ιστορική» και μόνον, αλλά να την αντιμετωπίσει ως ένα «κοίτασμα» από το οποίο αντλούνται γενικά ισχύοντες κανόνες, ήτοι ηθικές/αξιακές και θεωρητικές δεσμεύσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους, όταν υπάρξει νέα ιστορική εμπειρία: είτε α) συμπληρώνουν το σύνολο τους, συμπροστιθέμενες στις ήδη υφιστάμενες δεσμεύσεις, είτε β) συμπληρώνουν το σύνολό τους αναιρώντας ένα μέρος του.
Η αναίρεση δεσμευτικών κανόνων, δηλαδή ηθικών/αξιακών/θεωρητικών δεσμεύσεων, λόγω τής ιστορικής διάψευσης και τής ιστορικής αναίρεσής τους, δεν σημαίνει εν γένει άρση τής κανονιστικότητας αν θέλουμε διέξοδο στο «πρόβλημα», αλλά σημαίνει: 
Είτε α) ενίσχυση και αυστηροποίησή τους ως έχουν, είτε β) ολοκληρωτική ή μερική άρση τους που όμως συνοδεύεται από άλλους κανόνες, οι οποίοι ως ετερογενείς σε σχέση προς τους προηγούμενους που αναιρέθηκαν καλύπτουν το δημιουργούμενο κενό με μεγαλύτερη δύναμη αφαίρεσης και αυστηρότητας.
Όταν τα «κανονιστικά διατάγματα-προστάγματα» τού Λόγου, εκ των οποίων απορρέουν κανόνες ως ηθικές/αξιακές και θεωρητικές δεσμεύσεις, καταστρέφονται από την ιστορική πραγματικότητα και κλονίζονται στην εμπειρική νόηση των ανθρώπων (ενός κινήματος λ.χ) δεν απαιτείται καταστροφή των «κανονιστικών διαταγμάτων-προσταγών» τού Λόγου εν γένει, αλλά η δημιουργία νέων, αυστηρότερων και δεσμευτικότερων, ως μέσων προς την υλοποίηση των στρατηγικών σκοπών.
Η νιτσεϊκο-κριτική που έχει γίνει επί αυτών των «πραγμάτων», δια μέσω μιας χυδαίας και θεωρητικά άσχετης κριτικής στον καντιανό Λόγο, έχει πλέον φτάσει στο ιστορικό τέλος της, είναι άγονη, δεν οδηγεί πουθενά, συν τοις άλλοις ανοίγει κυρίως το ακροδεξιό και θεοκρατικό «κουτί τής Πανδώρας» τού αντιδραστικού αυταρχισμού.
Το αντίστοιχο σεκταριστικό ή αριστερίστικο «κουτί» αντιδραστικού αυταρχισμού που «ανοίγει», δεν είναι «κουτί» αλλά «κουτάκι».
Οι αριστεριστές ή οι ρομαντικοί δημοκρατιστές επικριτές τής κανονιστικότητας τού ορθού Λόγου είναι οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» τής αντιδραστικής ακροδεξιάς και θεοκρατικής παλινόρθωσης στην θεωρητικο-πολιτική σκέψη και στην θεωρητικο-πολιτική μεθοδολογία, η οποία διαμεσολαβεί την επίθεση της στον ορθό Λόγο (και την ενεργή ή δυνητική κανονιστικότητα των «διαταγμάτων» του) μέσω μιας γενικής μηδενιστικής επίθεσης στην αναγκαιότητα τής αυστηρής ορθολογικής κανονιστικής μορφοποίησης των κοινωνικών και ανθρώπινων σχέσεων ό-που αυτή είναι απαραίτητη και υλοποιεί την πρόοδο και την εξέλιξη τής πολιτισμένης και δημοκρατικής ανθρωπότητας.
Ο δογματισμός τής εποχής μας, από τα τέλη τού 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, έγκειται κυρίως σε αυτή την θεωρητική πρακτική που ερείδεται στην εργαλειοποίηση των ιστορικών ματαιώσεων-και-διαψεύσεων των ορθολογικών θεωρητικών-και-κανονιστικών αξιώσεων για να τρωθεί η ίδια η θεμελίωση των ανθρώπινων πρακτικών στις ορθολογικές κανονιστικές πρακτικές, και εντέλει να οδηγηθεί η ανθρωπότητα, ή επιμέρους ελευθεριακά/δημοκρατικά κινήματα «εντός» της, σε μια υποτιθέμενη προ-κανονιστική ή μικρο-κανονιστική κατάσταση πραγμάτων (το ελάχιστο νομοκρατικό-κατασταλτικό κράτος των νεοφιλελεύθερων).
Αυτός ο δογματισμός λοιπόν ως επίθεση στον ορθολογικό κανόνα και την κανονιστικότητα εν γένει, ενώ παρουσιάζεται ως μια αντιδογματική πράξη ελάττωσης και ελέγχου των κανόνων τού Λόγου και τής αυταρχικότητας τους, στην ουσία είναι μια έμμεση ή άμεση πρόταξη μιας δογματικής αυταρχικής κανονιστικότητας ανορθολογικού αισθητικού, θεολογικού-θεοκρατικού ή κυριαρχικού τύπου (και μια αλληλοσυνύφανση των παραπάνω).
Γι αυτό και αυτός ο ειδικού τύπου δογματισμός ντύνεται με τα κουρέλια ενός κάποιου νιτσεϊσμού, μιας κάποιας ναρκισσιστικής προσωπικότητας που θεωρεί ότι κινείται στα όρια τής εξαιρετικότητας, ή ντύνεται με έναν αναχρονιστικό αριστοκρατισμό, για αυτό και για να τον ανακαλύψουμε ως φαινόμενο τού ατομικού ή συλλογικού Λόγου πρέπει να μπορούμε να τον αναγνωρίζουμε στα παραληρήματα εκείνα που μπορεί και να προτάσσουν αξιώσεις (έμμεσα κανονιστικής και) δογματικής αυθεντικότητας «πέραν των κανόνων», άρα πρέπει πλέον να τον αναγνωρίζουμε και εκεί όπου υπάρχει η διακήρυξη περί θανάτου κάθε δόγματος: 
Το δόγμα τού μη-δόγματος, ο κανόνας τής επίθεσης στον κανόνα, η αξίωση να είναι κανόνας ό,τι αρνείται και απαρνείται τον κανόνα, ειδικά ό,τι αρνείται και απαρνείται τον ορθολογικό/έλλογο κανόνα και την ορθολογική/έλλογη αξιολογία τής πράξης. 
Αυτή είναι όμως η γενική φόρμα τού δογματισμού.
Πιο συγκεκριμένα, στο οικείο παρόν μας:
 
2.
Ο δογματισμός των κινημάτων έγκειται στην αδυναμία και την απροθυμία τους να εξάγουν ρεαλιστικά γενικευτικά-και-κανονιστικά θεωρητικά και πρακτικοθεωρητικά συμπεράσματα από την μη-απονέκρωση ή μη-κατάργηση τού κράτους.
Για να μην υποταχθούμε στον κρατισμό, άρα για να εξάγουμε τα ορθά αντι-κρατι[κι]στικά γενικά κανονιστικά/θεωρητικά συμπεράσματα από την ιστορική αποτυχία τού ιστορικού κινήματος να βγει από το «χαλύβδινο κλουβί» τής «κρατικότητας», πρέπει να εξηγήσουμε αυτή την αδυναμία όχι σαν να είχε η ίδια η «κρατικότητα» την «δύναμη» να επιβληθεί στην δική μας ιστορική Πράξη, αλλά σαν να είμαστε εμείς ακόμα αδύναμοι να επιβληθούμε σε «αυτήν».
Η κριτική στην «κρατικότητα» σαν να μπορούσε αυτή να «εξαλειφθεί» και μέσω αυτής τής «εξάλειψης» να μπορούσαμε κι εμείς να την ποδηγετήσουμε, φανερώθηκε ως μια θεωρία εκ των προτέρων αποδοχής τής αδυναμίας μας να την ποδηγετήσουμε και να ηγεμονεύσουμε σε κεντρικά πολιτικά-και-διευθυντικά καθήκοντα.
Ο δογματικός και αυταρχικός αντι-κρατισμός είναι λοιπόν ο προάγγελος και προπομπός τού δογματικού και αυταρχικού κρατισμού, και αντίστροφα.
Η εξήγηση των ιστορικών φαινομένων που ανάδειξαν και έκαναν κραυγαλέα φανερή αυτή την αδυναμία (ως μια εκ των πραγμάτων αναδρομική «εξήγηση»), δύναται να ερμηνεύσει και να διαυγάσει ορθολογικά αυτά τα φαινόμενα αν στηρίζεται στην άρση και όχι στην αποδοχή τού «αντικρατικού» στρουθοκαμηλισμού εκείνου που στηρίζονταν στην ανυπόστατη ιστορική επιθυμία για μια αυτόματη ή σύντομη κατάργηση τού κράτους και τής «κρατικότητας», η οποία (επιθυμία) ήταν αυτή ακριβώς που προλείανε το ιστορικό πρακτικό έδαφος για την ακόμα χειρότερη επανεμφάνιση τού αυτονομημένου κράτους, τής αυτονομημένης «κρατικότητας», άρα και τού κρατισμού, ακριβώς μέσα στο κίνημα όπου αυτή είχε ψευτοεξαλειφθεί «ως δια μαγείας». 
Το κρατι[κι]στικό απωθημένο τού ιστορικού μαρξισμού και τής αναρχίας, επέστρεψε και επιστρέφει εντός τους ως ένα ακόμα πιο αποθηριωμένο κρατικό τέρας. 
Ο σεκταρισμός, όπως κάθε δυισμός, παράγει το υποτιθέμενο αντίθετό του ως θηριωδέστερο δια τής αρχικής ουτοπικής και ιδεολογικής ψευδο-«εξάλειψής» του.
Σήμερα η ιδεολογική απώθηση αυτή λαμβάνει πιο ριζικές μορφές, εφόσον η ιστορική αυτοκριτική τού κινήματος αντί να κινείται πάνω στις ράγες τού ρεαλιστικού κριτικού ορθολογισμού «κριτικής-αποδοχής-ελέγχου» των κεντρικών πολιτικών φαινομένων έχει οδηγηθεί σε έναν ακόμα μεγαλύτερο δυισμό:
Κατά την θέση αυτού τού ακόμα περισσότερο οξυμένου δυισμού, δεν φταίει η ανικανότητα διεύθυνσης και ελέγχου τού κεντρικού πολιτικού και κρατικού φαινομένου από αυτό το ιστορικό-κοινωνικό υποκείμενο που είχε εμπλοκή σε μια προσπάθεια (άμεσου δημοκρατικού κ.λπ) ελέγχου του αλλά (φταίει) το γεγονός ότι αυτό το ιστορικό-κοινωνικό υποκείμενο ενεπλάκη σε αυτή την προσπάθεια.
Για αυτό και η ερμηνεία και άλλων ευρύτερων φαινομένων (που σχετίζονται όμως δομικά με το ζήτημα τής πολιτικής, τού κράτους και τής «κρατικότητας») ακολουθεί αυτή την θεωρητική και αξιακή τροχιοδρόμηση.
Αναζητιέται ένα «αγνό» «προ-κρατικό», αλλά και «προ-πολεμικό» (κυρίως προ τού 2ου παγκοσμίου πολέμου) παρελθόν, όπου δεν υπήρχε υποτίθεται ακόμα «θετική» «κινηματική» εμπλοκή με το κράτος, την διεθνή πολιτική με τις άμεσες διλημματικές απαιτήσεις της, και όπου με έναν μυθικό φαντασιακό τρόπο ακόμα και τα ζητήματα πολιτικοστρατιωτικής ασφάλειας τής επανάστασης (θα) μεταθέτονταν σε έναν εξωπραγματικό ντεφετισμό και στην «ταυτόχρονη» παγκόσμια επανάσταση.

Ιωάννης Τζανάκος
 
 
       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου