Κάποια σημεία προς διερεύνηση, αφορώντα συνάψεις και συνδέσεις αφαιρετικών πτυχών δομών ή καταστάσεων που ενώ δεν υφίστανται ως καθαυτές μπορούμε να τις τανύσουμε σαν να ήταν δυνατόν να υπάρξουν καθαυτές.
Σε 2 αριθμημένα σημεία:
1.
Αν η υπεράντληση της εργασίας μπορούσε να παραχθεί ως αποτέλεσμα τής ίδιας τής αυτενέργειας ή επιλογής τού φορέα της τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για εκμετάλλευση ή καταπίεση αυτού του φορέα;
Μπορεί να φαντασθεί κάποιος (πειραματικά πάντα) ότι θα υπήρχε τότε ένα υποκείμενο εργασίας το οποίο πραγματοποιεί ένα είδος εντατικής και απάνθρωπης υπερεργασίας που υπό «κανονικές» συνθήκες πραγματοποιείται υπό την εποπτεία, τον έλεγχο και την κυριαρχική εξουσία ενός άλλου (κυριαρχικού) υποκειμένου. Αυτή η υποθετική κατάσταση κατά παράδοξο τρόπο αποτελεί ένα μοντέλο κατανόησης ενός κυριαρχικού ή ταξικού καταπιεστικού συστήματος ως ενός συστήματος που έχει ως σκοπό του την ίδια την υπεράντληση τής ζωντανής εργασίας για έναν «υπερβατικό» σκοπό χωρίς την διαμεσολάβηση άλλων συγκεκριμένων κυριαρχικών υποκειμένων που κινούν την διεργασία τής υπεράντλησης και καρπώνονται ένα μέρος των αποτελεσμάτων της, και το οποίο ως μοντέλο υπάρχει πάντα στην φαρέτρα τής σκέψης όσων αναλύουν ή περιγράφουν αυτό ή κάθε άλλο παρόμοιο σύστημα.
Αυτή η ιδέα τού «υπεραντλητικού» συστήματος ως ούτως συγκροτημένου προτάσσεται από τους ίδιους τους ιδεολόγους απολογητές κάθε τέτοιου συστήματος: μην κοιτάτε, λένε συχνά, ότι υπάρχουν διεφθαρμένοι απόστολοι και αντιπρόσωποι τής κεντρικής θυσιαστικής υπερβατικής ιδέας που όλοι υπηρετούμε, η ουσία είναι αυτή η ιδέα η ίδια όπως στέκεται ψηλά κ.λπ. Το παράξενο είναι πως την ίδια ιδέα αφαίρεσης υπηρετεί και ένας αφαιρετικός αναλυτής που είναι εκτός ή κατά αυτού τού (εκάστοτε) κυριαρχικού συστήματος όσο και ένας ευφυής υψηλός εκπρόσωπός του.
Μια αντίδραση σε αυτήν την αφαιρετικοποιητική εννόηση ενός καταπιεστικού αλλοτριωτικού συστήματος (απέναντι κυρίως στην εργασία) είναι να αρνηθεί κάποιος αυτή την αφαιρετικότητα και να προτάξει την άρρηκτη ενότητα μεταξύ τής ατομικής κυριαρχικής ενέργειας για την ενεργοποίηση ενός συστήματος υπεράντλησης τής εργασίας (άρα και αλλοτριωτικής υπερεργασίας) με τις αφηρημένες προϋποθέσεις του.
Ας πούμε ότι ο μαρξισμός περιείχε (και περιέχει) στην φαρέτρα του μια τέτοια διαλεκτική εννόηση τής κυριαρχίας όπου ένας ούτως ειπείν κυριαρχικός και καταπιεστικός υποκειμενικός συντελεστής ενεργοποίησής της συνυφαίνεται με τις αφηρημένες και απρόσωπες υπερβατικές προϋποθέσεις της. Φρονώ πως ιστορικά και ο μαρξισμός τα έκανε μούσκεμα παρά αυτή την διαλεκτική του δύναμη, αλλά και ότι ένα μικρό μέρος τής νέας μαρξικής ή μη-μαρξικής κριτικής τής αλλοτρίωσης που στόχευσε στις υποκειμενικές μορφές τής κυριαρχίας κρίνοντας όχι μόνον την ατομική αλλά ευρύτερα την υποκειμενική μορφή της στο κοινωνικό πρόσωπο της άρχουσας τάξης επέτεινε το πρόβλημα. Γενικά η νέα κριτική (σε αντίθετη φορά από τα προηγούμενα) στράφηκε ξανά στην (εμπλουτισμένη) αφαίρεση, στην κριτική των δομών και των υπερβατικών θεμελιώσεων των αλλοτριωτικών συστημάτων, αν και σημειώνω πως παραδόξως (πάντα κατά την δική μου ερμηνεία) υπάρχει ένα είδος μετάστασης της αντι-αστικής κυρίως κριτικής τού κοινωνικού προσώπου της άρχουσας τάξης εκδηλωμένη κυρίως στην «λαϊκότερη» κοινωνική βάση των κινημάτων, όπου η φιγούρα του πλούσιου ή του καπιταλιστή ή του μεγιστάνα της κυριαρχίας και του πλούτου σχεδιάζεται με λαϊκοεξπρεσσιονιστικά μέσα ισχυρότερα και απαξιωτικότερα των αισθητικών και ιδεολογικών μέσων των «παραδοσιακών» κομμουνιστών ή μαρξιστών. Μη στεκόμαστε όμως σε αυτό, αφού η τάση είναι να επανέλθει η αφαιρετική κριτική, η κριτική στο αφηρημένον του συστήματος.
Είδαμε αρχικά που οδηγεί η αφαίρεση, και πως τείνει να αναφέρεται στην αφηρημένη δομή και στον υπερβατικό σκοπό τού υπεραντλητικού συστήματος. Ας βγάλουμε από το παιχνίδι τον απολογητή του συστήματος και ας μείνουμε μόνον στους ενάντιους που το πολεμάνε ή το αμφισβητούν. Έχουν έμπροσθέν τους τελικά: α) μια ζωντανή εργασία (ή τον φορέα της) που κατά κάποιο τρόπο αν όχι εθελοντικά πάντως σύρεται «υπνωτισμένη» στον ανήφορο μιας υπερβατικίζουσας θυσίας για χάρη ενός αφηρημένου και μάλλον παρανοϊκοψυχωτικού «σκοπού», και β) έναν «σκοπό» που λειτουργεί ως ο βρυκολακίστικος μαγνήτης αυτής της μάταιης θυσίας. Το ερώτημα είναι καταρχάς αν η ίδια η εργασία ως αυταξία είναι μέρος αυτής τής «σκοπιμότητας». Σίγουρα είναι ούτως εννοούμενη (ως εντασσόμενη στον βρυκολακοσκοπό) ως αφηρημένη, απρόσωπη, δαπάνη απλώς ενέργειας ή σωματικών και ψυχικών ιδιοτήτων.
Μπορεί να νοηθεί αλλιώς; μπορεί να υπάρξει αλλιώς;
Και πότε θα ήταν δυνατόν να υπάρξει αλλιώς αν η ένταξή της στον καπιταλισμό και το σύστημα της μισθωτής εργασίας (ή ακόμα και στον παθητικό εαυτό της ως «εμπόρευμα-εργατική δύναμη//σώμα δυνατοτήτων») την παράγει συνέχεια ως νομοτελειακά έχουσα αυτές τις αλλοτριωτικές ιδιότητες;
2.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου