Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

2 σημεία αφαίρεσης..

 

Κάποια σημεία προς διερεύνηση, αφορώντα συνάψεις και συνδέσεις αφαιρετικών πτυχών δομών ή καταστάσεων που ενώ δεν υφίστανται ως καθαυτές μπορούμε να τις τανύσουμε σαν να ήταν δυνατόν να υπάρξουν καθαυτές.

Σε 2 αριθμημένα σημεία:

 

1.

Αν η υπεράντληση της εργασίας μπορούσε να παραχθεί ως αποτέλεσμα τής ίδιας τής αυτενέργειας ή επιλογής τού φορέα της τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για εκμετάλλευση ή καταπίεση αυτού του φορέα; 

Μπορεί να φαντασθεί κάποιος (πειραματικά πάντα) ότι θα υπήρχε τότε ένα υποκείμενο εργασίας το οποίο πραγματοποιεί ένα είδος εντατικής και απάνθρωπης υπερεργασίας που υπό «κανονικές» συνθήκες πραγματοποιείται υπό την εποπτεία, τον έλεγχο και την κυριαρχική εξουσία ενός άλλου (κυριαρχικού) υποκειμένου. Αυτή η υποθετική κατάσταση κατά παράδοξο τρόπο αποτελεί ένα μοντέλο κατανόησης ενός κυριαρχικού ή ταξικού καταπιεστικού συστήματος ως ενός συστήματος που έχει ως σκοπό του την ίδια την υπεράντληση τής ζωντανής εργασίας για έναν «υπερβατικό» σκοπό χωρίς την διαμεσολάβηση άλλων συγκεκριμένων κυριαρχικών υποκειμένων που κινούν την διεργασία τής υπεράντλησης και καρπώνονται ένα μέρος των αποτελεσμάτων της, και το οποίο ως μοντέλο υπάρχει πάντα στην φαρέτρα τής σκέψης όσων αναλύουν ή περιγράφουν αυτό ή κάθε άλλο παρόμοιο σύστημα.   

Αυτή η ιδέα τού «υπεραντλητικού» συστήματος ως ούτως συγκροτημένου προτάσσεται από τους ίδιους τους ιδεολόγους απολογητές κάθε τέτοιου συστήματος: μην κοιτάτε, λένε συχνά, ότι υπάρχουν διεφθαρμένοι απόστολοι και αντιπρόσωποι τής κεντρικής θυσιαστικής υπερβατικής ιδέας που όλοι υπηρετούμε, η ουσία είναι αυτή η ιδέα η ίδια όπως στέκεται ψηλά κ.λπ. Το παράξενο είναι πως την ίδια ιδέα αφαίρεσης υπηρετεί και ένας αφαιρετικός αναλυτής που είναι εκτός ή κατά αυτού τού (εκάστοτε) κυριαρχικού συστήματος όσο και ένας ευφυής υψηλός εκπρόσωπός του.

Μια αντίδραση σε αυτήν την αφαιρετικοποιητική εννόηση ενός καταπιεστικού αλλοτριωτικού συστήματος (απέναντι κυρίως στην εργασία) είναι να αρνηθεί κάποιος αυτή την αφαιρετικότητα και να προτάξει την άρρηκτη ενότητα μεταξύ τής ατομικής κυριαρχικής ενέργειας για την ενεργοποίηση ενός συστήματος υπεράντλησης τής εργασίας (άρα και αλλοτριωτικής υπερεργασίας) με τις αφηρημένες προϋποθέσεις του.

Ας πούμε ότι ο μαρξισμός περιείχε (και περιέχει) στην φαρέτρα του μια τέτοια διαλεκτική εννόηση τής κυριαρχίας όπου ένας ούτως ειπείν κυριαρχικός και καταπιεστικός υποκειμενικός συντελεστής ενεργοποίησής της συνυφαίνεται με τις αφηρημένες και απρόσωπες υπερβατικές προϋποθέσεις της. Φρονώ πως ιστορικά και ο μαρξισμός τα έκανε μούσκεμα παρά αυτή την διαλεκτική του δύναμη, αλλά και ότι ένα μικρό μέρος τής νέας μαρξικής ή μη-μαρξικής κριτικής τής αλλοτρίωσης που στόχευσε στις υποκειμενικές μορφές τής κυριαρχίας κρίνοντας όχι μόνον την ατομική αλλά ευρύτερα την υποκειμενική μορφή της στο κοινωνικό πρόσωπο της άρχουσας τάξης επέτεινε το πρόβλημα. Γενικά η νέα κριτική (σε αντίθετη φορά από τα προηγούμενα) στράφηκε ξανά στην (εμπλουτισμένη) αφαίρεση, στην κριτική των δομών και των υπερβατικών θεμελιώσεων των αλλοτριωτικών συστημάτων, αν και σημειώνω πως παραδόξως (πάντα κατά την δική μου ερμηνεία) υπάρχει ένα είδος μετάστασης της αντι-αστικής κυρίως κριτικής τού κοινωνικού προσώπου της άρχουσας τάξης εκδηλωμένη κυρίως στην «λαϊκότερη» κοινωνική βάση των κινημάτων, όπου η φιγούρα του πλούσιου ή του καπιταλιστή ή του μεγιστάνα της κυριαρχίας και του πλούτου σχεδιάζεται με λαϊκοεξπρεσσιονιστικά μέσα ισχυρότερα και απαξιωτικότερα των αισθητικών και ιδεολογικών μέσων των «παραδοσιακών» κομμουνιστών ή μαρξιστών. Μη στεκόμαστε όμως σε αυτό, αφού η τάση είναι να επανέλθει η αφαιρετική κριτική, η κριτική στο αφηρημένον του συστήματος.

Είδαμε αρχικά που οδηγεί η αφαίρεση, και πως τείνει να αναφέρεται στην αφηρημένη δομή και στον υπερβατικό σκοπό τού υπεραντλητικού συστήματος. Ας βγάλουμε από το παιχνίδι τον απολογητή του συστήματος και ας μείνουμε μόνον στους ενάντιους που το πολεμάνε ή το αμφισβητούν. Έχουν έμπροσθέν τους τελικά: α) μια ζωντανή εργασία (ή τον φορέα της) που κατά κάποιο τρόπο αν όχι εθελοντικά πάντως σύρεται «υπνωτισμένη» στον ανήφορο μιας υπερβατικίζουσας θυσίας για χάρη ενός αφηρημένου και μάλλον παρανοϊκοψυχωτικού «σκοπού», και β) έναν «σκοπό» που λειτουργεί ως ο βρυκολακίστικος μαγνήτης αυτής της μάταιης θυσίας. Το ερώτημα είναι καταρχάς αν η ίδια η εργασία ως αυταξία είναι μέρος αυτής τής «σκοπιμότητας». Σίγουρα είναι  ούτως εννοούμενη (ως εντασσόμενη στον βρυκολακοσκοπό) ως αφηρημένη, απρόσωπη, δαπάνη απλώς ενέργειας ή σωματικών και ψυχικών ιδιοτήτων.

Μπορεί να νοηθεί αλλιώς; μπορεί να υπάρξει αλλιώς;

Και πότε θα ήταν δυνατόν να υπάρξει αλλιώς αν η ένταξή της στον καπιταλισμό και το σύστημα της μισθωτής εργασίας (ή ακόμα και στον παθητικό εαυτό της ως «εμπόρευμα-εργατική δύναμη//σώμα δυνατοτήτων») την παράγει συνέχεια ως νομοτελειακά έχουσα αυτές τις αλλοτριωτικές ιδιότητες;

Πως, δηλαδή (αν ισχύει η καπιταλιστική «νομοτέλεια») θα μετέβαινε από την μία κατάσταση στην άλλη όντας «νομοτελειακά» αυτοπεριστρεφόμενη (όσο ισχύει ο καπιταλισμός) στην ίδια την αλλοτριωτική κατάσταση στα ίδια της τα τρίσβαθα; Μια λύση είναι η πολιτική «θετική» αλλοτρίωση, η αναγωγή της στον πολιτικό υπερβατισμό του κόμματος ή της ιδεολογικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, λύση δοκιμασμένη και σεβαστή από εμένα αν τεθεί με κάποιους αυτοκριτικούς και σύγχρονους όρους, αλλά κάτι λείπει ή δεν πάει καλά (μη το κουράσουμε, είναι θέμα άλλης συζήτησης). Υπάρχει ένα ακόμα ζήτημα που σχετίζεται με την ειδική υπόσταση του ύστερου μητροπολιτικού ή ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, η οποία πιθανόν να περικλείει ένα είδος καταστροφικού/αντιδραστικού αστικού υποκειμενισμού των πολιτικών και πολιτικο-οικονομικών συγκροτήσεών του, αναφερόμενοι πάντα στις δομές των συλλογικών υποκειμένων ή την δομή-υποκείμενο ως πολιτικο-οικονομική δομή (ή ως δομή των κυρίαρχων πολιτικο-οικονομικών θεσμών) που αντιστοιχεί σε μια ιδιαίτερη καταστροφική ή παρασιτικο-καταστροφική φάση προερχόμενη από το οικονομικό αδιέξοδο του ίδιου του καπιταλισμού. Σε αυτή την τελευταία πιθανή κατάσταση η αφηρημένη κριτική στο αφηρημένο του καπιταλιστικού συστήματος μπορεί να παθαίνει «αφλογιστία» και επανερχόμαστε σε μιαν πιο παραδοσιακή μεν αλλά όχι απαραίτητα μη-σύγχρονη κριτική του από μ-λ εκκινήσεις. 

2.

Η τεχνική στον βαθύτερο πυρήνα της είναι πλέον μια απροσπέλαστη αφαίρεση για την μάζα των μισθωτών εργαζομένων ακόμα κι αν είναι επιδέξιοι χειριστές της. 
Η αποξένωση τούτη, αυτών των νέων εργαζομένων υποκειμένων, καθιστά τα περισσότερα από αυτά κατά κάποιο τρόπο νεοπρολεταριακά υποκείμενα. 
Θα μπορούσε κάποιος να πει μάλιστα ότι συγκριτικά με το παρελθόν του προλεταριακού κόσμου, ως αποξενωμένα από κάθε οργανική εργαλειακή και γνωσιακή σχέση, είναι τα καθαυτό προλεταριακά υποκείμενα, ήτοι το μηδέν ενός συμπαγούς και αλλοτριωμένου κόσμου. 
Όμως αυτή τους η θέση και αυτή τους η μηδενικότητα (ή μηδενωτικότητα) δεν είναι εν συνόλω ή ακόμα και ανά κατηγοριακή ειδική περίπτωση νομοτελώς συνυφασμένη με την αποξένωση από την ίδια την υπαγωγική και ενεργά αλλοτριωτική κίνηση ή ενέργεια του κεφαλαίου. 
Υπάρχει δηλαδή, ίσως, από την μεριά της ζωντανής εργασίας και της μαζικής εργασίας εν γένει, ένα είδος αποξένωσης από την ουσία της τεχνικής και της γνώσης της και μια απώλεια της οργανικότητας-εργαλειακότητας αυτής τής ίδιας τής εργασίας, που την καθιστά μηδενική, κενή, αποξενωμένη, την ίδια στιγμή που αυτή η κένωση η μηδένωση και η αποξένωση, άρα προλεταριοποίηση, τής εργασίας στην εργασιακή διεργασία, δεν σημαίνει νομοτελώς αποξένωση από το κεφάλαιο, δεν σημαίνει άρα αυτό που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως αλλοτρίωση από την κυριαρχία (αλλοτριώνομαι από τον βρυκόλακα με την έννοια πως αποξενώνομαι από αυτόν), και ίσως μάλιστα να σημαίνει ένωση με την κυριαρχία, ένα είδος ειδικής και ιστορικά ιδιότυπης ένωσης της εργασίας (ή ενός σημαντικού μέρους της πληθυσμιακά) με την «υπαγάγουσα εσωτερικότητα» του κεφαλαίου.



Ιωάννης Τζανάκος  

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου