Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

11 απορητικές προβληματικές για στρατηγικά θεωρητικά αδιέξοδα.

 

1.

Η διαλεκτική δεν είναι «φυσική» λύση, ή η διαλεκτική ως ένα ακόμα πιθανό αδιέξοδο.

Η διαλεκτική μπορεί να είναι το νοηματικό περίβλημα μιας καταστροφικής διεργασίας χωρίς διέξοδο. 
Δεν υπάρχει κανένας Λόγος που να διασφαλίζει το αντίθετο, όπως δεν υπάρχει κανένας Λόγος που να εντάσσει αναγκαστικά την διαλεκτική στην αδιέξοδη καταστροφική διεργασία.
Η διαλεκτική αν θέλουμε να την συνοψίσουμε σε λίγα λόγια θα μπορούσε να ορισθεί ως μια εμμενής διεργασία ενός συστήματος(-δομής) που αυτο-αντιφάσκοντας εκβάλλει σε ένα άλλο σύστημα(-δομή), χωρίς κανείς να μπορεί να ορίσει προκαταβολικά αυτό το άλλο σύστημα(-δομή) με νέους μη-προβληματικούς θετικούς όρους.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως μπορεί να υπάρξει ένα άλλο σύστημα που εκφράζει έναν όμοιο γενικό συστημικό (ή δομικό) περιορισμό είτε ως ταυτό με τον προηγούμενο είτε ως παραλλαγμένο.
Τα συστήματα μπορούν να είναι ριζικά διαφορετικά ως προς την εσωτερική τους συγκρότηση αλλά επίσης (μπορούν) να εκφράζουν έναν γενικό τροπισμό συγκρότησης ως προς την γενική σχέση του συστήματος εν γένει σε σχέση προς τους εξωτερικούς όρους εν γένει που παραμένει «προβληματικός».
Σε αυτή την περίπτωση η αναδιάταξη ή ανατρεπτική μεταδόμηση του συστήματος, εφόσον δεν θίγει την γενική σχέση κυριάρχησης της εξωτερικότητας από την συστημική «εσωτερικότητα», μπορεί να σημαίνει την διατήρηση εκείνων των συστημικών «χαρακτηριστικών» που ωθούν και οδηγούν ένα σύστημα μέσω της πηδαλιούχησής του σε ένα απόλυτα καταστροφικό ιστορικό συμβάν.
Σήμερα ειδικά η πορεία των ανθρώπινων συστημάτων περιέχει την καταστροφική δυνατότητα σε υπερθετικό βαθμό. 

 

2.

Πριν ακόμα προσδιορίσουμε την θέση μας σε σχέση με την πραγματικότητα των κοινωνικών επιστημών θα έπρεπε να προσδιορίσουμε την θέση μας σε σχέση με το ερώτημα αν αυτές είναι σήμερα όντως επιστήμες.
Η δική μας απάντηση σε αυτό το αρχικό ερώτημα είναι όχι. Αυτό δεν σημαίνει πως απαντώντας με αυτό τον αρνητικό τρόπο προκαθορίζουμε το μέλλον όλων των κοινωνικών επιστημών ούτε πως εξομοιώνουμε όλες τις θεωρητικο-πρακτικές προσπάθειες ως προς τον βαθμό προσέγγισης του στόχου που είναι η ολοκληρωμένη συγκρότηση και θεμελίωση των κοινωνικών επιστημών ή της κοινωνικής επιστήμης εν γένει. 
Μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε πως ιεραρχούμε την αξία και τον ρόλο των αναδυόμενων αυτών επιστημών και να προσδιορίσουμε ποια έννοια είναι αυτή που θεωρούμε πως θα έχει κεντρικό ρόλο στην μελλοντική θεμελίωσή τους:
Αυτή η έννοια είναι η έννοια της δύναμης-αλληλεπίδρασης.

Οι σημαντικότερες (παραδοσιακές, μαρξιστικές, κριτικο-ουτοπικές και αστικές) θεωρίες για την κοινωνία, ήδη από την αρχαιότητα περιστράφηκαν και περιστρέφονται γύρω από αυτή την κεντρική έννοια χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν να την ορίσουν με τον σαφή και απόλυτο τρόπο που ορίστηκε κυρίως στην νεώτερη φυσική (χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχει εξαντληθεί η εννοιολόγησή της και εκεί) ως δύναμη-αλληλεπίδραση (ή και πεδίο).
Η έννοια της δύναμης-αλληλεπίδρασης αποτελεί τον κυριότερο εννοιολογικό και επιστημολογικό άξονα της φυσικής επιστήμης όταν αυτή αναφέρεται στους κεντρικούς προσδιορισμούς της ύλης-ενέργειας, τους ιδιαίτερους τροπισμούς της στα τέσσερα διακριτά επίπεδα που έχουν ανακαλυφθεί με σκοπό την τελική ενοποίησή τους ή σε μια κεντρικότερη και καθολική έννοια της δύναμης (πέμπτη δύναμη) ή σε κάτι άλλο που είναι ακόμα απροσδιόριστο και πρόκειται να ανακαλυφθεί. Δεν αποκλείεται ωστόσο η τιτάνια προσπάθεια των θεμελιακών (θεωρητικών) φυσικών να μην καταλήξει πουθενά και να αναγκαστούνε να συγκροτήσουν ένα είδος διαλεκτικής (αλληλο-μετασχηματισμού) αυτών των επιπέδων αναμένοντας ή μη αναμένοντας να προκύψει κάποτε η ενοποίηση (των δυνάμεων).
Παρακολουθώντας με κομμένη την ανάσα την τιτάνια προσπάθεια των φυσικών όλου του κόσμου να μας παρουσιάσουν ένα καθολικό είδωλο του σύμπαντος της ύλης-ενέργειας δεν μπορούμε παρά να λυπηθούμε για την πραγματικά αξιοθρήνητη καθυστέρηση των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας-θεωρίας απέναντι ακόμα και στα στοιχειωδέστερα ζητήματα επιστημονικής θεμελίωσής τους πάνω στα πρωταρχικά και στοιχειώδη πρότυπα της ρωμαλέας φυσικής επιστήμης και των άλλων θετικών επιστημών, και δεν εννοούμε φυσικά ότι πρέπει να υπάρξει κάποια βιαστική και γελοία μεταφορά τους χωρίς μια τεράστια επιστημονική και κοινωνικο-προοδευτική ιστορική προσπάθεια.
Η μόνη θεωρία που προσπάθησε, έπραξε, αγωνίστηκε να κτίσει έναν εξίσου ρωμαλέο επιστημονικό κόσμο ήταν ο διαλεκτικός υλισμός, αλλά θα μου επιτρέψετε να υποθέσω με σφοδρότητα πλέον πως πραγματικά «κόλλησε» για λόγους που δεν μπορώ να αναλύσω ούτε είναι της δικής μου αρμοδιότητας και ειδικότητας.
Αυτό που μπορώ να μεταφέρω ως προσωπική εντύπωση είναι πως στο γενικό κοσμολογικό διακύβευμα έχει υποστεί σημαντικές ήττες ήδη από την εποχή του εξαιρετικού πολεμικού δοκιμίου του Λένιν «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός», όπου πέρα από την ορθή κριτική που ασκούνταν στις ιδεαλιστικές-υποκειμενιστικές αντιλήψεις του μαχισμού διέφυγαν βασικές κοσμολογικές ενοράσεις που ο μαχισμός έφερε σε πρωταρχική μορφή.
Πέρα από την ήττα στην κοσμολογική θεωρία που βέβαια έγινε ακόμα πιο δραματική όταν εμφανίστηκε η κβαντομηχανική και η θεωρία της μεγάλης επέκτασης (έκρηξης), ήττα που καλύφθηκε από την εξαιρετική ποιότητα και το επιστημονικό μεγαλείο της Σοβιετικής Ένωσης και των επιστημόνων της, υπήρξε και στο πρακτικότερο επίπεδο της μαρξικής οικονομικής θεωρίας μια αντίστοιχη ήττα που έχει να κάνει με την γενική πλέον έκπτωση της μαρξικής θεωρίας του «νόμου της αξίας» και της θεωρίας ειδικότερα για την «εργατική δύναμη». 
Είναι όμως αρκετά δύσκολο σε αυτό το επίπεδο να ερευνηθεί το λάθος πλαίσιο και οι τρομαχτικές επιστημονικές ελλείψεις γιατί οι αντίστοιχες αστικές και μικροαστικές θεωρίες για την «θεωρία της αξίας-τιμής» και την εργατική δύναμη είναι τόσο χυδαίες και σοφιστικές που αρκεί σε έναν μαρξιστή να τις κατατροπώσει για να επαναπαυθεί στις δάφνες της επιφανειακής νίκης του. Κατά κάποιο τρόπο η χυδαιότητα του αστικού και μικροαστικού θεωρητικού κόσμου δημιουργεί μια τέτοια έλλειψη αντιπάλου στην μαρξιστική οικονομική θεωρία που μερικές φορές είναι πραγματικά αναγκαίο να κατασκευάσει έναν δικό της αντίπαλο από μόνη της για να εξελίξει την θεωρία μέσα από την διαλεκτική αντίθεση. Είναι σαν να παίζεις σκάκι μόνος σου. Όμως νομίζω, χωρίς να είμαι ειδικός επί του θέματος, πως όποιοι μαρξιστές έχουν επίγνωση της έλλειψης πρέπει να μην κοιμούνται τα βράδια.
Επιμένω όμως, ποια είναι η κεντρική έννοια που λείπει από την θεωρία μας ως προσδιορισμένη και σαφώς μετρήσιμη; Νομίζω πως είναι η έννοια της δύναμης-αλληλεπίδρασης.
Μπορείτε να παρατηρήσετε πως σε σχέση με αυτή την έννοια κτίζεται όλο το πεδίο της αντιπαράθεσης και πως γύρω από αυτή την έννοια σχηματίζονται όλες οι σοφιστικές και κυνικές αντιλήψεις της αστικής κοινωνίας, την ίδια στιγμή όμως που δεν έχει ακόμα υπάρξει μια ανάλογη κοινή επιστημονική σύμβαση έστω εντός του επιστημονικο-σοσιαλιστικού στρατοπέδου (ό,τι έχει απομείνει πλέον). Το να τεθεί το ζήτημα δεν είναι λίγο, αλλά θα είναι δυνατόν να τεθεί αν ίσως πρώτα τεθούν και τα σημαντικά ζητήματα (φιλοσοφικής και κοσμοθεωρητικής φύσεως) που θα κάνουν εφικτή την διόδευση στον πυρήνα του.

1) υπάρχει περίπτωση η ειδική νομοτέλεια της έμβιας ύλης και ειδικά της ανθρώπινης έμβιας ύλης να συγκροτείται επί μιας ειδικής νομοτέλειας που δεν εντάσσεται στην γενικότερη νομοτέλεια της άβιας ύλης; ή μήπως η οντολογική διάκριση που διαφαίνεται από τα προηγούμενα είναι παραπλανητική ιδεαλιστική εκτροπή;

2) ποιος θα μπορούσε να είναι ο γενικός ορισμός της δύναμης που θα περιλαμβάνεται (αντανακλώντας τες) τόσο στις νομοτέλειες της άβιας όσο και της έμβιας ύλης;

3) υπάρχει άμαζη ύλη;

4) η έννοια της ενέργειας περιλαμβάνεται στην έννοια της ύλης; ή μήπως αποτελεί έναν ξεχωριστό πόλο της φυσικής-κοσμικής πραγματικότητας που συναποτελεί μαζί με την ύλη τον υλικό ή υλο-ενεργειακό κόσμο;

Η έννοια της δύναμης-αλληλεπίδρασης δεν προϋποθέτει πάντα ένα ήδη υπάρχον σύστημα καθορισμένων όρων αλλά μπορεί να σημαίνει (ως έννοια) έναν σημαντικότερο συντελεστή που είναι ο ίδιος ο φορέας της.
Γνωρίζουμε πλέον (εμείς οι μη-φυσικοί σχηματικά) πως στην «φυσική» πραγματικότητα των 4 δυνάμεων-αλληλεπιδράσεων δεν υπάρχει δύναμη-αλληλεπίδραση μεταξύ των όρων του ειδικού συστήματος της κάθε δύναμης-αλληλεπίδρασης χωρίς την διαμεσολάβηση αυτής της δύναμης-αλληλεπίδρασης από έναν ειδικό σωματιδιακό φορέα. 
Νομίζω δεν θα διακινδυνεύαμε αν λέγαμε πως αυτή η σωματιδιακή διαμεσολάβηση δεν είναι απλά μια διαμεσολάβηση αλλά συγκροτητικό στοιχείο της ίδιας της ειδικής ουσίας της δύναμης-αλληλεπίδρασης που εξετάζουμε. Αλλά αυτό ας το αφήσουμε στο μέλλον. Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα είναι πως όταν μιλάμε χρησιμοποιώντας τις έννοιες «αλληλεπίδραση» και «δύναμη» σκεπτόμαστε έγκυρα και θεμελιωμένα αν αναφερόμαστε στην επιστήμη της φυσικής και πουθενά αλλού.
Αυτό δεν σημαίνει πως οι άλλες χρήσεις αυτών των εννοιών είναι εντελώς λανθασμένες, είτε προέρχονται (ως χρήσεις) από το παρελθόν πριν την εμφάνιση της νεώτερης φυσικής είτε μετά από την εμφάνισή της, αλλά πως δεν είχαν ούτε έχουν ακόμα την έγκυρη και θεμελιωμένη μορφή και το έγκυρο και θεμελιωμένο περιεχόμενο που απέκτησαν μέσω αυτής της νέας επιστήμης.
Δεν σκοπεύω να αναλωθώ εδώ σε μια άχαρη συζήτηση για την «προέλευση» των εννοιών αυτών και την κοινωνικο-ιστορική τους «καταγωγή» γιατί αυτή η συζήτηση δεν θα έβγαζε πουθενά. 

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;

Νομίζω πως αυτό συμβαίνει γιατί η θεμελίωση της φυσικο-μαθηματικής έννοιας της δύναμης-αλληλεπίδρασης δεν αίρει διαλεκτικά τις παραδοσιακές σημασίες των εννοιών αυτών αλλά τις καταργεί πλήρως δημιουργώντας ένα εντελώς διαφορετικό επιστημονικό πλαίσιο.
Με αυτή την έννοια όχι μόνον οι έννοιες της (πολιτικής) «δύναμης» ή της «ισχύος» όπως σχηματοποιήθηκαν από τον Μ.Βέμπερ αλλά και η μαρξική έννοια της «εργατικής δύναμης» είναι σε σύγκριση προς τις αντίστοιχες έννοιες της επιστήμης της φυσικής ένα νεφέλωμα εικασιών. 
Όσο και να αναλύουν και ξανα-αναλύουν οι οικονομολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι ιστορικοί κ.λ.π την πραγματικότητα με βάση αυτές τις έννοιες όπως τις έχουν κατανοήσει σε σχέση με την επιστήμη της φυσικής στην πραγματικότητα δεν τις κατανοούν παρά μόνον σε ένα στάδιο πριν την εμφάνισή της. 
Θέλω να πω πως όλα αυτά είναι ανοησίες; όχι. Θέλω να πω πως οι εικασίες δεν περιέχουν σπέρματα επιστημονικής θεωρίας; όχι. Θέλω να πω πως οι κοινωνικές επιστήμες, ακόμα και αυτές που παρουσιάζονται ως «επιστημονικότερες», δεν είναι επιστήμες παρά μόνον με την έννοια που είχαν πριν την εμφάνιση της επιστήμης της φυσικής.

 

3.

Εμβόλιμο δοκίμιο για την υπόσταση.

Η ερμηνεία της έννοιας της υπόστασης έχει κεντρικό ρόλο στην νεώτερη φιλοσοφία. Η κεντρικότητα αυτή είναι αποτέλεσμα της ίδιας της πρακτικής σημασίας της υποστασιακότητας που σημαίνει τόσο την διανοητική όσο και την υλική πραγματικότητα σε αναφορά προς την συγκεκριμένη ενότητά τους ως καθολικών καθορισμών της συνολικής πραγματικότητας. Η επιλογή του γερμανικού ιδεαλισμού ως προς την ερμηνεία της έννοιας αυτής είναι σαφώς προσδιορισμένη από την κεντρικοποίηση του υποκειμενικού (νοητικού) καθορισμού της πραγματικότητας που επιχειρεί. 

Οι ερμηνευτικές δυσκολίες που δημιουργούνται από αυτή την επιλογή έχουν σχέση με την προκρούστεια πρακτική της ερμηνείας που επιχειρείται αφού η πρωτοφανής προσπάθεια νοητικοποίησης του όντος έχει μεν αυτοτελή θετικά αποτελέσματα άσχετα από την ερμηνευτική κακοποίηση όλης της υπόλοιπης φιλοσοφίας αλλά από την άλλη δημιουργεί έναν κακό οδηγό για την ερμηνεία καθαυτή της ίδιας της φιλοσοφίας που φυσικά απαρτίζεται τελικά κυρίως από τις φιλοσοφίες που δεν είναι «εγελιανές» «καντιανές» κ.λ.π

Στο θέμα που εξετάζεται εδώ η κακοποίηση είναι προφανής από την εξαφάνιση του οντολογικού προσδιορισμού από έναν φιλόσοφο (τον Σπινόζα) που ενώ έχει μεν καθορίσει ισχυρά την σκέψη του (όπως όλοι οι νεώτεροι φιλόσοφοι, και ειδικά οι καρτεσιανοί και μετα-καρτεσιανοί), από τον υποκειμενικό-νοητικό καθορισμό διατηρεί ωστόσο ζωντανό τον στοχασμό για την αντικειμενική πραγματικότητα ως εξω-υποκειμενικό ον.
Η δυσκολία που δημιουργείται από την ταυτότητα της υποκειμενικής νόησης με το ον που είναι και το «κοινό σημείο» όλης της νεώτερης φιλοσοφίας έχει να κάνει με την απάλειψη ακριβώς των μη κοινών στοιχείων όταν εξετάζουμε τις φιλοσοφίες στο συγκεκριμένο τους περιεχόμενο. 

Όταν ο Χέγκελ αποδίδει το λατινικό intellectus με το γερμανικό Verstand, δηλ. διάνοια δεν πραγματοποιεί μιαν ερμηνεία στα πλαίσια μιας (έστω βίαιης) διαλεκτικής σχέσης με το ερμηνευόμενο αλλά έναν πολιτισμικό και πολιτικο-διανοητικό βιασμό χωρίς σεβασμό στο περιεχόμενο της σημασίας που ερμηνεύει.
Αυτό δεν συμβαίνει λ.χ με τις ανάλογες ερμηνευτικές τροποποιήσεις που επιχειρεί ένας Ντεκάρτ στις σχολαστικές έννοιες χωρίς να λείπει από μέρους του η ερμηνευτική βία. Η έννοια που εξετάζουμε εδώ ως την μορφή υποκειμενικής σύλληψης (των) δύο θεμελιακών κατηγορημάτων (έκταση-νόηση) του όντος (της υπόστασης) που μπορούν να γίνουν αντικείμενα της υποκειμενικής σύλληψης δεν εκφράζει, στον Σπινόζα, την διανοητική μορφή της υπόστασης αλλά έναν τρόπο ένωσης, τον έλλογο, με εκείνα τα κατηγορήματα ενός άπειρου όντος που μπορεί να υποδεχθεί την ενωτική πράξη του υποκειμένου σε δύο μόνον τροπισμούς. 
Αυτός ο περιορισμός στην «τριάδα» της σύλληψης (νόηση-έκταση-διάνοια) δεν αποτελεί ένα είδος ολικής συμπλοκής που περικλείει τα πάντα αλλά την ανθρώπινη μορφή της ολότητας που όμως δεν είναι εξ'αυτού (ως ανθρώπινη μορφή) ένα μονοδιάστατα απορρέον και «κατώτερο» καθ'έκαστον (ενικόν). 

Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει, όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ, εξωτερικότητα της εξέτασης του όντος (υπόστασης) : (Χέγκελ) «αλλά η υπόσταση είναι ουσία μόνο ως προς την εξέταση της διάνοιας. Αυτή η εξέταση είναι εξωτερική της υπόστασης· η υπόσταση μπορεί να εξετάζεται με δύο τρόπους, ως έκταση και σκέψη.»

Η υπόσταση (κατά τον Σπινόζα) είναι ουσία καθεαυτή και εκφράζεται σε ένα ισοδύναμο (αν και περιορισμένο) επίπεδο στην νόηση την έκταση και την ενδογενή σύλληψή τους από την «σκοπιά» της νοητικής τροπικότητας που δεν παράγεται επίσης ως κατώτερη μορφή της κατηγοριακά προσδιορισμένης υπόστασης αλλά απλά ως τρόπος, όπου τρόπος θεωρείται (επαναλαμβάνω) το περιορισμένο αλλά όχι «κατώτερο» σημείο του όντος ως «κατηγοριακού-νοητικού». Η αυτο-σύλληψη της υπόστασης δεν σημαίνει, όπως ισχυρίζεται η εγελιανή κριτική, μιαν αποκοπή του καθολικού (που αυτή σημαίνει) από το μερικό-ενικό αλλά την εμμενή καθολική ενότητα-ταυτότητα των θεμελιακών ειδών τού όντος δια της εσωτερικής (στην καθολικότητα) αρνητικότητάς τους. Η άρνηση είναι καθορισμός, όπως μας λέει ο ίδιος ο Σπινόζα εννοώντας θαρρώ την άρνηση ως διαμεσολάβηση των θεμελιακών (και μόνον) καθορισμών. 
Όμως η τροπικότητα (και) στον Σπινόζα δεν απορρέει από ένα «ύψος», ούτε είναι σημείο μιας ιεραρχικής δομής αλλά υπάγεται σε ένα οριζόντιο επίπεδο μιας εκφραστικής ολότητας. 
Γι' αυτό εξάλλου ενώ τα κατηγορήματα είναι ολότητες δεν συγκροτούν ένα ξεχωριστό επίπεδο από την υπόσταση, οι έννοιες-κατηγορήματα είναι σημεία (όπως και οι τρόποι) της υποστασιακής φύσης.


4. 

Εμβόλιμο δοκίμιο για την αφαίρεση.

Η κριτική της αφηρημένης δομής, της αφηρημένης έννοιας, του αφηρημένου κοινωνικού καθορισμού, λαμβάνει διάφορες μορφές, αλλά αυτή η κριτική δεν «οδηγεί» αναγκαστικά (ή πάντα) σε ένα είδος «αποδοχής» της τελικότητας τού αφηρημένου καθορισμού ως αφηρημένης τελικότητας.
Η αφαίρεση είναι να αρθεί ως αφαίρεση, ακόμα κι αν η άρση αυτή σημαίνει ένα είδος κοινωνικής ή κοινωνικο-νοητικής κατάστασης που περιέχει «εντός» της ως «θετικο-αρνητικά» αφομοιωμένη την αφαίρεση, τον αφηρημένο καθορισμό.
Ο σκοπός, ή καλύτερα το τέλος με την έννοια του σκοπού που είναι (όμως) και η κατάληξη της συνολικής διεργασίας με σαφή τον προσδιορισμό τής τελικότητας ως γεγονότος που έρχεται στο (κυριολεκτικό) τέλος τής χρονικής σειράς, δεν μπορεί να είναι αφηρημένος (σύμφωνα με την Φιλοσοφία και μάλιστα την Ηθική της που είναι η πραγματική διδασκαλία της Ηθικής), όσο κι αν είναι απόλυτα αναγκαία η διέλευση του Λόγου και της κοινωνικο-νοητικής πράξης από την «αφαίρεση» με πιθανά εγγεγραμμένη την δυνατότητα τής έλλογης άρσης (αυτής) τής αφαίρεσης.
Η άρση του αφηρημένου δεν διενεργείται φιλοσοφικά, ηθικά, πολιτειακά, με την παραμονή στην αφαίρεση αρχικά και ύστερα (αν τελεστεί) με μια μορφή «ταύτισης» με το πράγμα το ίδιο, σαν να υπήρχε ένα αιφνίδιο «άλμα» από την «αφαίρεση» στο «συγκεκριμένο».
Δεν είναι τυχαίο πως στην σημερινή σκοτεινή εποχή για την Φιλοσοφία όταν ακούγεται η λέξη «συγκεκριμένο» ή «πράξη» ακούγεται πάντα ο κρότος της εκπυρσοκρότησης ενός φονικού για την Φιλοσοφία όπλου.
Κατά παράδοξο τρόπο είναι η έννοια του «συγκεκριμένου» που σήμερα σημαίνει ακριβώς την εξόντωσή του τόσο από τις δυνάμεις που παραμένοντας στην αφαίρεση και την αλλοτριωτική καθολικότητα το αρνούνται ως ανθρώπινη πραγματικότητα της κοινωνικο-ιστορικής ανθρώπινης μοναδικότητας όσο και από τις δυνάμεις που θεωρούν ως «συγκεκριμένο» κάθε αδιαμεσολάβητο από τον κοινωνικό Λόγο Ον που ως αφηρημένο της πραγματικότητας αντίκειται στην διαλεκτική της (που είναι θεωρητικο-πρακτική και ποτέ μόνον θεωρητική ή πρακτική).

Έτσι λ.χ μπορεί μια διαλεκτική κριτική στον Χρήμα, στην «αφαιρετική» χρήση του Χρήματος-Νομίσματος, να πολεμηθεί τόσο από εκείνους που γενικά ανατριχιάζουν με κάθε κριτική σε αυτό από την σκοπιά της «αφαίρεσης»/οικουμενικότητας που εκπροσωπούν όσο και από εκείνους που κάνουν κριτική στην «αφαίρεση»-οικουμενικότητα από την σκοπιά μιας αντιδραστικής, φιλο-μεσαιωνικής παλαιότερα και φασιστικής σήμερα, «αντι-αφαίρεσης»/αντι-οικουμενικότητας. Μπορώ να φέρω στο συγκεκριμένο παράδειγμα ως εμπειρικά παραδείγματα από την μιά πλευρά τους φιλελεύθερους κυνηγούς του κομμουνισμού και του αντισημιτισμού που ανακαλύπτουν, ακόμα και με μαρξίζον λεξιλόγιο και «οπλοστάσιο», πίσω από κάθε κριτική στο Χρήμα-αφαίρεση ή τον αφηρημένο οικουμενισμό έναν ολοκληρωτιστή-αντισημίτη και από την άλλη πλευρά (να δούμε) τον ίδιο τον αντισημίτη ολοκληρωτιστή, τον ρομαντικό αντικαπιταλιστή («αντι-σιωνιστή» «αντι-ιμπεριαλιστή») να εκφράζει όντως αυτό που ο φιλελεύθερος ανακαλύπτει παντού.

Είναι σαν να είναι εγκλωβισμένος ο κόσμος στην μέση της διαμάχης δύο φασισμών που ο ένας παράγει ως αντίθετο τον άλλο, με ιδεολογικό επίκεντρο της διαμάχης το ζήτημα της αφαίρεσης και της άρσης της.


5.

Το είδος της ισχύος μιας αφηρημένης μονάδας ύπαρξης, από την έποψη της έντασης που δεν περιορίζεται από μια αποκλειστικά φυσικομηχανιστική έποψη έντασης, σημαίνει την εσωτερική ενότητα του ποσοτικού της καθορισμού (μεγέθους) με ιδιαίτερους ποιοτικούς καθορισμούς της.
Για να γίνει αυτό που λέμε αντιληπτό στην ξεχωριστή του έννοια θα μπορούσαμε να φέρουμε ένα παράδειγμα από τον «φυσικό» μη έμβιο κόσμο: ένα ον λ.χ που λέγεται πως είναι «κόκκινο» μετριέται ως προς την έντασή του ανάλογα με τον βαθμό της «κοκκινότητός» του ακόμα κι αν αυτό δεν έχει κανένα εμφανές άμεσο νόημα ή αποτέλεσμα ως προς την φυσική ή ειδική φυσική ισχύ του.
Το να λέει κανείς πως ένα ον είναι «κοκκινότερο» από ένα άλλο στερείται νοήματος αν εξετασθεί από την σκοπιά της χρωματικής σήμανσης, και αυτό ισχύει ακόμα κι όταν λέμε πως ένα ον είναι «βαθύ κόκκινο».
Στην πραγματικότητα αυτό μπορεί να σημαίνει πως το συγκεκριμένο ον με την συγκεκριμένη απόχρωση του «κόκκινου» προσεγγίζει στο χρωματικό φάσμα το «μαύρο» και αυτό δεν του προσδίδει περισσότερη «κοκκινότητα» από ένα άλλο ον που είναι «κόκκινο» προσεγγίζοντας στο χρωματικό φάσμα το «λευκό» κ.ο.κ
Αυτές οι διακρίσεις όσον αφορά την ένταση ενός ποιοτικού καθορισμού ενός όντος που δεν αποτελούν σε μια γενική καθαυτότητα έναν σαφή ή ακόμα και υπαρκτό ποσοτικο-ποιοτικό καθορισμό της ουσίας του αποκτούν σημασία και σαφήνεια σε μια σειρά από ποιοτικά καθορισμένα όντα, κυρίως έμβια, που συναρτούν την επιβίωση και την (ανα-)παραγωγή τους από συγκεκριμένης κατεύθυνσης εντατικοποιήσεις ιδιαίτερων ποιοτικών καθορισμών τους. Η εντατικοποίηση από αυτή την έποψη σημαίνει αυτονόμηση του εντατικοποιούμενου ιδιαίτερου ποιοτικού καθορισμού και ενεργοποίησή του σε ένα πλαίσιο αυτο-ενεργοποίησης. Η εντατικοποίηση είναι λοιπόν ούτως μια αυτο-εντατικοποίηση ενός στοιχείου που δεν μπορεί (άρα) να νοηθεί ως στοιχείο μιας ολότητας ή ενός συστήματος που το θεμελιώνει ή το «περιέχει» ως στοιχείο.
Γενικά το έμβιο έχει την ιδιότητα να αναδύει χαρακτηριστικά που στον (τυπικά) μη έμβιο κόσμο δεν αποτελούν θεμελιακά στοιχεία του ή κι αν αποτελούν το «πράττουν» αυτό στα πλαίσια μιας γενικότερης ένταξής τους σε ένα «φυσικό σύστημα» χωρίς να έχουν έναν αυτόνομο επιτελεστικό ρόλο ως ξεχωριστοί συντελεστές της όποιας διεργασίας.
Με λίγα λόγια το έμβιο μπορεί να υπάρξει ως αυτονόμηση στοιχείων της γενικής ουσίας των πραγμάτων.
Έτσι, για να επαναλάβουμε το προηγούμενο παράδειγμα, η απόχρωση ενός έμβιου όντος μπορεί λ.χ να παίζει ρόλο στην αναπαραγωγική ή αμυντική του δράση, αλλά το κυριότερο υπάρχουν και άλλες ιδιότητες που έχουν να κάνουν με την ετεροκαταστροφική «ικανότητα» ενός όντος απέναντι στα άλλα, που ενώ είναι γενικές ιδιότητες που σημαίνουν στο «φυσικο-μηχανιστικό» επίπεδο ένα φάσμα αποτελεσμάτων της γενικότερης συγκρότησης του όντος, στην περίπτωση της έμβιας συγκρότησης παίζουν μερικές φορές έναν καθοριστικό ρόλο στην ίδια την αυτοσυγκρότησή του.
Ένα σύνολο έμβιων όντων εξαρτά την αυτοσυντήρησή του, άρα την ίδια την ύπαρξή του από την δυνατότητα καταστροφής της ζωής άλλων έμβιων όντων που μπορεί μάλιστα και να ανήκουν στο ίδιο σύνολο.
Η κατασπάραξη προϋποθέτει ικανότητα καταστροφής της άλλης ζωής και η ικανότητα καταστροφής της άλλης ζωής προϋποθέτει μια σειρά από μηχανικές και νοητικο-μηχανικές ικανότητες μέσα στο ίδιο το έμβιο ον. 
Η διαφοροποίηση του ανθρώπινου έμβιου από τα άλλα καταστροφικογενή (αρπακτικά) έμβια έγκειται στην νοητική ικανότητά του, που του δίνει εκτός από την ικανότητα παραγωγής εργαλείων (η νοητική ικανότητα είναι συνυφασμένη με αυτή την ικανότητα) την δυνατότητα να σκεφτεί και να πράξει την άντληση της ζωϊκής (που δεν είναι μόνον εργασιακή) ενέργειας (και των αποτελεσμάτων της) των άλλων έμβιων όντων μέσω τής καθυπόταξής τους και τής οικειοποίησης τού σκοπού τής δράσης τους και του προϊόντος αυτής τής δράσης. Σε ένα πρώτο επίπεδο αυτό επιτυγχάνεται με την εξημέρωση άλλων ειδών αλλά επεκτείνεται με την καθυπόταξη άλλων ανθρώπων (κοινοτήτων ή ατόμων από άλλες κοινότητες ή την «δική» μας). Πρέπει εδώ να τονίσουμε κάτι:
Αυτή η ικανότητα άντλησης αλλότριας ενέργειας προϋποθέτει πάντα και απόλυτα την διατήρηση (τουλάχιστον) και επέκταση ίσως (ταυτόχρονα και παράλληλα) της ικανότητας καταστροφής του άλλου έμβιου όντος. Μπορεί κανείς να μιλήσει λοιπόν για την ανάπτυξη και επέκταση μιας ικανότητας καταστροφής ακόμα και όταν ανακαλύπτεται μια άλλη ικανότητα άντλησης της ζωϊκής ενέργειας (και των αποτελεσμάτων της) που δεν έχει ως άμεση προϋπόθεσή της την καταστροφή του άλλου όντος, όταν έρχεται η ώρα της κατασπάραξής του ή αν υπάρχει χρεία φυλάκισής του στον «χώρο» άντλησης της ενέργειάς του ή αν υπάρχει χρεία βίαιης πειθάρχησής του (με καμτσίκια, μαστίγια, βέργες, γκλόπς).
Σε ένα επίπεδο βέβαια επαγρύπνησης της σκέψης όποιου θέλει να σκέφτεται χωρίς να απενοχοποιεί την καταστροφική του «φύση» ακόμα και αυτή η μη άμεσα καταστροφική πρακτική της άντλησης ενέργειας αποτελεί μιαν αργή καταστροφή που παραμένει καταστροφή ισάξια και χειρότερη από την άμεση καταστροφή της ζωής του άλλου έμβιου. 
Σε ένα επίπεδο μεγαλύτερης έντασης η εξουσία του καταστροφέα νοείται από τον ίδιο ως επιβεβαιωμένη αν κατά καιρούς τονίζει την άμεση καταστροφική του ικανότητα ειδικά σε άλλα ανθρώπινα όντα που έχουν την νοητικά κατοχυρωμένη ικανότητα να φύγουν μακριά από τον «χώρο» της άντλησης της ενέργειάς τους ή ακόμα και να μετατρέψουν τον «ρόλο» και να γίνουν αυτά οι καταστροφείς στην θέση των προηγούμενων.

Εδώ παρατηρούμε πολλές ιδιομορφίες ως προς αυτή την ικανότητα καταστροφής του άλλου έμβιου και άντλησης αλλότριας ενέργειας:

α) Στον άνθρωπο υπάρχει δυνατότητα ενδο-ανθρώπινης καταστροφής και άντλησης, πράγμα που τον διαφοροποιεί από τα άλλα έμβια.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο που στρέφεται συστηματικά εναντίον των ομοειδών του για να τους εκμεταλλευθεί, καταστρέψει, αφανίσει, είτε με εξημερωτικές πρώτα και έπειτα καταστροφικές πρακτικές είτε με ωμή βία.
β) Στον άνθρωπο υπάρχει η δυνατότητα καθολικοποίησης και υπερ-έντασης όλων των δυνατοτήτων ετεροκαταστροφής και ετερο-άντλησης των πάντων, άλλων ανθρώπων, εμβίων, φυσικών πόρων κ.λ.π.
Ο καπιταλισμός είναι η απόλυτη γενίκευση της ετεροκαταστροφής ετεροφαγίας ετερο-άντλησης του άλλου έμβιου, που περιέχει όλες τις δυνατές εκλεπτύνσεις αλλά και ταυτόχρονες ωμοποιήσεις. 
Στον ύστερο καπιταλισμό δεν υπάρχει κανένας χώρος που να μπορεί κανείς να αποφύγει απόλυτα την νομοτέλεια του ανθρωπο-κανιβαλλισμού.

γ) Η φιλοσοφία, η πολιτική, η ιδεολογία, η θρησκεία, σε οποιαδήποτε μορφή, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξημέρωση και εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων των εκάστοτε αρπακτικών άλλων ανθρώπων, αλλά και σε ειδικούς ρόλους εξημέρωσης ενός λαού κάθε φορά σε μια ειδική φάση.

Μπορούν να παίξουν ρόλο άμυνας των υποψήφιων θυμάτων μόνον κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και υπό ειδικούς όρους.


6.

Η ανθρώπινη υπερίσχυση είναι η εντατική όψη ενός ανθρώπινου αγώνα που έχει ως επίκεντρό του την ισχύ ή δύναμη.
Ας ορίσουμε ως ένταση (άρα και ως εντατική όψη ενός πράγματος) την ενότητα ποσοτικού (μεγέθους) με ένα ειδικό στοιχείο ενός συστήματος ή μιας μορφής που έχει ποιοτικούς προσδιορισμούς χωρίς απαραίτητα να αποτελεί την μορφή ή τον ποιοτικό καθορισμό. 
Η νομοτελειακή κατάληξη των αγώνων ισχύος λέμε ότι είναι η υπερίσχυση και με αυτό εννοούμε ότι, ακόμα και αν αυτή (ως αποτέλεσμα του αγώνα ισχύος) είναι ένα σημείο μιας ευρύτερης ολότητας (η οποία συνίσταται ως ένα σύνολο πολλών άλλων στοιχείων που πλέκονται σε αυτό το πλέγμα της ολότητας) είναι ωστόσο εκείνο το στοιχείο που δεν αποτελεί απλά έναν δείκτη ή έναν δείκτη υπό την αναγκαία μορφή του αιτιατού (αποτελέσματος).
Αυτό ωστόσο είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί υπό ποιες συνθήκες και υπό ποίους όρους συμβαίνει, γιατί είναι προφανές (ή θα έπρεπε να είναι προφανές) πως δεν είναι ο γενικός κανόνας σε κάθε σύστημα ή σε κάθε ολότητα ή (ολική) μορφή.
Στην περίπτωσή μας (στην έννοια-κατάσταση της ισχύος) υπάρχει θαρρώ ένας γενικός κανόνας αυτονόμησης του ειδικού στοιχείου που είναι η ισχύ σε ένα κοινωνικό σύστημα εν γένει αλλά υπάρχουν και ιδιαίτερες εξειδικεύσεις που επιτείνουν τον κανόνα της αυτονόμησης οι οποίες αφορούν, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, την ένταξη μιας ασθενούς ή λιγότερο ισχυρής χώρας σε ένα ευρύτερο αυτοκρατορικό ή ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό σχήμα.

Ας ξεκινήσουμε όμως από τον γενικό κανόνα.

Κατά την κίνηση της διαίρεσης της κοινωνίας-κοινότητας σε τάξεις, όπου δημιουργείται μια ηγετική κυρίαρχη και μια κυριαρχούμενη (μπορεί κάθε τάξη ως κυρίαρχη ή κυριαρχούμενη να περιέχει αρκετές υπο-τάξεις), έναν εξαιρετικό ρόλο παίζει το παιχνίδι της ισχύος-υπερίσχυσης. Η κυρίαρχη τάξη δεν είναι μια οικονομική μόνον μονάδα άντλησης της υπερ-εργασίας των υπόλοιπων μελών της κοινωνίας-κοινότητας αλλά ένα ειδικό σώμα κυριαρχίας που έχει την δυνατότητα να ηγείται του σώματος κυριαρχίας του συνόλου της κοινωνίας-κοινότητας. Δεν υπάρχει άλλος άμεσος τρόπος ανάδυσης μιας αρχέγονης άρχουσας τάξης από την ειδική συνύφανσή της με τον πόλεμο (πολεμική αριστοκρατία) και την θρησκεία που πάντα έχει άμεσες σχέσεις με την πολεμική δραστηριότητα της κοινωνίας-κοινότητας.


7.

Το πρώτο παράξενο για έναν σύγχρονο μελετητή της αταξικής ή μη-ταξικής κοινωνίας των πρωταρχικών κοινοτήτων, αν ακολουθήσει την οδό της καταστροφής της «προοδευτικής» αλαζονείας, ακολουθώντας κατά κάποιο τρόπο ένα περίπλοκο σχήμα νοητικού και υπαρκτικού σεβασμού τόσο προς την πρώτη ακέραια μορφή της όσο και (προς) την ακέραια μορφή της που άρχισε να τείνει προς την διάλυση και «απλοποίηση», το πρώτο παράξενο λοιπόν είναι πως έρχεται αντιμέτωπος με την ανάγκη να εξηγήσει και να κατανοήσει την έξοδο από την ιερή πολυπλοκότητα της αταξικής κοινότητας προς την χυδαιότητα και την απλότητα της ταξικής κοινωνίας διατηρώντας ένα πολύπλοκο σχήμα και για την μεταβατική φάση και για την νέα (χυδαία) κοινωνία. 

Την διατήρηση της διαμεσολαβητικής πολυπλοκότητας κατά την μεταβατική φάση μπορεί να την κατανοήσει, ή δικαιολογήσει, μέσω του τονισμού της επιρροής της πρωταρχικής κοινωνίας (ακόμη).
Την διατήρηση της διαμεσολαβητικής πολυπλοκότητας και κατά την εδραιωμένη φάση της ταξικής κοινωνίας πως μπορεί να την κατανοήσει και δικαιολογήσει; 
Μπορούμε να πούμε πως όχι το γενολογικό αλλά το υπερδιαμεσολαβητικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής είναι ίσως ο πραγματικός δείκτης «επιβίωσης» της αρχέγονης κομμουνιστικής ευγένειας και κατά την ατελείωτη σκοτεινή περίοδο της ανθρωπότητας που βιώνουμε. Βέβαια, ακριβώς εδώ τίθεται το ερώτημα: μήπως και ο ίδιος ο όρος «κομμουνισμός» είναι γι' αυτό τον λόγο ατυχής και απηχεί ακριβώς (παρά τις όποιες προθέσεις και ανθρωπολογικές επιτεύξεις) άλλον έναν τροπισμό της «απλούστευσης» που χαρακτηρίζει τις ταξικές ιεραρχικές κοινωνίες;

Πέρα όμως από το ζήτημα αυτό, που δεν θα ήταν εύστοχο να το χαρακτηρίζαμε απλά αξιολογικό ή σημασιολογικό (νοηματικό), τίθεται το ζήτημα της γενικής αξίας ενός σχήματος σαν και αυτό που σας παρέθεσα στην αρχή. Υπάρχει κάποια υπερ-περίπλοκη δι-ιστορική διαλεκτική που εξηγεί τόσο την διαμεσολαβητική περιπλοκότητα των ευγενών αταξικών κοινοτήτων όσο και την χυδαιο-απλότητα των ταξικών ιεραρχικών κοινωνιών; Και ποιος είναι ο ουσιαστικός Λόγος που τελικά κάνει αναγκαία την μετάβαση προς την ταξική και ιεραρχική «απλούστευση» και την μακρόχρονη διέλευση της ανθρωπότητας από τις ταξικές μορφές ιστορικής ύπαρξης αν δεν περιέχεται σε μια ευρύτερη διαμεσολαβητική περιπλοκότητα; (που αν και δεν ταυτίζεται με την διαμεσολαβητική περιπλοκότητα της αταξικής κοινωνίας έχει τον ίδιο βαθμό).
Ο χειρότερος αναγκαίος δρόμος μιας νομοτέλειας, αναγκαίος αλλά χειρότερος.
Και υπό αυτούς τους όρους μπορούμε τώρα να υποθέσουμε πως ο «διαχωριστικός καθορισμός» είναι το εξωτερικό όνομα ή η εξωτερική έκφραση της αυτονόμησης και διόγκωσης της «κακής» διεργασίας διαμεσολάβησης που όχι μόνον δεν τίμησε το όνομα της διαμεσολάβησης αλλά και την συκοφάντησε εις τους αιώνες των αιώνων. Νοητικός και σημασιολογικο-αξιακός καρπός αυτής της προαιώνιας στρέβλωσης του αγαθού της διαμεσολάβησης είναι η ταύτιση της υπερ-διαμεσολάβησης που εκφράζει την παράδοση της κοινοτικής-κομμουνιστικής διαμεσολαβητικής πολυπλοκότητας με την αυτονομημένη διαμεσολαβητικότητα των ενδιάμεσων βαθμίδων.   
Ο «διαχωριστικός καθορισμός» σημαίνει, υπό αυτή την έννοια, την ένωση της αιτίας της ταξικής κοινωνίας με το αποτέλεσμά της, και σε φιλοσοφικό επίπεδο σημαίνει την δημιουργία μιας μορφής ιστορικής αυταιτιοκρατίας που αν και ευρίσκεται, όπως είναι προφανές εντός τού τροπισμού των «ελεύθερων φαινόμενων» έχει την απόλυτη όψη και το απόλυτο βάρος μιας αλυσίδας. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για αυτούς όλους που τα αποκαλύπτουν όλα αυτά. Το δεύτερο παράξενο για έναν σύγχρονο μελετητή της αταξικής ή μη-ταξικής κοινωνίας των πρωταρχικών κοινοτήτων είναι πως κατά την μελέτη της μετάβασής τους στις ταξικές-ιεραρχικές κοινωνίες συναντάει την ίδια αρχική καθολικότητα και διαμεσολαβητική πολυπλοκότητα των καθορισμών της μετάβασης, καθώς και τον ίδιο ασταθή ή ανύπαρκτο αυτοκαθορισμό των ξεχωριστών καθορισμών των αταξικών ή μη-ταξικών κοινωνιών, που συναντάει και ένας μελετητής της μετάβασης μιας ταξικής κοινωνίας σε μιαν αταξική ή μη-ταξική κοινωνία του νεωτερικού παρόντος ή (συναντάει ένας) πραξεακά εμπλεκόμενος σε αυτήν την διεργασία. 
Η ιστορία φαίνεται πως έχει κάνει έναν τεράστιο κύκλο που έχει δημιουργήσει στο μεταξύ νέα δεδομένα αλλά παραμένει επί της ουσίας κύκλος σε ό,τι αφορά την βαθύτερη κοινωνική ουσία των γεγονότων και οι θέλοντες να κλείσουν αυτό τον κύκλο έχουν να προτάξουν έναντι των «χωριστών» δομών, υπερδομών, θεμελίων και θεμελιωμένων, βάσεων και συνθηκών, ένα αδιαχώριστο και ριζικά ενιαίο όλον που αποτελεί όχι μόνον το νέο, αλλά ουσιαστικά αρχέγονο αταξικό ή μη-ταξικό σημείο αλλά και την μέθοδο κίνησης προς αυτό το σημείο.  Η φορά όμως είναι αντίθετη: Ενώ στην πρωταρχική κοινωνία κατά την μετάβασή της σε ταξικές δομές είχαμε να κάνουμε με την μετάβαση από την διαμεσολαβητική πολυπλοκότητα στην απλότητα και τις «ξεχωριστές» δομές που δια-δομούνται, στην νεωτερική μετάβαση από την ταξική κοινωνία στην αταξική ή μη-ταξική κοινωνία έχουμε να κάνουμε με την μετάβαση από την απλότητα και «δια-δομικότητα» των «ξεχωριστών» δομών στην διαμεσολαβητική πολυπλοκότητα και την μη-δομικότητα της ριζικής αρχέγονης ολότητας. Αυτή η διαφορά αν γίνει «συνείδηση» αποτελεί έναν αληθινό πολιτικό οδηγό για την αποφυγή κάθε εθελούσιας επιστροφής στην ταξική-ιεραρχική απλότητα και τις μεθόδους της ταξικής-ιεραρχικής κοινωνίας.

 

8.

Αυτή είναι η οιονεί δυστυχισμένη συνείδηση και ατομική-κοινωνική «ύπαρξη-υπόσταση» και αυτή παράγει όλα τα φαινόμενα που σχηματίζουν μια τεράστια επικράτεια που έχει το μέγεθος ενός κόσμου που αρχίζει και τελειώνει στα όρια ενός σώματος κυριαρχίας και ενός διανοούμενου εγκεφάλου χωρίς όρια αλλά και γεμάτου όρια ως προς την κατανόηση του κοινωνικοφυσικού και κοινωνικοψυχικού όντος. Η πλήρης χαρτογράφηση αυτής της επικράτειας είναι αδύνατη και ατέρμονη όπως αδύνατη και ατέρμονη είναι η διεργασία θεραπείας μιας ψύχωσης που είναι (ομολόγως προς την αταξική κοινωνία) ένα παραλήρημα ζωντανών σημειοσυμβολικών αλληλοδιεισδύσεων χωρίς ποτέ να αγγίζει το όλον, το οποίο ίσως να μην υπάρχει τελικά παρά σαν σύμβολο αυτής τής ατέρμονης κίνησης εντός τού «φαύλου απείρου» τού ταξικού συστήματος.
Ενώ οι αρχέγονες κοινότητες επιλύανε τα κοινωνικά και ψυχωτικά προβλήματά τους με άμεσο τρόπο χωρίς να σπάνε την οντολογική συνοχή της κοινωνιο-ψυχικής τους ενότητας δημιουργώντας ένα ομοιωματικό παραληρηματικό συνεχές «επιστροφής» τού διαχωρισμένου στοιχείου στο κοινό-συλλογικό θεμελιακό παραληρηματικό μάγμα (ή ρίζα), οι ταξικές ιεραρχικές κοινωνίες διαφοροποιούν το ήδη διαφοροποιημένο, διαχωρίζουν περαιτέρω το ήδη διαχωρισμένο οξύνοντας δια της παροδικής θεραπείας την κοινωνική και ψυχική ασθένεια σε ένα ανώτερο και βαθύτερο επίπεδο νοσηρότητας.  Οι ταξικές ιεραρχικές κοινωνίες έχουν παράξει ένα σύνολο από παροξυντικές θεραπείες της κοινωνικής κρίσης και της ψυχικής νόσου με υλικά και υλικοθεσμικά μέσα που αποτελούν σε μεγάλο βαθμό μέσα καθολικής καταστροφής της ανθρώπινης ζωής με τον τρόπο και την έκταση που χρησιμοποιούνται ειδικά στο πλαίσιο της επιβοήθησης της διαχωριστικής και αλλοτριωτικής πρακτικής. Μπορούμε να πούμε πως μια σειρά από αρχικά ουδέτερες «υλιστικές» υλικές μέθοδοι μετατρέπονται γρήγορα σε μεθόδους κυριαρχίας και καταστροφής. Η «υλιστική» υλική μέθοδος μετατρέπεται ως οικονομική βιολογική βιολογικοψυχιατρική στρατιωτικοπολιτική κ.λ.π μέθοδος σε ξεχωριστό σκοπό και αυτοσκοπό της κοινωνίας των ειδικών δολοφόνων. Σε μια κοινωνία που δεν υπάρχει ενιαίος Λόγος των Λόγων και ιδιαίτεροι Λόγοι του Λόγου, ενιαίος χώρος-τόπος και ιδιαίτεροι χώροι-τόποι, ενιαίος χρόνος των χρόνων, όπως και ιδιαίτεροι χρόνοι του χρόνου, υπάρχει μόνον ένας θεσμο-εγκατεστημένος τρόπος δικαίωσης και πλήρωσης της «ανάγκης»: ο τρόπος της κορύφωσης του διαχωρισμού.

 

9.

Τι είναι ένα «σώμα κυριαρχίας»;

Πως μπορούμε να δώσουμε έναν γενικό και αφηρημένα διιστορικό ορισμό του «σώματος» αυτού;
Αρχικά θα μπορούσαμε να προβούμε σε μια διάκριση σχετικού διαχωρισμού (της έννοιας) του «σώματος κυριαρχίας» από το «κράτος».
Δεν είναι λάθος να ισχυρισθεί κανείς πως η έννοια του κράτους καθώς και η κοινωνική κατάσταση που αντιστοιχεί σε αυτή την έννοια δεν μπορούν να εμφανιστούν εντός κοινωνικο-ιστορικών πλαισίων που δεν παρουσιάζουν δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά: την μεγαλύτερη αυτονόμηση του κρατικού μηχανισμού από την κοινωνία αλλά και (αναγκαία συναφώς με το προηγούμενο) την εσωτερική οργάνωση του κρατικού μηχανισμού σε αναφορά προς την διαχείριση και καθυπόταξη της εργασιακής δύναμης-δυνητικότητας.
Βλέπουμε πως αυτό που συνέχει όλες αυτές τις εξουσιαστικές μορφές είναι η άμεση, «κεντρική-ορθολογική» αλλά ταυτόχρονα εξ' αυτονόμου εξουσιαστικού ύψους διαχείριση της εργασιακής δύναμης-δυνητικότητας.
Το κράτος είναι κάτι που είναι πολύ ψηλά αλλά και ακριβώς πάνω από το κεφάλι και το σώμα του εργαζόμενου.

Για να επιτευχθεί ή να «παραχθεί» αυτό το κοινωνικο-ιστορικό γεγονός πρέπει η εργασία να έχει διασπασθεί σε εργασιακή δύναμη-δυνητικότητα και σε εργασιακή ενέργεια-πράξη, πράγμα που είναι συνυφασμένο με πολλές και ριζικά διαφορετικές μορφές αποστέρησης του εργαζόμενου υποκειμένου από τα υλικά μέσα ύπαρξης, εργαλεία και φυσικά περιβάλλοντα εργασίας ως προς την διεργασία της παραγωγής ή την κατοχή-νομή τους. 
Με αυτόνομη ακόμα και εξαντλητικά αφαιμαζόμενη εργασία δεν υπάρχει πιθανότητα κράτους αλλά μόνον κυρίαρχης εξουσίας με ληστρικά-πολεμικά ή θρησκευτικο-ιερατικά χαρακτηριστικά (που μπορούν να συνδυάζονται). 
Αλλά και η δουλεία πρέπει να έχει αποκτήσει συστημικά χαρακτηριστικά, που σχετίζονται και με το εμπόριο δούλων και την πολεμική κατάκτηση αρπαγή αγροτικών πληθυσμών (ή πληθυσμών κατακτημένων πόλεων) ως οργανωμένου τρόπου, για να «χρησιμεύσει» ως αναγκαίο υπόστρωμα ανάδυσης-ύπαρξης και ανάπτυξης της «κρατικότητας».  
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο οριοθέτησης των υποστρωματικών αναγκαιοτήτων του κράτους επανέρχεται το ερώτημα της σχέσης του «σώματος κυριαρχίας» με την «κρατική» του εκδοχή. 
Είναι το κράτος μια εκδοχή του «σώματος κυριαρχίας» ή μήπως αποτελεί μια αναιρούσα αυτό διαλεκτική υπέρβασή του;    
Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα είδος έντασης και αλληλοδιείσδυσης της κρατικής «ορθολογικότητας» και της υψηλής δολοφονικής θεωρίας και πρακτικής της με την αρχεγονότητα και την αγριότητα του «σώματος κυριαρχίας» καθαυτού που παράγονται ως διαφορές εντός μιας ευρύτερης αχρείας ταυτότητας. Εδώ θα ήθελα να κάνω μια παρέκβαση που θεωρώ ουσιαστική και αφορά προηγούμενες δημοσιεύσεις μας. 
Η απόσπαση του «σώματος κυριαρχίας» από την «κρατικότητα» έχει πολλές, διαφορετικές και ιδεολογικά αντίπαλες μερικές φορές σημασίες που όμως κάπου ενώνονται. 
Το «σώμα κυριαρχίας» σε εποχές που επικρατεί μια συντριπτική «κρατικότητα», ντόπια, ξένη ή «διεθνής», είναι ο κοινός μύθος της ανατροπής, της επανάστασης ή ακόμα ακόμα και της ριζοσπαστικής αντιδραστικής αντεπανάστασης που λαμβάνει όμως αρκετά αυθεντικά επαναστατικά χαρακτηριστικά.

  

10.

Η εργασιακή δύναμη, όπως εξάλλου και η σωματικότητα του ανθρώπινου υποκειμένου, γίνονται αντιληπτά και παρουσιάσιμα όταν η εργασία και ο άνθρωπος διαχωρίζονται από τους εξωτερικούς αντικειμενικούς όρους τής ουσίας τους. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ακόμα και ο όρος «ουσία» (ή «υπόσταση») παρουσιάζεται σαν ξέχωρος από την εξωτερική αντικειμενικότητά του όταν ο ανθρώπινος φορέας του έχει αποκοπεί από την εξωτερικότητα που συναπαρτίζει, ως αντικειμενική εξωτερικότητα, μαζί με την ιδιο-σωματική και ιδιο-εργασιακή υποκειμενικότητα την ολική, ήτοι αληθινά ουσιαστική, ουσία του. Η ιστορική ενσάρκωση αυτής της κλονιστικής και πρωτοφανούς διεργασίας για το ανθρώπινο γένος είναι η εργατική τάξη όπως διαμορφώνεται στον καπιταλισμό, ειδικά το πυρηνικότερο και κεντρικό μέρος της, δηλαδή η βιομηχανική εργατική τάξη. Ενώ οι ρομαντικοί κριτικοί του καπιταλισμού θεωρούν πως αυτό είναι μια εν γένει καταστροφική απώλεια της ανθρωπινότητας, και οι φορείς αυτής της απώλειας οι εκπεσόντες άνθρωποι της αλλοτριωμένης ουσίας τού «αληθινού'» ανθρώπου, οι επαναστάτες θεωρούν: α) πως αυτή η αλλοτρίωση της ανθρώπινης ουσίας από το εξωτερικό της (ανόργανο) σώμα είναι μια μεταβαίνουσα στιγμή της καθολικής επανάκτησης και καθολικής ανακατασκευής τόσο της γνώσης όσο (και κυριότερα) της πρακτικής ουσίας του ανθρώπου και: β) πως η εργατική τάξη εντός του καπιταλισμού ως η έκφραση της καθολικής αποστέρησης της γενικής ουσίας τού κόσμου της παραγωγής είναι ακριβώς εκείνο το «υποκειμενικοποιημένο σώμα» που μπορεί όχι μόνον να επανενωθεί με την ολότητα της παραγωγής και της ζωής αλλά και να αναδιατάξει την ίδια την ολότητα ενώνοντάς την με το συγκεκριμένο δημιουργικό στοιχείο τής υλικής της πραγματικότητας. Η εργατική τάξη, ως ολότητα και ως συνειδητή ταξικά («ατομική») εργασιακή μονάδα, ανακαλύπτει πως η ριζική ουσία της πραγματικότητας, και μάλιστα η ουσία της πραγματικότητας ως ολότητας, είναι αυτή η ίδια, και αυτό το ανακαλύπτει αρχικά μέσα στην διαδικασία συνειδητοποίησης της καθολικής της αποξένωσης από την εξωτερική αντικειμενικότητα της ουσίας της. Η ανώτερη μορφή συνειδητοποίησης της ταξικής της κυριάρχησης έρχεται όταν συνειδητοποιεί την αποξένωση τής εσωτερικής της αντικειμενικότητας (σύνολο ικανοτήτων) από την οικεία πραγμάτωσή της σε εξωτερική αντικειμενικότητα, όταν δηλαδή ανακαλύπτει πως έχει «περιοριστεί» ως υποκειμενικότητα στον αφηρημένο εαυτό της, ήτοι στον αυτοκαθορισμό της μόνον ως ένα σύνολο ικανοτήτων που πραγματώνονται υπό τους υλικούς και διανοητικούς όρους που επιβάλλει με ωμούς και πιο εκλεπτυσμένους τρόπους η αστική τάξη.. Γι' αυτό το επαναστατικότερο σύνθημα που βάζει η εργατική τάξη στην σημαία της είναι το: «Κάτω το σύστημα της μισθωτής εργασίας». Ένα σύνθημα που σημαίνει την άρση τόσο της ατομικής ιδιοκτησίας και διοίκησης της παραγωγικής μηχανής όσο και την άρση κάθε μορφής εμπορευματοποίησης και χρηματικής ανταλλαγής που αφορά την εργατική δύναμη και εν γένει την εργατική υποκειμενικότητα. 

Η διττή αυτή άρση που εμπεριέχεται στο σύνθημα αυτό σημαίνει σε φιλοσοφικό επίπεδο την άρση του υποκειμενισμού ως ενός συστήματος σκέψης που ενισχύει και νομιμοποιεί-ιεροποιεί την αποκοπή του υποκειμένου από τους αντικειμενικούς όρους της ουσίας του, είτε αυτοί είναι εξωτερικοί είτε εσωτερικοί αντικειμενικοί όροι..
Η εργατική τάξη συνειδητοποιείται ως εργατική (εργασιακή) δύναμη που εντός του καπιταλισμού αντίκειται αντικειμενικά στους εξωτερικούς-αντικειμενικούς όρους της ουσίας της, ήτοι στα εργαλεία παραγωγής, τους «φυσικούς πόρους» κ.λ.π .
Η μορφή αυτής της αποξένωσης είναι διττή, αν και η ουσία που ενώνει τις δύο πλευρές της είναι μία. Η αποξένωση της υποκειμενικότητας τής εργασίας από τους αντικειμενικούς-εξωτερικούς όρους τής ουσίας της εκφράζεται τόσο στην κυριαρχούμενη ύπαρξή της ως «ακτήμων» σε σχέση με αυτούς τους όρους όσο και στην (άλλη) κυριαρχούμενη ύπαρξή της ως εμπόρευμα.
Ποια είναι εκείνη η πλευρά τής μορφής τής αποξένωσης τής εργασιακής υποκειμενικότητας που δημιουργεί την «άλλη» πλευρά της μορφής;
Η αποξένωση της υποκειμενικότητας τής εργασίας από τους αντικειμενικούς-εξωτερικούς όρους τής ουσίας της είναι συνυφασμένη εσωτερικά με την ύπαρξή της ως εμπόρευμα με την μορφή «εργασιακή δύναμη-εμπόρευμα».
Υπάρχει αλληλοκαθορισμός των δύο υπο-μορφών τής μίας μορφής, αλλά, το κυριότερο, αυτές οι υπο-μορφές της ενιαίας μορφής είναι εκδηλώσεις της κοινής ιστορικής ουσίας τους που είναι ο απόλυτος διαχωρισμός της υποκειμενικότητας τής εργασίας από τον ίδιο της τον εαυτό ως αντικειμενικό εξωτερικό Ον, είτε: α) αυτός ο διαχωρισμός είναι ο πραγματοποιημένος αφηρημένος διαχωρισμός ανάμεσα στην αντικειμενικότητα τής εργασιακής ενέργειας (την εργασία ως συγκεκριμένη πράξη όταν συντελείται) και την υποκειμενικότητα της εργασιακής ενέργειας (την εργασία ως αφηρημένη δυνατότητα της συγκεκριμένης εργασιακής πράξης, εκφρασμένη ως σύνολο ικανοτήτων) [μιλάμε για το αποξενωτικό υπόστρωμα της μορφής «εμπόρευμα-εργατική δύναμη»], είτε: β) αυτός ο διαχωρισμός είναι ο πραγματοποιημένος συγκεκριμένος διαχωρισμός ανάμεσα στην υλική αντικειμενικότητα τής εργασιακής ενέργειας (μέσα παραγωγής, «φυσικοί πόροι») και την υλική υποκειμενικότητα της εργασιακής ενέργειας (την σωματική υπόσταση ως συγκεκριμένη γενική και ειδική ικανότητα χρήσης της υλικής αντικειμενικότητας της παραγωγής) [μιλάμε για το αποξενωτικό υπόστρωμα της μορφής «ιδιοκτησιακή και διαχειριστική αποστέρηση της εργασίας από τους υλικούς εξωτερικούς όρους της»].

Η άρση της εμπορευματοποίησης της εργατικής δύναμης και η άρση της αποστέρησης της κατοχής και διοίκησης των μέσων παραγωγής της εργασιακής διεργασίας (της) δεν σημαίνει βέβαια κατάργηση τής «αφαίρεσης» «εργατική δύναμη», ούτε πλήρη κατάργηση τής διαδικασίας ανταλλαγής της και της σχέσης κατανομής-ιδιοκτησίας με τους αντικειμενικούς όρους που είναι απαραίτητοι για την ενεργοποίηση και (ανα)παραγωγή της, αλλά κατάργηση της κυριαρχίας της ως αφαίρεσης που κυριαρχεί.
Η εργατική δύναμη αίρεται μαζί με την εμπορευματική της μορφή ως αφηρημένη δύναμη, αίρεται μερικά, και φυσικά δεν διασώζεται καν ως «έννοια» και «πράξη» διαχωρισμού, όπως και η ανταλλαγή της (που είναι η βασική ανταλλαγή στην καπιταλιστική κοινωνία) και η σχέση κατανομής και ιδιοκτησίας αίρεται ως αφηρημένη δύναμη, η σχέση ανταλλαγής και κατανομής αίρεται μερικά, και φυσικά δεν διασώζεται καν ως «έννοια» και «πράξη» διαχωρισμού..


11.

Η κατάργηση των κοινωνικών διαχωρισμών δεν γίνεται με την αφηρημένη άρση τους από μια γενική κοινωνική δύναμη.  
Η κατάργηση των κοινωνικών διαχωρισμών δεν γίνεται με την γενική δύναμη της παραγωγικής κοινωνικοποίησης, όπως κι αν εννούμε αυτήν την παραγωγική κοινωνικοποίηση. Και αναφέρομαι φυσικά απο κοινού τόσο στην αστική (αστικο-σοσιαλιστική) όσο και στην παραδεδομένη κομμουνιστική σοσιαλιστική έννοια παρά τις τεράστιες διαφορές τους. Η κοινωνικοποιητική δύναμη των εργαζόμενων και συγκεκριμένα των εργαζόμενων στην άμεση παραγωγή αίρει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς όταν σημαίνει την υπαγωγική απορρόφηση και ενσωμάτωση κάθε μορφής αφαίρεσης στην άμεση παραγωγική διεργασία. Και μία από αυτές τις αφαιρέσεις είναι η κοινωνικοποιητική δύναμη σε διάκριση από τους συγκεκριμένους επιμερισμούς και στοιχειοποιήσεις της.
Με αυτή την έννοια η άρση της ανταλλαγής και της κατανομής ως των κατεξοχήν αφηρημένων διεργασιών τής παραγωγής δεν συμβαίνει μόνο με την γενίκευσή τους και την υπαγωγή τους στην κοινωνικοποίηση, είτε αυτή σημαίνει την αστική κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων είτε την υπαγωγή τους στην κυρίαρχη κοινωνικοποιημένη παραγωγή (κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχος της παραγωγής, κεντρικός σχεδιασμός κ.λ.π, που σημαίνουν ως πρώτο σημαντικό βήμα την ύψωση της άμεσης εργασίας στο επίπεδο της αφαίρεσης της αστικής κοινωνίας και την μερική άρση της).

Η κατάργηση της ανταλλαγής και της κατανομής ως των κατεξοχήν αφηρημένων διεργασιών της παραγωγής συμβαίνει με την συγκεκριμενοποίηση της γενικής τους άρσης, συμβαίνει δηλαδή με την άρση της αφαίρεσης ακόμα κι αν αυτή είναι η αφηρημένη άρνηση της αστικής αφαίρεσης.
Η διαλεκτική ένωση της αφηρημένης κοινωνικής παραγωγής με τα συγκεκριμένα στοιχεία της και τους συγκεκριμένους επιμερισμούς της δεν συμβαίνει χωρίς την πρότερη αφηρημένη άρση της.
Αλλά η ολοκληρωμένη άρση της αφηρημένης κοινωνικής παραγωγής και η συνεπακόλουθη ένωσή της, ως «ξεπερασμένης» με τα συγκεκριμένα στοιχεία της και τους επιμερισμούς της συμβαίνει με την κατάργησή της ως αφηρημένης παραγωγής μέσω της υπαγωγής της σε αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία και επιμερισμούς.
Ένας κεντρικός σχεδιασμός ως μια αφηρημένη αρχή της κοινωνικής επανάκτησης των αναρχικών και ανεξέλεγκτων διεργασιών της αγοραίας ανταλλαγής και της ατομικής ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων και της εργατικής δύναμης δεν είναι τίποτα, μα τίποτα, αν δεν στηριχθεί αμέσως, και χωρίς να περιμένει κανείς τον κομμουνισμό του απώτατου μέλλοντος, στον συγκεκριμένο κομμουνισμό των ενικοτήτων ή ποιοτικών μοναδικοτήτων της παραγωγής.


Ιωάννης Τζανάκος

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου