Δεν υπάρχει μεταγλώσσα, άρα κάθε μορφή της σημειακότητας είναι ενταγμένη
στο σημαίνον ή την γλωσσικότητα.
Εφόσον κάθε μορφή σκέψης είναι ταυτή με την γλώσσα, άρα και κάθε μορφή
διανοητικής δραστηριότητας με την ειδική μορφή των μαθηματικών ή της θετικής
επιστήμης είναι ταυτή με την γλώσσα ως εντασσόμενη σε αυτήν, αν βέβαια
κατανοήσουμε την γλώσσα όχι μόνον ως το εμφανές λέγειν.
Αν η τεχνικοεργαλειακή και (θετικο)επιστημονική έκφραση τής
γλωσσικότητας είναι ένα μέρος της ή μια πτυχή της που έχει την μέγιστη αξία ή
ισχύ ή σημασία για το ανθρωπικό σύστημα όπως εξελίχθηκε μέσω της βιομηχανικής
επανάστασης, του καπιταλισμού κ.λπ, αυτό δεν σημαίνει πως μπορεί να «αποικίσει» το σημαίνον εις την συνολικότητά του, εφόσον ακόμα και με
την υπερίσχυση του «σκληρότερου» μοντέλου (ψευδ-)επιστημονικοποίησης
τής ζωής είναι αδύνατη μια ολοκληρωτική «αποίκισή» της τόσο από τις
υλοποιήσεις όσο και από τις θεαματικές ή γλωσσικές σημαινοποιήσεις από το «αποικίζον» στοιχείο της επιστημονικο-ορθολογικής σημαινότητας.
«Αυτό» που απομένει, ωστόσο, αν μπορεί να ανακλαστεί εις εαυτόν ως ένα «υπόλοιπο» αυτής της διεργασίας «αποίκισης» ή τής
υλοποιημένης ιστορικής επιθυμίας προς «αποίκιση» (από την
προαναφερθείσα σημαινότητα) «έρχεται» πλέον σε μια διττή διεργασία επίγνωσης
της ελευθερίας όπως αυτή τελικά απομένει ως ένα «υπόλοιπο» πέραν των
υλικών και τεχνικών ή εργαλειακών όρων και ως ένα «υπόλοιπο» που
απομένει μετά την ματαίωση τού τεχνικού/ορθολογικού ή επιστημονικού «ολικού ονείρου».
Ας δούμε την διεργασία τής επίγνωσης τού υπόλοιπου τής
ειδικά ανθρώπινης, άρα γλωσσικής ελευθερίας.
Όταν μιλάμε για την ανθρώπινη διανοητικογλωσσική ελευθερία πέραν των
τεχνικοορθολογικών όρων που εξετάσαμε, άρα πέραν και του σημαίνοντος που
αντιστοιχεί γενικά σε αυτούς (τους όρους), μιλάμε για μια κενή ελευθερία, για
μιαν ελευθερία εν κενώ.
Και πάλι όμως, αν τύχει και πέσουμε σε κάποια ιστορική δίνη
ανελευθέρωσης της σκέψης και της γλώσσας, αυτό θα είναι «αποτέλεσμα» ή επιτέλεση
τού ίδιου αυτού του σημαίνοντος-ως-σημαίνοντος.
Τι σημαίνει αυτό; τι δείχνει;
Σημαίνει και δείχνει την ριζική και ενδεχομενική, άρα και κινδυνώδη,
δύναμη της δημιουργίας από το μηδέν της γλώσσας και του πνεύματος.
Μπορεί να σημαίνει την συστροφή τού ανθρώπινου νοήματος τού μηδενός και την
αυτοάρνησή του σε ένα φαντασιακό υπερπεριεχόμενο, μπορεί να σημαίνει και να
δείχνει λοιπόν πως απέναντι στην ναυτία που φέρει κάθε ελευθερία η λύση που
προτιμάται πολλές φορές, με την «βοήθεια» και των «συνθηκών», είναι η ελευθερία επιλογής προς μιαν παροδική ανάπαυση σε
μια πνευματική και γλωσσική σκλαβιά.
---------------------------------------------------------------------------
Αν και είναι πιθανό να θεωρήσουμε το σύστημα του λόγου, αν και αναγκαία
προδεδομένο στον κυριαρχικό «πυρήνα» ή την «κορυφή» κάθε
πραγματικού (υπάρξαντος ή υπάρχοντος) ή δυνητικού ανθρωπικού συστήματος, ως μη
αυτοσύστημα, δεν πρέπει να θεωρείται ως προδεδομένη και η μοναδική θέση του σε
κάθε κοινωνικό σύστημα.
Η θέση ενός «συντελεστή» στην «κορυφή» ή στον «πυρήνα» ενός συστήματος (εν γένει), άρα στην δεσπόζουσα δομή του,
δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να υπάρξει εις τον ίδιο πυρήνα μια σειρά από άλλους
συντελεστές οι οποίοι δεν υπήρξαν ή δεν υπάρχουν ακόμα ως στοιχεία τής
δεσπόζουσας δομής.
Επίσης αυτή η πιθανή συνύπαρξη στοιχείων «εντός» μιας (νέας)
δεσπόζουσας δομής δεν σημαίνει αναγκαία την μείωση τής ισχύος των προϋπαρχόντων
στοιχείων που συναπαρτίζανε την παλαιά δεσπόζουσα δομή και συνεχίζουν να «συμμετέχουν» κι αυτά στην νέα (δεσπόζουσα δομή).
Η «άνοδος» ενός στοιχείου (ή συντελεστή) από τις υπαγόμενες
δομές (ή υποσυστήματα) στην δεσπόζουσα δομή δεν σημαίνει νομοτελειακά μείωση
τής ισχύος των ήδη υπαρχόντων («εντός» τής δεσπόζουσας δομής)
στοιχείων/συντελεστών.
Από την άλλη, αυτή η δυνατότητα συνύπαρξης σε ισοδυναμία και ισότιμη
αλληλοσυνύφανση μεταξύ νέων και παλαιών στοιχείων/συντελεστών δεν είναι ούτε
αυτή υποχρεωτική να συμβεί:
Όταν υπάρχουν νέα συνολικά συστήματα, αλλά και όταν τούτα διατηρούνται
αλλά με ριζικές μετατροπές, υπάρχουν εξαφανίσεις στοιχείων αλλά και «υποβιβασμοί» στοιχείων στην συστημική ιεραρχία (από την ανώτερη
συστημική βαθμίδα στο απόλυτο μηδέν ή σε ένα κατώτερο σημείο της).
Η θέση του λόγου ή σημαίνοντος είναι διασφαλισμένη ως συστημικά ανώτερη και μόνον από το γεγονός πως αποτελεί ένα συνιδρυτικό στοιχείο της ανθρώπινης
οντότητας ή του κοινωνικού συστήματος.
Η ειδική του σύσταση ως μη αυτοσυστήματος ή μη αυτοτελούς συστήματος δεν
σημαίνει αναγκαστικά ούτε ότι είναι ένα ήδη κατώτερο σύστημα, άρα υποσύστημα
ενός άλλου κεντρικού συστημικού πυρήνα (όπως η οριζόμενη ως παραγωγή ως
κεντρική σημασία), ούτε (σημαίνει αναγκαστικά) ότι ως μη αυτοσύστημα αποτελεί
ένα καθορίζον (υπερ-στοιχείο) όλου του «υπόλοιπου» συστήματος ή ακόμα
και του συστήματος ως συνολικού όντος. Πρέπει πάντα να κάνουμε συγκεκριμένη ανάλυση τής κάθε ειδικής συστημικής
αρχιτεκτονικής, χωρίς προεννοήσεις.
--------------------------------------------------------------------
Προτού αναζητήσουμε θεωρητικά την μορφή της
αρχιτεκτονικής των κοινωνικών συστημάτων, είτε σε μιαν γενική οντολογία τους
είτε σε μιαν μάλλον εμπειριστική σύνθεση στηριγμένη σε μιαν νομιναλιστική
μεθοδολογία ευρετικών αναζητήσεων περί των δομών τους, θα έπρεπε να
αποφασίσουμε για την θέση και την υφή του λόγου.
Η ερμηνευτική μας:
Ο Λόγος είναι κενός, ο λόγος δεν είναι αυτοτελές σύστημα ή αυτοσύστημα,
ο λόγος δεν επιτελεί αυτοποιήσεις καθαυτές ή για το (υποθετικό και μάλλον
φαντασιακό) «καθαυτό» του, ο Λόγος είναι και αναφορικός και μη αναφορικός, ο Λόγος είναι εξωτερικός προς το «έμβιον» αν και συνυφαίνεται με αυτό και διά αυτού
στο «ανθρώπινο» (που τον δημιουργεί και συνδημιουργείται και «αυτό» διά
αυτού), άρα η θέση του δεν αποτελεί ως ένα ωστόσο ισχυρό ιεραρχικό σημείο
εντός του εκάστου κοινωνικού συστήματος το δυνάμενο να υπάρξει ως μοναδικό
σημείο.
Ο λόγος μολοντούτο ως συνιδρυτική δομή ή ως συνιδρυτικό υποσύστημα/στοιχείο
τής ίδιας τής «ανθρωπινότητας» συναπαρτίζει πάντα (ως στοιχείο της) κάθε μορφή
υπερκείμενης, κεντρικής στρατηγικής δομής κάθε κοινωνικού συστήματος.
Οι πολλές ιστορικές δυνατότητες για την μία ή την άλλη κατάσταση
συνύπαρξης του λόγου με άλλα στοιχεία «εντός» τής στρατηγικής δομής
δεν δύνανται να τον «αποκαθηλώσουν», παρά μόνον (πιθανά) να τον πλαισιώσουν εντός αυτής της στρατηγικής δομής, με άλλο
τρόπο από αυτό τον τρόπο πλαισίωσης που είναι κατά περίπτωση ή ήδη υφιστάμενος.
Όμως:
Ποιά είναι τα άλλα στρατηγικά στοιχεία;
Τούτα, δεν βρίσκονται ως αμιγή δεδομένα, ως καθαρά ή στοιχειακά
στοιχεία, άρα παρά τις αναλυτικές (θεωρητικές και θεωρητικοπρακτικές)
αποδομήσεις των συνθέσεων ή υποσυστημάτων, τα οποία φαίνονται ως παροδικές ή
δυνάμενες να αναλυθούν στα στοιχεία τους μορφές, εμφανίζονται (ως) «μεσαίας» εμβέλειας δομές, «οπλισμένες» με μιαν ανθεκτική
συνοχή και περικλείουσα συλλέγουσα και υπαγάγουσα δύναμη.
Όταν μια τέτοια «μεσαίας» εμβέλειας δομή αποσυντίθεται δεν
αποσυντίθεται άμεσα ή μακροπρόθεσμα στα (υποθετικά) στοιχεία της, αλλά
μεταβαίνει σε μιαν άλλη «μεσαίας» εμβέλειας δομή ή σε ένα άλλο
σύστημα των «μεσαίων» δομών (του εκάστοτε «μεγάλου»
συστήματος).
Αυτές οι «μεσαίας» εμβέλειας δομές ή τα υποσυστήματα είναι και οι εκάστοτε
δυνητικοί ή ενεργοί συντελεστές της στρατηγικής δομής.
Μιλάμε για το κράτος ή πολιτεία, την παραγωγική διεργασία κ.λπ.
Ο λόγος βέβαια συνυφαίνεται με «όλα αυτά» αλλά «ταυτόχρονα» είναι ένα ξεχωριστό ον δια της κενότητάς του.
Κείται «άνω» αλλά η υπεροχή του ενέχει δυναμικές ακραίας ενδογενούς
πόλωσής του μεταξύ απολύτου και μηδενός, κατάσταση εμφανιζόμενη και στο
φάσμα τής ισχύος και όχι μόνον στο φάσμα τού θεωρητικώς ισχύειν.
4.
Το σύστημα είναι τάση.
Δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει ολοκληρωμένο ή απόλυτο
σύστημα.
Άρα, πολλά από αυτά τα διανοήματα που θεμελιώνονται σε
μιαν έννοια ή ψευδοέννοια (περί του) συστήματος (εν γένει) δεν αναφέρονται
στα συστήματα που αντικρίζουμε στην ζωή μας ή στην θεωρία, αλλά σε ένα «ιδανικό» ον το οποίο «αποκρύβει» είτε δια θετικοαξιακών
είτε δια αρνητικοαξιακών θεωρήσεων και στάσεων την πρόθεση τού φορέα τους να
ακολουθήσει μια κοινωνική ή προσωπική φαντασίωση για ένα συνεκτικό και ολικόν Είναι.
Υπάρχει μια θεωρητική διαφθορά που σημαίνει την ένωση
αυτών των δύο τάσεων του εξαχρειωτικού ή εξαχρειώνοντος σκέπτεσθαι, και τούτη
δεν είναι άλλη από την ένωση τής επιθυμίας για μια σύνθεση και (τής επιθυμίας)
για ένα απόλυτο οντικό («οντολογικό») σύστημα.
Αυτές οι δύο μορφές της επιθυμίας δεν είναι πάντα
ενωμένες, ούτε η μία οδηγεί νομοτελειακά στην άλλη. Στην ένωσή τους ωστόσο θα συναντήσει κανείς σήμερα
κάθε διαφορετική νοητική και αξιακή εξαχρείωση και διαφθορά. Ένας εκλεκτικιστικός ολοκληρωτισμός που μόνον μη
καπιταλιστικός δεν είναι αποκλειστικά ή κυρίως, το αντίθετο μάλλον: ο
καπιταλισμός ως «σημερινή» δομική και ηγεμονική ροπή ή τάση προωθεί
αυτή την πρακτική, σκεπτική και αξιακή «ένωση» διάλυσης-σύνθεσης και
(επιθυμούμενης από τους φορείς του) συστημικής απολυτότητας.
Η «σημερινή» διαρκής μετάβαση και διαμεσολάβηση,
δεν υφίσταται ως ένα (μοναδικό) θεμέλιο μιας κατ΄ουσίαν ροϊκής παγκόσμιας
καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά ως στιγμή μιας απρόσωπης μεν αλλά αυστηρά
οριοθετημένης παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής ιεραρχικής κοινωνίας ισχύος και
κυριαρχίας.
Από αυτό το κλουβί δεν θα βγει «κάποιος» (ένα
ριζοσπαστικό υποκείμενο) ούτε με επαναφορά των ημι-θρυμματισμένων από την
υστερονεωτερική καπιταλιστική ροϊκότητα παλαιών δομών ή υποσυστημάτων (έθνος κράτος, κράτος,
θρησκεία, παραδοσιακές πατριαρχικές ή νεοπατριαρχικές δομές), ούτε με το να
ακολουθήσει την ροϊκότητα.
-------------------------------------------------------------------
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου