Πρέπει, μετά τη δουλειά, όχι μόνον να ξεκουραστείς, να «ζήσεις», αλλά και να ηρεμήσεις από τις σκέψεις σου τις γεμάτες πάθος
και μίσος.
Κάθε μέρα, από το πρωί ακούω μύρια όσα, για τους «άλλους», αλλά το ρατσιστικό μίσος ξεσπάει και μεταξύ τους, όταν
συγκρούονται εργασιακές «φυλές», κλίκες, φατρίες, πρόσκαιρες
συσπειρώσεις γλειφτών και σπερμολόγων.
Μισούν κάθε άλλο, τον εαυτό τους, τη ζωή τους, την
χαρά τής ζωής, αν και ξέρουν συχνά να μιλάνε για μάσες, φαγιά, διασκεδάσεις
μίζερες, για τα παιδιά τους τα σκυλιά τους τα σκατά τους.
Αν είχα τα νιάτα μερικών σας θα το έσκαγα για την
Παταγονία, τον Βόρειο Πόλο, την Αμέρικα, την Αστραλία που έλεγε και η γιαγιά
μου, και δεν σημαίνει αυτό ότι θεωρώ τούς όπου-γης-και-πατρίς ανθρώπους ως
καλύτερους.
Απλά φεύγεις, και μέχρι να «βολευτείς» και
κει που πας έχεις αποφύγει ίσως την εμπλοκή με την ντόπια καμαρίλα.
Παντού υπάρχει μια ντόπια τοπική καμαρίλα που έχει ως
έμβλημά της το έθνος ή απλά την πρώτη θέση της στην οικειότητα ενός τόπου.
Εθνοκουράδες παντού υπάρχουν, απλά ως ξένος θέλεις δε
θέλεις δεν είσαι αρχικά αποδεκτός μέσα στην εθνοκουράδα που σου έλαχε να
καταλήξεις ως μετανάστης, και έτσι τρόπον τινά αρχικά (πάλι) έχεις
αντικειμενικά γλυτώσει ως «ψυχή», σε έναν βαθμό, από την
εθνοκουραδοσύνη και την γλιτσιάρικη περηφάνια του βλάκα (υπερ-)πατριώτη όταν
ζει στο οικείο εθνοκουραδόσπιτο.
Και αυτή η μη εθνοκουραδική εκκίνηση όμως δεν είναι
εγγύηση, αφού η βλακεία πάει μαζί με τον άνθρωπο, δεν μένει μόνον εκεί όπου
μεγάλωσε και του είπαν ότι είναι το άπαν της γης και το κέντρο του «παγκόσμιου πολιτισμού», οπότε αναπτύσσονται όλες αυτές οι
νοσταλγικές αρλούμπες, οι συγκινησιακές φορτίσεις για την «πατρίδα»,
την «έρμη πατρίδα» που άφησες και άλλα σχετικά, ξεχνώντας ή θέλοντας
μάλλον να ξεχάσεις ότι αυτή η «γλυκιά πατρίδα» σε πέταξε στο κενό,
σου ξέσκισε τη ζωή, αλλά επίσης είναι και παραμένει αυτή όπου συνεχίζουν να
φυτρώνουν όλα τα φατριαστικά ευνοιοκρατικά βυσματικά συστήματα τα οποία δεν
θέλεις να θυμάσαι βέβαια.
Πως όμως να ξεφύγει ο μετανάστης από την νοσταλγία
όταν η ίδια η κίνησή του προς τα «έξω» είναι μια ανεστραμμένη
νοσταλγία ενός τόπου;
Λίγοι μπορούν να κατανοήσουν ότι ο μετανάστης ψάχνει
μαζί με όλα τα άλλα μια νέα τοπικότητα, πείτε την πατρίδα ή μην την πείτε, δεν
είναι το ζήτημα πως θα την πείτε αλλά να ξέρετε ότι είναι μια φαντασιακή νέα
τοπικότητα. Κάπου αλλού, είναι σαν να λέει, υπάρχει ένας τόπος που
θα με υποδεχθεί χωρίς να με υποχρεώνει σε όλες αυτές τις νεκροζώντανες
λειτουργίες της οικείας πατρίδας.
Πίσω από αυτή την ταραχώδη μεταναστευτική ροή μεγάλων
μαζών ανθρώπων υπάρχει η επιθυμία μιας τοπικότητας, μιας νέας τοπικότητας, άρα
υπάρχει (ως) ανεστραμμένο το συμβολικό και σημειακό απόθεμα τής ήδη
σχηματισμένης τοπικότητας-ως-τοπικότητας και μάλιστα εμφανίζεται στην
επιθυμούμενη ως αμιγή μορφή του ως αποκομμένο και αποσχισμένο από τα θεωρούμενα
ως παθολογικά στοιχεία του.
Ο εθνικισμός του μετανάστη, είτε ως ο εθνικισμός τής
νοσταλγούμενης πρώτης πατρίδας είτε ως ο εθνικισμός τής νέας επιθυμούμενης
πατρίδας, είναι στιγματισμένος (και) από αυτή την ουτοπική επιθυμία τής
αγνότητας και της αγνής τοπικότητας. Και η νέα ψευτοπατρίδα, όπως κάθε πατρίδα, δεν διαψεύδει
απόλυτα, εφόσον λόγω των ασυμμετριών και των μορφικών ποικιλιών στην οργάνωση
του παγκόσμιου καπιταλισμού, εκεί όπου πας ως μετανάστης είναι πολύ πιθανόν να
μην βρεις σε τόσο πλήρη έκφραση αυτό που αφήνεις πίσω σου ως το απεχθές. Θα βρεις άλλα, με τον καιρό, ίσως και σύντομα, αλλά
μπορεί και να αφήνεις πίσω ότι σε πλήγωσε στην οικεία πατρίδα ψευτοπατρίδα ή
όπως αλλιώς θέτε πέστε το. Το κακό με την «περίπτωσή» μου είναι πως
λόγω ηλικίας έχω εγκλωβιστεί εδώ πέρα, οπότε είμαι υποχρεωμένος να ζήσω θέλω
δεν θέλω μια από τις ξακουστές νέες ή παλαιές, δε ξέρω, εθνοτικές ιδιότητες
αυτού του λαού, που είναι να ενώνει ευνοιοκρατία νεποτισμό χωριατιά ρουφιανιά
και αγραμματοσύνη σε ένα εκρηκτικό μείγμα εθνικισμού με φιλοδοξίες μάλιστα
περιστρεφόμενες στα ιδεολογικά κόπρανα περί ενός «οικουμενικού
ελληνισμού» ή μιας «ελληνορθόδοξης ιδιοπροσωπίας». Μη πω για την αυτοθεώρηση του δεξιοφιλελεύθερου
εθνοτικού εθνικιστή (εδώ) περί της θέσης του (τής χώρας του) στα «σύνορα
του δυτικού πολιτισμού», όπως λέει και ο πρώην Πρόεδρας Φαυλόπουλος, αλλά και άλλοι πιο
πονηρούληδες που βάζουν το «ιερόν έθνος» μεταξύ «ανατολής»
και «δύσης» απλά για να πλασαριστούν «αντι-εθνομηδενιστικώς»
σε έναν νέο ρόλο ως ορντινάτσες όμως (πάντα) τής «δύσης» απέναντι
στην «βάρβαρη ανατολή».
Αυτό το τοξικό περιβάλλον δεν είναι και το χειρότερο
του πλανήτη, αλλά διεκδικεί καλή θέση τοξικότητας, ειδικά στην βλακεία και την
ιδεολογική στρέβλωση της ιστορικής, γεωπολιτικής, οικονομικής κ.λπ
πραγματικότητας.
Αν τα ακούς όλα αυτά μάλιστα από το στόμα του κάθε
ρουφιανάκου σε μια δημόσια υπηρεσία ή σε κάποιο μικρομάγαζο, ενωμένα και με έπαρση λεχθέντα από ανθρώπους που ανοίγουν βιβλίο μια φορά στα χίλια χρόνια,
ε, τότε, πραγματικά κατανοείς την ουτοπία του μετανάστη, μπορείς να ενώσεις την
φαντασιακή σου και την φαντασιακή του αμυαλιά δίνοντάς τους όμως μια κάποια
βάση.
Όλοι από κάποια καμαρίλα φεύγουμε, και σε μιαν άλλη
πάμε, χωρίς απαραίτητα να ερχόμαστε από κάποιο πόλεμο.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου