Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Πόλεμοι και διαδοχές στο σημαίνον

 

 Η κόλαση του σημαίνοντος στα «υποσυστήματα».

Όταν υπάρχει μια μορφή συμβολικής και ιδεολογικής εγγύτητας μεταξύ υποκειμένων, η οποία σημαίνει ένα είδος ένταξης τους σε ένα «κοινό» υποσύστημα ιδεολογικής και αξιακής/θεωρησιακής νοηματοδότησης, τότε οι διαντιδράσεις κατά την διεργασία διαδοχής και αντικατάστασης «από αυτά τα υποκείμενα» των κεντρικών σημαινόντων εντός αυτού του υποσυστήματος δεν είναι και τόσο εύκολα ορατές και διαυγάσιμες, ούτε είναι ιδιαίτερα σύντομες.
Αυτή η «θολότητα» στην διεργασία δεν ισχύει μόνον για τους εξωτερικούς παρατηρητές, αυτούς που κατά κάποιο τρόπο «βλέπουν» το «δράμα» από έξω. Η «θολότητα» και η υπερ-περιπλοκότητα «διακατέχει» και τους ενεργούς δρώντες της, ακόμα κι αν τούτοι είναι συνήθως έτοιμοι να σου αφηγηθούν απίστευτες λεπτομέρειες για το «διαδραματιζόμενον» γύρω από το κεντρικό σημαίνον τού υπο-συστήματος. Θα επιθυμούσα να επισημάνω κάποια κρίσιμα στοιχεία γύρω από τέτοιες υποθέσεις, αλλά μιας και είμαι ένας άνθρωπος στο περιθώριο των ηγεμονικών δραμάτων, ακόμα κι όταν αυτά αφορούν μικρές και ηττημένες ηγεμονίες, είμαι διατεθειμένος να το κάνω όλο αυτό με μια περιπαιχτική διάθεση που δεν αρέσει μάλλον ούτε στους κύριους δρώντες τέτοιων υποθέσεων, ούτε στους εκάστοτε αντιπάλους τους που έχοντας θέση σε κάποιο άλλο βασίλειο περιμένουν να αποκομίσουν κέρδη και όπλα για πιθανές μελλοντικές μάχες.

Ένα ιδεολογικό και αξιακό υπο-σύστημα έχει και τούτο ένα κεντρικό σημαίνον, ή ένα σύστημα κεντρικών σημαινόντων που δομούνται σε ένα κεντρικό σημαίνον. Αν δει κάποιος τα πράγματα από την σκοπιά του συνολικού συστήματος, τούτο το κεντρικό σημαίνον δεν μπορεί να τεθεί ως κεντρικό σημαίνον, εφόσον όπως και το υποσύστημα το οποίο νοηματοδοτεί είναι ένα υπο-σύστημα έτσι και αυτό ως το κεντρικό σημαίνον τού υποσυστήματος θα είναι ως μέρος ενός υπο-συστήματος ένα περιφερειακό σημαίνον. Βέβαια και το κυρίαρχο σύστημα με το/τα κεντρικό/-κά σημαίνον/-ντα μπορεί υπό μιαν άλλη οπτική να θεωρηθεί και αυτό ως ένα υπο-σύστημα, οπότε οι τοπο-θετήσεις τής συστημικής ανάλυσης θα ήταν διαφορετικές. Κρατάμε αυτές τις προβληματικές σε ερωτηματική εκκρεμότητα. Υπάρχει ζήτημα με την σχέση μεταξύ υπο-συστημάτων τού σημαίνοντος που αυτοθεωρούνται ως απόλυτα έτερα, ενώ μπορεί να ανήκουν σε ένα κοινό ευρύτερο υπο-σύστημα. Όπως καταλαβαίνετε, όλο τούτο μπορεί να μετατραπεί σε ένα περίπλοκο σχήμα.

Η γενική επιτέλεση μιας διεργασίας διαδοχής κεντρικών σημαινόντων σε κρίσιμα, ωστόσο, υποσυστήματα τής κοινωνίας, παρουσιάζει μέσα από την πολυπλοκότητά της καθηλώσεις και πολικότητες που αντί να ωθούν σε μιαν προωθητική «προς τα μπρος» κίνηση μπορεί να λειτουργήσουν σε ένα μη δημιουργικό καταστροφικό πλαίσιο που επηρεάζει όλο το (κοινωνικό) σύστημα. Κάθε σημαντικό υποσύστημα του σημαίνοντος αλλά και του ανθρώπινου όντος -στην γενική του συγκρότηση, είναι στην ουσία ένα κεντρικό σύστημα, και κάθε γεγονός εντός του σημαίνει ένα γενικό και σημαίνον γεγονός του σημαίνοντος εν γένει. 

Τα ζητήματα πατρικοκατηγορικών διαδοχών, άρα και τα ζητήματα συμβολικού ευνουχισμού, αν μιλήσουμε από μια λακανική (αλλά όχι μόνον) σκοπιά, με προβληματίζουν διότι βλέπω, κάπως πρόχειρα είναι αλήθεια, ότι σημαίνουν επιστροφές, επαναλήψεις, μια στάση στο Ίδιο, καταστροφικές αναδιπλώσεις ακόμα και εκεί όπου κατά τα φαινόμενα υπάρχει το υποτίθεται νεώτερο, ριζικά νέον. Όπου κάποιοι βλέπουν το νέο, εγώ κάπου βλέπω επαναλήψεις των πατρικών σημαινόντων.
Στο σημαίνον είναι ως να υπάρχουν κορυφές, άκρες και πλέγματα όλων αυτών. Τα «σκληρότερα παιδιά» έχουν βάλει πλώρη να κατακτήσουν αυτές τις κορυφές και να πιάσουν όλες τις άκρες, θεωρώντας πως ξεπερνάνε και καταστρέφουν για πάντα κάποιον πατέρα. Δεν έχουν σκεφτεί καθόλου μήπως είναι σε μιαν δική τους, εθελοντική και αυτόνομη, επέκταση αυτού του πατρός. Η κριτική, βέβαια, που τους ασκείται και από αυτή την σκοπιά είναι συνήθως τόσο κακοήθης που μάλλον τους οδηγεί σε μιαν ακόμα βαθύτερη ριζοσπαστικοποίηση. Ακριβώς επειδή υπάρχει κατανόηση από μέρους των παιδιών ότι αυτές οι κορυφές και αυτές οι άκρες υπάρχουν, για αυτό και καμία κακοήθεια δεν θα τα σταματήσει. 
Η χαρτογράφηση όλου του ιδιαίτερου δράματος εδώ, γύρω από όλα αυτά, είναι μια δύσκολη υπόθεση, την οποία όμως θα ακολουθήσω. Οι ιδιότητες των κεντρικών σημαινόντων δεν είναι περιορισμένες και με τελειωτική ακρίβεια, ή έστω με μιαν σχετική εννοιολογική σταθερότητα, προσδιορισμένες, εφόσον είναι αδύνατον κάποιος να οριοθετήσει-προσδιορίσει ένα πεδίο όταν αυτό δεν έχει εκτυλίξει όλη του την δυνητική πραγματικότητα. Μπορεί κάποιος βέβαια να ορίσει με επιμονή ως σταθερό αυτό το γενικό πλαίσιο, ακόμα και ενώνοντας σε μιαν μεγα-ιστορική αφήγηση όλα τα, ή όσο περισσότερα μπορεί, κεντρικά σημαίνοντα, προβαίνοντας μάλιστα σε μιαν κεντρική αφήγηση με εξελικτικιστικές ή ιστορικιστικές πτυχές ή νοήματα. Δεν θεωρώ καμία προσπάθεια μάταιη, αλλά η ίδια η ανθρώπινη ζωή μας δείχνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία σίγουρη τελική ιεράρχηση, θεωρητική και αξιακή ιεράρχηση, άρα και σύνθεση όλων των κεντρικών σημαινόντων όπως τούτα διενεργήθηκαν και επιτελέσθηκαν στην ανθρώπινη ζωή στις συγκεκριμένες της ατομικές και συλλογικές υποστασιοποιήσεις.
Το αίτημα για μιαν συνολική θεωρία περί των θεωριών και των αξιών δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί από την ίδια την θεωρία και την αξιολογία, εφόσον η ίδια η ανθρώπινη ζωή είναι σε εκτύλιξη σε σχέση με βασικούς όρους της, και ακόμα κι αν υποθέταμε πως κάποια στιγμή θα επιλύονταν βασικά ζητήματα που αφορούν στην κοινωνική και παιδαγωγική οργάνωση του βίου, και τούτο θα δημιουργούσε μιαν λύση των ίδιων των θεωρητικών αινιγμάτων που σχετίζονται με τα κεντρικά σημαίνοντα, αυτό δεν μας επιτρέπει σήμερα να προβαίνουμε σε ολικές προεννοήσεις για τον απλό λόγο ότι η επίλυση είναι σε εξέλιξη, στην καλύτερη περίπτωση, ή σε αδράνεια, οπότε μάλλον, στην τελευταία περίπτωση, και η θεωρία περί των σημαινόντων ευρίσκεται σε μιαν ανάλογη θέση ή ακόμα και επιτείνει με τις προεννοήσεις της το αδιέξοδο ως προς τις επιλύσεις. Μια πρακτική μάλλον λύση είναι να μιλήσει κάποιος για ένα κενό σημαίνον, ή το εκάστοτε κεντρικό σημαίνον ως κενό που «γεμίζει» ανάλογα με άλλες (από το ίδιο) υλικές και σημασιακές πρακτικές. Πρόκειται για ένα ξαναζέσταμα της μάλλον ατυχούς μαρξικής μεταφοράς περί βάσης και εποικοδομήματος. Το κενόν στην περίπτωση αυτή δεν ερμηνεύεται «μηδενιστικά» αλλά ως μια κενή αν και εύπλαστη φόρμα, ικανή μάλλον να δεχθεί εντός της, με τις κατάλληλες διαχειρίσεις, μιαν «ανανεωμένη» αριστερή λαϊκίστικη, κοινοτιστική ή ακόμα και αντεξουσιαστική περιεχομενοποίηση από άλλους (από το σημαίνον-ως-σημαίνον) αντικειμενικούς όρους που έχουν ούτως πάλι «το πάνω χέρι» στην παραγωγή της ανθρώπινης ζωής και των όρων της. Μπορεί αυτοί οι όροι να μην περιορίζονται στις «παραγωγικές σχέσεις» και να «απλώνονται» σε μια σειρά από δομές του ανθρώπινου βίου ή βιόκοσμου, ακόμα και σε διάκριση προς τις «παραγωγικές σχέσεις», αλλά είναι με αυτόν τον τρόπο κάτι σαν αντικαταστάτες του όρου τής «βάσης» σε διάκριση προς το κενόν, κατά αυτόν τον φορμαλιστικό τροπισμό, «εποικοδόμημα». 
Δεν υπάρχει θαρρώ πιο λανθασμένος τρόπος για να διαχειριστεί κάποιος το πρόβλημα, αν και ως λανθασμένος-αστικός-τρόπος είχε και έχει πολιτικές επιτυχίες που θα αποδειχθούν σιγά σιγά, όλο και περισσότερο, πρόσκαιρες και μάλλον ανασχετικές για να υπάρξει στρατηγική σκέψη προσανατολισμένη σε ριζικά αιτήματα αλλαγής και ανασύνθεσης των κοινωνικών δομών και των κεντρικών σημασιών στην βάση μιας τελικής πραγματικής υπέρβασης του καπιταλισμού και του ιμπεριαλιστικού ή μικροϊμπεριαλιστικού ηγεμονισμού [σκατά στην Τουρκία και τους φιλότουρκους].

Το «παιχνίδι» είναι αλλού, ακριβώς μέσα στο σημαίνον και τις ηγεμονίες «εντός» του.


Η γενικότερη «κοινωνική» εικόνα τού σημαίνοντος.

Το σημαίνον-ως-σημαίνον είναι μια καθορίζουσα επιφάνεια συντέλεσης όλων των σημειακών και συμβολικών διαντιδράσεων μεταξύ των κοινωνικών υποκειμένων, και όταν τούτα ως υποκείμενα είναι συγκροτημένα σε τάξεις αλλά και ιεραρχικές κυριαρχίες που υποτάσσουν και υπαγάγουν, ηγεμονικά-συναινετικά όμως, την μάζα των ανθρώπων δεν είναι «πρώτα» ούτως οργανωμένα και έπειτα «έπεται» το σημαίνον-ως-σημαίνον. Το υφάδι του νοήματος είναι το ένα από τα βασικά υφάδια των κοινωνικών ιεραρχικών ταξικών διαιρέσεων, αλλά και όποιων κοινωνικών καταμερισμών και διαιρέσεων που δεν θα έχουν πιθανά ιεραρχικό και ταξικό χαρακτήρα. Επειδή δεν υπάρχει αποσυνύφανση μιας νοηματικής ύφανσης αν δεν υπάρχει ταυτόχρονα μια νέα ύφανση του νοήματος, είναι αδύνατον ακόμα και όταν υπάρχει «μεγάλη ποσότητα» ισχύος και επιβολής να υπάρξει αποκοπή τής διεργασίας τής παλαιάς και τής νέας ύφανσης. Η ταξική ή ανταγωνιστική κοινωνική διαντίδραση συντελείται σε ένα κοινό πεδίο συνάντησης των ανταγωνιζόμενων ομάδων, και γι' αυτό πέραν των πολεμικών ιαχών το γενικό αντικείμενο είναι κοινό, και το διεκδικούμενο εξουσιαστικό υποκείμενο επίσης. Το ότι ο κοινωνικός-ταξικός ανταγωνισμός επιτελείται σε ένα πολεμικό ολοκληρωτικό πλαίσιο, το οποίο μάλιστα ακυρώνει μάλλον την ενότητα και την ταυτότητα των ταξικών αλληλοσυνυφάνσεων και την εκτύλιξη μιας ούτως ειπείν δημοκρατικής και ήπιας εξέλιξης τής πρώτης μορφής του, είναι επίτευγμα των κυρίαρχων ολιγαρχικών τάξεων και ελίτ και όχι ένα αντικειμενικό δεδομένο το οποίο μάλιστα θα ευνοούσε το πλήθος των εργαζομένων μισθωτών κ.λπ. Αυτό που κάνει μερικούς ανόητους να νομίζουν ότι έρχεται η μεγάλη αντιπαράθεση δεν είναι μερικές φορές παρά ο πρόλογος μιας τρομοκρατικής επέλασης του ταξικού εχθρού τους, και σήμερα ο διαρκής χώρος μιας γενικής τρομοκράτησης του λαϊκού πληθυσμού. Δεν χρειάζεται να υπάρχει μόνον ο υπερεθνικισμός σήμερα για να καταστέλλεται η σκέψη και να επικρατεί ο φόβος, αρκεί μια γενική εικόνα ενός κόσμου διαιρεμένου σε ζώνες τρόμου και σχετικής ησυχίας, η δε μεταβολή αυτής τής διαίρεσης σε «εσωτερική» με την μεταφορά του τρόμου στους μητροπολιτικούς πυρήνες δεν οδηγεί τις μάζες των εργαζομένων μισθωτών σε μιαν «ξαφνική» υποτιθέμενη κατανόηση της «πραγματικής ανασφάλειάς» τους, απλά γιατί τούτη παραμένει μη υπαρκτή ως όρος του μαζικού κοινωνικού υπαρκτού --στις μητροπόλεις κυρίως. Υπάρχει μια αναπαραγωγή τής διαίρεσης και μια εδραίωση της εικόνας του κόσμου ως διαιρεμένου σε έναν κόσμο χάους και σε έναν κόσμο τάξης, όσο ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία. Ο κόσμος ως κόσμος τού σημαίνοντος είναι όσο ποτέ άλλοτε ένας ηγεμονευόμενος από την κυριαρχική τρομοκρατία κόσμος. Η κάποτε ένοπλη αλλά-ως-λογική απάντηση των πραγματικά ή φαντασιακά κυνηγημένων αγωνιστών τής μίας ή τής άλλης ριζοσπαστικής «υπόθεσης» έχει μετατραπεί σε στοιχείο τής ίδιας τής αστικής και ολιγαρχικής τρομοκρατίας. Χωρίς να χρειάζεται καμία «συνωμοτική» συνεννόηση μεταξύ κυρίαρχων και εξεγερμένων ή ψευδοεξεγερμένων κυριαρχούμενων. Πέρα όμως από αυτή την παγίδευση, ως ένα εμφανές, όχι και σε τόσους πολλούς, γεγονός, λείπει μια βαθύτερη κατανόηση τής παγίδευσης και της χειραγώγησης σε σχέση με τους υψηλότερους και οριακότερους προς-το-μηδέν όρους δόμησης του σημαίνοντος που σχετίζονται με κεντρικές πατρικοκατηγοριακές δομές του. Οι επαναστατικές πατριαρχίες και νεοπατριαρχίες, δομούνται και ως αδιέξοδες πλέον και ως ενταγμένες στο συνολικό σχέδιο τής αστικής τρομοκρατίας δια τούτων των κεντρικών, οριακών και υψηλών δομήσεων του σημαίνοντος. Όλες οι κατηγορικές και ρηματικές μορφές τού σημαίνοντος ενέχουν όχι μόνον ονοματοδοτικές λειτουργίες ιεράρχησης και κυριάρχησης τού ανθρώπινου βίου αλλά και άλλες αντίστοιχες ως προς την κυριαρχικότητά τους που είναι διαχεόμενες σε όλη την έκταση τού σημαίνοντος. Η εμπειρία του 20ου αιώνα είναι η αποκάλυψη της μεγάλης έκτασης τής κυριαρχίας των κατηγοριακών-ρηματικών σημαινόντων «εντός» του σημαίνοντος ως όλου [όχι ακόμα στην ελλάδα και σε άλλες χώρες όπου βασιλεύει πέραν των όποιων θρησκευτικών προσδιορισμών ο οικογενειο-λογισμός ο νεποτισμός και η παρεοκρατία, που αναπαράγουν το επιμέρους ή διασκορπισμένο πατριαρχικό σημαίνον ως αδιαμεσολάβητο από τον ορθό Λόγο]. Η εμπειρία αυτή περιέχει «ενδογενώς» την κριτική αποστασιοποίηση από κάθε ρηματική και κυριαρχική λειτουργία κάθε Λόγου ή κεντρικού σημαίνοντος ακόμα κι όταν αυτή εκτείνεται στις περιφέρειες τής ζωής τού σημαίνοντος, αλλά η κριτική αυτή, επίσης, υφίσταται μόνον όταν υπάρχει όντως (πρακτική) διάχυση τής κοινωνικής εμπειρίας και τής γνώσης ύπαρξης αυτού του διαρκούς κοινωνικολειτουργικού πολιτικο-παιδαγωγικού προβλήματος. Αν συνεχίζει να υπάρχει η αχαλίνωτη παρουσία των περιφερειακών σημαινόντων ως-έχουν-προερχόμενα «από την μάνα τους» που δεν είναι άλλη από την πατρικορηματικότητα, τόσο θα υπάρχει ένας παντού διαχεόμενος παραδοσιοκεντρικός αυταρχισμός, ακόμα και εκεί όπου σηκώνονται διάφορα και έτερα μεταξύ τους λάβαρα ενάντια στην παράδοση, το κατεστημένο, το κράτος, τον κρατισμό, τον εθνοαυταρχισμό ή αντίθετα «ενάντια» στον «εθνομηδενισμό» [ψευδοέννοια].  
Αν, αντίθετα, υπάρξει μια ουσιαστική κριτική, και θεωρητική και έμπρακτη, στον «περιφερειακό» πατριαρχισμό των αφηγήσεων και των ρηματικών μορφοποιήσεων του υπαρκτού, σε συνδυασμό πάντα με την κριτική στους φετιχισμούς και τις λατρείες των κεντρικών σημαινόντων, τότε θα υπάρξει και μια απελευθέρωση τής (ελληνικής λ.χ) κοινωνίας από έναν διάχυτο αυταρχισμό που την διαπερνάει παντού, αλλά και μια νέα πειθάρχηση σε έναν αφηρημένο και πραγματικά ανθρωποκεντρικό Λόγο ή σημαίνον, που διαμεσολαβώντας την νεωτερικότητα με την κριτική της θα ενώνει διαλεκτικά και στην πράξη τα κεντρικά με τα περιφερειακά σημαίνοντα αυτής τής κοινωνίας.
 
Το πρόβλημα τής μετωνυμίας.
Η καταγωγή τής μετωνυμίας είναι η ίδια η γλώσσα, οπότε δεν τίθεται κανένα θέμα καταστροφικής απόσπασής της, ίσως και κάποιου τελειωτικού περιορισμού της κατά την κριτική ή κρίση της όταν τούτη είναι το πεδίο τής εξουσιαστικής απάτης ή της συμμετρικής προς αυτή την απάτη οχλοκρατικής παράκρουσης. Είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρηθούμε εντός τής επίγνωσης ότι γλώσσα σημαίνει συνεκδοχή και μετωνυμία, ακόμα και όταν σχηματίζεται μία από αυτές τις επιστημονίζουσες γλώσσες που υποτίθεται κρατούν την μετωνυμία εκτός τους. Θα μπορούσα να γράψω ένα εγκώμιο τής μετωνυμίας ως παρόχου δουλειάς σε επιστημονιστές και αντι-ιδεολόγους ή ψυχαναλυτές, αλλά δεν δύναμαι να είμαι τόσο σοβαρός λόγιος για να το κατορθώσω αυτό. Υπάρχει ωστόσο μια διαρκής εκτροπή τής μετωνυμικότητας, την οποία οφείλουμε συνέχεια να ανακαλύπτουμε ή αποκαλύπτουμε. Όχι γιατί είμαστε τίποτα σπουδαίοι, αλλά γιατί μας ενδιαφέρει η φροντίδα τής ζωής πλησίον μας. Η εγγύτητα τής ζωής είναι η απτή μη απτότητα που μας ενδιαφέρει πλέον με έναν αποκλειστικό τρόπο, μιας και όπως είδατε δεν έχομε τύχη σε κανέναν άλλο δημόσιο τομέα τής ζωής σας-μας. 
Στο έξοχο βιβλιαράκι του Umberto Eco, Tra menzogna e ironia (Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας, μτφ Έφη Καλλιφατίδη, ελληνικά γράμματα 2000) στο κεφάλαιο Η Ψευδής Γλώσσα του Μαντσόνι, ο Έκο ερμηνεύει με ενάργεια την χρήση τής μετωνυμικής λειτουργίας από την αυταρχική εξουσία και τον όχλο όπως την περιέγραψε και ανέδυσε ο ίδιος ο Μαντσόνι, ειδικά στο κορυφαίο έργο του «Οι μελλόνυμφοι». Ο Έκο κρίνει με μετριοπάθεια την μαντσονιανή διάκριση μεταξύ «λαϊκής» σημειολογίας και τεχνητής ρηματικής (λόγιας, κρατικής κ.λπ) γλώσσας, ώσπου τελικά επισημαίνει ότι και το ίδιο το εγχείρημα τού Μαντσόνι δεν μπορεί παρά να συντελείται μέσα στο σημαίνον ως διακρινόμενο σχετικά από το «λαϊκό» σημείον. Ο Έκο είναι σοβαρός άνθρωπος, δεν είναι ψυχαναλυτής ή ψυχίατρος, άρα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την ένταξη αυτής της υπεράσπισης τής «λαϊκής» σημειακότητας στο ίδιο το σημαίνον, όπως τούτο αυτονοήτως υφίσταται σαν αφήγηση ενός συγγραφέα, για να ασκήσει κατεδαφιστική κριτική στο υπαγάγειν-ως-υπαγάγειν τής μαντσονιανής αφήγησης. Εξάλλου ο ίδιος ο Μαντσόνι με τον τρόπο του να κρατάει μιαν εχθρική απόσταση από το ιεραρχημένο ρηματικό σημαίνον δεν αφήνει περιθώρια για να θεωρηθεί ένας «λαϊκιστής». Η διαρκής εισβολή τής ρηματικής ιεραρχικής και λόγιας μορφής του σημαίνοντος αποκαλύπτεται ως μία από τις αιτίες για την δημιουργία τής οχλοκρατικής παράκρουσης δημιουργίας μαζικών παρανοϊκών κοινωνικών ψευδών και μετέπειτα προφασιστικών ή πρωτοφασιστικών φασισμών ενοχοποίησης αθώων ως «μιαντών». Μια επιδημία πανούκλας αποκρύπτεται μέσω της εξουσιαστικής χρήσης τής μετωνυμίας και στο τέλος το ίδιο το «λαϊκό» σημείον ή η σημειακότητα διαφθείρεται και γίνεται η ίδια ένα οργανικό στοιχείο τού ενοχοποιητικού ντελίριου. Το «λαϊκό», και όχι μόνον, σημείον, δεν επιβιώνει στο τέλος ως ένα «αγνό» περικυκλωμένο από την αθλιότητα τής λόγιας εξουσίας αλλά μετατρέπεται στην κορύφωση τής εξουσιαστικής μετωνυμίας. Αφού έχει εδραιωθεί το μετωνυμικό και σκοπίμως εγκαταστημένο ψεύδος τής εξουσίας και των λογίων υπηρετών της, τότε το «λαϊκό» σημείον μετατρέπεται σε αιχμή τής παράκρουσης, σε έναν αυτοματικό οδηγό μιας μάζας τυφλωμένης από την μετωνυμική προεργασία τής εξουσίας. Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει, το πρόβλημα είναι ανέγγιχτο, αν θέσουμε την μετωνυμία ως παρούσα παντού και ως υπάρχουσα άρα ως ποιοτικός προσδιορισμός του Είναι τής γλώσσας ακόμα και εκεί όπου υπάρχει το γιαταγάνι τής λαϊκής καχυποψίας. Ποια είναι η λαϊκή και «βαθιά» μετωνυμία που δεν είναι απαραίτητα νοθευμένη από τα λόγια σχήματα τής εξουσίας; Υπάρχει ένας νέος κριτικός τρόπος, ένα νέο κριτικό και επικριτικό ήθος, αποστασιοποίησης, απέναντι όχι μόνον στην μετωνυμία ως ένα Είναι τής ανθρώπινης γλώσσας αλλά και όπως τούτη φωλιάζει στην καθημερινή «λαϊκή» οντότητα, που χωρίς να δειλιάζει αποκτάει τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά μιας επίθεσης στην ίδια την συλλογική υπόσταση που θα μπορούσε να ονομαστεί λαός. Και μόνον η ανάγνωση του άρθρου του Έκο που σας αναφέραμε, ενός ανθρώπου δηλαδή ο οποίος μόνον για λαϊκιστής δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί, θα αρκούσε για να μπούνε τα πράγματα στην θέση τους. Η σχέση των λογίων με τις προπαγάνδες των εξουσιών και την δημιουργία τής οχλοκρατίας είναι ένα γεγονός χωρίς αμφιβολία. Ας παραμείνουμε κυρίως όχι τόσο στην ίδια την υπόσταση τού λόγιου ως λόγιου προσώπου αλλά στην ίδια την λειτουργία που επιτελεί, και το πραγματικό υπόβαθρο αυτής τής λειτουργίας. Αν τυχόν ήταν δυνατή η ύπαρξη ενός κόσμου χωρίς την διαμεσολάβηση των κεντρικών ρηματικών μορφών και των «εκπροσώπων» τους δεν θα είχαμε ίσως και τόσα προβλήματα. Αυτοί που διαφθείρουν τις μάζες των καθημερινών ανθρώπων είναι οι ταγοί και οι βοσκοί κάθε είδους, όχι η ίδια η καθημερινότητα τής ύπαρξής τους ακόμα κι αν αυτή είναι ζοφερή. Και το τέρας που ονομάζεται κράτος, αναγκαίο ή μη, δεν θα είχε λόγο να υπάρξει αν δεν υπήρχε ήδη στα έγκατα τής κοινωνικής γλωσσικής διαμεσολάβησης η δυνατότητα τής εξουσιαστικής εξαπάτησης και χειραγώγησης. Δεν λέω πως ο κόσμος δεν θα ήταν πιθανά «άγριος» και συγκρουσιακός, λέω πως αυτή η αγριότητα και συγκρουσιακότητα επιτείνεται από την «λόγια πραγματικότητα», δεν μετριάζεται. Ωστόσο, ας μην κάνουμε την επιθυμία μας πραγματικότητα, ας επιστρέψουμε στην αρχή των πραγμάτων που μας απασχολούν. Και στην αρχή αυτή, η πατρικορηματικότητα και η κεντρικότητα κάποιων σημαινόντων δεν είναι μια «καταραμένη αιτία» των πραγμάτων, αλλά ένα δομικό στοιχείο τους που πρέπει να εξετασθεί και να μετριασθεί ή ακόμα και να ζητηθεί να ανθίσει ως μετριασμένο και μετουσιωμένο σε έναν πραγματικό δημοκρατικό πολιτισμό. Κάπου εδώ εισερχόμαστε στον πόλεμο «πατεράδων και υιών» που μας απασχολεί, ειδικά τώρα τελευταία που μάθαμε ότι παρά τα προβλήματα μεταξύ των επικοινωνούν με γράμματα.
 
Η άγρια είσοδος τού υποκειμένου στον Λόγο.

Η κίνηση των σημαινόντων όταν περιέρχονται στον «μαγνητισμό» τους από την ίδια την επιθυμούμενη εις (τον) εαυτόν (τους) «κεντρικότητα», άρα η κίνησή τους (και) προς την ιεραρχικοποίηση ως φαντασιακή ιδιότητα αυτής (τής κεντρικότητας) είναι μια συστροφική κίνηση, που λαμβάνει συνέχεια έναν χαρακτήρα διαρκών σχισμάτων εντός τής καθημερινής ημερήσιας συνείδησης-γλώσσας. Πρόκειται για μιαν είσοδο στο Εν-Είναι ή ενείναι των όντων, άρα πρόκειται για μιαν αναπόφευκτα αλλοιωτική και επικίνδυνη διεργασία που απαιτείται όμως ήδη από την έναρξη τής υποκειμενικότητας όταν τούτη συγκροτείται ως ένα υπαγόμενο στην εν-ολότητα (uni-totality) τού σημαίνοντος ως έχον όμως την ιδιότητα να εκπέμπει και το ίδιο αυτή την εν-ολότητα.

Η «δεύτερη» είσοδος στην υπαγωγή στην εν-ολότητα ως ιδιότητα να υπάγεσαι και (ταυτόχρονα, ιδιότητα) να υπαγάγεις διά αυτής, όλα τα όντα, τα οποία ούτως ιδρύονται ως όντα (πολλαπλότητα) είναι μια διείσοδος, και όχι μόνον είσοδος, διότι διαμεσολαβείται από την αρχική ένταξη του υποκειμένου το οποίο κατά την αρχική αυτή ένταξη ιδρύθηκε και το ίδιο ως υποκείμενο. Ας δούμε όμως κάποια κρίσιμα ενδιάμεσα ερωτήματα. Ας αφήσουμε κατά μέρος την σχολαστική, αν και σημαντική, διαμάχη για το αν η δεύτερη είσοδος του ανθρώπινου υποκειμένου στην ιεραρχική τάξη τού σημαίνοντος συντελείται δια του οιδιπόδειου, και ας σταθούμε λίγο στο γεγονός πως αν και η δεύτερη είσοδος, αλλά και κάθε επανάληψή της, είναι διείσοδος αυτό δεν αίρει την πιθανότητα και η πρώτη, συγκροτητική-ιδρυτική είσοδος να είναι και αυτή διείσοδος. 

Η αμεσότητα τής ύπαρξης του «υποψήφιου» να γίνει υποκείμενο είναι κάτι που μας προβληματίζει όσο και να ενισχύεται από την πρωϊμότητα τής βρεφικής βιοψυχικής σύστασης. Η πιθανότητα κάθε είσοδος στην συμβολική τάξη να είναι από την αρχή της μια διείσοδος δεν χρειάζεται να θεμελιωθεί στην ήδη υπάρχουσα πραγματικότητα της συντελεσμένης κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας που «περιμένει» το εκάστοτε δυνάμενο να «γίνει» υποκείμενο. Η αρχή, αυτή ειδικά η αρχή που μας θέτει ερωτήματα τέτοιου είδους, είναι μια πράξη που δεν έχει καμία ουσία, ούτε εμφανίζεται στην πραγματικότητα, «εσωτερική» και «εξωτερική», κατά την μεταφυσική ή θεολογική της έννοια. Η αρχή είναι απλά αρχή συγκρότησης ενός νέου ανθρώπινου συνείναι μέσα στον ήδη διαμορφωμένο κόσμο των άλλων ανθρώπων.

Υποθέτουμε πως η γένεση αυτού του υποκειμένου δεν περιέχει ήδη από την έναρξη της κοινωνικογλωσσικής λειτουργίας «εντός» του τα ιεραρχικά και ιεραρχικοποιητικά σημαίνοντα, άρα υποθέτουμε (χωρίς μάλιστα να παραβιάζουμε την φροϋδική θέση περί οιδιπόδειου, το αντίθετο) ότι υπάρχει ένα είδος τάξης του σημαίνοντος που κοινωνείται στο νέο δυνάμει υποκείμενο χωρίς ακόμα να έχει υπάρξει είσοδος στην ιεραρχική και ιεραρχικοποιητική τάξη τού σημαίνοντος ως ενείναι και ενολότητας. Το Είναι και η ενολότητα είναι οι όροι εκείνοι που σημαίνουν και την ενότητα και αλληλοδιείσδυση μεταξύ των μορφών τής σκέψης ή και της βίωσης, αλλά ταυτόχρονα (σημαίνουν) την αλληλοδιείσδυση αυτή ως ιεραρχική λειτουργική μορφή ύπαρξης των μορφών αυτών ως διακρινόμενων και «χωρισμένων» υποστάσεων. Για να μην καταλήξει κάποιος σε έναν παραλογισμό, χρησιμοποιεί για να κατανοήσει αυτή την διαλεκτική τον όρο του «συνείναι». Ένα απόλυτο ενείναι ή μια πλήρως ταυτόσημη ενολότητα δεν είναι νοητή ούτε στο πιο έντονο παραλήρημα κάποιου λογικού-ή-τρελού τρελού, και βέβαια δεν αποτελεί τον σκοπό ούτε ακόμα και των μυστικιστών. Αλλά έχοντας θέσει αυτά τα ενδιάμεσα ερωτήματα πρέπει εδώ να σταθούμε λίγο: Παρά όλα αυτά τα σημαντικά ερωτήματα που πληθαίνουν, και θα πληθαίνουν μπερδεύοντας συνέχεια τους στοχαστές, αλλά και τους άλλους τρελούς που φοράνε την ασπίδα τής λογικής για να κάνουν την τρέλα τους μια μορφή εξουσίας, το κρίσιμο ερώτημα αφορά στην ίδια την υπόσταση τής ενολότητας ή του ενείναι κατά την συντέλεση των λειτουργιών τους αλλά και κατά την διεργασία δημιουργίας-ένταξης νέων υποκειμένων στους «κόλπους» τους. Τα ενδιάμεσα ερωτήματα που (ξανα)θέσαμε, μαζί με πολλούς άλλους, δεν μπορούν να απωθηθούν εντελώς κατά την πραγμάτευση μιας υπάρχουσας τάξης του σημαίνοντος εφόσον πάντα τούτη υφίσταται ως ένα σύστημα διεισόδου νέων υποκειμένων. Δεν συμφωνώ με την εξεικόνιση τής τάξης του σημαίνοντος ως μιας μορφής που επιτελεί μόνον αυτή την διεργασία διεισόδου, εφόσον αν και τούτη είναι ένα κύριο «μέρος» τής ύπαρξής της, είναι ένας λόγος της, δεν εξαντλεί την υπόστασή της σε σχέση με τους διαφορετικούς ρυθμούς ή περιεχόμενα που εμβάλλει στα υποκείμενα. Η διαφορά των μορφών διεισόδου-ίδρυσης-δημιουργίας των (νέων) υποκειμένων μας δείχνει πως υπάρχει ένας αυτοτελής συγκροτητικός ρόλος τής ίδιας τής μορφής ή του συστήματος ως έτερου (των άλλων, πιθανών ή ενεργών) για να χρησιμοποιήσουμε μιαν νεώτερη γλώσσα. Θα μπορούσε βέβαια να μας πει κάποιος πως η καταπολέμηση, κριτική και πρακτική κατάργηση ετερογενών μεταξύ τους αυταρχικών μορφών συντέλεσης τής προαναφερόμενης διεισόδου μάς αποκαλύπτει το έωλον των διαφορών τους και την κοινή, σχεδόν κοινότοπη λειτουργία τους, η οποία μάλιστα θα μπορούσε να μετριασθεί ή ακόμα και να εξαφανιστεί ως προς τους ίδιους τους μορφικούς όρους της, όταν θα έχουν εκλείψει οι λόγοι τής παρουσίας τέτοιων μορφών. Ακόμα «χειρότερα» η ίδια η μορφική ή συστημική λειτουργία θα μπορούσε να αντικατασταθεί από ένα άλλο, ίσως και λειτουργικότερο σύστημα ή μη-σύστημα διεισόδου στην υποκειμενικότητα, το οποίο δεν θα υπάγει ή δεν θα διαμεσολαβεί με κανέναν ιεραρχικό τρόπο αυτή την διεργασία.

Αν και η ίδια η διεργασία διεισόδου στο σημαίνον δεν είναι και τόσο στατική ή δίδουσα στατικότητα στην τάξη τού σημαίνοντος, μας χαρίζει μια δυνατότητα να σταθούμε σε αυτήν ως να ήταν σχηματισμένη και ως στατική. Ορίζουμε ότι υπάρχει ένα είδος συστροφικής μαγνητισμένης κίνησης του εισερχόμενου ή του ήδη παρόντος υποκειμένου στην τάξη του σημαίνοντος, σχετιζόμενη βέβαια πάντα κυρίως με τα πατρικοκατηγορικά ή κεντρικά σημαίνοντα. Τονίζω, ότι η συστροφή σημαίνει ένα είδος σωματικής, σχεδόν βιολογικής εικόνας. Συστρέφεται ένα όργανο, ένα σώμα, συνήθως μιλάμε για συστροφή των όρχεων (αλλά και του εντέρου), στην ιατρική, και αυτή η αναλογία δεν με ενοχλεί καθόλου, το αντίθετο θα έλεγα. Η συστροφή όμως, και δι' αυτής τής βιολογίζουσας αναλογίας, μπορεί να σημαίνει μιαν εμπαθή επιστροφή και επανάληψη, μιαν επανάληψη που αν και επανάληψη περιέχει πάντα πέραν της αποτυχίας της, έναν ειδικό όρο ενδοπεριέλιξης σε σπείρες αναδίπλωσης. Το σχίσμα είναι μια πιο συνήθης λέξη-έννοια, παρά το γεγονός πως περιέχει πάρα πολλές σημασίες. Για τον λαβύρινθο δεν χρειάζεται να πω πολλά, ψάχνουνε ακόμα τον Μινώταυρο.

 

Το παράδειγμα του αποστάτη και της αποστασίας..

Αν υπήρχε δυνατότητα να γνωρίζουμε την τύχη μας δια των ιδεών και των αξιών που έχουμε ενστερνισθεί, το πιθανότερο θα ήταν να προσπαθήσουμε να πάψουμε αυτόματα κάθε συσχέτισή μας με αυτές αλλά και κάθε άλλη ιδέα ή αξία. Ωστόσο, συνεχίζουμε, ακόμα και με μια βραδύτερη ροπή να βρισκόμαστε κάπου «εκεί», ή να βιώνουμε, σε μιαν εντονότερη εκδοχή, την νέα μέθεξη, συνήθως αντίπαλων ιδεών και αξιών που τώρα μας «προσκαλούν» σε μιαν νεότητα προκληθείσα από την αποστασία και όχι από την εγγενή νεότητα αυτών των ιδεών-αξιών. Η νεότητα του αποστάτη είναι δική του νεότητα προκληθείσα από την αποστασία του, και από την υπερβολική του ανάγκη, η οποία είναι μάλλον παλαιά σε αυτόν, να βιώνει την ένταση μιας μέθεξης σε ένα σύστημα ιδεών και αξιών. Μιλώντας πάντα από την σκοπιά τού σημαίνοντος, χωρίς να χρησιμοποιήσουμε την εικόνα των ταπεινών κινήτρων, βλέπουμε στον αποστάτη τον αιώνιο έφηβο εκείνο που πέφτει συνέχεια σε νέες αγκαλιές, δίδοντας τον τόνο τής σημαντικότητας σε πράξεις που κατά τα άλλα, εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, αφορούν μόνον στον ίδιο και τις δικές του ανάγκες για αναγνώριση και επιβεβαίωση τής αξίας του. Ωστόσο, αν αποσπαστούμε λίγο από τις εντονότερες περιπτώσεις αποστασίας ή αλλαγής «στρατοπέδου» θα συναντήσουμε ουσιαστικότερες πτυχές των φαινομένων αυτών που αποσπώνται και τούτες από ψυχογενείς ή ταυτοτικές, ούτως ειπείν, προσωπικές ιστορίες. Οι απότομες και ριζικές αλλαγές ταυτότητας και η μετάβαση προσώπων σε μιαν εντελώς άλλη, ριζικά διαφορετική (ιδεολογική, πολιτική, πολιτισμική κ.λπ) ταυτότητα, αποκρύπτουν το συνηθέστερο που είναι μια μορφή διολίσθησης σε κάτι το παραπλήσιο, συγγενές, όμοιον αν και πιθανά εχθρικό προς το αρχικό. Αναδύεται λοιπόν η εικόνα μιας διακλάδωσης, μιας διαίρεσης που συνεχίζει, με διαφορετικό τρόπο έναν ήδη σχηματισμένο κλάδο.

 

Το αίνιγμα τής διακλάδωσης..

Ο αρχικός κλάδος αίρεται από τον νέο που σχηματίζει ωστόσο έναν άλλο κλάδο και όχι μιαν απλή συνέχειά του. Την ίδια στιγμή, αυτός ο νέος κλάδος δεν μπορεί να νοηθεί ακόμα και εν τη αυτονομία του ως ένα ξένον ή ένα «αποκομμένο» από τον παλαιό κλάδο, από τον οποίο προήλθε. Βλέπουμε σε αυτή την πτύχωση των πραγμάτων, όπως την περιγράψαμε δια μιας μεταφοράς, ότι αίρονται οι υπερβολές κατά την εξεικόνιση μιας διεργασίας απάρνησης και υπέρβασης ενός συστήματος ιδεοποίησης τού ανθρώπινου κόσμου. Πάλι όμως, παρά την συμπαγότητα και την ενότητα ενός κλάδου και τής μιας ή των πολλών διακλαδώσεών του, διαφαίνονται τα προβλήματα, καταρχάς στην θεωρία. Ας δούμε μερικά από αυτά και ας τα συνδέσουμε κάπως με το ζήτημα των κεντρικών σημαινόντων.

 

Το σημαίνον ως μια διαρκώς υφιστάμενη ενότητα (μεταξύ) κλάδου και διακλάδωσης..  

Όταν ένας κλάδος «αποκτάει» μια διακλάδωση μετατρέπεται ο ίδιος σε βάση ή ρίζα ή κορμό της νέας διακλάδωσης, ενώ πριν δεν ήταν κάτι τέτοιο. Με λίγα λόγια, ο νέος κλάδος δια τής ύπαρξής του ως κλάδου διακλάδωσης αυτού του κλάδου από τον οποίο προήλθε μετατρέπει αυτόν (τον παλαιότερο) σε «καταγωγικό» χωρίς αυτός να ήταν ποτέ τέτοιος πριν. Η γένεση ενός κλάδου, μιας έτερης οντότητας από μιαν προηγούμενη προσδιορίζει αυτή την προηγούμενη ως προηγούμενη-θεμελίωση-αυτού που-ήρθε-και-γεννήθηκε. Και ενώ στα δέντρα και στα άλλα έμβια όντα αυτή η δημιουργία ενός νέου συστήματος θέσεων μεταξύ καταγωγής ή θεμελίωσης και επιτελέσματος που μετατρέπεται σε ξεχωριστό ον, είναι συναγμένη και δομημένη σε ένα πλαίσιο οργανικότητας, στον άνθρωπο λαμβάνει κατεξοχήν συμβολικά χαρακτηριστικά θεμελιωμένα στο σημαίνον. Αυτή η ένταξη της διακλάδωσης στην διεργασία τού σημαίνοντος έχει πολλά και παράδοξα αποτελέσματα. Η συνέχεια ή συμπαγότητα του σημαίνοντος είναι αξιοσημείωτη και παρουσιάζει στοιχεία που καθιστούν κάθε διεργασία διαδοχής ή και ρήξης «εντός» του μιαν αποτυχημένη βλέψη η οποία δεν έχει την τύχη να είναι μεν ελλειπτική αλλά ωστόσο παρούσα, όπως είναι η επιθυμία. Στο σημαίνον κάθε νέος κλάδος, άρα και κάθε μετατροπή του κλάδου που τον «γέννησε» σε θεμέλιο, πέραν της συνέχειας που σημαίνει (όπως και στο μεταφορικό φυτικό παράδειγμα) σηματοδοτεί ένα σύστημα συνεχών αλληλοεπικαλύψεων. Υπάρχει δηλαδή μια διαρκής επιστροφή στην αρχή, και ένα είδος λαβυρινθώδους ρευστότητας μεταξύ θεμελίωσης και νέου κλαδικού «επιτελέσματος», η οποία (ως ρευστότητα και ως λαβυρινθώδης ρευστότητα) απορρέει όμως από την ίδια την επιστροφιακή διεργασία. Η επιστροφιακή διεργασία σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν είναι απλά μια επανάληψη, λαμβάνει χαρακτηριστικά εγγενούς παθολογίας και σηματοδοτείται εν πολλοίς από τις διεργασίες φαντασιακής νοηματοδότησης του (κοινωνικού) υπαρκτού, χωρίς τούτο να σημαίνει, απαραίτητα, ένα είδος καθήλωσης στο εικονοφαντασιακό «στάδιο» ανάπτυξης τής (ατομικής και κοινωνικής) υποκειμενικότητας. Πριν ξαναθέσουμε τα ίδια ζητήματα, στην σημειολογική και ιδεολογική συνάφειά τους, ας κάνουμε μια παρέκβαση αφορώσα το σημερινό ιδεολογικό και θεωρητικό «κλίμα».

 

Η ιδεολογική ατμόσφαιρα τού [πλέον] πανταχού παρόντος καταγωγισμού..

Σημαίνει ό,τι είπαμε για την διεργασία τής «διακλάδωση» πως δεν υπάρχει νέον ή ρήξη με το παλαιόν;

Αν το ισχυρίζονταν κάποιος αυτό θα γλύτωνε ίσως από τα παράδοξα προβλήματα που δημιουργεί η ανάγκη να γνωρίσουμε με ποιό τρόπο παρά την ανεξάλειπτη συνέχεια στο σημαίνον τελικά υφίσταται, πάνω σε αυτό, το νέον μετά από μια σειρά ρήξεων που κάποτε κορυφώνονται σε μιαν απόλυτη ρήξη. Υπάρχει σήμερα μια γενικότερη τάση να αναζητάται (ξανά) η συνέχεια και η καταγωγή, και τούτη η τάση όπως θα δείξουμε δεν είναι ίδιον μόνον των εθνικιστών ή των συντηρητικών αλλά σχεδόν όλων. Οι ευφυέστεροι (ηλίθιοι) εντός αυτής τής τάσης δεν δομούν μια συνέχεια χωρίς ρήξεις, αλλά εντάσσουν αυτές τις ρήξεις στο συνεχές. Η όλη συζήτηση δεν εκφεύγει εύκολα απο το ψυχώ-ιδεολογικόν, και η ψυχραιμία χάνεται όταν τίθενται ζητήματα που αγγίζουν τον καταγωγικό πυρήνα του καθενός. Πάντως, οι γονιμότερες, ίσως και λυσσαλέες διαμάχες και ψευδεπιστημονικές συγκρούσεις διενεργούνται εκεί ακριβώς όπου υπάρχει διακλάδωση, άρα (αναγκαστική) αποδοχή μιας κάποιας (ιδεολογικής, κοσμοθεωρητικής) συγγένειας, και ανακύπτουν ζητήματα ιστορικής μνήμης, ή αναγωγής σε κάποια θεμέλια τής παροντικής ύπαρξης, ακόμα κι αν χρησιμοποιείται άλλη εννοιολογική και γλωσσική σήμανση αυτών των όρων. Ας επιστρέψουμε όμως στο κυρίως θέμα. Ποια είναι η ουσία τής διαρκούς εμπλοκής και επιπλοκής τής συνέχειας στο σημαίνον;


Η έννοια και κατάσταση τής Αρχής: επανατοποθέτηση κρίσιμων ζητημάτων. 

Είδαμε πως η διακλάδωση μετατρέπει την πηγή της, την εκκίνησή της, σε θεμέλιο και παρελθόν. Η μετατροπή αυτή, όταν μιλάμε για ανθρώπους και κοινωνίες ή κοινότητες, μόνον εν μέρει έχει μια αντικειμενική βάση, ή, καλύτερα διατυπωμένο, δεν προσδίδει καμία υπεροχική αντικειμενικότητα στους όρους ή πόλους αυτής τής διεργασίας συνέχειας και διακλάδωσης. Ο εγκλωβισμός σε έναν οντολογισμό ή μια μεταφυσική τής συνέχειας και της α-συνέχειας με τους ιδεολογικούς και ψυχικούς όρους που θέτει ο ίδιος ο αγώνας επικράτησης τής μιας ή τής άλλης πηγής ή πατριαρχικής φατρίας και των διακλαδώσεών της (από άλλες μικροπατριαρχικές αρχικά και έπειτα κανονικότατα πατριαρχικές φατρίες), δεν οδηγεί πλέον πουθενά, αν και ανθρώπινα όλα αυτά. Όλα ανθρώπινα είναι, και η ανθρωποφαγία, και οι κομματικές ή πολιτικές προγραφές, και η συκοφαντία και οι συμμαχίες με τον εχθρό αρκεί να επικρατήσει στην ευρύτερη φατρία η μια και όχι η άλλη υπο-ομάδα. Μιλάμε για τον άνθρωπο και την ευρύτητα πνεύματος που τον χαρακτηρίζει. Χθες γνώρισα, δεν συνεννοηθήκαμε επαρκώς, έναν γλάρο, εκεί στην αμμουδιά που είχα ξαπλώσει. Μιλάμε για μοχθηρά ζώα, παμπόνηρα και πανέμορφα, αστεία και μεγαλοπρεπή. Πάντως τέτοια προβλήματα δεν έχουν. Για τους γλάρους δεν υπάρχει θέμα καταγωγικής αξιολόγησης και κρίσης, για μας υπάρχει, και τούτο είναι το ωκεάνιο βάθος μας που μας καθιστά εγγύτερους μάλλον με ψάρια, όταν ασχολούμεθα με τέτοια πράγματα. Μη φτιάχνεστε για δελφινοείδεια, σκυλομούρηδες ιδεολόγοι συν-άνθρωποι. Ας δούμε λοιπόν τα προβλήματα των σκυλομούρηδων, μιλάμε πάντα για τις ιδεολογικές φράξιες και ομάδες, σε ένα πλαίσιο που θέτει σε αμφιβολία την αντικειμενικότητα των διαδοχών μεταξύ των κεντρικών σημαινόντων και την επικρατούσα νεοκανονιστική, νεοπουριτανική θα έλεγα, ερμηνεία αυτής τής διαδοχής. Μας έρχεται πρώτα πρώτα στο μυαλό, η κατάσταση συστροφής περί την έννοια και κατάσταση τής Αρχής κατά την δημιουργία τής νέας κλάδωσης (το δια δεν είναι πάντα απαραίτητο) του σημαίνοντος.

 

Για να κατανοήσουμε την συστροφή γύρω από την Αρχή και τον φαντασματομοιωματικό, μη αντικειμενικό χαρακτήρα της ας βυθιστούμε αρχικά σε κάποιους στοχασμούς περί τής Αρχής:

BERESHITH—Principium

Κεφάλαιο 8 των Παροιμίων του Σολομώντος

Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ.

Η ενολότητα (uni-totality) τού όντος τού σημαίνοντος δεν είναι ίσως διακριτή από το Είναι ή συνείναι του, αλλά αυτό, πέραν των σχολαστικών, αν και σημαντικών, ζητημάτων που θέτει, στο διάκενο τής επιστήμης της ψυχανάλυσης της θεολογίας κ.λπ, δεν μας οδηγεί στο ερώτημα τής συνίδρυσης κλάδου και διακλάδωσής του. Θα το αφήσουμε για άλλη στιγμή τούτο το ειδικό θέμα. Ας δούμε τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά. Ο κλάδος-ως-ένα-κεντρικό-σημαίνον τού σημαίνοντος αίρεται ως μόνον-κλάδος όταν υπάρχει δια αυτού και «μέσα» από αυτόν η ανάδυση ενός άλλου (κεντρικού) σημαίνοντος. Έχουμε δει αλλού πως στον παράξενο ανθρώπινο κόσμο το νέο σημαίνον-κλάδος έχει την ροπή να ανάγεται φαντασιακά στο ίδιο το σημαίνον-δέντρο-όλον και μάλιστα στις ρίζες του. Ο Λόγος ανάγεται στο φαντασιακό όλο του για να υπάρξει ακόμα και με τον πιο ποταπό νέο τρόπο σε μια ακρούλα τής ήδη ολότητάς του. Ο άνθρωπος ως Λόγος είναι ένα πραγματικό ολιστικοφανές καραγκιοζιλίκι. Δεν χρειάζεται να μιλήσει αυτός ο άνθρωπος-Λόγος κάποια «θεϊκή» γλώσσα, μπορεί ακόμα και ως έμπλεος αντιθεοκρατικών ή κοσμικιστικών θεωρήσεων και προεννοήσεων να μιλάει σαν να ομιλεί το όλον-ως-Λόγος δια του βρωμοστόματός του. Μπορεί επίσης να βαράει ντελίριο αντι-ολισμού, αντιμεταφυσικής ή αντι-οντολογισμού, όπως κάποιος από τους αδελφούς Δοξιάδη, ή ακόμα το Ράμφος ή το Μπαμπα-γα-σάκι, όταν κάνει το ίδιο, μιλάει δηλαδή ως ο Λόγος αυτοπροσώπως. Και αυτά, σήμερα, υπάρχουν παντού όπου υπάρχει ο Λόγος επί τής γης, δεν είναι μόνον δω και κει, αλλά και εκεί όπου υπάρχουν υπερεπαναστατικά ταχυδρομεία. Συνεχίζουμε. Βλέπουμε λοιπόν μιαν φαντασιακή συστροφή σε ένα όλον, το οποίο ψύχραιμα τεθέν εις το ανατομικό τραπέζι δεν είναι άλλο από την επιφάνεια ενός σημαίνοντος-ως-σημαίνοντος. Το ενόλον ή Είναι/συνείναι τούτο υπάρχει, αλλά υπάρχει σαν μια λεία επιφάνεια επί της οποίας τα σημεία δεν σχηματίζουν ευγενέστατες γεωμετρικές «καθαρές» μορφές, αλλά μια δίνη επί ενός φαντασιακού σημείου ή του ίδιου του επιπέδου ως φαντασιακού σημείου, από όπου εκκινούν και καταλήγουν κινήσεις σημαινόντων με αναφορά εις το άπαν της διεργασίας σήμανσης. Αυτά που ξεκινάνε ως κεντρικά σημεία ανάγονται στα άλλα κεντρικά σημεία και όλα ως κεντρικά ή μάλλον φαντασιακά νοούμενα ως κεντρικά σημεία ανάγονται σε αυτή την Αρχή, ή το απόλυτο κενό, που τείνει να παρουσιάζεται ως ενολότητα ή Είναι/συνείναι των όντων. Ως εδώ καλά, θα πείτε, εφόσον έχουμε μια τυπική εικόνα μιας αόριστης καταγωγικής δομής ιδανικής για συνεκσπερμάτω[ι]ση θεολόγων, φιλελευθέρων και υπερεπαναστατών ανοήτων. Θα μπορούσαμε μόνο με αυτό να βγάλουμε μια ζωή, ίσως και να ζητάγαμε δουλειά εκλεπτυσμένου λιβελογράφου για όλα αυτά τα αποτυχημένα διανοητικώς όντα. Είναι εύκολο να σύρεις όλα αυτά τα όντα, και άλλα, στην κενότητα των καταγωγικών τους παρακρούσεων, με λιγοστά μάλιστα ιστοριοδιφικά στοιχεία. Αλλά δεν μας φτάνει τούτο, διότι αγαπάμε τους ανθρώπους, και θέλουμε να τους εξοπλίσουμε θεωρητικώς για να αντιμετωπίσουν τις εγγύτερες και ενοχλητικότερες συνάψεις τού σημαίνοντος που αφορούν όχι μόνον στις γενικές φαντασιακές αναγωγές (προς το γενικόν ψευδο-όλον) αλλά κυρίως στις εγγύτερες προς την διακλάδωση την ίδια διεργασίες κατασπαραγμού και πατρικοειδούς δράματος. Έχουμε και εκεί, εγώ θα έλεγα κυρίως εκεί, στο εγγύτερο δράμα του σημαίνοντος και στην αμεσότερη, ιστορική, διενέργεια τής διαδοχής του, κατασπαραγμούς και συστροφές, περιδινήσεις και θολότητες που παράγουν αδιέξοδα.

 

Είμαι ένας χωριάτης.

Όταν αντικρίζω τα ανάγλυφα των κεντρικών σημαινόντων είναι αλήθεια πως κάποιες στιγμές εντυπώνομαι σε μιαν απορία και σε ένα δυσάρεστο θάμπος. Θε μου, δεν σημαίνουν τελικά τίποτα, λέει ένδον ο αιώνιος χωριάτης, που παραμένει όμως κατά κάποιο τρόπο θαμπωμένος, μέχρι να ξεδέσει τον γαϊδαράκο και φορτωμένο να τον οδηγήσει πάλι στο σπίτι.

Όλο προχωράμε, ας προχωρήσουμε λοιπόν.

Να λοιπόν, είναι σίγουρο, δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα, άρα είμαι σε καλό δρόμο, έχω όλα τα εχέγγυα για να γίνω ένας σωκρατικός γάιδαρος. Γιατί όμως ήθελα και θέλω μερικές φορές να παριστάνω τον φιλόσοφο; Δεν ξέρω, ίσως και οι γάιδαροι να έχουν δικαίωμα μετοχής στο «υψηλό Είναι».


Το θυσιαστήριο των ανοησιών.

Η προετοιμασία σας να εισέλθετε σε ένα εθνοθυσιαστήριο έχει προκαθορισθεί, πριν ακόμα υπάρξει καν η ιδέα για μιαν τέτοια θυσία. Θα ήθελα να την αποφύγετε, και σαν προετοιμασία και σαν πράξη καθαυτή, αλλά όταν βλέπω πως είστε παγιδευμένοι στον πατρικό Λόγο του έθνους ή έθνους-κράτους, ακόμα και ως αντανακλαστικά αντίθετοι με αυτόν, μάλλον απελπίζομαι και σκέφτομαι να τα παρατήσω. Ναι, το συμπέρασμα είναι πως οι περισσότεροι υπηρετείτε ένα είδος εθνικισμού, και εσείς είστε αυτοί που υπηρετείτε τον εθνικισμό και όχι άτομα όπως εγώ που σκορπίζονται εδώ και εκεί, προσπαθώντας να μαζέψουν κομμάτια, θραύσματα και στοιχεία μιας άλλης κατανόησης τού όποιου ρημαδοτόπου έχει απομείνει ως αναφορά. Ο λαβύρινθος των θέσεων και των αρνήσεων σε αυτό τον ζοφερό λαβύρινθο που έχετε πέσει μέσα, δεν μπορεί να τελειώσει με μιαν «μεσαία» εκλεκτικιστική σύνοψη ή με μια θολή πατριωτική-διεθνιστική σούπα όπως αυτή που μοιράζουν ειδικά κάποιοι μαρξιστές ή μαρξίζοντες, την ίδια στιγμή που κανείς δεν ξέρει που το πάνε ούτε από την μιά ούτε από την άλλη πλευρά. Τα λάθη ανθρώπινα, όπως και η ανθρωποφαγία εξάλλου, το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε, μότο θα το κάνουμε. 

Ο Λόγος πάσχει, ο Λόγος δεν υπάρχει, ή αν υπάρχει ως δυνατότητα, δεν υπάρχει ως αίτημα και πρόταγμα, παρά μόνον ως απελπισία ως αγωνία. Όποιος θέλει Λόγο για να ηρεμήσει απλώς την αγωνία του, ας προστρέξει σε ένα από τα ιδεολογικά μαγαζάκια που τον περιμένουν με την πραμάτεια τους έτοιμη στην βιτρίνα και τους πάγκους. Όποιος θέλει να μετέχει στην υπεράσπιση του ενός ή του άλλου εθνικισμού ή ιμπεριαλισμού/μικροϊμπεριαλισμού, όλα είναι γι΄αυτόν έτοιμα και καλοτακτοποιημένα, μην αργεί, η ζωή είναι μικρή και η μεγάλη στιγμή, αν υπάρξει, τής αλήθειας του ως ψέματος έναντι τού ψέματος τού άλλου που είναι αλήθεια για αυτόν, είναι ήδη εκεί και τον περιμένει. Οι αντιφάσεις, οι αντινομίες, τα αδιέξοδα, υπάρχουν παντού, αλλά κάπου μπορεί κανείς να τύχει να έχει έναν κενό χρόνο, ένα μικρό περιθώριο να κατασκευάσει μια μηχανή άρσης των υφιστάμενων και των επερχόμενων αντιφάσεων. Ίσως είναι ένα στρατηγικό πεδίο. Αυτή είναι μια πραγματικά χρήσιμη μηχανή και όχι η όποια επιθυμητική μηχανή, σεβαστά όλα και πιθανώς συναπτόμενα μεταξύ των, αλλά έχετε ξεφύγει μερικοί, έχετε ξεφύγει. Άλλοι δεν έχουν χρόνο, τρέχουν πρόσφυγες, κυνηγημένοι, και από δυνάμεις μέσα στην «χώρα» τους, και δεν θα έπρεπε να τους ζητάμε άμεσα εξηγήσεις όπως αυτές που ζητάμε από αυτούς που έχουν ακόμα κάποιο χρόνο.

 

Ξανά για την Αρχή.

Όπως είδαμε, η Αρχή [Principium] είναι μια φαντασιακή διεργασία, συναπτόμενη με την δόμηση των κεντρικών σημαινόντων.

Η ίδια η λειτουργία τής Αρχής ωστόσο δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως η θέσμιση ενός μη υπαρκτού. Όταν υπάρχει η κοινωνικο-ψυχική περιδίνηση τής συγκρότησης των κεντρικών σημαινόντων η Αρχή λαμβάνει την ίδια (ισοδύναμη) θέση ως προς τον βαθμό πραγματικότητας που ορίζουμε ότι περιέχει (σε «σύγκριση») με τα άλλα στοιχεία, και μόνον όταν έχει υπάρξει κρυστάλλωση σε ένα σύστημα κεντρικών σημαινόντων [ή ενός κεντρικού σημαίνοντος] παρουσιάζεται ως μια αφαιρετική πτύχωση των (ανθρώπινων) πραγμάτων η οποία κείται στο θεμελιωτικό βάθος, ενίοτε οριζόμενο ως ένα παρελθοντικό θεμελιωτικό βάθος. Τότε, είναι το κεντρικό σημαίνον που λαμβάνει στην κοινή συνείδηση τον χαρακτήρα τής Αρχής, και τότε είναι που παρουσιάζεται κάθε κριτική πραγμάτευσή του ως υποδεχόμενη μεν την δυνατότητα να είναι τούτο (το κεντρικό σημαίνον) περιέχον έναν βαθμό πραγματικότητας αλλά και εμφανιζόμενη δε (ως κριτική πραγμάτευση) ως απωθούσα την Αρχή σε ένα απόμακρο και μάλλον όχι και τόσο υπαρκτό βάθος. Η κριτική της διεργασίας περί την Αρχή αποκαλύπτει ούτως την φαντασιακή της υφή, αλλά αποκρύπτει τον βαθμό (υπαρκτής) πραγματικότητας που «περιέχει» τόσο κατά την διεργασία δημιουργίας συγκεκριμένων κεντρικών σημαινόντων όσο και γενικότερα ως μια μορφή συμβολικού-γλωσσικού «αποθέματος». Η κριτική που ασκούμε και εμείς στην φαντασιακή υφή της Αρχής, δεν σημαίνει όμως ότι δεχόμαστε ότι τούτη είναι κάτι το μη υπαρκτό ή το λιγότερο υπαρκτόν.

Ας δούμε όμως.

Είναι κάθε θεμελίωση, ήτοι κάθε μετατρεπόμενο σε θεμελίωση δια τής διεργασίας της διακλάδωσης, μια Αρχή; Αν αρνηθούμε στο διακλαδώνον και διακλαδωνόμενο σε κλάδο ον την έννοια τής Αρχής, θα είμαστε έπειτα στην δυσχερή θέση, για να ανακαλύψουμε την Αρχή-ως-Αρχή, να ανατρέχουμε αναγωγικά συνέχεια σε ένα παλαιότερο κλάδο ώσπου να βρούμε την υποτιθέμενη Αρχή όλων των παρουσιαζόμενων ως Αρχών. Ο μύθος τής ρίζας. Αυτή είναι μια πίστη που μπορεί μεν να εμφανίζεται ως ένα συμβάν δεδομένο ως λειτουργικό στοιχείο τής κάθε φαντασίωσης, όπως τούτη σημαίνει να ακολουθεί μιαν διεργασία δημιουργίας νέων κεντρικών σημαινόντων ως οργανικό μέρος της, αλλά δεν μπορεί να είναι η εικόνα μιας ορθολογικής κατανόησης για το τι είναι Αρχή, και φαντασίωση για την «Αρχή» ακόμα. Μόνον όταν εμφανίζονται τα προβλήματα από τούτη την τόσο διαδεδομένη και ενεργό πίστη αντιλαμβανόμαστε ίσως ότι δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να την στηρίξει. Η «μαγνητιζόμενη» κίνηση των υποκειμένων γύρω-και-προς-την-Αρχή ως Αρχή-των-όντων-τού-σημαίνοντος παρουσιάζεται εναργέστερα, σε όλους και όχι μόνον στους στοχαστές, όταν η παθολογία της είναι ορατή και κραυγάζουσα. Η περιστροφή των υποκειμένων γύρω από τον εαυτό τους (αναστοχασμός, αλλά και ενδιάθετη σκέψη) αλλά και γύρω από τις Αρχή ως το αφηρημένο θεμέλιο του σημαίνοντος, εμφανίζεται ως συστροφή και αλληλοεπικάλυψη των υποτίθεται διακριτών επιπέδων συγκρότησης τόσο τής υποκειμενικότητας όσο και του σημαίνοντος-ως-σημαίνοντος. Και σε αυτή την αποκαλύπτουσα ροϊκότητα και νοηματική αλληλοδιείσδυση κατά την συνεχή αναζήτηση των ιεραρχήσεων τής ανθρώπινης ζωής δεν υπάρχει ένα είδος «κατοχυρωμένης» διασφαλισμένης ηγεμονίας «εντός» του σημαίνοντος. Τότε είναι που κατά την λόγια και αποβλακωμένη μάλλον παράδοση ύφανσης του συντελεσμένου σημαίνοντος εμφανίζονται τα τέρατα και αναδύονται οι ανορθολογισμοί που κάνουν τους Ταρτούφους να χάνουν τον μακάριο ύπνο τους. Τότε είναι όμως που και τούτα τα τέρατα έχοντας την επίγνωση τής κεντρικής θέσης τους στο ψευδοδράμα των καταγωγών και των φαντασιακών αναγωγών την επεκτείνουν και την ωθούν στο ύψιστο σημείο πρόκλησης και άρνησης. Γιατί, μιας και η αναζήτηση τής σημασίας της Αρχής είναι και πρακτικά και θεωρητικά αδιέξοδη, η άρνηση και η καταστροφική μετουσίωση λαμβάνει ξανά τον θρόνο της στο ον. Η προσπάθεια να υπάρξει ένα είδος ανάσχεσης, τότε, ακόμα και δια τής διακωμώδησης, είναι μάταια. Το μη-Είναι ήταν πάντα παρόν, και τώρα έχει έναν ακόμα Λόγο να εμφανίσει την παρουσία του στην λαμπρότερη επιφάνειά του που είναι το ίδιο ως σημαίνον, ως το σημαίνον καθαυτό. Αυτό που δεν γνωρίζουν όμως οι αντίδικοι, στην περίπτωση αυτή, είναι ότι όλα διαδραματίζονται στο ένδον των πατρικοκατηγοριακών δομών, και όλα είναι μέρη μιας διεργασίας διαδοχής και ανα-ανάδυσης τού Ίδιου ή ακόμα και τού Άλλου ως ενός ακόμα Ίδιου τού Ίδιου. Η θεμελίωση ενός κεντρικού σημαίνοντος σημαίνει την παραγωγή του θεμελιώνοντος στοιχείου ή θεμελίου από την ίδια την διεργασία τής θεμελίωσης. Το θεμέλιο παράγεται ως θεμέλιο όταν είναι ένας από τους τελεστές τής δημιουργίας ή παραγωγής ενός όντος, εδώ ενός κεντρικού σημαίνοντος, από ένα άλλο θεμελιώνον αυτό. Όμως στην «φύση», ήτοι στην μη ανθρώπινη εμβιότητα/μη εμβιότητα αυτό γίνεται με έναν τρόπο που καθιστά τον όρο θεμελιώνον-θεμελιωμένο μιαν πτυχή, ίσως και ασήμαντη, της ανάπτυξης των μορφών ή πεδίων τής άβιας/έμβιας ύλης.

Οι όροι θεμελιώνον-θεμελιωμένο υπό την έννοια δια τής οποίας τους συνάψαμε προηγουμένως, έχουν μια πρωτεύουσα σημασία σε ό,τι σχετιζόμενο με τον άνθρωπο σημαίνει μιαν δομική εμπλοκή τής διεργασίας τού σημαίνοντος. Η σχέση θεμελίωσης, όπως περιστρέφεται γύρω από την αέναη και μάλλον αδιέξοδη διαλεκτική αλληλοκαθορισμού μεταξύ θεμελίου και θεμελιωμένου, αφορά στο σημαίνον. Θεωρώ, αλλά σε μιαν άλλη προοπτική, και υπό άλλους όρους και υπό άλλες ποιοτικές δομές, ότι τούτο ισχύει και για την εργαλειακότητα. Ο Λόγος συγκροτεί τα σημεία του και συγκροτείται ως ενότητα ή Είναι/ενολότητα σε μια φαντασιακή ή φαντασματική διεργασία εις την οποία η θεμελίωση λειτουργεί πάντα ως συγκρότηση μιας σειράς Αρχών ή μιας Αρχής. Δεν υπάρχει τίποτα το αντικειμενικό ή «φυσικό» σε αυτή την διαλεκτική, παρά μόνον ίσως σε διαθλαστική-κατοπτριστική σχέση πρώτα με το άμεσα εγγύς πεδίο τής εργαλειακότητας και έπειτα, σε μιαν ακόμα μεγαλύτερη δομική «απόσταση», με το πεδίο τής «φύσης». Το κατοπτριστικόν-διαθλαστικόν τής σχέσης αυτής του σημαίνοντος με το «άλλο» ον στο δομικό «ένδον» της ανθρωπινότητας, μπορεί να σχετικοποιεί την αυτονομία τού συμβολικού αλλά δεν αίρει την πυρηνική, αν και αόριστη και αφηρημένη, δομική αυτοτέλειά του ως σημαίνοντος. Γι΄αυτό και η σχέση θεμελιώνοντος-θεμελιωμένου μπορεί να σχετίζεται δομικά δια διαθλαστικών-κατοπτριστικών συνάψεων με τις διάφορες άλλες δομές, πρώτα και κύρια με την εργαλειακότητα, αλλά αφορά κυρίως στην αυτοσχέση τού σημαίνοντος ή στο σημαίνον ως αυτοσχέση. Αν κατορθώσουμε, με αυτή την αφαίρεση (επιτελώντας την με ένα συγκεκριμένο τρόπο, και όχι παραμένοντας μόνον στην πρώτη αυτή διατύπωσή της), αν κατορθώσουμε λοιπόν να αποκόψουμε-αποσυνδέσουμε με έναν διαλεκτικό τρόπο το σημαίνον-ως-σημαίνον κατά την πρακτική και λειτουργική υπόστασή του αυτή να συγκροτεί θεμελιώσεις όπως τις περιγράψαμε αφαιρετικώς πριν, τότε θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αρκετά εμπόδια: 

1) Ξεπερνάμε το εμπόδιο εκείνο που ενώνοντας συμβολικό και υλικό πεδίο, είτε αυτό το τελευταίο είναι η υλική παραγωγή είτε (είναι) η επιθυμητική παραγωγή, συγχέει τον ειδικό νόμο/κανόνα τού συμβολικού με τον ειδικό νόμο/κανόνα τού υλικού. Υπάρχει σχέση μεταξύ των δύο πεδίων, διαμεσολαβημένη πάντα και από το πεδίο της εργαλειακότητας, αλλά όχι ταυτότητα ή Είναι/συνείναι. 

2) Ξεπερνάμε το εμπόδιο τού επιστημονισμού, κατά τον οποίο υπάρχει υπέρβαση και αναγωγιστική λειτουργικοποίηση των Αρχών και των Κύριων Ονομάτων με κατάταξή τους σε έναν εξωτερικό φλοιό μιας εσωτερικής διεργασίας εις την οποία τον «πρώτο ρόλο» παίζει η διεργασία τής γνώσης, τής κυριάρχησης δηλαδή του ανθρώπινου όντος και της πολιτικής κοινότητάς του από παραγωγικοπρακτικές και επιθυμητικές ενέργειες και πρακτικές. 

Η τελευταία χαλιναγώγηση, η άρνηση τού επιστημονισμού δεν σημαίνει άρση της επιστήμης ή της ορθολογικής γνώσης, αλλά ορθή τοποθέτησή τους στο σύστημα των θεωρητικών και πρακτικών ιεραρχήσεων, και τούτη (η χαλιναγώγηση, οριοθέτηση) συνδέεται ή συνδυάζεται, επίσης, με μια νέα, μετριασμένη ωστόσο, αναγνώριση τής ευρετικής θεωρητικής αξιακής και δημιουργικής σημασίας των βουλητικών και ελεύθερων πράξεων αυτοσχέτισης του σημαίνοντος, όπως έχουν καταγραφεί ως θεμελιωτικές πράξεις περιδίνησης γύρω από τις Αρχές και τα Κύρια Ονόματα.

Η αναγνώριση τής αυτοτέλειας και της πρακτικής σημασίας αυτών των θεμελιωτικών πράξεων δια του σημαίνοντος και στο «ένδον» τού σημαίνοντος, παρουσιάζει και τις παθολογικές μορφές τους αλλά δεν περιορίζεται σε αυτές. Επειδή δεν υπάρχει θεός, όλα επιτρέπονται. Επιτρέπεται και το πολιτικό αγαθό, όπως το καθορίζει η πολιτική/κρατική κοινότητα ως η κύρια μορφή τής αυτονομίας του σημαίνοντος.

 

 
Παθολογίες.

Η συνεχής παρουσία του Λόγου είναι και η αιτία τής παθολογικής του σύστασης, ακόμα και όταν όλα έχουν τεθεί ως να ήταν εφικτή μια μορφή ελέγχου του από μιαν ευρύτερη παρουσία, κάποτε «κάτωθε» του ή εμφανιζόμενη ως «κάτωθε» του. Η ίδια όμως η παθολογική πτύχωση αποτελεί μια πτύχωση τής ίδιας ένδυσης τού Είναι, όπου Είναι και ένδυσή του, εφόσον μιλάμε για το σημαίνον, είναι ταυτόσημες έννοιες, άρα την ίδια στιγμή, χωρίς να υπάρχει καμία συμμετρία, ο Λόγος υφίσταται και ως μια διαρκής παρουσία μιας αντι-παθολογίας ή μιας πτυχωτικής υπόστασης που υπάρχει και για να αντίκειται στην παθολογία και για να υφίσταται, έτσι απλά ως το φως του νοητού κόσμου. Όμως, μιλώντας για παθολογίες και μη παθολογίες ξεχνάμε, ακόμα και χρησιμοποιώντας την μεταφορά της πτύχωσης πως ο Λόγος είναι ένας, το φαινόμενον παρά την έκτασή του είναι ένα ενιαίο Είναι και συνείναι της σήμανσης εντός εαυτού, χωρίς να στερείται ούτε της αναφορικότητας προς κάποιο εξωτερικό «συλλαμβανόμενο» αντικείμενο ή πράγμα. Στην ίδια την δίνη τής παθολογίας του Λόγου ως Λόγου υπάρχει το νήμα τής ανάδυσής του στο φως και το ίδιο το φως τής πτώσης, της εκπεσούσας υπόστασής του είναι και το φως τής ανόδου του στο υπαρκτό ως να είναι ο δρόμος τής ελευθερίας που δεν θα αλυσοδεθεί ποτέ. Αν και φαίνεται πως η ίδια η παθολογία του Λόγου είναι τούτη που χαντακώνει τον άνθρωπο, τελικά ίσως δεν είναι αυτή καθαυτή αλλά ο πρακτικός φόβος να την ορίσουμε ως μια έκφραση τής εκτύλιξης του Λόγου προς την αλήθεια, όπου όμως η αλήθεια ας νοηθεί επιτέλους ως μια διαρκής απελευθέρωση από το ίδιο το πλέγμα τής παθολογίας που την εκλύει, ακόμα κι αν υπάρξουν οι «ιδανικότερες» συνθήκες κοινωνικής διαμεσολάβησης όλων αυτών. Οπότε, όλες οι μορφές του Υψηλού ας αναζητηθούν άφοβα σε μια πτώση, αρκεί βέβαια αυτή η πτώση, αντίστοιχη τελικά του συμβολικού ευνουχισμού των ψυχαναλυτών, να μην είναι πτώση σε κάποια ανύπαρκτη γη ή την γη ως το υπερυπαρκτό ανύπαρκτο των χυδαίων, δεν μπορώ να το πω αλλιώς, υλιστών, και όλων αυτών των κάπως πιο εκλεπτυσμένων που νόμισαν ότι με μια μικρή αναστροφή τής οντολογικής ιεραρχίας, όπως χονδροειδώς θα επαναλάβουμε ορίζεται στο τρίγωνο όρεξη/επιθυμία-θυμοειδές/βούληση-λογισμός, θα έβρισκαν τελικά το ελιξήριο τής «ανθρωπολογικής επανάστασης». Ο Λόγος παρουσιάζεται συνήθως στην πτώση του και ως εκ τούτου είναι ο ίδιος ως ένα καθολικό φαινόμενο μια απόδειξη τής μετατροπής ενός πόλου στον αντίθετό του. Όμως ακόμα και έτσι, ο Λόγος δεν φτάνει ποτέ να ολοκληρώσει την μετατροπή στο αντίθετο ή να εκφράσει την ολοκλήρωση αυτής της μετατροπής των πόλων. Το αντίθετο του Λόγου είναι πάντα ένας Λόγος, και ο Λόγος ως η-πτώση-του-Λόγου-στο-Είναι, γεγονός σημειοποιημένο [σήμερα] (από τους ψυχαναλυτές) στις διεργασίες του συμβολικού ευνουχισμού του Πατρός, δεν παύει να σημαίνει έναν Λόγο. Το άλλο ή Άλλο τού Λόγου είναι Λόγος, άρα και η πτώση του Λόγου είναι Λόγος. Είναι άρα, η πραγματική πτώση τού Λόγου, η αναίρεσή του σε ένα συγκεκριμένο πεδίο «κάτωθέ» του, απόδειξη μιας άλλης ουσίας του πέραν της πραγματικής του λειτουργίας ως σημαίνοντος; Η υπόθεση του Ύψους του Λόγου, αφού «πέφτει» από κάπου προς «εδώ κάτω» δεν λειτουργεί μόνον για να θεμελιωθεί αυτό το Ύψος με έναν ιεραρχικό τρόπο, αλλά για να σχηματιστεί σε αυτό το (φαντασιακό) Ύψος ένα υποθετικό βάθος. Ισχυρίζομαι πως αυτό που δεν υπάρχει είναι το βάθος και όχι το Ύψος. Το σημαίνον, ή ο Λόγος ως σημαίνον, είναι το Ύψος το οποίο δεν μπορεί να περικλειστεί από κανένα ξεχωριστό ατομικό ή συλλογικό ή ιστορικό υποκείμενο, κείται πάνω από όλα ως ένας καθορισμός που ενέχει το ανθρώπινο αλλά δεν ενέχεται κατά κυριότητα από αυτό όπως είναι υποστασιοποιημένο σε «κατά καιρούς» και «τόπους» υφιστάμενες μορφές τού Λόγου ή σημαίνοντος.

Όμως αυτό το αενάως εμπερικλείον στοιχείο δεν έχει κανένα βάθος, δεν έχει κανένα περιεχόμενο ως όλον, για τούτο εξάλλου δεν μπορεί να ορισθεί κατά έναν τελειωτικό τρόπο, συμπαρασύροντας ούτως και τον φορέα του σε μια δυναμική χωρίς τελικό καθορισμό. Ο άνθρωπος είναι ένα μη φυσικό ον ή είναι ένα μη υποστασιακό φυσικό/μη-φυσικό ον διότι «περιέχεται» σε μιαν καθορίζουσα αυτό επιφάνεια σημείων που συγκροτούν το σημαίνον-ως-σημαίνον, ως (δηλαδή) κενή μορφή=μη-μορφή. Η (μεταφορικά εννοούμενη βέβαια) πτώση του Λόγου σημαίνει στην πράξη μια σύναψη της υποκειμενικής επιτέλεσης με την γλωσσική επιτέλεση, όπου τελικά υπάρχει δυνητικά ενεργός μετοχή του υποκειμένου σε μιαν ετερογενή επιτέλεση, την επιτέλεση τής γλώσσας ή τού σημαίνοντος.

Η «πτώση» του Λόγου ή σημαίνοντος σημαίνει λοιπόν μιαν μορφή αναστοχαστικού τύπου «ανόδου» τού υποκειμένου στο σημαίνον καθαυτό σαν να ήταν δυνατόν να υπάρξει μια έστω παροδική ένωσή τους και ταύτισή τους. Στο τόξο των εκδοχών ή πτυχών αυτής τής ένωσης ανήκει τόσο η μυστική εμπειρία όσο και η πιο μεθοδική και αυστηρή επιστήμη, αλλά ως διακριτά σχετικά σημεία του τόξου. Τα προβλήματα στην διαμεσολάβηση αυτή είναι συνεχή, διαρκή και όταν εκτυλίσσονται ως προβλήματα, πλοκές επιπλοκές σύνδρομα, αδιέξοδα, αναστροφές, δι-πολικότητες, ή ακόμα και ως βία, δεν γίνονται αντιληπτά ως προβλήματα τού Λόγου, γιατί ο Λόγος αν είχε μια «προσωπική υπόσταση» δεν θα ήταν «κακός» ή «καλός» αλλά σίγουρα ένας αγαθός πανούργος, με μιαν εγελιανή εκδοχή της έννοιας τής πανουργίας, κατά την οποία η ίδια η σύναψη μεταξύ σημαίνοντος-ως-σημαίνοντος και σημαίνοντος υποκειμένου δεν μπορεί παρά να υπάρξει και δια αυτών των παθολογιών, ως τούτες να ήταν αλλά και να είναι συνέχεια μέρη τής διεργασίας ανάπτυξης τού ίδιου Λόγου.

Αν υποθέσουμε, και δικαίως, ότι η ανθρωπότητα ακόμα κι αν ωριμάσει (δεν το βλέπω εύκολο) θα παραμείνει ένας πάντα αναπτυσσόμενος, άρα πάντα «παιδόμορφος» ψευδοφυσικός οργανισμός, τότε η κινδυνώδης συνύπαρξη με την παθολογία του Λόγου πρέπει μεν πάντα να είναι αντιληπτή ως κινδυνώδης αλλά ταυτόχρονα και ως δημιουργική. Υπάρχουν βέβαια όλοι αυτοί που εννοούν την (μεταφορικά εννοούμενη) πτώση τού Λόγου ως την «αιτία» τής παθολογίας του, και έχουν ένα μερικό δίκιο, όπως μερικό δίκιο έχουν και αυτοί που, αντιθέτως, θεωρούν ότι η μη πτώση τού Λόγου αποτελεί την «αιτία» αυτή, την οποία όλοι οι επίδοξοι σωτήρες μας ψάχνουν, ή λένε ότι ψάχνουν για να μας χαρίσουν τα λιβάδια τής ευτυχισμένης ζωής.

Ορίσαμε ως «πτώση» τού Λόγου την ένωση τής υποκειμενικής με την γλωσσική επιτέλεση.

Ας παραμείνουμε σε αυτόν τον ελλειπτικό ορισμό. Όταν στην διάρκεια ή την επιτέλεση τής πτώσης τούτης ο Λόγος, ή το πατρικοκατηγοριακό σημαίνον (τής κυριαρχίας του Λόγου) δεν εκπίπτει ή εκπίπτει διατηρώντας την μονοκρατορική κυριαρχία του έχουμε αναπαραγωγή ενός πατριαρχικού συστήματος στο σημαίνον, άρα μια σειρά από ψυχικές, ατομικές, συλλογικές παθολογίες. Όταν η πτώση του πατρικοκατηγοριακού σημαίνοντος υπερβαίνει το όριο της συνοχής και κάποιας παραμονής του σε μιαν ακεραιότητα που υπερβαίνει την φαντασιακή ύπαρξη χωρίς όμως να επιστρέφουμε στην πατριαρχική ακεραιότητα, όταν λοιπόν δεν έχουμε αυτή την λεπτή συνοχή, αλλά μόνον πτώση, τότε έχουμε άλλα προβλήματα και παθολογίες, ψυχικές, ατομικές, συλλογικές κ.λπ


Η διαδοχή στο σημαίνον.

Οι Λόγοι θα έπρεπε να σχηματίζουν ένα σύστημα διαδοχής, αλλά όταν αναζητάει κάποιος μιαν ενότητα μεταξύ τού συνταγματικού άξονα τού Λόγου και τής χρονικά υποστασιοποιημένης ιστορικής ροής του, κινδυνεύει να περιέλθει σε σύγχυση. Ο ιδεαλισμός ή η μεταφυσική ως παθολογία είναι και αυτό το πράγμα. Κάθε παθολογία τού Λόγου δεν έχει τον άγονο χαρακτήρα που έχει μια παθολογία όπως την περιγράφουμε. Μπορεί να σημαίνει, αντίθετα, ως παθολογία (τού Λόγου) μια λειτουργική εκτύλιξη που θέτει μεν τον συγχρονικό συνταγματικό άξονα τού Λόγου σε παθολογική συνάφεια προς την ιστορικοχρνική ροή του αλλά με έναν τρόπο που προάγει με επεισοδιακό, βίαιο τρόπο την εκτύλιξη του κατά έναν αναγκαία αρμονικό και συναρμοσμένο τρόπο. Αυτού τού τύπου οι ιδεαλισμοί ή μεταφυσικές ή ακόμα και οντολογίες δεν ανήκουν στην γνωστή κατηγορία «άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες».

Η στρυφνότητα, το υπερ-περίπλοκο και το αδιέξοδο των αναστοχαστικών αναδιπλώσεων-ενπτυχώσεων τού ίδιου τού συγχρονικού Είναι τού σημαίνοντος μέσα στο ροϊκό ιστορικό Είναι, και το αντίστροφο, ήτοι η μερικές φορές α-λογική αναστοχαστική εμπειρική αναδίπλωση-ενπτύχωση τού ροϊκού ιστορικού Είναι μέσα στο συγχρονικό Είναι τού σημαίνοντος, σημαίνουν τον μοναδικό τρόπο να υπάρξει ενότητα των ειδών τής διαδοχής των δομών και των συμβάντων τού σημαίνοντος, αν γίνεται με έναν συγκεκριμένο διαλεκτικό τρόπο, ο οποίος περιέχει όμως και πιθανούς ιδιαίτερους τροπισμούς ή εκδοχές κατά την υλοποίησή του.

Η ίδια η φιλοσοφία, πέραν των δοξολογικών και εγκυκλοπαιδικών ή οντο-θεολογικών ερμηνειών περί τής λειτουργίας και τής ύπαρξής της, θα μπορούσε να νοηθεί ως η αφηρημένη πραγματικότητα αυτών των διεργασιών. Αν όμως η φιλοσοφία είναι αυτή η αφηρημένη έκφραση τής διεργασίας τούτης, ποιο θα μπορούσε να είναι το συγκεκριμένο κοινωνικό και υλικό υπόστρωμα της χωρίς να χρειάζεται άμεση αναγωγή στις υλικές παραγωγικές ή κυριαρχικές σχέσεις; Ποιο είναι το ενδιάμεσο γένος που ενώ δεν ανάγεται στις οριζόμενες ως υλικές σχέσεις ωστόσο δεν είναι το ίδιο η φιλοσοφία καθαυτή;

Το σημαίνον συγκροτείται διαρκώς εκεί όπου συγκροτεί και τις κεντρικές και τις περιφερειακές του σημειακές δομές.

Μια κεντρική σημειακή ή σημαίνουσα δομή όμως δεν έχει ποτέ κάποια μη εκφραστική γλωσσική υπόσταση, οπότε η (λακανική) προσπάθεια να «φανεί» ότι υπάρχει μια κεντρική δομή τού σημαίνοντος που να διακρίνεται από το «υπόλοιπο» μέσω μιας σχετικά μη εκφραστικής γλωσσικής δομής στέφεται από αποτυχία. Όχι μόνον δεν υπάρχει οντολογική διάκριση λοιπόν, αλλά δεν υπάρχει καν διάκριση μεταξύ discours[=σημαίνουσα δομή] και parole[=λόγια, εκφερόμενα] που να μπορεί να οδηγήσει τον Λόγο πέραν του parole. Ο συνολικός εκφέρων, η συνολική εκφορά και το συνολικό εκφερόμενον, αποτελούν μιαν ενιαία, αν και κατάστικτη από χάσματα και κενά, «επιφάνεια». Οι όποιες φαινόμενες «βαθύνσεις» ενός κεντρικού ή περιφερειακού σημαίνοντος σημαίνουν στην πραγματικότητα αλλαγή δόμησης τής επιφάνειας αλλά πάντα ως επιφάνειας. Αυτή η αλλαγή δομήσης δεν συμβαίνει με έναν καθολικό τρόπο, ή δεν συμβαίνει πάντα ούτως, αλλά συνήθως υπάρχει ένας εν-τοπισμός. Η παθολογία που φωλιάζει στον Λόγο έχει να κάνει με αυτές τις μετατοπίσεις και την αυτοκατανόηση των κινούμενων σημείων εντός του σε μιαν ιεραρχία του σημαίνοντος που πρόκειται ή επιθυμείται να αλλάξει ή να ανατραπεί.

 

Μάχες εκ τού συστάδην και «περιφέρειες».

Η κεντρική μάχη σε μια κοινωνία, πολύ πριν υπάρξει άλλη υλική ή εξουσιαστική-κυριαρχική μάχη είναι η μάχη για το σημαίνον. Ακόμα κι αν μια ομάδα, ή μια κοινότητα, ή κοινωνική τάξη ή μια εθνότητα ή ένα θεολογικό-θρησκευτικό σύστημα, βρίσκονται στον «πάτο» της υλικής κοινωνικής ιεραρχίας, αν πάρουν κεφάλι στο σημαίνον, μπορεί κάποια στιγμή να πάρουν την εξουσία τόσο εύκολα όσο μπορεί κάποιος να πάρει ένα κεράσι από μια μη κατεχόμενη ή μη φυλασσόμενη κερασιά. Αυτός βέβαια είναι και ο λόγος για τον οποίο οι κυρίαρχες ελίτ ή τάξεις ή εθνοτικές ομάδες δίνουν πάντα την πρέπουσα σημασία στην μάχη για το σημαίνον και δομούν ένα σύστημα διαρκούς επιτήρησης, ελέγχου και αναδιαμόρφωσής του κατά έναν τρόπο που να τις ευνοεί. Το όλον αυτό «πράγμα» δείχνει την σημασία του, όταν διαφαίνεται πως για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι εφικτή μια ολοκληρωμένη και σχετικά επιτυχής ηγεμόνευση του σημαίνοντος σε ένα σημείο του ανάγλυφου τής παγκόσμιας-τοπικής ιδεολογικής και «υλικής» κυριαρχίας. Όταν μιλάμε για σημεία του κόσμου όπου για λόγους που αγγίζουν ζητήματα πολιτικής στρατιωτικής οικονομικής κυριαρχίας δεν είναι εφικτή η επιτυχής ηγεμόνευση του σημαίνοντος από εκείνες τις ομάδες που συνήθως έχουν το «πάνω χέρι» λ.χ σε μιαν καπιταλιστική κοινωνία, τότε παρουσιάζεται το ενδεχόμενο αυτή η αδυναμία να μετατραπεί άμεσα, κάποια στιγμή, σε απώλεια της άμεσης, απτής «υλικής» κυριαρχίας.

Φρονώ πως αυτή η εικόνα είναι κάπως υπερβολική και λανθασμένη και πως πιθανώς να συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.

Μπορεί μάλιστα η μεγαλύτερη κυριάρχηση αυτής τής «οριακής» κοινωνίας από την παγκόσμια ηγεμονία, αλλά και η κυριαρχία τής εκάστοτε «ντόπιας» εξουσίας, να λαμβάνει την μορφή εκείνων των ειδών επιτέλεσης του σημαίνοντος που «κανονικά» θα ήταν συναρμοσμένες με την αμφισβήτηση κάθε κυριαρχίας. Η αντιστροφή των επιτελέσεων σε αυτή την «περίπτωση», όπως την υποθέτουμε, σημαίνει την μεταστοιχείωση κάθε κριτικής προς το κυρίαρχο σημαίνον (όπως αυτό εκφράζεται στο «τοπικό» σημείο κρίσης) σε δρόμο για την υποταγή σε ένα άλλο ακόμα «χειρότερο». Αυτό που παραλλάσσει όταν υπάρχει εκτύλιξη του «υπερ-ριζοσπαστισμού» στην κριτική του κυρίαρχου σημαίνοντος, μιλώντας πάντα για σημεία ή ζώνες της παγκόσμιας κυριαρχίας που «πάσχουν» από έλλειψη ισχύος, αυτό που παραλλάσσει λοιπόν «εκεί» είναι το είδος τής καταστροφής που επιφέρουν στην κοινωνία και μάλιστα στους ανθρώπους εντός της που είναι σε δυσχερέστερη (ταξική, εθνοτική, οικονομική κ.λπ) θέση. 

Κάθε ριζοσπαστική κριτική του κυρίαρχου σημαίνοντος «εκεί» είναι το ίδιο καταστροφική για τους ανθρώπους;

Όχι.

Υπάρχει ένα δυνητικό είδος διαλεκτικού ριζοσπαστισμού που θα συνένωνε τις ανάγκες αναδιάταξης και ρήξης με τις ανάγκες στοιχειώδους συνέχειας, τόσο στο επίπεδο του σημαίνοντος όσο και στο επίπεδο των (άλλων) «υλικών» δομών, αλλά αυτό ακριβώς το είδος είναι εκείνο που δεν προτιμάται ή δεν αναδύεται, διότι πως αλλιώς η ασθενούσα παθολογική κοινωνία που πίπτει θα πέσει στο απόλυτο κενό; Πως αλλιώς θα αυτοκαταστραφεί μια κοινωνία που δεν έχει «εντός» της θεμελιακούς όρους στρατηγικής αυτοσυντήρησης και συνέχισής της σε κεντρικούς αξονικούς «τόπους» που είναι αναγκαίοι σε κάθε μορφή κοινωνίας; ακόμα κι αν αυτή θα ήταν «αναρχική»;

Αυτό ζούμε σήμερα εδώ, και μην ενοχλείστε μερικοί.

Ο ρόλος σας και ο Λόγος σας είναι πιθανόν μια χαρά συναρμοσμένος με ό,τι ακριβώς λέτε ότι μισείτε. Η σπείρα τής καθόδου σε ένα τίποτα ή σε μιαν τέτοια ή παρόμοια κατάσταση διάλυσης χωρίς ουσιαστική προοπτική ανάδυσης άλλων ελευθεριακών δημοκρατικών δομών κυριαρχίας/μη-κυριαρχίας, έχει ως σημεία δράσης της και συγκρότησής της και αυτές τις μορφές υπερ-ριζοσπαστισμού στο σημαίνον και την «υλική» πράξη που προτάσσονται ως οι όντως εναντιωματικές.

Η ιεράρχηση μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών σημαινόντων ενός κοινωνικού σημασιοδοτικού συστήματος δεν βρίσκεται σε μιαν «αρμονική» αναλογική αντιστοιχία προς τις ιεραρχήσεις των υλικών σχέσεων παραγωγής σε κύριες και επαγόμενες σχέσεις παραγωγής ή ακόμα και στην ιεράρχηση (παραγωγικής-)δομής-υπερδομής. Το ότι οι σημειακές σχέσεις των προκαπιταλιστικών κοινωνιών δεν περιείχαν την παραγωγή και το κράτος ως αφηρημένη έννοια-κατάσταση ή τα περιείχαν (μόνον) εν σπέρματι στην μορφική τελειότητα με την οποία παρουσιάστηκαν στον καπιταλισμό, δεν σημαίνει ότι υπήρχε και η ίδια ιεράρχηση στις ίδιες τις (λεγόμενες ως) παραγωγικές σχέσεις. Το κράτος και οι παραγωγικές σχέσεις υπήρχαν και πριν την ολοκληρωμένη σημειακή τους εμφάνιση και είχαν έναν θεμελιακό ρόλο στην συγκρότηση του κοινωνικού συστήματος.

Όμως από την άλλη, αυτή η ιστορικο-προβολική (προς το προκαπιταλιστικό παρελθόν) εννοιολόγηση και σημειακή σύλληψη όταν γίνεται με τον γνωστό βαρβαρικό μαρξιστικό ή ακόμα και «αντεξουσιαστικό» τρόπο αποκρύπτει το γεγονός πως η σημειακή ιεραρχία των προ-καπιταλιστικών κοινωνιών (που δεν είναι βέβαια μία και μοναδική ούτε έχει απλά «πολλές μορφές») αντιστοιχούσε όντως με μια αναλογική αντιστοιχία προς τις δομές τής υλικής παραγωγής. Οι σχέσεις κυριαρχίας ως μερικά επικαλύπτουσες την άμεση παραγωγή και ως συνκαθορίζουσες (και αυτές) το όλον του κοινωνικού συστήματος στην προ-καπιταλιστική «εποχή», παρουσιάζονται με τον τρόπο που «αρμόζει» στην δόμηση της σημειακής ιεραρχίας αυτής τής «εποχής», ήτοι σε μια υψηλότερη θέση από αυτήν που έχουν στην καπιταλιστική «εποχή». Βέβαια, πάλι, ούτε σε αυτή την «εποχή» (τον καπιταλισμό) δεν υπάρχει κάποια απόλυτη κυριαρχία των οικονομικών δομών και του «αφηρημένου» κράτους, όπως θέλουν τώρα να το παρουσιάζουν άλλοι θεωρητικοί, οι οποίοι πολλές φορές είναι και οι ίδιοι που «υπερβαίνοντας» τον μαρξισμό κάνουν το λάθος που αναφέραμε στην αρχή, υπερτονίζουν δηλαδή την «αρμονική» συστημική αναλογία μεταξύ σημειακού συστήματος και υλικών σχέσεων παραγωγής (στις προ-καπιταλιστικές και καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις) και ούτως καταλήγουν σε ένα λάθος που είναι ακόμα μεγαλύτερο των όποιων (σημαντικών) λαθών και μονομερειών (και περιορισμών) του μαρξισμού. Το να βγεις από το μαντρί του δογματικού μαρξισμού ή του μαρξισμού ακόμα ακόμα δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Η σημαντικότητα ενός Λόγου δεν προσδιορίζεται βέβαια από την προϋπάρχουσα θέση του σε ένα σύστημα μιας σημαίνουσας δομής, αφού ακόμα και μια ομοίωση ενός Λόγου κατά τα πρότυπα ενός Λόγου που θα περιείχε ως σήματα ή σημαίνοντα κεντρικές εξουσιαστικές πρακτικές δεν δείχνει εκ της ίδιας της σημασιακής υπόστασής του ότι είναι σημαντικός.

Υπάρχει μια απλή λύση που δείχνει έναν δείκτη σημαντικότητας και αυτή είναι η πράξη, όπως διαπιστώνεται από την εμπειρική αντίληψη ή ένα σύστημα έγκυρων πληροφοριών. Ποιός μιλάει, ποιές είναι οι συνέπειες των λόγων του, και ποιό είναι το πρακτικό σύστημα αναφοράς του ομιλούντος. Σε ένα πραγματιστικό σύστημα σκέψης αυτό αρκεί.

Όμως ό,τι είναι ομοίωμα ενός σημαντικού λέγειν ή Λόγου έχει υπάρξει αφού πρώτα έχει υπάρξει ο σημαντικός Λόγος ως σημαντικός Λόγος και αφού έχει διαμορφωθεί ένα σύστημα σημαινόντων όπου «εντός» του ή «πάνω» (αν το εξετάσουμε ως ένα επίπεδο) αυτός ο Λόγος είναι αυτονοήτως εκφράζων ένα σύστημα άρρηκτης σχέσης (μεταξύ) λέγειν και υλικής πράξης. 

Η ομοιωματική ή φαντασιακή συσχέτιση με έναν Λόγο που ως κεντρικό σημαίνον καθορίζει και φέρνει ως καθορισμένη μια πράξη κυριαρχίας έχει υπάρξει αφού πρώτα έχει υπάρξει θεμελιωτικώς ο Λόγος αυτός ή το σημαίνον αυτό ως ένα Είναι υποστασιακά διαμορφωμένο σε άρρηκτη σχέση με την πρακτική του. Όλα αυτά έχουν μια σειρά και ένα νόημα κάπως διαυγές όταν έχουμε (υποθετικά) έναν κόσμο οργανωμένο συμμετρικά και ισοδύναμα σε κέντρα ισχύος-και-σημαίνοντος τα οποία περικλείουν τις μη ισχυρές περιφέρειές τους, αλλά με έναν τρόπο όπου αυτά τα κέντρα είναι διεσπαρμένα ομοιόμορφα και ομοιότροπα σε όλη την επιφάνεια τού κόσμου. Όταν ο κόσμος υπάρχει οργανωμένος σε μιαν ιεραρχική παγκόσμια δομή, η οποία έχει ως δομική εγγραφή της την συνεχή διάσπαση και κερματισμό της σε κέντρα και περιφέρειες που ευρίσκονται σε άλλα χωρικά σημεία, τότε η ιεράρχηση μεταξύ σημαντικότητας και μη σημαντικότητας των Λόγων, σε αναφορά πάντα προς την πράξη, χάνει την συστημική της (σίγουρη) «διαύγεια» και «καθαρότητα».

Αυτά που ακούς στις «απομακρυσμένες» περιφέρειες τής κεντρικής-ισχύος-και-κεντρικών-σημαινόντων που περιέχουν ένα «βάρος» πραγμάτωσης, δεν διακρίνονται (στις περιφέρειες) εύκολα σε σημαντικά και λόγια τού αέρος τού κοπανιστού. Ως εδώ έχουμε έναν σχετικά ισχύοντα κανόνα κατά τον οποίον υπάρχει η μεγαλύτερη πιθανότητα να ακούσεις σημαίνοντες Λόγους ακριβώς εκεί όπου εντοπίζεται η κυριαρχία, ήτοι στο κέντρο, ενώ (αντιστοίχως) η μεγαλύτερη πιθανότητα να ακούσεις πολλές μπαρούφες είναι εκεί όπου η κυριαρχία ασκείται, ήτοι στη περιφέρεια (τού κέντρου τής κυριαρχίας). Ωστόσο υπάρχει «εκεί», σε ένα τέτοιο ιεραρχικό σύστημα, όπου διακρίνονται οι «ζώνες κυριαρχίας», και μια ισχυρή πιθανότητα οι μη ισχυρές δυνάμεις (χώρες ή κοινωνικές τάξεις) να μάθουν να ασκούνε την σοβαρότητα/αυστηρότητα στον Λόγο δια τής επιγνώσεως της δυσχερούς θέσεώς τους. Το γεγονός πως αυτός ο παγκόσμιος κανόνας τού ιμπεριαλισμού/αυτοκρατορισμού (κυρίως), ο οποίος δεν είναι ένα καινούργιο (καπιταλιστικό) πράγμα, έχει λόγω της νέας ενοποίησης γίνει πιο πολύπλοκος, εφόσον υπάρχει ένα υπερ-περίπλοκο σύστημα «μεσαίων» δυνάμεων που δεν είναι μόνον κυριαρχούμενες αλλά (ταυτόχρονα) και κυρίαρχες, το γεγονός αυτό λοιπόν, φαίνεται να αίρει τον (προαναφερόμενο) κανόνα, και παρουσιάζει στους αισιοδοξότερους μιαν εικόνα ενός κόσμου-Λόγου που είναι ήδη συμμετρικός και ενιαίος, ακόμα κι αν είναι ακόμα οργανωμένος σε συστήματα κεντρικότητων κυριαρχίας και περιφερειών μη κυριαρχίας. Δεν μιλάνε βέβαια όσοι βαυκαλίζονται με όλα αυτά με όρους «περιφερειακότητας». Εγώ αυτό που βλέπω είναι πως όσοι ζούνε με τα ομοιώματα ισχύος και τα αντίτυπα σημαντικότητας στον Λόγο και στην πράξη κυριαρχίας (ακόμα και ως ετεροκαθοριζόμενοι «εναντιωνόμενοι») δεν υπάρχουν πλέον μόνον στις κυριαρχούμενες και ανίσχυρες περιφέρειες, αλλά και σε όλον αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο ημι-κυριαρχίας, αλλά και σε κάποιες, ιδεολογικές κυρίως, ζώνες των ίδιων των κέντρων. Τούτο συμβαίνει διότι οι ενδιάμεσες ζώνες είναι ένα «ρευστόν» μεταξύ κυριαρχίας και μη κυριαρχίας και οι Λόγοι εκεί δεν διαχωρίζονται εύκολα σε σημαντικούς και ασήμαντους, εφόσον θα μπορούσε να κριθεί η σημαντικότητά τους μόνον αν μπορούσε κάποιος να κάνει πάντα μιαν αντιστοίχιση κάθε Λόγου με την πάντα μοναδική φάση ενός διαρκώς μετατρεπόμενου διπόλου όπως είναι το δίπολο «κατοχής»<>«μη-κατοχής» κυριαρχίας που υφίσταται σε αυτές τις «ενδιάμεσες» χώρες.

 

Ιωάννης Τζανάκος

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου