Ο Λόγος δεν υπάρχει ως Εν
περίκλειστο εις εαυτόν. Ο Λόγος είναι οι Λόγοι. Οι Λόγοι του Λόγου είναι το
Εν Του . Ο Λόγος δεν ομιλεί χωρίς να
ακούγεται. Η ίδια η υπόστασή του είναι
ένα ομιλείν που ακούγεται και ένα ακούειν ενός ομιλείν. Ο Λόγος όμως ακόμα και ως
ομιλείν και ακούειν περικλείεται σε ένα καθεαυτόν Του που περικλείοντάς τα ως
ομιλείν και ακούειν τα συνέχει ως Εν. Αυτό το Εν του Λόγου εις
την περιεκτική ενότητά Του και με τους πολλούς Λόγους Του και με το ομιλείν/ακούειν
Του, υφίσταται ως μια ταυτότητα με άπειρες και μεταξύ τους χασματικές
εκφάνσεις. Οι ίδιοι οι κεντρικοί
λειτουργικοί όροι Του, όπως τους περιγράψαμε, υφίστανται ως ρηξιγενώς
συναπτόμενοι:
Ο Λόγος και οι Λόγοι, το
ομιλείν και το ακούειν, το Εν αυτών-όλων και όλα-αυτά. Χωρίζονται μεταξύ τους με
ένα καθαρό κενό, την ίδια στιγμή που είναι αδύνατον να διαχωρισθούν ή να
αποκοπεί ο ένας δυϊκός άξονας από τον άλλον. Η έναρξη καθορισμού τού
Λόγου περιέχει την αυτοδιάσπαση και την ενότητά Του σε Λόγο και Λόγους, αλλά
στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιος πρωταρχικός (φιλοσοφικός) διαχωρισμός,
αλλά όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί (και ως ενότητες) υφίστανται ταυτόχρονα και
ταυτότοπα, και αν ο Λόγος είχε έναρξη θα ήταν όλα αυτά ταυτόχρονα και
ταυτότοπα. Οι βασικές μορφές ή άξονες
ύπαρξης του Λόγου ωστόσο περιέχουν μιαν όδευση σε ακόμα «περισσότερη»
πολλαπλότητα αλλά και σε μιαν ακόμα ριζικότερη ενότητα. Η «περισσότερη»
πολλαπλότητα παρουσιάζεται ως επιγενόμενη και η ριζική ενότητα ως η πηγή του
ίδιου τού Λόγου.
Είναι όμως έτσι;
Η πηγή του Λόγου, αν
ακολουθήσουμε μια τέτοια ερμηνεία, δεν μπορεί παρά να είναι ο Λόγος στην ουσία
Του ως ο Λόγος τού Λόγου, και η «περισσότερη» πολλαπλότητα (είναι, ούτως) η
μορφή τού Λόγου, το φαινόμενό Του, το οποίο παρουσιάζεται αν και φαινόμενο ως
εκδήλωση αυτής τής ουσίας. Όμως, έτσι μετατρέπουμε
έναν από τους φαινομενολογικούς άξονες που παρουσιάσαμε στην αρχή, ήτοι τον
Λόγο-ως-Λόγοι, ως ένα γέννημα ενός πρώτου Λόγου.
Δεν είναι έτσι.
Ο Λόγος, πριν ακόμα
ερευνήσουμε τις ιδιαίτερες μορφές του που όντως μας παρουσιάζουν μιαν
επιφαινομενικότητα ή μιαν τροπικότητα επιγενόμενου, είναι από την έναρξή του
ένα σύστημα πολλών Λόγων.
Ας μην στεκόμαστε τόσο πολύ
λόγου χάριν στις διαφορετικές εθνοτικές γλώσσες, αν και τούτες δεν αποτελούν
επίσης ένα επιγενόμενο με την έννοια που τους αποδίδουν όσοι επιμένουν να
βλέπουν τα πάντα ως μιαν αφηρημένη ενότητα. Το επίκεντρό μας βρίσκεται
πολύ πριν ακόμα υπάρξει μια περαιτέρω εκδήλωση της υπόστασης του Λόγου, όταν
δηλαδή ο Λόγος αναδυόμενος και εκδιπλωνόμενος σε αυτή την πρώτη ορδή ανθρώπων,
από την οποία προήλθαν όλες οι εθνότητες, είχε ήδη «εντός» Του όλα τα
χαρακτηριστικά που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου μας. Η μυστηριώδης ενότητα και
πολλαπλότητά Του, τα δομικά χάσματά Του ως στοιχεία τής συνοχής Του, και η
διττή ιδιότητά Του να λέγεται και να ακούγεται και μόνον
να-λέγεται-όταν-ακούγεται και να-ακούγεται-όταν-λέγεται, ήταν ήδη εκεί.
Το θεμελιακό ερώτημα ή
(ακόμα) μυστήριο είναι ήδη εκεί, και αν υπάρχει ένα ακόμα (ακόμα) μυστήριο
αφορά στην έναρξη αυτού τού εκεί, στο λίγο «πριν» του.
Δεν σκοπεύω να ασχοληθώ, σε
αυτή τη σειρά δημοσιεύσεων, εκτεταμένα με τις απολύτως σεβαστές και κατά βάση
ορθές (στην ενότητά τους) ορθολογικές γλωσσολογικές και κοινωνιογλωσσολογικές
θεωρίες για τους υλικούς, βιολογικούς κοινωνικο-βιολογικούς και κοινωνικούς
όρους γένεσης του Λόγου ή τής γλώσσας. Θα εξετάσω απορητικά ό,τι
έχει σχέση με τους όρους ύπαρξης των θεμελιακών αξόνων τού Λόγου, όπως τους
παρουσιάσαμε εδώ, και τον πιθανό «ρόλο» των «πατρικο-ρηματικών» μορφών Του, καθώς
και την θέση των τελευταίων στο «είναι» και το πριν-το-είναι αυτού που
παρουσιάζεται ως Λόγος.
Αν όπως είπαμε κάθε
ομιλούσα ομιλία έχει την ακοή της, άσχετα αν είναι και οι δύο εκφάνσεις τού
Λόγου «εντός» τού υποκειμένου ή κατανέμονται σε περισσότερα του ενός
υποκειμένου, τότε τίθεται σε πρώτη φάση ένα θεμελιακό ερώτημα. Πως κατανέμεται αρχικά η
ισχύς του ενεργού ομιλούντος σε σχέση με τον ακούοντα; Όταν υπάρχει ομιλία υπάρχει
συνήθως μια συν-ομιλία, αλλά αυτό που είναι το δύσκολο σημείο και το οποίο
συνήθως παραβλέπεται ή θάπτεται είναι το γεγονός πως κάθε συν-ομιλία χωρίζεται
σε κβάντα ενεργητικών ομιλιών τα οποία μόνον σε μιαν σύναψη μπορούν να ενωθούν
σε ένα κβάντο συν-ομιλίας. Απουσιάζει λοιπόν, εν
θεωρητική αρχή, ένας αναγκαίος νομιναλισμός κατά την θεώρηση τού ενιαίου
κβάντου (τής) συν-ομιλίας-ως-ενότητας δύο κβάντων ενεργητικών ομιλιών (αν
υποθέσουμε ότι ακόμα και μετά από έναν κυριαρχικό μονόλογο υπάρχει ένα είδος
«απάντησης», άρα και συνομιλίας εν τέλει). Όσο κι αν επιθυμήσει κανείς
να στρώσει ένα έδαφος ισότητας/ισοδυναμίας ανάμεσα στους δύο συντελεστές δεν θα
μπορέσει να σχηματίσει μια πραγματική ισότητα ή ισοδυναμία κατά την εκφορά ή
ομιλισιακή επιτέλεση τού κάθε «ξεχωριστού» κβάντου τής συν-ομιλίας. Για την ακρίβεια, η ισότητα
ή ισοδυναμία είναι εφικτή, ως διαμεσολαβημένη από την κοινωνική θέσμιση ή
γενικότερους όρους δομικής ή υλικής συγκρότησης, μόνον ως ισότητα/ισοδυναμία
εις το σύνολο τής συν-ομιλίας. Θα έλεγα μάλιστα πως το
ίδιο το σχήμα της ισότητας/ισοδυναμίας είναι όπως η ανταλλακτική αξία ως «μορφή
ανταλλαγής<>ισοδυνάμων» το «ιδανικό» πλαίσιο για την διατήρηση, για να
μην πούμε κιόλας δομημένη ανάπτυξη τού διαχωρισμού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων
αποξενωμένων κβάντων μιας συν-ομιλ(ισ)ιακής δομής, άρα είναι ίσως το «ιδανικό»
πλαίσιο για την συνεχή ανα-ανάδυση και ανισωτικών καταστάσεων κατά την
επιτέλεση κάθε συν-ομιλίας. Υπάρχουν πολλά σχήματα
εξισορρόπησης τής κυριαρχίας του ομιλούντος όταν αυτός ομιλεί, και θα ήθελα να
έχω πραγματικά τον άπειρο χρόνο που χρειάζεται για να ξεθεμελιώσω μια και καλή
την «(μετα-)διαφωτισμένη» αυταπάτη ότι το γράμμα, η γραφή, ή ακόμα και ο Λόγος
ως μια διακειμενική ή δια-λογική ελλογότητα έχει κάτι που να μπορούσε να άρει
αυτή την βασανιστική ασυμμετρία που εξετάζουμε εδώ.
Εν συντομία, πάντα μιλάμε
με τους περιορισμούς των (θεωρητικών) αποφάσεών μας, δεν υπάρχει κανένας δρόμος
για μια άρση της ασυμμετρίας τής ομιλισιακής δομής αν την εποπτεύσει αλλά και
βιώσει κανείς από την έποψη των ενικών πτυχών της ή κβάντων της.
Η ενεργός ομιλία είναι η
φωνή, και η φωνή είναι ο επιβαλλόμενος ήλιος τής γλώσσας εφόσον πάντα
προηγείται κατά τι ή επί τής ουσίας τής ακοής τής, και δεν υπάρχει κανένας
άλλος φωνοκεντρισμός από τον έμφυτο φωνοκεντρισμό τής ομιλισιακής εκφοράς και
επιτέλεσης κατά την διαίρεσή της σε πάντα ενεργητικά (ξεχωριστά) κβάντα. Εννοείται πως υπάρχει ένα
μετριασμένο πλαίσιο πραγματικής ύπαρξης τούτων, στον δοξασμένο κόσμο τής
πραγματικότητας, η οποία όπως ξέρουμε εκτός από το να παρουσιάζεται ως να
επιβάλλει τον εαυτό της ως ένα απόλυτο την ίδια στιγμή παρουσιάζεται ως να
κρύβει το απόλυτο τού Λόγου όταν τούτο εμφανίζεται σε μια τόσο αμιγή μορφή. Στην δημοκρατική εποχή μας
δεν υπάρχει λόγος να μην ψάχνουνε όλοι οι καλοί άνθρωποι τής κάθε δημοκρατίας,
εννοώ τής κάθε μορφής ισότητας/ισοδυναμίας, έναν τρόπο να κάνουν την εκφορά τής
φωνής τους εκδηλωνόμενη ως περιέχουσα τις φωνές κάποιων άλλων ή των άλλων εν
γένει, αλλιώς τι δημοκρατία θα είχαμε διάολε; Κάθε σκέψη προλαμβάνει την
σκέψη του εκφέροντος και ο εκφέρων αν έχει μυαλό ξέρει ότι προλαμβάνουν την
σκέψη του, και πάει λέγοντας με διάφορες ανατροπές ως προς την πρό-ληψη, κάτι
σαν ένα "πνευματικό" χαρτοπαίγνιο, μη πάει το μυαλό σας σε σκάκι κ.λ. Αυτό το εποικοδόμημα της
γενικής και διιστορικής δομής περί το εξωγλωσσικό συμπεριέχον αλλά και άλλες
νοητικές δομές τής γλώσσας που έχουν να κάνουν με την οικονομική-επικοινωνιακή
δομή όπως έχει μάλιστα ενσωματωθεί σε ένα «πάντα» εντός της, έχει αποκτήσει με
την «νεωτερικότητα» μιαν επέκταση άνευ προηγουμένου, αν και ανάξια λόγου
μάλλον, αλλά το κυριότερο όσον αφορά στην δική μας προοπτική έρευνας έχει
καλύψει από τα μάτια μας τις βαθύτερες σημασιακές διαρθρώσεις του λέγειν που
έχουν κάνουν με την εκφορά και την διάσπασή του, από μιαν έποψη, σε απόλυτα και
ξεχωριστά κβάντα ενέργειας.
Ωστόσο υπάρχει, όπως είναι
όχι και τόσο αυτονόητο, η ακοή.
Σε μια αφηρημένη μορφή
απέναντι σε κάθε κβάντο ομιλιακής ενέργειας υπάρχει μια ακοή. Ένας παμπόνηρος κύριος με
το μικρό όνομα Μάρτιν το έδειξε τούτο και μέσω τούτου του τόσο απλού συμβάντος
είναι σαν να ξήλωσε αιώνες δυτικής μεταφυσικής, αν και ο ίδιος ήξερε μάλλον να
μιλάει σαν ένα απόλυτο κβάντο ενεργητικής ομιλίας, προερχόμενο κατά το πως το
ήθελε από κάποια ακοή, κάποιων ουρλιαχτών όμως προ του παρόντος της ομιλισιακής
του ενέργειας αλλά από τι φάνηκε και κατά την ίδια την μεταγενέστερη επιτέλεση
των ουρλιαχτών κάποιων ομοίων πρωτο-ουρλιαζόντων αλλά και κάποιων αθώων θυμάτων
τους. Η επαν-εμφάνιση της ακοής
ως οντολογικού στοιχείου του Λόγου είχε την ατυχία μάλλον να συνδεθεί με ουρλιαχτά λύκων και αμνών.
Αυτό αντί να ανησυχήσει
τους κυρίους εκ Παρισίων, ή έστω κάποιους από αυτούς, τους έκανε να ζηλέψουν
μόνον, υποθέτω υποθέτοντας πως η δική τους ακοή, η προερχόμενη όμως από την
αναδυόμενη ακοή τού κυρίου Μάρτιν, θα είχε άλλη χρήση, υποταγμένη τώρα στην
μοίρα και τις αξίες των αμνών. Το ερώτημα που δεν έθεσαν
στον εαυτό τους ήταν αν θα ήταν δυνατόν να έχει κανείς την ακοή εκείνη που
μεθερμηνεύει την κραυγή μιας αγέλης λύκων διψασμένων για αίμα αν δεν είναι ο
ίδιος ένα μέλος αυτής. Και το ευρύτερο ερώτημα,
ενταγμένο σε ένα πλαίσιο πολλών άλλων ερωτημάτων είναι αν η ακοή ως οντικό
υπόδειγμα Λόγου που είναι και αυτή αποκομμένη από την ομιλία εν γένει, έχει
άλλη τελικά σημασία από την παθητική υποδοχή κάποιας κραυγής θύτη ή θύματος
αλλά κατά έναν τρόπο που πάντα θα ευνοεί τον θύτη.
Ο Λόγος είναι Λόγοι.
Αναφερόμαστε κυρίως στην
διαίρεση τού Λόγου σε βασικούς οντικούς άξονες και όχι (τόσο) στην κατανομή τού
Λόγου σε πολλές υποκειμενικές ή ατομικές μορφές, χωρίς βέβαια από την άλλη να
θεωρούμε πως και τούτες οι (πολλές) υποκειμενικές μορφές δεν σχετίζονται με το
ανθρώπινο δράμα τού Λόγου.
Λόγος είναι και το ακούειν
ή το άκουσμα.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες
γνώσεις γλωσσολογίας ή φιλοσοφίας για να κατανοήσει κανείς πως ο Λόγος είναι:
και η εκφώνησή του ως η ενεργός ομιλία του, και η παρακολούθησή του, το άκουσμα. Υπάρχει εδώ, εντός και δια
τού συνολικού Λόγου, που στοιχειοθετείται ή συγκροτείται από το εκφωνούμενο
λέγειν και το ακούειν του, μια συγκεκριμένη διαίρεση μέσα από την ενότητα και
μια ενότητα μέσα από την διαίρεση.
Λόγοι μέσα από έναν Λόγο
και Λόγος μέσα από τους Λόγους Του.
Αναφερόμαστε λοιπόν
συγκεκριμένα και περιοριζόμαστε στην ούτως ειπείν εσωτερική διαίρεση του Λόγου
σε: α) Λόγο τού λέγειν που λέγεται ή τής ομιλίας που ομιλεί, όταν λέγεται ή
όταν ομιλεί, και β) σε Λόγο του ακούειν αυτό το συγκεκριμένο λέγειν ή αυτή την
ομιλία. Επαναλαμβάνουμε πως υπάρχει
στην πραγματικότητα μια πολυπλοκότερη και ενωτικότερη μορφή τού Λόγου ως
δομημένου σε αυτά τα δύο στοιχεία. Πριν το συγκεκριμένο λέγειν
υπάρχει ίσως ένα ακούειν, εντός του όταν επιτελείται υπάρχει ένα ολόκληρο
αποτύπωμα λεχθέντων κάποτε αλλού ή προεννοήσεων για το λεχθέν τού άλλου (ο
οποίος την στιγμή εκείνη «ακούει»), ο άλλος ακούγοντας προκατασκευάζει την
απάντησή του ενώ μέσα του συνεχίζει να υπάρχει η ενδιάθετη ομιλία, όχι πάντα
άμεσα σχετική με αυτά που ακούει εκείνη την στιγμή κ.λπ Θα μπορούσαμε να
ανακαλύπτουμε συνέχεια επιστρώσεις και διαστρωματώσεις αλληλοσυνύφανσης μεταξύ
του κβάντου τής εκφωνούμενης ομιλίας όπως επιτελείται εκείνη την στιγμή και του
ακούειν της όπως επιτελείται και τούτο εκείνη την στιγμή. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία
καθαρή διάκριση μεταξύ του κβάντου τής ομιλίας-που-ομιλεί και τού
ακούειν-αυτής-τής-ομιλίας. Τόσο η εμπειρική όσο και η
πολυπλοκότερη επιστημονική «ματιά» απέναντι στο φαινόμενο τής διάκρισης ανάμεσα
στο εκφωνούμενον και το ακούον στοιχείο τού Λόγου μπορούν να μας παρουσιάσουν
πολλά ουσιαστικά δεδομένα για την αλληλοσυνύφανσή τους ακόμα μάλιστα και εις
ένα πρωτο-συγκροτητικό επίπεδο συγκρότησης των ιδίων ως ξεχωριστών στοιχείων. Αυτό που αφήνει ελεύθερο για έρευνα ακόμα η επιστήμη και η φιλοσοφία είναι ο πυρήνας της ασυμμετρίας
μεταξύ των αν εξεταστούν δια μέσω μιας ριζικής νομιναλιστικής «οπτικής», η
οποία αν και απολύτως νόμιμη στα πλαίσια του ευρύτατου (κριτικού ή μη-)
ορθολογισμού δεν προτιμάται διότι ο φόβος φυλάει τα άμοιρα τα έρμα από τον
διαλυτικό νομιναλισμό. Επείγει πάντα, για όλους
τους «σωτήρες» του ορθολογισμού, η σωτηρία τού Λόγου ως ενός ενιαίου όντος που
τελικά χωνεύει τους Λόγους Του με έναν ήπιο τρόπο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη
υπόθεση.
Ας προχωρήσουμε.
Η ασυμμετρία του Λόγου και
των Λόγων Του όπως τους ορίσαμε στον δυϊκό άξονα λέγειν-και-ακούειν αποκτάει
φωνή και εξετάζεται άφοβα όταν επανέλθουμε στην καταπονημένη αλλά ακόμα ζώσα
παράδοση τής πρωτοκαθεδρίας τού εκφωνούντος-και-εκφωνούμενου λέγειν. Για να κάνουμε μια
πληρέστερη χαρτογράφηση του σημείου που μας απασχολεί ας επισημάνουμε ξανά το
γεγονός πως ακόμα και ένας ενδιάθετος Λόγος είναι κατά την στιγμή τής ύπαρξής
του ένα τέτοιο ομιλείν και μάλιστα όχι μόνον με την έννοια που θα του προσέδιδε
μια καταχώρισή του ως δυνάμει ενός εκφωνούντος-και-εκφωνούμενου-λέγειν κατά την
πλήρη εμφάνισή του που περιλαμβάνει εκτός από το θεμελιώδες τής εκφώνησης την
εξωτερική υλική εκφορά του. Ήδη αυτό το δυνάμει είναι
ενεργεία ή τέλος πάντων κάτι ουσιαστικότερο από ένα κατώφλι έξω από την
ομιλιακή φωνή τού Λόγου. Ο Λόγος ως κβάντο
ενεργητικής ομιλίας είναι ήδη εκεί. Θα ήθελα αυτά τα
τελευταία-τελευταία να τα σημειώσετε, αλλά επίσης να μην τους δώσετε παραπάνω
σημασία από αυτήν που πρέπει, εφόσον ο στόχος μας είναι εν προκειμένω να
εξετάσουμε την αμιγή μορφή ή σημείο τόσο τού λέγειν-ομιλείν κατά την
εκφώνηση-εκφορά του όσο και κατά το ακούειν αυτήν την εκφώνηση-εκφορά. Ας ξεκινήσουμε από μιαν
ένταση, από ένα σημείο έντασης που μέσα σε όλη αυτή την ορθολογιστική και
κοινωνιστική οχλοβοή μοιάζει να χάνεται. Δεν είναι αυτό που
φαντάζεστε με βάση τα προηγούμενα, ή μάλλον δεν είναι μόνον αυτό που
φαντάζεστε.Έχουμε δει πως μια
εκφώνηση-εκφορά λειτουργεί και ως ακινητοποίηση τής δυνητικής ή ήδη
σχηματισμένης εκφώνησης-εκφοράς τού ακούοντος αυτήν. Τούτο δεν είναι μια απλή
τυπική οντική κατάσταση διαδοχής και σειράς μεταξύ ανισοδύναμων στοιχείων ενός
ενιαίου Λόγου που πρόκειται να διατηρηθούν ως ανισοδύναμα ή να αρθούν ως
ανισοδύναμα στοιχεία Του κατά μιαν συνολική επιτέλεση της συν-ομιλίας που τον
απαρτίζει ως Λόγο. Πρόκειται ήδη για μιαν
οντική διαίρεση τού Λόγου σε Λόγους. Ας κρατήσουμε καλά αυτό το
πράγμα, αλλά όπως σας είπα αυτό δεν είναι το μόνον σημείο έντασης. Όταν υπάρχει ήδη η διαίρεση
τούτη το ακούειν ως μια παρουσιαζόμενη ως «παθητική» ύπαρξη τού Λόγου, ως ενός
Λόγου ωστόσο, δεν εμφανίζεται στην πραγματικότητα πουθενά. Δεν υπάρχει ως (απόλυτα)
ξέχωρη οντότητα, ως «κβάντο». Και αυτό δεν έχει να κάνει
με τις πλοκές που σας υπέδειξα ή υπενθύμισα, όπως μας τις έχει δώσει η
(νεωτερική) επιστήμη, φιλοσοφία κ.λπ. Το κβάντο τού ακούειν είναι
ένα ανύπαρκτον-ως[-απόλυτα]-ξέχωρον ακόμα και όταν αφαιρέσουμε όλες τις
επιστρώσεις και διαστρωματώσεις που μας παρουσιάζονται όταν δούμε την
συν-συγκροτητική υφή τού ομιλείν-ακούειν. Για την ακρίβεια, θεωρώ πως
το ακούειν υφίσταται μεν αλλά όχι ως κβάντο. Αν είναι ή παραμένει ως ακούειν
ένας Λόγος τού Λόγου, τι είναι ωστόσο; Υποθέσαμε την οντική
ισοδυναμία λέγειν-ως-εκφώνηση και ακούειν, οπότε είναι να ανακαλύψουμε την
οικεία τού ακούειν Δόξα και Ισχύ.
Όταν η εκφώνηση
εξακοντίζεται προς το σύστοιχό της ακούειν, αφού έχουμε αποσπάσει τις
προ-πλοκές τους, ούτε το σχηματίζει μόνον ούτε το συναντά μόνον. Αν το σχημάτιζε μόνον θα
είχαμε ένα ομιλείν που ιδρύει πάντα το ακούειν του, θα είχαμε λοιπόν έναν
ιδρυτικό Λόγο εκ του οποίου απορρέει ως γέννημα ένας καθιδρυμένος άλλος Λόγος,
άρα θα είχαμε να κάνουμε μεν με Λόγους τού Λόγου αλλά ο γεννημένος Λόγος, εν
προκειμένω ο Λόγος=Ακούειν θα ήτο εν τέλει ένα αποτέλεσμα ενός Λόγου (τού
εκφωνούμενου) που θα ήταν «περισσότερο» Λόγος από τούτον (τον γεννημένο). Δεν
είναι έτσι. Το ακούειν λοιπόν προϋπάρχει
όσο και η εκφώνηση, ο Λόγος ως φωνή. Σχηματίζεται; Σχηματίζεται όσο
σχηματίζεται και αυτό που το σχηματίζει, αλλά και το ίδιο (το ακούειν) ως
σχηματίζον της εκφώνησης σχηματίζει την εκφώνηση όσο η εκφώνηση το σχηματίζει
(το ακούειν) και αυτό. Υπάρχει λοιπόν μια απόλυτη
ετερότητα μεταξύ των η οποία όμως σημαίνει ταυτοχρόνως και ταυτοτόπως μια
απόλυτη ταυτότητα (τής) ιδρυτικής και λειτουργικής «αξίας» (τους). Ποια είναι η ετερότητα
τούτη; Ας παραμείνουμε στην
ταυτότητα όπως μας παρουσιάζεται ως κοινή έναρξη και ως κοινή ίδρυση, ή ακόμα
και ως συγχρονία/ταυτοτοπία. Όμως, ακόμα και έτσι, ή
μάλλον ακριβώς για τούτο: Δεν έχει κανένα νόημα η
διάτρηση τής μοναχικότητας και τής βίας του λέγειν-ως-εκφώνηση ή ως φωνής που
εξακοντίζεται σε ένα ακαθόριστο (ακόμα) ακούειν. Το λέγειν ούτως, όταν έχει
ήδη φύγει από το στόμα του εκφωνούντος και ως παρθικό τόξο κατευθύνεται στο
ανήμπορον υποδεχόμενόν του, δεν σηκώνει πάνω του κανέναν συνκαθορισμό. Τι έχει να συναντήσει; Αυτό που είναι να
συναντήσει είναι μόνον σχηματισμένο; έστω ως συνσχηματισμένο με το ίδιο το
λέγειν; Αν το ακούειν δεν είναι
κβάντο, ένα δηλαδή πακετάκι πλήρως και ακριβώς καθορισμένης ποσότητας μιας
ξέχωρης ενικής ύπαρξης (πάντα ως Λόγου), τι είναι; Στα όρια ύπαρξης και
ανυπαρξίας το ευκολότερο είναι να φανταστεί κάποιος πως το οριακό τούτο ζητεί
έναν ζωοδότη, κάποιον που θα του δώσει με μιαν μικρή ώθηση εμφάνιση στον κόσμο. Όμως δεν είναι έτσι. Πως είναι; Για να δούμε τι συμβαίνει
και να ψηλαφίσουμε την ιδιοσυστασία τόσο τού Λόγου-ως-λέγειν όσο και του
Λόγου-ως-ακούειν θα έπρεπε να φανταστούμε και τον ίδιο τον «Λόγο-ως-ακούειν» ως «Λόγο-ως-λέγειν», θα έπρεπε λοιπόν, πάντα σεβόμενοι ωστόσο την
σφοδρότητα τής «εκφώνησης», να δούμε την ετερογενή Ισχύ και Δόξα του ακούειν δια
ενός τροπισμού τού λέγειν, να δούμε εν ολίγοις το ακούειν και αυτό ως λέγειν,
ένα άλλο, απόλυτα έτερο αν και συναπτόμενο προς το εκφωνούμενο λέγειν, λέγειν. Για να εξετάσουμε την
αρχιτεκτονική της ομιλίας σε συνάφεια προς το ακούειν, όπως το προείπαμε,
απορητικά πάντα -ελπίζουμε, πρέπει πρώτα να ανοίξουμε με την σπάθα μας έναν
δρόμο μέσα στην άγονη, ξερή ζούγκλα μερικών εννοιολογικών διαχωρισμών -δεν
είναι όλοι οι εννοιολογικοί διαχωρισμοί σχηματίζοντες άγονες ζούγκλες.
Θα συναντήσουμε λοιπόν,
εδώ, τον στόχο μας για την υφή του ακούειν, αφού ξε-καθαρίσουμε κάποια
εννοιολογικούλια.
Χωρίς απαραίτητα να έχουμε
προχωρήσει πολύ, για τούτον τον στόχο, αλλά μπορεί κανείς να πει ότι και το
λίγο προχώρημα είναι κάτι λίγο; Υπάρχει για τους κοινούς μη
θνητούς η διάκριση discours[=σημαίνουσα δομή]/parole[=λόγια, εκφερόμενα] αλλά
ελπίζω όχι για όποιους θνητούς έχουν κατορθώσει να επιβιώσουν από την
καταστροφή των πάντων, η οποία έχει συμβεί, αν δεν το έχετε καταλάβει. Δεν έχουν καταστραφεί
βέβαια τα πάντα αλλά το παν ως η επιθυμία για τα πάντα, και τίποτα δεν υπάρχει
που να μας δείχνει ένα σημάδι ότι αυτό το παν θα αναδυθεί από τις ίδιες τις
στάχτες του. Δεν ξέρω τι είναι εκείνο
που δείχνει ένα σημάδι σε αυτό τον κόσμο για την επανεμφάνιση μιας επιθυμίας
που έσβησε, αυτό που ξέρω είναι ότι από στάχτες που είναι στάχτες δεν αναδύθηκε
ποτέ η ίδια φωτιά, ή μια άλλη φωτιά. Το ζήτημά μας λοιπόν δεν
είναι να ψάξουμε ή να βρούμε κάτι που να μας επαναφέρει στα λαμπρά λόγια,
parole, που θαρρείς σαν να γέννησαν την επιθυμία για τα πάντα ως ένα Εν, σαν να
μην έχει γίνει τίποτα.
Έχουν γίνει πολλά και θα
γίνουν και άλλα πάνω στην τροχιά τής μετατροπής του Λόγου ως λέγειν σε ένα όλο
και πιο συστηματοποιημένο ψευδο-σύστημα προσδιοριστικών σημαινουσών δομών,
discours, εγώ (το) λέω ψευδο-σύστημα όχι μόνον για να μην «παίρνει» και πολύ
αέρα αλλά και γιατί δεν υπάρχει ως διακρινόμενον από το ομιλείν, κατά τον τρόπο
τουλάχιστον μιας δυϊκής διάκρισης. Δεν υπάρχει καμία τέτοια
διάκριση, ούτε η γλώσσα έρχεται να κάτσει ούτως ειπείν εκ των υστέρων πάνω σε
μιαν σημαίνουσα άρθρωση ή να αναδυθεί κείμενη ή (πάλι) πάνω στο θεμέλιον τούτης
τής σημαίνουσας άρθρωσης αποικίζοντάς την. Σημαίνει τούτο πως όλα
είναι parole; Και Ναι και Όχι γλυκά μου,
αλλά αυτό δεν σημαίνει πως όλα τα λόγια είναι προσβάσιμα εφόσον μιλάμε για
όλα-τα-λόγια και όχι για τα πάντα στον Λόγο και τους Λόγους Του που περιέχουν,
όπως είδαμε, και άλλα πράγματα. Τα λόγια ως διακρινόμενα
από την σημαίνουσα δομή, θαρρώ, δεν υπάρχουν, ούτε αποτελούν ένα είδος
αυτάρκους μεν αλλά υπαρκτής επιφάνειας ενός «βάθους». Κάθε Λόγος και ο
Λόγος-ως-Λόγος είναι μόνον επιφάνεια.
Εκεί καταλήγω, σε αυτό το
υποερώτημα, αν υπάρχει ακόμα.
Τι επιφάνεια μπορεί να έχει
μια μόνον επιφάνεια εκτός τής ίδιας; και τι βάθος είναι τούτο που θα μπορούσε
να υπάρξει ως βάθος αν υπήρχε μόνον επιφάνεια; Θαρρώ πάλι, ότι τρομάζοντας
με την πλήρη ισότητα ή ισοσημαντικότητα των Λόγων του Λόγου, τελικά ακόμα και
τούτοι που την ανέδυσαν (κυρίως στις θεωρίες τους, αλλά όχι μόνον) σοβάρεψαν
μπροστά στο ιεραρχημένο ανάγλυφο με τις αξίες και τις σημαντικότητες. Αυτό το ανάγλυφο είναι ένα
ψεύδος «για τούς άλλους», όχι χρήσιμο για την επιστήμη την ίδια ακόμα και όταν
ασκείται για να εδραιώνεται συνέχεια η κοινωνική ιεραρχία, εφόσον ένας
πραγματικός μαίτρ ή σεφ τής γνώσης, ή απλά ένας παιγνιώδης κάτοχός τής, δηλαδή
το ίδιο, ένα πράγμα ξέρει να διαπλέει ως μέρος της, ως ωκεανό τής μεγάλης
θαλάσσιας ενότητάς της (που σχεδόν αδύνατο να διαβεί κανείς), ένα πράγμα
διαπλέει λοιπόν: μια επιφάνεια που είναι μόνον επιφάνεια. Τα βάθη είναι ο τρόμος τής
άγνοιας ή αλαλίας, η επιφάνεια είναι το παιχνίδι τής γνώσης και βέβαια, της
γενικότερης υπόστασης η οποία «περιέχει» γεωγραφικά και την γνώση και όλο το
άλλο υπόλοιπο ομιλείν, που είναι τελικά απλά και μόνον ένα ακόμα parole. Το γεγονός πως όλοι θεωρούν
πως έχουν το ίδιο δικαίωμα στο κάθε parole, δεν σημαίνει ότι το έχουν, εφόσον
μιλάμε για τούτο στην ενότητά του και την τεράστια έκτασή του.
Πριν αναλογισθούμε για τον
Λόγο ως ακούειν, ας αναλογισθούμε, όπως μπορούμε, την ζωή μας. Όταν αναλογιζόμαστε την ζωή
μας χωρίς τις ψιμυθιώσεις περί τον απέραντο κόσμο, συναντάμε μια συνομιλία σε
ένα κλειστό δώμα. Ο οίκος τού σημαίνοντος
«για σένα» είναι το δώμα αυτό, όπου κάποτε σου δόθηκε μια λέξη, μια φράση για
να ξεκινήσει ούτως ο λόγος-που-εκφέρεις-και-συ.
Άραγε αυτό το δώμα υπήρχε
πριν «εσένα»; Μήπως αυτό που προϋπήρχε,
«ίσως-προϋπήρχε» λέω, ήταν ένας ευρύτερος οίκος μέσα στον οποίο σχηματίσθηκε
και αυτό το δώμα; Ο οίκος αυτός είναι μεν
τεράστιος, αλλά απαρτίζεται από μυριάδες μικρά δώματα. Είναι λοιπόν το σημαίνον ένα
κτίσμα απαρτισμένο από μυριάδες δώματα; έτσι απλά; Όπως κάθε κτίσμα έχει
θεμέλια, υποστηρίγματα, επιμέρους στηρικτικές διαρθρώσεις. Οπότε, ας υποθέσουμε πως
υφίσταται ως μια δομή, όπου η κεντρική, ούτως ειπείν απρόσωπη, θεμελιακή και
σκελετική δομή του, συναρθρώνει επιμέρους, μοναδικές και υπαγόμενες στο
διαρθρωτικό σχήμα-θεμέλιο-υποστήριγμα μορφές.
Δεν μπορεί όμως να είναι
έτσι τα πράγματα. Γιατί δεν μπορεί να είναι
έτσι τα πράγματα; Γιατί η λέξη, η φράση, το
«μορφοποιημένο» φώνημα, με τα οποία αρχίζει να υπάρχει μαζί και το δώμα και η
συνομιλία «εντός» του δεν σημαίνουν, όπως θα δούμε παρακάτω, την ύπαρξη μιας
σημαίνουσας δομής [discours] επί της οποίας υπάρχει (μεταγενέστερη)
αποικιοποίηση από την γλώσσα-ως-[το-]λέγειν[parole]:
Αυτό το δώμα, η δια τής
εισόδου στην γλώσσα ενοίκηση ενός δώματος που η ίδια η γλώσσα-ως-λέγειν
σχηματίζει ως το δώμα της και ως το δώμα του οικο-δομήματος τού Λόγου, δεν
είναι ένα «έπειτα», αν και παρουσιάζεται μόνον ως ένα «έπειτα» μιας ήδη
σχηματισμένης, ήδη συντελεσμένης εν εαυτώ, απέραντης οικο-δομής η οποία με αυτό
τον τρόπο δεν μπορεί άρα να λάβει τον τίτλο τής σημαίνουσας δομής [discours], ή
τής κύριας άρθρωσης τού σημαίνοντος, ως εκείνη η σημαίνουσα δομή-άρθρωση η
οποία αποικίζεται εκ των υστέρων από την γλώσσα και η οποία απλά υπο-δέχεται το
νέο δώμα τής σημασίας και τού σημαίνοντος. Το ομιλείν-λέγειν διατρέχει
όλη την επιφάνεια τού σημαίνοντος, αν και όλη η επιφάνεια τού σημαίνοντος δεν
είναι ομιλείν-λέγειν. Η δημιουργία ενός νέου
δώματος τού σημαίνοντος είναι ενέργεια ενός ομιλείν-λέγειν εις την
συν-διαστατική συν-επιφάνεια που σχηματίζεται από τούτο το ομιλείν σε
διαστατική συνάφεια προς το ακούειν του. Τι μπορεί να είναι μια
σημαίνουσα δομή, όταν λάβουμε σοβαρά υπόψιν αυτή την δομή δημιουργίας;
Μόνον ό,τι ως «σημαίνουσα
δομή» ενυπάρχει ή μάλλον συνδιαστατώνει και συνδιαστατώνεται μόνον-και-μόνον
εις την αποκλειστική ομιλι(σι)ακή διάρθρωση ίδρυσης ενός δώματος τού
σημαίνοντος.
Δεν υπάρχει εκεί μόνον στο
εγώ και το ε-σύ, αυτό ας το θυμηθούμε ξανά.Ήδη οι πατρικο-ρηματικές
και πατρικο-κατηγοριακές διαμορφώσεις και σημάνσεις [είμαι, είναι κ.λπ], οι
πλήρεις κενώσεων και πληρώσεων, ιεραρχήσεων και απο-ιεραρχήσεων, σημαινότητες
κ.ο.κ, υφίστανται «εκεί», αλλά ως πλεγμένες στο κοινό υφάδι τού λέγειν και του
ακούειν, είτε ως πλεγμένες είτε ως πλεγμένες-μόνον να-πλέκουν. Το ανθρώπινον δώμα δεν
περιέχεται σε μια υπερ-οικοδομή, αν και τούτη υπάρχει επίσης. Το ανθρώπινον δώμα περιέχει εις την μοναδιαία και
ενική του δόμηση κάθε υπερ-οικοδομή του. Το
σημαίνον έχει δομή, το σημαίνον ομιλεί-και-ακούει και ως δομή, αλλά η δομή δεν
συνομιλεί, ούτε «κατεβαίνει στους δρόμους».
------------------------------------------------------------------------
Θυμάμαι, στα παλιά μου
νιάτα, είχα την συνήθεια να κοιμάμαι στρωματσάδα στο χωριουδάκι, θάμπωνα και
κύκλωνα την σκέψη μου με την επιδραστική κλήση των αστεριών. Τα αστέρια λάμπουν δυνατά
τις σκοτεινές νύχτες, και τα τριζόνια, οι κουκουβάγιες, οι μπούφοι, τα φιδάκια
που ίσα π' ακούγονται, κρύβονται ή αποκαλύπτουν δια τούτων των λάμψεων θηράματα
ή θύτες μιας αέναης και βουβής καταδίωξης μεταξύ των. Ο άνθρωπος λέει πως κοιτάει
ψηλά, θάμπωσε την φύση με το θάμπωμά του, έριξε και ρίχνει παντού μιαν ενοχή,
και τούτο το στηρίζει ίσως και στο ίδιο το θάμπωμά του από τον έναστρο ουρανό. Δίπλα, έκαιγε ένα καντηλάκι
και έτριζαν οι καρέκλες από τους σκώρους, τραγουδούσε ακόμα ένα μη θάμπωμα, μια
σχεδόν πληκτική κυκλικότητα αγκάλιαζε μονόχνωτους ανθρώπους και τους κράταγε
σφιγμένους σε μιαν εστία, και αυτή φασματική, δεν αντιλέγω, αλλά δεν έλειπε και
σε αυτούς η στρωματσάδα, θάμπωμα και εκείνοι, αλλά δεν μίλαγαν πολύ.
Ήθελαν να συνεχίσουν.
Οι χωριάτες ακούγανε πολύ,
από μισοπόνηρη έκσταση και παζάρι με τον θεό και τον γείτονα, ρώταγαν για να
ακούσουν. Το ναι και το όχι, τα νέα,
οι φήμες, έπρεπε να ακουστούν, δεν έπρεπε πρώτα να λεχθούν αλλά αν είναι
δυνατόν να ακουστούν πριν λεχθούν, αλλά άκουγαν, ένας αργός κόσμος ακουσμάτων,
ένας κόσμος μικρός, τόσο μικρός που έπιασε τα πάντα στην παλάμη του.
Τώρα;
Η Νύχτα που τα όντα έλαμψαν δεν είχε να περιμένει το
πρωί, δεν είχε ψωμί στη παλάμη της. Οι φωνές της άλλαξαν τις αναγγελίες της ζωής σε
υποσχέσεις, τα σώματα εντός της έπαψαν να μιλούν τις γλώσσες του οικείου και
του ανοίκειου, ώσπου εμφανίσθηκε η αλήθεια όπως είναι, ένα δέσιμο στην
αλήθεια..Δεν αρκούσε πια
να αγγίζεις τη σιωπή, δεν έφτανε να υπάρχεις σε αγωνία. Ένα δέσιμο, ένας
παράταιρος ήχος από λέξεις, απαιτούσε την ελευθερία: Να σπάσεις τους κύκλους
της ελπίδας με τα χέρια, με τα δόντια να κόψεις τα σχοινιά, και μια αρμαθιά από
λέξεις, κομμάτια πίστης και επιμονής, ακολουθούσε σαν σκιά το χρέος της.. Πόσα λεπτά
μένουν; Τι είναι όλο αυτό το απεριόριστο που σε κυκλώνει σαν άνεμος; Δε σε
νοιάζει πια, δεν σε κόφτει. Τα δένεις κι αυτά, σαν σκύλους πιστούς στο
στρατήγημα, με τον πυρετό αυτής της πειθούς χωρίς όνομα. Και τότε λαμβάνεις ένα
κοινό όνομα.
Ο τάδε, ο δείνα
περαστικός θεός, ο κοινός, ο αυριανός, ο μηδέποτε..
Ιωάννης
Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου