Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Η στρατιωτική δομή τής ταξικής κοινωνίας - Συμπληρώσεις [2]

 
Επαναλαμβάνω συμπληρώνοντας [οι συμπληρώσεις με έντονη γραμματοσειρά]:
 
 
 
Η «μη-στρατηγική» «τακτική» δομική υπόσταση της μισθωτής εργατικής υπόστασης, ακόμα και της μισθωτής μικροαστικής υπόστασης, είναι το στρατηγικό πρόβλημα της.
Αυτό το ειδικό «στρατηγικό πρόβλημα» ως «στρατηγικό πρόβλημα» μιας «ως έχει» «τακτικής» κοινωνικής υπόστασης, δεν «πρέπει» να αναβιβαστεί σε αυτοτελή «στρατηγική ουσία» σαν να μπορούσε μια «τακτική υπόσταση» παραμένοντας «ως έχει» να έχει αυτοτελή στρατηγική: 
Δεν γίνεται δηλαδή όταν υπάρχει ένα μόνιμο δομικό πρόβλημα ενός κοινωνικού υποκειμένου σε σχέση με την στρατηγική του δόμηση, επειδή τούτο το υποκείμενο υφίσταται «ως έχει» ως καθηλωμένο στην τακτική, να αναβιβαστεί σε αυτοτελή «στρατηγική ουσία» αυτού τού κοινωνικού υποκειμένου σαν να μπορούσε αυτό το υποκείμενο να έχει κάποια στρατηγική παραμένοντας «ως έχει».
Γιατί όμως; 
Η στρατηγική απαιτεί εκ της ιδιοσυστασίας της την υποταγή τής τακτικότητας, είτε αυτή η υποταγή είναι διαλεκτική και «ζωντανή» (άρα περιέχει την τακτικότητα ως ένα οργανικό μέρος του όλου «τακτική-στρατηγική») είτε είναι αντιδιαλεκτική. 
Το ζήτημα είναι άρα να υψωθεί κάθε απομονωμένη τακτική, κάθε κοινωνική υπόσταση που είναι καρφωμένη στην μοίρα του επιβιωτικού και ψυχικού τακτικισμού, στο ύψος της στρατηγικής ουσίας αυτο-αρνούμενη την ίδια την τακτικοποίηση της δικής της ουσίας. 
 
Κάποια παλιότερα κείμενά μου γραμμένα το 2011 και το 2012, συμπληρωματικά προς τις άνω ερευνητικές υποθέσεις:

Στρατηγικές φαντασιώσεις..

Η στρατηγική και η τακτική πολλές φορές συγχέονται στα μυαλά των καταπιεσμένων. 
Φαντάζονται εφόδους και νίκες, αρκεί να έλθει η λυτρωτική στιγμή της εφόδου στο κάστρο της εξουσίας. 
Η αυταπάτη της εφόδου απορρέει από την ίδια τη ταξική σου θέση. 
Η τάξη εντός των καταπιεσμένων με την μεγαλύτερη υπομονή είναι οι βιομηχανικοί εργάτες, μετά τους (φτωχούς) αγρότες-οι τελευταίοι παραέχουν υπομονή-, άρα είναι και η τάξη με την καλύτερη σχέση με την πολεμική δομή, την ενότητα και την διαφορά των τακτικών με τους στρατηγικούς προσδιορισμούς. Από την άλλη, τίποτα δεν είναι σίγουρο. 
Η καλύτερη σχέση με κάποια δομή δεν σε καθιστά πάντα και αποτελεσματικότερο. 
Πιθανόν να κρύβει και έναν αγιάτρευτο τακτικίστικο «στρατηγισμό», μιαν λανθάνουσα νοικοκυροσύνη κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρα μερικές φορές. 
Οι μικροαστοί από την άλλη είναι η αποκορύφωση της αμφιθυμίας, εκρηκτικοί και καταθλιπτικοί. 
Ενδιαφέρουσες μορφές αναδύονται από την μικροαστική τάξη. 
Οι λούμπεν είναι μια σπαταλημένη πολεμική δύναμη, αλλά δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι. 
Τώρα υπάρχει και μια μάζα ακαθόριστων στοιχείων, αυτοί που ο Λένιν ονόμαζε μισο-προλετάριους. 
Εκεί αναδύονται όλα τα εκρηκτικά στοιχεία του κινήματος. 
Η αντινομικότητα της θέσης τους έχει έναν διαφορετικό χαρακτήρα από αυτή των μικροαστών. 
Η τακτική είναι γι αυτούς κόκκινο πανί, ένδειξη προδοσίας. 
Πολλά από τα «πιο ταξικά στοιχεία», είναι μισο-προλετάριοι, επίδοξοι γραφειοκράτες με ενοχική ψυχική στάση. 
Το μείγμα όλων αυτών των στρωμάτων, το αριστερό κίνημα, έχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Δυσκολεύεται να πολεμήσει, να διαταχθεί στην κατεύθυνση του κύριου στόχου με σωστή αναλογία δυνάμεων και καταμερισμού στο παρόν και το μέλλον.  
Οι φαντασιώσεις περισσεύουν, και φαντασιώσεις δεν έχουν μόνον οι εκρηκτικοί άνθρωποι, αλλά και οι νοικοκύρηδες..
 

Ιωάννης Τζανάκος 11/2/2011



Το κείμενο των μαζών / Η ενδεχόμενη ρήξη και οι κόλακες των μαζών..

Πιθανόν είναι η μαζική προσέλευση των πολιτών στο Σύνταγμα να σημάνει μια ποιοτική μεταβολή στην πολιτική διεργασία που συντελείται στη χώρα. 
Αντίθετα από αυτό που θεωρούν οι στατικές αναλύσεις των κοινωνικών συσχετισμών, η πολιτική επηρεάζεται άμεσα από την παρουσία των κοινωνικών δυνάμεων στον δημόσιο στίβο. 
Όμως όποια κι αν είναι η παρουσία των κοινωνικών δυνάμεων στον δημόσιο στίβο, δεν γίνεται ορατό το σύνολο των αντιλήψεων που φέρουν αυτές σε αυτόν. 
Υπάρχουν πολλές μεθοδολογίες για την διερεύνηση των αρχικά αφανών αντιλήψεων. 
Αναπόφευκτα η ανάλυση του «κειμένου» των μαζών περιέχει σχηματοποιήσεις, γενικεύσεις, μονομέρειες, που προέρχονται από την ιδεολογική εκκίνηση των «αναλυτών».
Δεν σκοπεύω να συνεισφέρω σε αυτό τον διάλογο χωρίς να διευκρινήσω το θεμελιώδες της υφής αυτού του «κειμένου» όσον αφορά την ίδια τη δράση των υποκειμένων που το «γράφουν». Το κείμενο των μαζών γράφεται συνεχώς, αλλά αυτό συμβαίνει χωρίς να υπερβαίνεται το αρχικό πλαίσιο του, παρεκτός κι αν επικαθοριστεί απο ένα νέο -ποιοτικά προσδιορισμένο- κειμενικό στοιχείο.  
Αυτό που αποτελεί για μένα καθοριστικό ανιχνευόμενο-δυνητικό στοιχείο είναι η -για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο- σοβαρή αμφισβήτηση της «γεωπολιτικής-γεωπολιτισμικής» θέσης της χώρας. Το νέο στοιχείο αυτό ωστόσο δεν έχει αναπτυχθεί στο κρίσιμο μέγεθος εκείνο που θα προκαλούσε την μετατροπή της «ιδέας» σε «προγραμματικό πλαίσιο». Οι μάζες των καθημερινών ανθρώπων συνεχίσουν να γράφουν το κείμενό τους χωρίς να πιστεύουν καθόλου ότι είναι δυνατή μια τέτοια μετατροπή. Οι φαντασιώσεις των αριστερο-εθνικιστών, των δεξιών εθνικιστών (δεν μιλώ για τους καρατζαφέρηδες), αλλά και των αντι-ιμπεριαλιστών, για μια ρήξη με την δύση χωρίς την συμμετοχή των μαζών, ψυχή τε και σώματι, σε αυτή την ρήξη, στηρίζονται στην λανθασμένη ανάγνωση του κειμένου. Οι υποσημειώσεις που γράφουν οι μάζες στο περιθώριο του βασικού κειμένου τους, αναδεικνύονται από αυτούς ως μέρος του. Όμως όποιος έχει επαφή με τους συγγραφείς γνωρίζει πως τίποτα δεν έχει μετατραπεί στο κύριο σώμα του «έργου» τους. Από την άλλη υπάρχει το ενδεχόμενο ενός αυτόματου «θανάτου» της θέσης της χώρας, παρά τις ικεσίες των ηγετικών δυνάμεων και την προθυμία των μαζών να υποταχθούν στην «παγκόσμια» πραγματικότητα. Ακόμα και τότε όμως αυτό που θα επιλεχθεί αναγκαία, δεν θα σημάνει την γενική έξοδο της χώρας από το ιμπεριαλιστικό πλέγμα της «Δύσης». Η επιλογή των μαζών πέρα από την ευρωπαϊκή ένωση δεν σημαίνει λ.χ την έξοδο από το ΝΑΤΟ. Πιθανότερο είναι να αναπτυχθεί ένα νέο είδος υποτακτικής ημι-ανεξάρτητης εθνικής αστικής τάξης, η οποία θα «δώσει» στον λαό ένα βασικό επίπεδο διαβίωσης και ένα «προσχηματικό» επίπεδο «εθνικής αξιοπρέπειας». Η δεύτερη φάση μιας πιθανής ρήξης με την ευρωπαϊκή ένωση θα είναι η θέση της χώρας στην ζούγκλα των περιφερειακών αντιθέσεων. Τίποτα δεν αποκλείεται σε ένα μεταβαλλόμενο πλαίσιο διεθνο-πολιτικών και διεθνο-οικονομικών συγκρούσεων, αλλά ο βασικός πυρήνας της θεμελιακής αφήγησης παραμένει ο ίδιος. Λίγοι έχουν σκεφτεί με συνέπεια την αφηγηματική εμπλοκή μιας κοινωνίας που έχει ιδρυθεί στην κυριολεξία με την άμεση εξάρτηση της από τις στρατηγικές επιλογές της «Δύσης». Δεν έχει σημασία μόνον ο «οικονομικός παράγοντας», ούτε έχει σημασία να ψάξουμε την δυναμικότητα της ντόπιας αστικής τάξης, χωρίς να κρατήσουμε γερά στο μυαλό μας την αυτονομία του πολιτικού στοιχείου της εξάρτησης. Ούτε ο Καναδάς δεν είναι «οικονομικά εξαρτημένος», αλλά σε διεθνο-πολιτικό επίπεδο είναι ένας πιστός στις Η.Π.Α νάνος. Τόσο απλές είναι οι καταστάσεις που οι «μαρξιστές» και «φιλελεύθεροι» αναλυτές συσκοτίζουν με τις εμμονές τους. Οι μάζες γνωρίζουν καλύτερα σε  τι «υποκύπτουν». Εξάλλου αυτές είναι που θα προτάξουν το σώμα τους σε ενδεχόμενη γεωπολιτική αναταραχή. Αυτές είναι που θα πάρουν και την τελική απόφαση για την ενδεχόμενη «αναταραχή» των όρων της θέσης της χώρας. Η αλλαγή στους υλικούς όρους της ζωής και τής σκέψης των καθημερινών ανθρώπων, οι οποίοι ως όροι συμπεριλαμβάνουν τόσο το «οικονομικό» όσο και το «πολιτικό» πεδίο, δεν θα μετατραπεί σε κίνηση για την ριζική αλλαγή τους χωρίς την αλλαγή των «κειμενικών» όρων της ύπαρξής τους. 
Μια ριζική μετατροπή αυτών των όρων προϋποθέτει την επίγνωση της ολότητας τους, η οποία συμπεριλαμβάνει την επίγνωση όχι της αυτονομίας του «κειμενικού» στοιχείου τους, όπως θα φαντάζονταν οι ευφάνταστοι διανοούμενοι της «κειμενικής» ανάλυσης, αλλά το ακριβώς αντίθετο την επίγνωση της απόλυτης πρόσδεση του στο υλικό στοιχείο της ζωής. 
Παραδόξως οι μάζες των καθημερινών ανθρώπων γνωρίζουν καλύτερα απο τις στρατιές των μισθωτών ή άμισθων «αναλυτών» την ουσία αυτής της πρόσδεσης. 
Γνωρίζουν πως η ριζική μετατροπή της «κειμενικότητας» της χώρας σημαίνει την ριζική μετατροπή της θέσης της στον κόσμο. Οι διάλογοι των καθημερινών ανθρώπων με τους φωστήρες της «ρήξης» είναι οι διάλογοι των αληθειών αυτών με τα τακτικιστικά ψεύδη και την πολιτική απάτη. 
Αν οι υποστηρικτές της «ρήξης» δεν υποσχεθούν δάκρυα αίμα και ελευθερία, και νομίζουν πως με κολακείες και υποσχέσεις παραδείσων θα πείσουν τους «αφελείς», το μόνο που θα κάνουν είναι να εξασφαλίσουν την περιφρόνηση..
 
Ιωάννης Τζανάκος  12/2/2012

 

6 θέσεις για την στρατηγική.

1.

Για την σχέση τακτικής στρατηγικής υπάρχουν πολλές αναλύσεις και κλασικά δοκίμια, που αφορούν κυρίως τον στρατιωτικό τρόπο αντιπαράθεσης.  
Δεν χρειάζεται καν να αναφέρω τους κλασικούς της στρατιωτικής «επιστήμης», αλλά και άλλους θεωρητικούς της ύστερης εποχής που εξέλιξαν και ολοκλήρωσαν σε ένα ευρύτερο πεδίο αυτόν τον τομέα. Θεωρώ πως όποιος ασχολείται σε ένα ορθολογικό πλαίσιο με την πολιτική, χωρίς να είναι «επαγγελματίας», είναι υποχρεωμένος να μελετήσει την κλασική «στρατηγική» (όπως και βασικές αρχές πολιτικής οικονομίας, αστικής και μαρξιστικής), όπως επίσης πρέπει να στρώσει λίγο κώλο και να μάθει να παίζει σκάκι.. 
Το πρόβλημα όμως είναι δυσκολότερο από ό,τι φαίνεται, εφόσον η πολιτική στρατηγική σκέψη, περιέχει προσδιορισμούς που δεν περιορίζονται στο κλασικό στρατιωτικό σχήμα, ειδικά όταν είναι πολιτική στρατηγική σκέψη που αφορά εκείνην την πολιτική που θέτει ως (πολύ μακρινό στόχο έστω) την ριζική ειρήνευση του ανθρώπινου. Θα ρωτούσε κανείς, μα ποια είναι αυτή η πολιτική στρατηγική; Θα απαντούσα ευθέως, εκείνη που σκοπεύει στην εξάλειψη των ταξικών διαιρέσεων και της διαίρεσης εργαζόμενης κοινωνίας και κοινωνικών θεσμών. 
Δεν είναι τώρα του παρόντος, να δούμε ποιος και τι εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο, αν και είναι απολύτως θεμιτό να στοχάζεται κανείς κυρίως αυτό, δηλαδή τι και ποιος είναι αυτό που οδηγεί με συνέπεια στον στόχο αυτόν. 
Η στρατηγική ενός κατ' ουσίαν αντι-πολεμικού κινήματος, ακόμα κι αν αυτό είναι οπλισμένο σαν αστακός μέχρι την κατανίκηση των δυνάμεων του πολέμου (δηλαδή μέχρι την ολοκληρωτική εξάλειψη των ταξικών διαιρέσεων που προκαλεί η άρχουσα εκμεταλλευτική τάξη, και το ταξικό κράτος της), είναι στρατηγική χαμηλής πολεμικής έντασης, αμυντικού -όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα- χαρακτήρα. 
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως αποκλείεται η πολεμικο-στρατιωτική ικανότητα, ούτε πως δεν είναι δυνατή, από την πλευρά του «κινήματος», η ανάπτυξη μιλιταριστικών πρακτικών υψηλής τεχνικής ποιότητας, αλλά πως ο ίδιος ο στόχος, όσο και να «αλλοτριωθεί» πολιτικά και ιδεολογικά, είναι μια κοινωνία χωρίς πόλεμο, και μάλιστα χωρίς καν ταξικό και κοινωνικό πόλεμο-πάλη..Η μεταβίβαση του στόχου στο απώτατο αταξικό μέλλον δεν μπορεί να αναιρέσει την επιρροή του ακόμα και στο πιό άμεσο τακτικό παρόν. Και ενώ η εικόνα της αταξικής κοινωνίας μπορεί να προκαλέσει τις πιο ευγενικές και ηρωικές πράξεις αυταπάρνησης, και να οπλίσει τους μαχητές της με όλες τις πολεμικές ιδιότητες, την πανουργία, το μίσος, την συντροφικότητα, την ευστροφία και την υπομονή του πειθαρχημένου πολεμιστή, από την άλλη πλευρά τους φέρνει αντιμέτωπους σε κάπως δυσχερέστερη από μια πλευρά και ευχερέστερη από την άλλη θέση- απέναντι στους κατεξοχήν ταξικούς πολεμιστές των ολιγαρχικών κοινωνιών. Από εκεί απορρέει ένα «ψυχολογικό» προφίλ των αγωνιστών αυτών, που τους καθιστά κάπως αμήχανους μπροστά στην απίστευτη μανία και τρέλα των «κλασικών» πολεμιστών αριστοκρατικού τύπου, τους κατ'εξακολούθηση εξοντωτές των λαϊκών πληθυσμών και της ζωής.  
Η κορύφωση αυτής της αντιπαράθεσης σε κοσμοϊστορικό επίπεδο ήταν η αντιπαράθεση του β' παγκοσμίου πολέμου, όπου η καθαρή καπιταλιστική επίθεση εξόντωσης απέναντι ακόμα και στο ίχνος ύπαρξης του λαϊκού στρατοπέδου ήταν η ναζιστική πολεμική και μυθολογική μηχανή, εντός της οποίας είχαν επιστρατευτεί όχι μόνον τα κρατικοκαπιταλιστικά εργαλεία του γενικού επιτελείου ενός «ολοκληρωτικού πολέμου» (Λούντερντοφ) αλλά και όλες οι αρχέτυπες ταξικές-αριστοκρατικές και πληβειακές δυνάμεις εξόντωσης του «εχθρού». 
Η ίδια η ύπαρξη του Ναζισμού δεν ήταν τίποτε άλλο απο ένα αντικομμουνιστικό συμπύκνωμα μάχης, σε στρατιωτικο-πολεμικό και μυθολογικό επίπεδο, προτού ακόμα σχηματιστεί η εκδήλωση της στρατηγικής του. 
Η ίδια η ναζιστική σκέψη ήταν μια αναδίπλωση της άρχουσας τάξης εν-γένει στο ύψιστο επίπεδο παρανοϊκής ετοιμότητας και καταστροφικότητας απέναντι στο ενδεχόμενο να συντριβεί η πολεμική μηχανή της αστικής ταξικής κυριαρχίας στην ρίζα της. Δεν είχαμε λοιπόν παρά μια ακόμα «αντιστροφή» της αταξικής εικόνας στο έσχατο όμως επίπεδο για τις εκμεταλλευτικές τάξεις, το επίπεδο της απόλυτης καταστροφής. Είναι δεδομένο πως η παρανοϊκή αντικομμουνιστική στρατηγική, αν είχε να αντιμετωπίσει μόνη της την κομμουνιστική στρατηγική θα έχανε, όπως και έχασε θριαμβευτικά από τις στρατιές του κόκκινου στρατού. Αν οι ναζί ήταν οι τελευταίοι πολεμιστές του ταξικού Λόγου της κυριαρχίας των ιμπεριαλιστών-καπιταλιστών, θα έχαναν πάλι και θα παρέσυραν μαζί τους και τα ελαττώματα της αναγκαστικά στρατιωτικοποιημένης εργατικής τάξης. Όμως το αμφίπλευρο της αστικής τάξης, έδωσε την δυνατότητα σε αυτήν να αξιοποιήσει την ήττα της στρατιωτικής της αιχμής προς όφελος της ίδιας, δημιουργώντας το φάσμα της περικύκλωσης σε ένα ανώτερο επίπεδο περιχαράκωσης. Η δυνητικότητα του φασισμού ορθώθηκε ως ένα μόνιμο ανάχωμα της ταξικής πάλης και ταυτόχρονα έγινε μια ανενδοίαστη αξιοποίηση όλων των τεχνικών και πολιτικών εργαλείων που δημιούργησε ο φασισμός.
Μόνον στα πλαίσια ενός ευρύτερου αναχώματος που περιείχε τόσο την «κοινωνική ενσωμάτωση» σοσιαλδημοκρατικού τύπου, όσο και την φασιστική απειλή (άραγε σε ποιόν;) θα μπορούσε αυτό το ανάχωμα να γίνει ένα πανίσχυρο φράγμα-όριο για την ταξική πάλη από την σκοπιά τώρα των κομμουνιστών αλλά και άλλων συνεπών λαϊκών δυνάμεων (μια μεγάλη μερίδα του αριστερισμού). 
Το φράγμα αυτό φώλιασε μέσα στις καρδιές και τα μυαλά. Στην πραγματικότητα πίσω από την προσχώρηση πολλών αριστερών στην λογική του «ιστορικού συμβιβασμού» δεν υπήρχε απλά η κούραση από την ταξική αντιπαράθεση ή ο συμβιβασμός με την φιλελεύθερη αστική τάξη, ή έστω δεν υπήρχε μόνον αυτό, αλλά κυρίως η κούραση από την στρατιωτικοποίηση της αριστερής κομμουνιστικής-πάλης (αναπόφευκτη αλλά στρατιωτικοποίηση!) αλλά και ο ριζικός φόβος απέναντι στον τερατώδη φασιστικό εχθρό, ο οποίος έγινε συνειδητός ως ο αστικός εχθρός στην ακραία συνέπειά του. 
Έτσι λοιπόν παρά την αστακίσια περιβολή τους και ο μεταπολεμικός σταλινισμός και ο μετασταλινικός σοβιετισμός, αλλά και ο (πιο κοντά στις αστικές παραδόσεις -αρχικός τολιατικός- ευρωκομμουνισμός) δεν σήμαναν τόσο την «αργή προσχώρηση» στον αστικό κόσμο, ή μάλλον την επιθυμία της συν-διαλλαγής με αυτόν, όσο την επίγνωση της ακραίας πολεμικής φύσης του αστισμού. Μπορεί με τον καιρό, η επίγνωση αυτή να μετασχηματίστηκε σε υποχώρηση και η υποχώρηση σε αποστασία, αλλά η ρίζα τους δεν έπαψε να είναι η ίδια η επίγνωση. Δεν είναι τυχαίο πως ένα κατεξοχήν ταξικό-πολεμικό σχήμα όπως η σοβιετική κοινωνία, μια μετακαπιταλιστική κοινωνία που δέχτηκε όλων των ειδών τις επιθέσεις από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή της ύπαρξής της, τελικά εγκατέλειψε και δεν ηττήθηκε μέσα σε ένα παρανάλωμα καταστροφής όπως το κατεξοχήν πολεμικό σχήμα της αστικής ιμπεριαλιστικής τάξης, ο ναζισμός. 
Αντί λοιπόν να αναζητάμε μόνον τις «οπορτουνιστικές» παρεκκλίσεις και την «προδοσία» ίσως θα έπρεπε να δούμε και τα όρια της αντοχής ενός κόσμου που δεν δημιουργήθηκε για να πολεμά επ' άπειρον και να αυτοκαταστραφεί παίρνοντας και τους άλλους μαζί του. Φαντάζεται κανείς λ.χ τις «φιλελεύθερες» ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις των Η.Π.Α και της Ευρώπης να παραδίδουν τα όπλα όπως μια «πειραματική» κομμουνιστική χώρα; Εγώ δεν το πιστεύω. Αυτόματα θα μετατρέπονταν σε φασιστικές, όπως και γίνεται μόνον και μόνον με το ενδεχόμενο μιας κρίσης και την υποψία των «κοινωνικών αναταραχών». 
Το θέμα είναι βέβαια να συντρίψουμε κάθε δημοκρατική αυταπάτη και κάθε άγνοια για την κρυπτο-φασιστική φύση και του τελευταίου δημοκράτη αστού, αλλά επίσης να συνειδητοποιήσουμε ανάλογα και το ύψος της ταξικής έντασης το οποίο είμαστε ικανοί να ενσωματώσουμε. 
Η χωρίς αυταπάτες επίγνωση της ολοκληρωτικής φύσης του ιμπεριαλιστικού αστισμού, δεν σημαίνει παρά επίγνωση της στρατηγικής φύσης της ταξικότητας που εκφράζει, η οποία δεν είναι άλλη από την καταστροφή και τον πόλεμο με κάθε μέσο, σε κάθε γωνία της ύπαρξης, και η οποία φανερώνεται στις οριακές κοσμοθεωρητικές της αναζητήσεις. 
Από την άλλη αυτό δεν αναιρεί και την μη αναιρέσιμη στρατηγική φύση της αταξικής στόχευσης, που αν και δεν είναι πασιφιστική και ευτυχώς έχει και πολύ σκληρές πτυχές, δεν μπορεί ούτε πρέπει να ομοιωθεί με την ιμπεριαλιστική. 
 

2.

Έχουμε ήδη περιγράψει πολύ σχηματικά και περιληπτικά τα όρια της πολιτικής διαίρεσης εντός της λεγόμενης αριστεράς και την δική μας αξιωματική τοποθέτηση εντός των ορίων αυτών. 

Δεν έχει φυσικά σημασία τόσο η τοποθέτηση ενός «μοναχικού» υποκειμένου εντός αυτών ή άλλων πολιτικών ορίων, όσο η πολιτική που απορρέει, αν απορρέει, από την όποια τοποθέτηση, άρα και το σχήμα της σχέσης τακτικής στρατηγικής που σημαίνει, αν σημαίνει. Σημασία έχει να συγκεράσει κανείς σε μια διπλή κίνηση τόσο την απόλυτη διαίρεση της αστικής από την αντι-αστική αριστερά, με βάση τα θεμέλια που έχουν απόλυτα τεθεί, όσο και τους ιστορικούς λόγους που συγκροτούν αυτό το οριακό σχήμα, πέρα από τους προφανείς λόγους της προσχώρησης ενός τμήματος της αριστεράς στην αστική πολιτική πρακτική και ιδεολογία. 
Συνοπτικά, το ένα μέρος-όψη της κίνησης αποτελεί το στοιχείο της θεμελιακότητας που συγκροτεί ο απόλυτος όρος της «άρσης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής-πρώτες ύλες» και το άλλο μέρος-όψη αποτελεί το στοιχείο της σχέσης της εργατικής στρατηγικής με τα πολιτικά και στρατιωτικά μέσα επίτευξής της σε σύγκρουση με τα πολιτικά και στρατιωτικά μέσα επίτευξης της στρατηγικής της αστικής τάξης. Είναι πέρα από προφανές για τους συνειδητούς υποστηρικτές της αταξικής κοινωνίας, ότι είναι αδιανόητη η οποιαδήποτε σύγκλιση της εργατικής αταξικής στόχευσης με την αστική στόχευση στο επίπεδο της λεγόμενης οικονομικής παραγωγικής σχέσης, που πολιτικά συμπυκνώνεται στην αποξένωση των παραγωγών όχι μόνον από τα «υλικά» μέσα παραγωγής αλλά και από τους πολιτικούς θεσμούς, όπου αυτοί εννοούνται όχι μόνον ως θεσμοί διεύθυνσης της κοινωνικής ολότητας αλλά και ως θεσμοί μονοπώλησης της βίας. Ακόμα όμως και σε ένα αφηρημένο επίπεδο, όπου η κοινωνική βία θεωρείται σύμφυτη με την ταξική κυριαρχία, η αποξένωση των άμεσων παραγωγών από την πολιτική δομή δεν μπορεί να αναλυθεί χωρίς την ανάδειξη της οικονομικής κυριαρχίας της αστικής τάξης σε άμεσο επίπεδο δια μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. 
Η αστική κοινωνία ακόμα και στις πιο ακραίες εκδοχές του κρατικού της καπιταλισμού (Ναζισμός) δεν παύει να είναι κοινωνία των ατομικών (μεγαλο-)ιδιοκτητών, και τα μέσα της πολιτικής της κυριαρχίας είναι μέσα κυριαρχίας μιας κοινωνικής ολότητας οριοθετημένης οικονομικά από το «δικαίωμα» της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Οι «αριστεροί» αναθεωρητές του μαρξισμού, είτε έλκονται από ένα νεο-κευνσιανό οικονομικό μοντέλο, είτε από αναρχοαυτόνομες θεωρίες περί «κοινωνικής αυτοδιαχείρισης» εντάσσονται στο (μικρο-)αστικό ρεύμα από την στιγμή που αμφισβητούν αυτήν την θεμελιακή αρχή, τόσο για την ανάλυση του καπιταλισμού όσο και για την ανατροπή του.  Η δυσχέρεια ανάλυσης του «οπορτουνιστικού» ρεύματος ξεκινά από την στιγμή που τίθεται το θέμα της πολιτικής δομής, θέμα όχι άσχετο με την ανάλυση και την «πολιτική» διαχείριση της παραγωγικής δομής, υπό την στενή ή ευρεία έννοια του όρου.

Και δω εισερχόμαστε στην ιστορική ύπαρξη και τις δραματικές αντιφάσεις της. 

Αν εξετάσουμε την διολίσθηση της αντι-αστικής αριστεράς μετά την ζωογόνα διάσπαση της β' διεθνούς και την δημιουργία του λενινιστικού και ευρύτερα επαναστατικού ρεύματος, πάλι στην αστική τάξη, και την ανασυγκρότησή της πάλι σε αστική αριστερά, χωρίς να λάβουμε υπόψιν μας την δραματική εξέλιξη της ιστορίας, κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε και μεις σε ένα άλλου είδους ιστορικό μυωπισμό.  Το θέμα μου δεν είναι τώρα να ισχυριστώ πως ανακάλυψα την Αμερική, αλλά να αναδιατυπώσω με κάπως διαφορετικούς όρους το ζήτημα της τακτικής ενότητας που συνήθως προβάλλεται από τους «δεξιούς αριστερούς» και τους αριστεριστές ταυτόχρονα, αν και με διαφορετικούς όρους, ως το «ζήτημα της αριστερής ενότητας». Είναι για μένα προφανές πως το κομμάτι εκείνο της αριστεράς που προβάλλει αυτό το θέμα ως την φιλοσοφική λίθο ή το ιερό δισκοπότηρο του κινήματος, είτε έχει παρασυρθεί από την αστική προπαγάνδα της πολιτικής ως αυτόνομης δραστηριότητας χωρίς σαφείς ταξικές-προγραμματικές βάσεις (στρατηγικές βάσεις)[αριστερισμός] ή απλά τις υπηρετεί ως ενεργό αστικό στοιχείο, στα πλαίσια της αριστερής αστικής πολιτικής [Συνασπισμός-(μετα-ευρωκομμουνισμός)]. 
Αυτό είναι το ένα κρατούμενο. Για να το ακολουθήσει κανείς, ως θεωρητικό κρατούμενο, πρέπει να τα «σπάσει» με φίλους, συντρόφους, συγγενείς αλλά και τον προηγούμενο εαυτό του-πιστέψτε με. Το άλλο κρατούμενο είναι όμως αυτό που ιχνογράφησα στην προηγούμενη θέση μου ως το αδιερεύνητο κρατούμενο της ιστορικής τραγωδίας του ταξικού πολέμου και της σχέσης της με την στρατηγική στόχευση της εργατικής πρωτοπορίας. Αν θέλουμε, πέρα από τις αθλιότητες της πολιτικής της «επικαιρότητας» να δούμε τον αποχρώντα λόγο της νεο-αριστερής καιροσκοπίας, θα πρέπει να αναρωτηθούμε όχι μόνο για τις «αθλιότητες» της γραφειοκρατίας, που έχουν αναλυθεί και υπερδιογκωθεί σε σημείο νευρικής εξαντλήσεως, αλλά και για την δυσκολία να συγκεράσει κανείς την στρατηγική ενός κατά βάσιν αντι-καταστροφικού κινήματος με τις καταστροφικές δυναμικές του καπιταλισμού. Η λογοδιάρροια του «δεξιού» κυρίως αριστερού για την δημοκρατία και τις καταστροφικές δυνάμεις της «ολιγαρχικής» ή «ολοκληρωτικής» κοινωνίας, δεν είναι μόνον το αποτέλεσμα της προσχώρησής του στον αστικό φιλελευθερισμό, αλλά και το αποτέλεσμα της κυριαρχίας της δυναμικής της καταστροφής σε όλο το φάσμα της πολιτικής και οικονομικής ζωής. Δεν αρκεί κανείς να προσδέσει αυτήν την συντηρητική στάση μόνο σε κάποια (μικρο-)αστικά συμφέροντα ή έστω σε κάποιες ιδεολογικές στάσεις που αντιστοιχούν σε αυτά, αλλά και στις ιστορικές διεργασίες που έχουν προηγηθεί κατά την διάρκεια της ταξικής πάλης 2 σχεδόν αιώνων. Τι περιείχε όμως όλη αυτή η διεργασία, πέρα από τις προφανείς στους «ανθρωπιστές» καταστροφές της ανθρώπινης ζωής; Η ίδια η ταξική πάλη, αν θεωρηθεί από μιαν ευρύτερη ιστορική-πολιτική σκοπιά περιέχει εντός της έναν καταστροφικό «διάλογο» της κυρίαρχης τάξης με τους υποτελείς που «σήκωσαν κεφάλι», που δεν διαφεύγει διόλου από την ίδια την ταξική πάλη, αλλά αντίθετα αποτελεί το πιο γλισχρό αλλά και ουσιακά καθοριστικό στοιχείο της. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τον διάλογο αυτό σε σχέση με την καταστροφική δυναμική που πυροδοτεί το ίδιο το «σύστημα», μετά από την συνειδητοποίηση εκ μέρους του της αμφισβήτησης του από την πιο ριζική σκοπιά αμφισβήτησης που έχει ποτέ υπάρξει ιστορικά, τον (νεωτερικό) κομμουνισμό. Το ένα «μέρος» του διαλόγου-οι αστοί-λένε με σαφήνεια: όχι μόνον θα σας καταστρέψουμε, αλλά θα καταστρέψουμε και κάθε ανθρώπινο στο βαθμό που σας ακολουθεί ή πιθανόν θα σας ακολουθήσει. Ο φασισμός είναι ριζικά αντικομμουνιστική και έπειτα αντιδημοκρατική στρατηγική. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό είναι ηλίθιος. 
Ο φασισμός-ναζισμός υπήρξε ως ριζικά αντεπαναστατικό ρεύμα εντός της πιό προωθημένης αντικομμουνιστικής στρατηγικής, και συνεχίζει να σχηματίζεται όσο αναπτύσσεται το ενδεχόμενο μιας ρητής ή άρρητης επανάκαμψης ενός στρατηγικού σχεδίου κομμουνισμού, ακόμα και χωρίς τα σύμβολα. Το πρόβλημα είναι μήπως η «μετριοπαθής» κίνηση εντός του κομμουνισμού, που ραγδαία πάντα μετασχηματίζεται σε αστική αριστερά, ακόμα και η πιό ήπια αστική του παρέκκλιση, είναι το υποχωρητικό του στρατήγημα έναντι της καταστροφικής πρόκλησης των δεξιών, και των κλασικών σοσιαλ-δημοκρατών που σέρνονται πίσω από κάθε (ακρο-)δεξιά στρατηγική. 
Αν υποθέσουμε πως οι δεξιοί εξτρεμιστές τραβάνε το σχοινί όσο πιο δεξιά γίνεται, προτάσσοντας τις καταστροφικές δυναμικές ως «εφικτές», ποια είναι η απάντηση των αναθεωρητών κομμουνιστών, της δεξιάς παρέκκλισης που έχει ένα λογικό υπόβαθρο; Είναι απλά ουρά της σοσιαλδημοκρατίας που είναι ουρά της δεξιάς και ακροδεξιάς; Η μήπως αναφερόμενοι σε μια στρατηγική παραδοχή της αταξικής ιδέας, έστω στην πιο σαθρή εκδοχή της που αναφέρεται ταξικά σε συντηρητικά στρώματα της ευρείας εργατικής τάξης και των μικροαστών, απαντούν στην καταστροφική δυναμική της ακροδεξιάς; 

Η παραδοξότητα της συντελεσμένης ιστορικότητας της ταξικής πάλης, σχετίζεται σε αυτό το σημείο με την ίδια την φωνή της αστικής τάξης όπως αντανακλάται εντός της εργατικής τάξης, όχι μόνον ως παραπλανητική φωνή του ταξικού εχθρού ή ως απειλητική φωνή ενός βασανιστή που προαναγγέλλει την καταστροφή του βασανιζόμενου, αλλά και ως η φοβική φωνή του ίδιου του βασανιζόμενου. Μπορεί κανείς να υποθέσει με κάθε δικαίωμα την φωνή αυτή απλά ως φωνή της αποστασίας ενός πρώην βασανιζόμενου και νυν αποστάτη, αλλά μπορεί επίσης να υποθέσει αυτή την φωνή ως φωνή ενός οιονεί βασανιζόμενου που δεν θέλει να αποστατήσει και δεν μπορεί, αλλά δεν μπορεί και να συμπεριληφθεί στους αγώνες του αδιάλλακτου προλεταριάτου.  Μήπως αυτή η πολιτική μετριοπάθεια και η συντηρητική ταλάντευση των «ρεφορμιστών» είναι όχι μόνον «εξηγήσιμη» αλλά και δικαιολογημένη από μια σκοπιά του «ιστορικού διαλόγου» της ταξικής πάλης; Ο «διάλογος» όμως της αστικής κυριαρχίας, διά της καταστροφής, με τον εργαζόμενο λαό δεν μπορεί να απαλειφθεί κυρίως στις καταστροφικές αρνητικές της εκδοχές.

 

3.

Η μη-διαφοροποίηση της τακτικής από την στρατηγική είναι ένα βασικό στοιχείο που διακρίνει την επαναστατική πολιτική στρατηγική από τις άλλες πολιτικές στρατηγικές, είτε αυτές αναφέρονται στην αστική τάξη, είτε αυτές αναφέρονται στην εργαζόμενη φτωχή μάζα υπό τους όρους όμως της αστικής κυριαρχίας. Πριν ακόμα αναφερθούμε στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις αυτής της γενικής διάκρισης θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε κάτι καθοριστικά σημαντικό για την θεμελίωση της διάκρισης. Οι φτωχοί εργαζόμενοι (εργάτες, μικρο-αστοί, φτωχοί αγρότες, μισθοσυντήρητοι υπάλληλοι) έχουν μια θέση στην υλική πραγματικότητα που τους τοποθετεί σε σημείο εκκίνησης απόλυτα προσδιορισμένο στο τακτικό επίπεδο. Αν και πολλές φορές το παραβλέπουμε, είναι άγρια καθοριστικό το γεγονός πως η λαϊκή προσωπικότητα, αλλά και η μάζα των υποτελών ως σύνολο δεν έχουν διασφαλισμένη στον καπιταλισμό παρά μόνον την γυμνή τους υπόσταση, χωρίς να έχουν πρόσβαση σε καμία από εκείνες τις δομές που θα χαρακτηρίζαμε ως δομές στρατηγικού χαρακτήρα. Αυτό το γεγονός είναι ακόμα πιο προφανές αν δούμε πως η αστική τάξη στην επαναστατική της φάση, έχει -ακόμα και αν έχει την υποστήριξη προλεταριακών στοιχείων- πρώτα διασφαλίσει ένα σύνολο θέσεων στο στρατηγικό επίπεδο. Η γκραμσιανή αναζήτηση ενός «συστήματος θέσεων», αν την καθαρίσουμε από την ευρωκομμουνιστική κακή χρήση της, εκφράζει την αγωνία για την αδυναμία της εργατικής τάξης να ανέβει ένα επίπεδο πάνω από την «αντικειμενική» της καθήλωση στο τακτικό-οικονομικό επίπεδο σε συνθήκες δομικής σταθερότητας του καπιταλισμού. Η διαφορική αντίστιξη του «ρωσικού» ταξικού πόλεμου ελιγμών από τον «ευρωπαϊκό» ταξικό πόλεμο θέσεων σημαίνει την επίγνωση της αδυναμίας αυτής υπό τους συγκεκριμένους ιστορικούς όρους, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί πως εκφράζει και μιά ευρύτερη αγωνία που έχει να κάνει με την αδυναμία της εργατικής τάξης να αποκαθηλωθεί από τον σταυρό της τακτικής και συνεχώς υποχωρούσας θέσης στην οποία την καρφώνει το κεφάλαιο διά της ίδιας της «λειτουργίας» του. Με αυτή την έννοια, ενώ δεν απολυτοποιούνται οι αντικειμενικοί όροι της διαίρεσης τακτικής-στρατηγικής, εξετάζονται λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν την συστηματικότητα της λαϊκής καθήλωσης στην «τακτική ύπαρξη», στις συνθήκες ενός «ολοκληρωμένου» καπιταλισμού. Η διάκριση τακτικής-στρατηγικής έτσι αποκτά έναν οντολογικό χαρακτήρα, που δεν είναι δυνατόν να «αρθεί» χωρίς να γίνει δεκτός ως έχει, σαν μια από τις δυνατές δομές του συστήματος. Δεν θα σταθώ άλλο στις συνέπειες αυτής της «οντολογικοποίησης» σε πολιτικό επίπεδο, μετά την «εμφάνισή» της. Θα ήθελα απλά να την επεκτείνω, στην ελλειπτική μορφή της, σε έναν μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, σε σχέση με την ίδια την διάρθρωση της ιστορικής ύπαρξης του καπιταλισμού. 
Η καθήλωση των λαϊκών μαζών στο τακτικό επίπεδο ύπαρξης, δεν εντοπίζεται μόνον στο αδύνατο σημείο της «ουτοπικότητας» των βλέψεών τους. Οι αστοί τονίζουν βέβαια με κάθε τρόπο την αδυναμία τους, προσδιορίζοντας κάθε βλέψη τους ως ουτοπική, «αποδεικνύοντας» την αδυναμία της λαϊκής στρατηγικής βλέψης με την μη ύπαρξη κανενός λαϊκού θεσμού στρατηγικής φύσεως στο υλικό επίπεδο. Απλά μας λένε, δεν θα υπάρξετε ως ηγεμόνες διότι δεν υπάρχετε ως ηγεμόνες στο «υλικό επίπεδο», έστω εν σπέρματι. Ο αστικός υλισμός έχει αυτή την αντι-λαϊκή διάσταση μέσα στην ιστορική σιγουριά του: Ποτέ οι αστοί δεν σήκωσαν κεφάλι απέναντι στις «προ-αστικές» τάξεις μόνον με την ψυχή τους και το κορμί τους. Πρώτα εξασφάλισαν κάποιες στρατηγικές θέσεις, σε μια μακραίωνη ιστορική πορεία, και μετά κάνανε την πολιτική και πνευματική τους επανάσταση..(το λέω για να πάψει λίγο ο υπέρμετρος θαυμασμός στους Ροβεσπιέρους). Αντίθετα οι λαϊκές τάξεις που ορθώσαν το ανάστημά τους τόσο στον καπιταλισμό, όσο και σε άλλες εποχές, ήταν πάντα ξεγυμνωμένες σαν τα σπουργίτια από κάθε ορατό και απτό υλικό προσδιορισμό. Η «κοινωνικοποίηση και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» είναι βέβαια ένας ισχυρός αντικειμενικός προσδιορισμός, η κομμουνιστική στρατηγική δεν είναι στρατηγική εν κενώ. Όμως ποτέ η κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και η ποσότητα-ποιότητα της έντασής τους δεν ολοκληρώνονται σε ποιοτικό επίπεδο σε σοσιαλισμό, χωρίς να προηγηθεί η επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας. Αυτό δείχνει τον ριζικά αποξενωμένο -απο την υλική στρατηγική δομή- χαρακτήρα της μισθωτής εργασίας και την αγωνιακή θέση της σε ένα πεδίο ερημωμένο από κάθε ενότητα τακτικο-στρατηγικών προσδιορισμών. Αυτή η ερήμωση όσον αφορά την ενότητα των στρατηγικών όρων δεν είναι ένα «παιχνίδι» σε κάποιον θεωρητικό χάρτη ασκήσεων, αλλά η ζωή κάθε μισθωτού εργαζόμενου από την πρώτη ως την τελευταία ζωή της ύπαρξής του. Μόνον αν έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας την αγωνία του λαού για την στοιχειώδη ύπαρξή του, θα μπορέσουμε να την μετασχηματίσουμε σε θάρρος, και να την περιέξουμε σε ένα απελευθερωτικό πλαίσιο. Από την άλλη, καταλαβαίνω τους νεόκοπους λενινιστές και την αδιαλλαξία τους. Η απέχθειά τους για τις νεο-γκραμσιανές υποχωρήσεις από την ουτοπία προς κάποια ψευδο-ηγεμονική αλλοίωση της τακτικο-στρατηγικής βλέψης, ενισχύεται από τα καραγκιοζιλίκια του μετα-ευρωκομμουνισμού και των αριστερών σοσιαλδημοκρατών που έχουν «τολμήσει» ακόμα και να συζητήσουν με τις πιο αντιδραστικές ιδεολογικές τάσεις, υπό το πρόσχημα της «ηγεμονίας»..

4.
Όταν μιλάει κάποιος για την «φτωχολογιά», δεν αναφέρεται απλώς σε έναν προσδιορισμό ενοποίησης της μεταβατικής κατάστασης κοινωνικών στρωμάτων που ξεπέφτουν από την «τακτοποιημένη» κοινωνική τους «θέση» με τις λαϊκές τάξεις που βρίσκονταν ήδη στην «χαμηλότερη» θέση. Αναφέρεται επίσης στο σχηματισμένο σύνολο των ανθρώπων που έχουν αποξενωθεί από τους βασικούς υλικούς όρους της ύπαρξής τους στο συγκεκριμένο σχεσιακό σύστημα ταξικών θέσεων, και αγωνίζονται υπό συνθήκες υλικού διωγμού για την αυτοσυντήρησή τους. Η αναπόφευκτη «φαινομενικότητα» του προσδιορισμού αυτού, δεν μπορεί να αρθεί με μιαν άμεση αναγωγή στην ταξική πάλη, αν και είναι απολύτως αναγκαίο, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, να γίνει αυτή η αναγωγή. Η ταχεία ένταξη των φτωχών στην ταξική πάλη, αποτελεί ούτως ή άλλως έναν σταθερό σκοπό του οργανωμένου κινήματος. Ακούγεται παράδοξο, αλλά ο όρος φτωχολογιά από την στιγμή που κάποιος εντάσσεται στο ταξικό σχήμα μάχης χάνει την καθοριστική του προσδιοριστικότητα. Θα πει κάποιος, μα τι σημαίνει αυτό, πως παύει έτσι να είναι κανείς φτωχός; Όχι φυσικά...κανένα κίνημα δεν έχει ακόμα την ικανότητα να μεταμορφώνει τους ανθρώπους υλικά, διά της ένταξης σε αυτό, εκτός αν μιλάμε για κινήματα αποστασίας. Όμως δεν είναι αστείο, διάφορα δεξιά και θρησκευτικά κινήματα υπόσχονται φαγητό και πετυχαίνουν την στρατολόγηση με ταπεινά υλικά μέσα επιβίωσης. Το θέμα δεν είναι να αντιπαρατάξουμε έναν δικό μας μηχανισμό διανομής πατάτας, φασολάδας κ.τ.λ
Η άμεση αντίδραση ενός αξιοπρεπούς εργαζόμενου είναι αρνητική στην βιοπολιτική του ενσωμάτωση μέσω τόσο ταπεινών μέσων. Από την άλλη, ποτέ δε ξέρεις. Δεν ξέρω εσείς αλλά εγώ έχω νιώσει πολλές φορές το στομάχι μου να ακουμπάει την πλάτη μου, και σας πληροφορώ πως αυτό δεν είναι και το καλύτερο συναίσθημα. Δεν βοηθά δε κανένα εδάφιο της αγαπημένης μου εγελιανής φιλοσοφίας. Δεν βοηθά όχι με την έννοια που φαντάζονται διάφοροι φίλοι που έχουν πάθει ένα πρόβλημα με την «αναγκοκρατία» του Μπρέχτ, αλλά με την έννοια της νοητικής συσχέτισης του τακτικού πεδίου με τον στρατηγικό στόχο. Δεν ξέρω αν ο Μπρέχτ είχε επίγνωση αυτής της «διαλεκτικής» διάστασης, αν και νομίζω από τα λίγα που θυμάμαι πως μάλλον κάτι τέτοιο τον βασάνιζε. Η σκέψη σου διά της πείνας ορίζεται ως αγωνία. Δεν μπορώ να καταλάβω, συγγνώμη!, άλλο καλύτερα οριζόμενο παράδειγμα αγωνίας από την πείνα. Ακόμα και η αναμονή της εκτέλεσης είναι το προϊόν μιας μακρόχρονης στρατηγικής σκέψης και πράξης (Είμαστε «έτοιμοι» τόσα χρόνια φυλάκισης να μας στήσουν στον τοίχο). Κάτι ξέραν αυτοί οι σκελετωμένοι ασκητές που την προκαλούσαν τεχνητά. Όμως εδώ είναι και το θέμα. Η πείνα ως μορφή ύπαρξης δεν είναι ίδια σε κάθε της μορφή. Άλλο να έχεις ασκηθεί στην άρνηση του κόσμου, και άλλο να σε πετάνε στο καμιόνι του σωματικού εκμηδενισμού, έστω ως καθημερινής απειλής. Η εξαϋλωση δεν είναι αστείο πράγμα, και ο υλισμός που πυροδοτεί δεν είναι ο αρνητικός υλισμός της απάρνησης του «κόσμου», αλλά ο αρνητικός υλισμός μιας κυριαρχούμενης από την πλουτοκρατία εσωτερικής σχάσης των λαϊκών ανθρώπων. 
Πέρα από τους εμφανείς κυριαρχικούς προσδιορισμούς στο παρόν, όπου σε πατάει η μπότα του άδειου στομαχιού, ή μάλλον η μπότα του αστού μέσα στο άδειο στομάχι σου, εμφανίζεται ένας άλλος πιο «μακρόπνοος» σχεδιασμός των αστών και των ακόμα καλοβολεμένων μικροαστών: ο σχεδιασμός της κατάταξής σου στην φτωχολογιά ως αεί ον της αιώνιας απόσπασης από κάθε ου-τοπία, δηλαδή σε απλά μαρξιστικά: ο σχεδιασμός της κατάταξής σου στο αιωνίως σε αγωνία απο-στρατηγικοποιημένο ον του «σώματος». Εδώ τα πράγματα σύντροφοι αγριεύουν. 
Η στρατηγική της ιδέας, ο πειθαρχικός εναγκαλισμός τού σε αγωνία «σώματος» από την ου-τοπία, είναι μεν απόλυτα αναγκαίος, πράγμα που φανερώνεται από τον μετασχηματισμό του αυτοπροσδιορισμού από το «είμαι φτωχός» σε «είμαι προλετάριος», παραμένει όμως υλικά ακόμα απραγματοποίητος, όχι μόνον λόγω του προφανούς πως είμαστε ακόμα φτωχοί! αλλά από το γεγονός πως έχει διατηρηθεί η εγχάραξη της αποστρατηγικοποίησης της οντότητάς μας «πάνω μας». Αν έχετε δει τους περιφερόμενους ζητιάνους στην Αθήνα, και δεν έχετε απλά «στοχαστεί» ως ένας ακόμα «αγανακτισμένος» θα μπορούσατε να παρατηρήσετε την απόσπαση της στρατηγικής εγχάραξης και την ριζική εγχάραξη μιας «οντολογικής» τακτικής ύπαρξης πάνω τους. Συγγνώμη για την αναλογία, αλλά μόνον σε αστούς πολιτικούς έχω δει τέτοιον ενσωματωμένο «τακτικισμό»..και σε άλλους, αλλά μην το χοντρύνω. Η δεύτερη προσπάθεια επαναχάραξης της αξιοπρέπειας του φτωχού, που δεν μπορεί παρά να είναι μόνον πολιτική με την έννοια του στρατηγικού στόχου, δεν μπορεί παρά να στοχαστεί αυτό τον κίνδυνο, να μην είναι εφικτή τόσο εύκολα..
 

5.

Ένας από τους λόγους που η στρατηγική βλέψη αποτελεί ανάγκη για τις λαϊκές τάξεις, είναι πως η ίδια η ύπαρξή τους είναι δομικά καθηλωμένη στο τακτικό υλικό επίπεδο. Οι μισθωτοί εργαζόμενοι, οι φτωχοί, δεν κατορθώνουν, στα εκμεταλλευτικά συστήματα, να αποκτήσουν ολική πρόσβαση σε κανέναν χώρο στρατηγικής υλικότητας. Η ίδια η ύπαρξη της εκμετάλλευσης δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτή η υλική καθήλωση, και οι άρχουσες τάξεις δεν είναι τίποτα άλλο από την βουλητικά και υποκειμενικά στεφανωμένη αποξένωση του φτωχού εργαζόμενου λαού από την στρατηγική υλικότητα. Η άρχουσα τάξη είναι πάντα η στρατηγική υλικότητα που συγκροτείται από την μετατροπή, και μέσω της μετατροπής, της σχέσης στρατηγικής <και> τακτικής υλικότητας σε σχέση δύο απόλυτα διαχωρισμένων όρων. Γι αυτό οι φτωχοί είναι τα «μέσα παραγωγής» των πλουσίων, τα μέσα ύπαρξής τους, τα «μέσα» εκείνα που αν πάψουν να είναι «μέσα» (εγκλωβισμένες και καθηλωμένες στην εργαλειοποίησή τους ανθρώπινες οντότητες) θα έχουν καταργήσει την άρχουσα τάξη, την όποια άρχουσα τάξη.

Όμως, προσοχή!

Η στρατηγική υλικότητα δεν συγκροτείται ποτέ (μόνον) ως άμεση δι-ανθρώπινη σχέση, αλλά είναι πάντα διαμεσολαβημένη από στρατηγικά αντικείμενα, τα οποία περιέχουν την πραγμικότητα ως θεμελιακό τους προσδιορισμό. Όπως κάθε υλικότητα, είναι συγκροτημένη από μιαν υποκειμενική υλικότητα και απο την αντικειμενική (της) υλικότητα που είναι ταυτόχρονα και πραγμική (της) υλικότητα. Αντίθετα από ό,τι θεωρούσε όλη η προ-μαρξιστική σκέψη η υποκειμενικότητα δεν υφίσταται ποτέ χωρίς το πραγμικό-αντικειμενικό της σύστοιχο. Δεν αρκεί να μιλάει κανείς για υλικότητα γενικά, όπως και δεν αρκεί κανείς να μιλάει για υποκειμενικότητα και αντικειμενικότητα γενικά.  
Η σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, διαμεσολαβημένη αναγκαία και απο την πραγμική αντικειμενικότητα είναι η ολική υλικότητα του ανθρώπινου. Το αντικείμενο δεν είναι μόνον ο «άλλος», αλλά ο «άλλος» απόλυτα αναγκαία διαμεσολαβημένος από την καθοριστική σχέση του με τα σύστοιχα πραγμικά αντικείμενα που μας συν-συγκροτούν. Εδώ πρέπει κανείς να κάνει μια βασική διευκρίνηση για την αξεπέραστη ακόμα -ευτυχώς- αναγκαιότητα ενός είδους ριζικού μαρξισμού, ή για να το πω με πιο χοντρό τρόπο, ενός «ωμού» μαρξισμού. Υπάρχει πάντα η δυνατότητα να στοχαστεί κανείς την συστοιχία και την συν-συγκρότηση γενικά του υποκειμένου με το αντικείμενο (χωρίς πραγμικούς προσδιορισμούς) (στον χώρο της «ηθικής» της «πολιτικής» και της «οικονομίας»). Ο μαρξισμός με σαφή τρόπο όμως εμβάλλει στην στρατηγική υλικότητα το σύνολο των ριζικότερων (άρα πραγμικών) αντικειμενικών συστοίχων, που την συν-συγκροτούν ως συστοιχία όρων, με καθοριστικό πλέον τον πραγμικό προσδιορισμό της «αντικειμενικότητάς» της. Κατασκευάζει θεωρητικά, αυτό που υπήρχε άρρητο, τον τόπο της διαμεσολάβησης ως συγκροτούμενο και απο τά πραγμικά-αντικειμενικά της σύστοιχα. Ανακαλύπτει την πραγμική αντικειμενικότητα της «αντικειμενικότητας». Έτσι ο μαρξισμός δεν μιλά γενικά για την στρατηγική κοινωνική υλικότητα (της οικονομίας) αλλά για αυτήν συμπλεκόμενη πάντα με την ριζικότερα αντικειμενική διάσταση της υλικότητας της, τα μέσα παραγωγής. Γιατί οι άρχουσες τάξεις δεν αναπτύξανε μια θεωρία για την ριζικότερα αντικειμενική διάσταση της στρατηγικής υλικότητας, από τη στιγμή που είναι ως πράξη παραγωγής, υπό ειδικές ιστορικές συνθήκες, ακριβώς η «υποκειμενική» αντιπροσώπευση της; Εκτός από τις εξηγήσεις που αναφέρονται στην (ιδεολογική) «αλλοτρίωση» κ.ο.κ, θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς και έναν κακοήθη βουλητικό όρο. 
Οι άρχουσες τάξεις δεν επιθυμούν την αποκάλυψη της κρισιμότητας της ριζικότερα αντικειμενικής πλευράς της στρατηγικής υλικότητας, ακριβώς για να διαχωρίσουν την στρατηγικότητα από το «τακτικό» της υπόβαθρο, για να κρατήσουν τους δύο όρους απόλυτα ξεχωριστούς για πάντα. Φυσικά δεν είναι ο διαχωρισμός αυτός εξασφαλισμένος μόνον από την μη-κριτική (θεωρητική-πρακτική) της αποξένωσης των άμεσων παραγωγών από τους ριζικά αντικειμενικούς, τους πραγμικούς όρους της παραγωγής. Όμως η ελεεινή απάλειψη της πραγμικής (υποκειμενικότητας-) αντικειμενικότητας που είναι στα έγκατα κάθε αντικειμενικότητας, δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως αυτή είναι το πολεμικό αντικείμενο της άμεσης μάχης των τάξεων. [Σημείωση: Η αστική θεωρία του «υλικού κεφαλαίου» ως σχεδόν μαγικού πράγματος ή της τεχνικής, είναι μόνον ιδεολογική. Η αστική ιδεολογία αφιερώνει την «πραγματιστική» της ορμή μόνον στα «υψηλά» πεδία, όπως η βία, κατά τα ντεσιζιονιστικά-καταστροφικά πρότυπα της αγριότητας-ωμότητάς της..]

Θα μπορούσε κανείς να αφιερώσει επίσης το ενδιαφέρον του στις αντικειμενικότητες που φαίνονται και είναι από μια άποψη ριζικότερες: την τροφή, το περιβάλλον κ.ο.κ

Η απόλυτη αναγκαιότητα της υποστήριξης της μαρξιστικής βλέψης απορρέει ωστόσο ακριβώς από το γεγονός της συγκλονιστικής της επιμονής να αντιλαμβάνεται τόσο την σημασία του ριζικά υλικού, την σημασία του «φυσικού» υπόβαθρου της κοινωνικής ζωής, την ίδια στιγμή που εννοεί ως καθοριστικότερο στον τόπο του ριζικού πράγματος, το ριζικό πράγμα που συμπίπτει με την κοινωνική υποκειμενικότητα και την στρατηγική: τα μέσα παραγωγής (ένα δηλαδή μη-«φυσικό» πράγμα). Ο μαρξισμός δεν ξεκινά από τα έγκατα της υλικής-βιολογικής ζωής, αλλά από τα έγκατα της κοινωνικής υλικής ζωής, την άμεση σχέση του άμεσου παραγωγού με το ανόργανο σώμα του ως παραγωγού. Με αυτό τον τρόπο, δεν αποκαλύπτει απλώς τη βάση της ανθρώπινης ύπαρξης ως ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και το μυστικό της ολιγαρχικής κυριαρχίας, τον λόγο ύπαρξης της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Ζήτησε ο Μάρξ την άμεση απαλλοτρίωση του αμεσότερου όρου της διαμεσολάβησης (του «πραγμικού») που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο και απάνθρωπο μαζί, στην ανθρωπιά του την απάνθρωπη και την απανθρωπιά του την ανθρώπινη. 
Όμως δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι πως η αποξένωση των άμεσων παραγωγών από τους αντικειμενικούς όρους της παραγωγής, συνεχώς ανα-παράγεται και διασφαλίζεται, τώρα πια και από τους θεωρητικούς της «αυτονομίας» και του «δημοκρατικού σοσιαλισμού». Ξεκινάνε από τα πάνω δωμάτια, και εγκαταλείπουν το ριζικότερο επίπεδο, τις λασπωμένες υπόγες και το όχημα της επιβίωσης, όχι για να μας «απελευθερώσουν» από την επιβίωση, αλλά για να την βολέψουν εκεί «πάνω», μιλώντας ακατάσχετα για την αποξένωση του παραγωγού, σε τρόπο: «μακριά από μας»..Ωστόσο, όντως, υπάρχει η ανάγκη να στοχαστούμε για όλους τους στρατηγικούς όρους, και για την αποξένωσή μας από την στρατηγική υλικότητα, και πέραν της άμεσης στρατηγικής υλικότητας που διαύγασε με πνεύμα λαϊκής-εργατικής αλήθειας ο μαρξισμός (λενινισμός).
Το αίτιο (ή τα αίτια..) της απομάκρυνσης του άμεσου παραγωγού από την στρατηγική υλικότητα δεν είναι μόνον οι σχέσεις ιδιοκτησίας και διεύθυνσης, αλλά οι σχέσεις ιδιοκτησίας και διεύθυνσης της παραγωγής ως αίτια της απομάκρυνσης που πρέπει να συντριβούν από την εργατική-κοινωνική εξουσία, δεν αποτελούν παρά την πρώτη στοιβάδα της απομάκρυνσης. Ως σκληρή στοιβάδα δεν θραύεται με τις επηρμένες πνοές των «ιδεολογικών ηγεμονιών» και τα «φού..φού!» των καλόκαρδων διανοουμένων αριστερών ή τις φαντασιώσεις των «αυτόνομων», για κάποιο κοινωνικό ρεύμα-χείμαρρο, αλλά με διεργασίες που έχουν να κάνουν με την συλλογική-οργανωμένη δράση μυριάδων εργαζόμενων -και κυνηγημένων από την ανάγκη- ανθρώπων, με στόχευση την μία και μοναδική στιγμή που θα τεθεί αυτό το ζήτημα σε κεντρικό επίπεδο. Μπορεί τα κομμουνιστικά κόμματα, προετοιμάζοντας τα πάντα για αυτή την στιγμή, τελικά να υποκύπτουν σε ένα είδος συντηρητισμού, και να κινδυνεύουν -ως έκπληκτα- να βρεθούν σε αντεπαναστατική θέση, αλλά έχουν την επίγνωση της καθαρής μίας στιγμής και της κεντρικότητας της μοναδολογικής της παρουσίας.
 

6.

Η νεώτερη φιλοσοφία ανέδειξε την έννοια του πράγματος, χωρίς να είναι ως τα σήμερα επαρκής καμία συνολική οριοθέτηση της έννοιας που να μην εντάσσεται σε μία από τις γνωστές φιλοσοφικές και πολιτικές παραδόσεις. Σκοπός μας δεν είναι φυσικά εδώ να κάνουμε κάτι τέτοιο, αφού το πρόβλημά μας είναι άλλης φύσεως. Στην «νέα» αριστερή φιλοσοφία, που προήλθε από την ιδεολογική κρίση από τον μεσοπόλεμο και μετά, η έννοια του πράγματος συνδέθηκε περισσότερο με την κριτική της «πραγμοποίησης», αλλά και του αστικού «πραγματισμού», αμερικανικής προελεύσεως, στα πλαίσια της κριτικής του ιδεολογικού φαντάσματος του «θετικισμού». Η οριοθέτηση τέτοιων μυστηρίων οντοτήτων ανήκει πλέον στους ειδήμονες της μεταπολεμικής αριστερής ακαδημαϊκής κοινότητας, των οποίων η κύρια ασχολία είναι -όταν δεν διαγκωνίζονται στους διαδρόμους- να κυνηγάνε το φάντασμα του «θετικισμού», όπως και να προσπαθούν να βρουν τη φόρμουλα της καλύτερης αναθεώρησης ή καταπολέμησης του μαρξισμού, και την αντικατάστασή του με μια επαρκέστερη, για τα κοινωνικά συμφέροντά τους και την απομόνωσή τους, θεωρία. 
Θεωρώ προτιμότερο για κάποιον φιλομαθή υπάλληλο, εργάτη, καθηγητή μέσης εκπαίδευσης ή απλά επίδοξο ριζοσπάστη διανοούμενο, να ακολουθήσει μια κλασικότερη γραμμή. Είναι αλήθεια βέβαια ότι υπάρχουν και νεο-αριστεροί διανοούμενοι που διαφεύγουν αυτών των προσδιορισμών. Το πρόβλημα της αριστεράς, αστικής και εργατικής, δεν λύνεται με «συνθέσεις». Το «πράγμα» δεν νοιάζει τους αριστερούς διανοούμενους από «θεωρητικής απόψεως». Ο αντι-υλισμός τους είναι πολύ μα πολύ πρακτικός, όσον αφορά αυτή την όψη του κόσμου. Γι' αυτό θα δείτε, όπως όλοι οι νεο-αστοί τελικά, διαλύουν την θεωρητική πραγματικότητα σε μια πολλαπλότητα αυτόνομων δομών, με ένα «συστημικό» επιστέγασμα. 
Σε συνδυασμό με νεο-καντιανές θεωρήσεις και άλλες πιο «παλαβές» προβληματικές καταστρέφουν την σκληρή όψη του πράγματος, όχι για να πολεμήσουν την ωμότητα της αποξενωμένης και «αποκτηνωμένης» ζωής, αλλά για να ζήσουν στον δικό τους κόσμο. Τόσο απλά. 
Ποιες είναι τώρα οι θεωρητικές συνέπειες μιας τέτοιας «στάσης»; Νομίζω πως οι συνέπειες εκδηλώνονται σε όλο το φάσμα της σκέψης με την διπλή απόσπαση της διανόησης τόσο από το προλεταριάτο (και την φτωχολογιά) όσο και από τις αστικές της ρίζες. 
Οι διανοούμενοι, ειδικά οι νοήμονες αριστεροί, είναι «φύσει» μεταμοντέρνοι διώκτες των «πραγμάτων», της διαύγειας και της λογικής συγκρότησης σε «καθημερινό» επίπεδο. 
Φυσικά η «φυσική» στάση είναι ένας αιώνιος εχθρός της σκέψης. 
Πρόκειται όμως περί παρεξηγήσεως η σύγχυση της διαλεκτικής απόσπασης από το «καθημερινό», τον κοινό νου, με την παλαβή απόσπαση από το πράγμα καθαυτό. Και ας αφήσουμε τη ποίηση στην άκρη. Δεν μας φταίει σε τίποτα. Άλλο ποίηση και άλλο «ποιητικοποίηση» της χυδαίας απομάκρυνσής μας από τις πηγές της ζωής, άλλο αποδοχή του οντολογικού παράλογου, και άλλο να στέλνεις τους ανθρώπους και τον εαυτό σου να περνά όλα τα φανάρια με κόκκινο. 
Η ξεφτίλα όμως να τα πετάς στον θάνατο με τόση «παράλογη λογικότητα» δεν έχει καθόλου πλάκα. 
Και το κυριότερο δεν λύνεται η κατάρα με την απάλειψη της αποστέρησής μας. Αυτό απευθύνεται τόσο στην αστική, όσο και στην εργατική αριστερά,.. 
Τα πράγματα είναι στρατηγικής φύσεως, και κάποια απ' αυτά είναι, ας μου επιτραπεί η έκφραση, «στρατηγικότερα». 
Έχουν μέσα τους όλο το παρελθόν, το οποίο δεν είναι το «αίμα» του προγόνου, αλλά το τσακισμένο του εργαζόμενο σώμα, και η ρουφηγμένη του ψυχή. 
Από την άλλη έχουν την γνώση, μια γνώση όχι απαραίτητα «ταξική» ή έστω μόνον αυτή. 
Είναι εκεί, αινιγματικά, πορώδη, αδιάφορα και γραπωμένα σε χρονικούς ορίζοντες που δεν περιορίζονται στο «παρόν». 
Τα πράγματα δεν είναι εύκολα στον χειρισμό τους, αλλά με τον κόπο και την βοήθεια των δασκάλων ανοίγουν. 
Τα πράγματα δεν υπόκεινται σε κανένα σύστημα, σε καμιά ολότητα, δεν είναι ούτε νεκρά, ούτε ζωντανά..
Η «ζωή» δεν υπάρχει χωρίς το πράγμα της.    
Η στρατηγική σκέψη των πράξεων και των πραγμάτων τους είναι ο τρόπος να κρίνουμε τα πράγματα, αλλά και να τα οικειοποιηθούμε, χωρίς να περιοριζόμαστε στο μέλλον απ' αυτά..
  
Ιωάννης Τζανάκος, 2012

 

Λαϊκή Στρατηγική..

Αν είμαστε διατεθειμένοι να ανατρέψουμε τις κοινωνίες της ταξικής εκμετάλλευσης και των  ολιγαρχικών θεσμών δεν μπορούμε να παίζουμε με τις λέξεις. 
Επίσης δεν μπορούμε να προσπερνάμε 2 αιώνες ιστορίας με αφορισμούς και ευκολίες. 
Αλλά δυστυχώς αυτό στο οποίο ρέπουν απελπισμένοι αγώνες είναι ακριβώς οι αφορισμοί και τα ευχολόγια, και ένα είδος στάσης αναμονής απέναντι στις τρέχουσες πραγματικότητες. 
Ο χειρότερος τρόπος δηλαδή που μπορεί να ακολουθήσει κανείς, ακολουθείται. 
Όπως έχω αναλύσει σε παλιές μου αναρτήσεις, αυτό είναι το αρχικό νομοτελειακό αποτέλεσμα εκ της θέσεως των ίδιων των τάξεων και των ατόμων που θα ήθελαν να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο. 
 Η θέση των υποτελών τάξεων τις ορίζει ως αποξενωμένες από τα στρατηγικά πεδία της πραγματικότητας. 
Η θέση δε των κυρίαρχων τάξεων ορίζεται «συμμετρικά» ως η οικειοποίηση των στρατηγικών πεδίων και η διαρκής δημιουργία (των) όρων αποξένωσης των υποτελών από αυτά.  
Η συνηθέστερη πρακτική, μέχρι την σχετική ολοκλήρωση της αστικής κυριαρχίας, αν κανείς κατανοούσε αυτή την απόσταση-απόσπασή (του), δεν ήταν η κατά μέτωπον έφοδος, αλλά μια αργή οικοδόμηση των στρατηγικών πολιτικών και ιδεολογικών όρων οικειοποίησης του στρατηγικού πεδίου αφού πρώτα έχει αποκτηθεί μια θέση στο τακτικό επίπεδο της πραγματικότητας. 
Αυτή η «κατάληψη» θέσης στο τακτικό επίπεδο με την συνύπαρξη μιας συνακόλουθης ιδεολογικής και πολιτικής στρατηγικής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η παραδοσιακή μέθοδος δημιουργίας της κοινωνικής ηγεσίας, μερικές φορές μάλιστα με ασυνείδητο-«αυθόρμητο» τρόπο όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των πρακτικών αυτών. 
Όμως η θέση των πιο αποξενωμένων από την στρατηγική κοινωνικών τάξεων, των ακτημόνων κάθε είδους, δημιουργεί ένα πρόβλημα σε όλο αυτό το σχήμα. 
Οι απόλυτα αποξενωμένες τάξεις δεν μπορούν να δημιουργήσουν  ένα τακτικό πλαίσιο συνύπαρξης τους με την υπάρχουσα στρατηγική δομή, χωρίς να υποτάξουν την πρακτική τους και την πολιτική και ιδεολογική τους υπόσταση σε κάποια από τις μερίδες της κυρίαρχης τάξης που βρίσκεται σε παροδική ή μονιμότερη αντιπολίτευση (για συγκυριακούς ή δομικούς λόγους) προς την ηγετική της ομάδα. 
Αυτό έγινε εμφανέστερο με τις συνέπειες της δημιουργίας ακόμα και επαναστατικών μετώπων σε κοινωνίες μεταβατικές προς την αστική κοινωνία. 
Το (πιθανό) μέτωπο της προοδευτικής αστικής τάξης και των αγροτικών τάξεων με την εργατική τάξη απέναντι στους αντιδραστικούς των «παλαιών καθεστώτων» περιείχε αυτό το ζήτημα. 
Αυτό που είναι σχετικά άγνωστο ή μάλλον αδύνατο να εννοηθεί από τους διάφορους υπερεπαναστάτες είναι πως λόγου χάριν ακόμα και οι πιο μετριοπαθείς αστοί σε αυτές τις μεταβατικές καταστάσεις ήταν υποχρεωμένοι να δράσουν, με ασυνέπεια ίσως και συγκυριακά, επαναστατικά, ακόμα κι αν ήταν από την πρώτη στιγμή έτοιμοι να προβούν σε συμβιβασμό με τις παλαιές τάξεις. 
Οι τάξεις που ήταν το υποψήφιο θύμα και οι χρήσιμοι παράγοντες σε αυτό τον συμβιβασμό ήταν ακριβώς οι τάξεις που θα είχαν κάθε λόγο για την ολοκληρωτική συντριβή τόσο του παλαιού καθεστώτος όσο και των νέων ανερχόμενων αστικών τάξεων.  
Η περίφημη ιδεολογική κατηγορία (και κατηγόρια!) του οπορτουνισμού (καιροσκοπισμού) που απηύθυναν οι συνεπείς μαρξιστές επαναστάτες απέναντι στις σοσιαλπατριωτικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις, αποκτούσε στο σκηνικό των μεταβατικών κοινωνιών μια ιδιαίτερα εκρηκτική σημασία, γιατί αρχικά δεν είχαν ακόμα και ευφυείς «παρατηρητές» αντιληφθεί πως ακόμα και οι πιο συνεπείς ως προς την ρήξη τους με το φεουδαλικό καθεστώς (μικρο-)αστικές δυνάμεις θα ήταν έτοιμες και αυτές, όταν εμφανίζονταν η ριζική προλεταριακή δύναμη, να προβούν σε προδοσία της (αστικο-δημοκρατικής) επανάστασης. Μόνον ίσως ένας -με την καλή έννοια (αλλά όχι μόνον)- φανατικός πολέμιος της αστικής τάξης και ιδιαίτερα καχύποπτος διαλεκτικός μαρξιστής όπως ο Λένιν θα μπορούσε να φανταστεί και να στοχαστεί μια τέτοια συνθήκη των αντιπαραθέσεων μέσα στο «επαναστατικό στρατόπεδο». 
Δεν ήταν βέβαια αυτή η ιδιοφυής σύλληψη των πραγμάτων μόνον αποτέλεσμα της προσωπικής ευφυίας και της μαρξιστικής του παιδείας, αλλά απ' ότι φαίνεται και αποτέλεσμα της μεγαλοφυούς σύλληψης από μέρους του της σημασίας της στρατηγικής (και όχι μόνον πολιτικής) αποξένωσης του προλεταριάτου αλλά και γενικότερα των υποτελών τάξεων. 
Ο Λένιν είχε πάντα στο μυαλό του την στρατηγική και την είχε και ως πρόβλημα της τάξης, της οποίας τα συμφέροντα ήθελε να υπερασπίσει και να προάγει ιστορικά. 
Αυτή η εμμονή τον οδήγησε να κρατάει πάντα μια απόσταση τόσο από την «κινηματική» αριστερά της εποχής του, όσο και από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις, και μάλιστα με ιδιαίτερη βιαιότητα που ακόμα και σήμερα προκαλεί έκπληξη στους διάφορους αμέριμνους ιστορικούς. 
Αυτή του η εμμονική βιαιότητα προς τους παρακείμενους χώρους της «αριστεράς» δημιούργησε για έναν αιώνα μιαν ειδική κατάσταση πολέμου μέσα στις κατώτερες τάξεις αλλά και μέσα στον λεγόμενο «προοδευτικό-αριστερό» χώρο, που πάντα ορίζεται από την αλληλο-κατηγοριοποίηση των συμμετεχόντων για «δογματισμό» από την μια και «υποταγή στο αυθόρμητο ως υποταγή στην αστική κυριαρχία» από την άλλη. 
Παρ' όλο που τα βασικά αστικά αιτήματα όμως έχουν ολοκληρωθεί σε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, συνεχίζει να υφίσταται το κλασικό ερώτημα που θέτουν μεταξύ τους οι διάφορες «αντιπολιτευόμενες» μερίδες, και αφορά την σχέση της όποιας κοινωνικής αντιπολίτευσης στο σύστημα (που μπορεί μια χαρά να είναι αστική αντιπολίτευση, χωρίς και να το ξέρει καλά καλά...) με την δυναμική της άμεσης πραγματικότητας.  
Αρχικά θα έπρεπε να μας προβληματίσει το γεγονός πως υπάρχει ακόμα αστική αντιπολίτευση στο αστικό σύστημα, και δεν εννοώ βέβαια τους αστούς δεξιούς σοσιαλ-δημοκράτες και τα «δημοκρατικά-κεντρώα» κόμματα, αλλά την πολύμορφη και χαοτικά μορφοποιημένη «αριστερά», αν και ακόμα και τα (κλασικά) σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν γερές ρίζες  μέσα στην εργατική τάξη.  
Θεωρήσεις για «αναχώματα» και πρακτόρικες καταστάσεις, χωρίς να είναι εντελώς λάθος αποπροσανατολίζουν και το κυριότερο επαναπαύουν τους φορείς τους. 
Δεν μπορεί να υπάρχει ένας τόσο διευρυμένος χώρος πολιτικής και ιδεολογίας και κάποιοι να κατασκευάζουν φαντάσματα για κάθε χρήση. 
Επίσης η αναφορικότητα προς την «μικροαστική» τάξη, ως υπάρχουσα ακόμα και μέσα στην γενικότερη «μισθωτή εργασία» ως ένα είδος «εργατικής αριστοκρατίας», και ως βασικής αιτίας της «αριστερής αντιπολίτευσης», μπορεί να είναι επίσης σχετιζόμενη με κάποια πραγματικότητα της ύστερης ιμπεριαλιστικής-καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά δεν εξηγεί τα πάντα, ειδικά αν έχουμε στο μυαλό μας πως δεν είμαστε στο μεταβατικό κοινωνικό μόρφωμα εκείνο που αφορούσε την πορεία προς την νέα αστική κοινωνία μετά τον φεουδαλισμό. Αμέσως ανακύπτουν σοβαρά ιστορικά θέματα. 
Ένα από τα βασικά είναι πως δεν υπάρχει κανένας σήμερα που στα βάθη της σκέψης του να μην κατανοεί πως μερικά θέματα στρατηγικής φύσεως δεν αφορούν μόνον την πολιτική οργάνωση των καταπιεζόμενων τάξεων, αν με την έννοια πολιτική οργάνωση καταλαβαίνουμε το κλασικό ταξικό κόμμα. 
Η ίδια η κοινωνικο-ιστορική ζωή έχει δείξει πως υπάρχει ζήτημα με την οργάνωση των θεσμών της εργασίας, και των κοινωνικών θεσμών γενικότερα, ακόμα και μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα αλλά το κυριότερο μετά την καταστροφή του. 
Αν κανείς δεν μείνει στα ευχολόγια και τις οραματικές επιληψίες, θα παραδεχτεί πως το κύριο θέμα σήμερα είναι η οργάνωση της εργασίας και του καταμερισμού της σε «τοπικό» και «παγκόσμιο» επίπεδο. 
Και σε αυτό το ζήτημα δεν δίνει λύσεις ο γενικός «αντικαπιταλισμός»  και «αντιγραφειοκρατισμός» στον οποίο ασκούνται με άφταστη  ρητορική επιτυχία όλες μα όλες οι  πτέρυγες του αντικαπιταλιστικού χώρου, από τους νεο-κκε ως τους αναρχικούς. 
Πίσω όμως από αυτό το ζήτημα, το οποίο είναι και ένα από τα βασικά ταμπού των «αριστερών», των «κομμουνιστών» και «αναρχικών» κάθε είδους, υπάρχει το ζήτημα της ίδιας της τάξης σε όλες τις ιδεολογικές και πολιτικές της εκφάνσεις.
Δε πάνε να λένε όλοι μεταξύ τους όλες τις πιθανές ύβρεις, και να αλληλοχαρακτηρίζονται με τους πιο ελεεινούς ιδεολογικούς, πολιτικούς, (ψευδο-)ταξικούς, κ.α προσδιορισμούς. 
Προλαβαίνω και λέω πως όλοι έχουν δίκιο. Αυτό που με αφορά είναι το πρόβλημα στρατηγικής, και αυτό είναι πρακτικό πρόβλημα. 
Θεωρώ φυσικά πως η άγνοια, ηθελημένη ή αθέλητη, της ριζικά διαφορετικής, αποξενωμένης θέσης των υποτελών τάξεων μέσα στον καπιταλισμό, σημαίνει απλά την πλήρη παραμόρφωση της επαναστατικής θέσης πως δεν μπορεί να υπάρχει οικονομική και πολιτική κυριαρχία από μέρους τους αν δεν έχει από πριν υπάρξει ανατροπή του αστικού κράτους και καταστροφή του. Αυτό όμως δεν είναι το φάρμακο για την αποφυγή κάθε νόσου και μαλακίας. Και ο αντι-οπορτουνισμός μπορεί να είναι μια χαρά αποβλακωτικός όπως ο οπορτουνισμός, αν δεν θέτει τα επίκαιρα στρατηγικά θέματα. Ποια είναι αυτά;
 
Ιωάννης Τζανάκος 2012
 
--------------------------------------
 
Όταν υπάρχει δομικό στρατηγικό πρόβλημα ως προς την στρατηγική υπόσταση μιας κοινωνικής υποκειμενικότητας η άρση του, η «επίλυσή» του, πρέπει να ορίζεται εντός τού πλαισίου εκείνου που δεν «κανονικοποιεί» ή «φυσικοποιεί» αυτό το πρόβλημα, άρα πρέπει να ορίζεται με μεγαλύτερη επίταση ως προς τον προσανατολισμό του προς το ίδιο καθεαυτό το στρατηγικό πεδίο ως διακριτό από το τακτικό.
Όταν η ίδια η ζωή μιας συγκεκριμένης ατομικής ή κοινωνικής υποκειμενικότητας είναι δομικά καθηλωμένη στον «τακτικισμό» τής προσδίδεται ως αντικειμενικό κατηγόρημα ένα στρατηγικό πρόβλημα, δεν μπορεί άρα η «ίδια» η υποκειμενικότητα και η ζωή της έτσι ορισμένες να αποτελούν στρατηγική υπόσταση. 
Ή αλλιώς: 
Δεν γίνεται να ορίζεται ως υποκειμενική υπόσταση που ενέχει ήδη εντός της την στρατηγική δυνατότητα ή πραγματικότητα μια υποκειμενική υπόσταση που ενέχει εντός της τον μόνιμο καθορισμό τής «τακτικής»: 
Ως υπόσταση είναι εκ τής ίδιας τής δομής της μια «τακτική υπόσταση».
Ο τρόπος που αυτή η δομικά «τακτική» υποκειμενική υπόσταση θα «συναντήσει» την στρατηγική δομή δεν μπορεί να είναι ένας τρόπος που σημαίνει μιαν ενδογενή σε αυτήν ύπαρξη τής στρατηγικής που απλά θα αναπτυχθεί στο διάβα τού ιστορικού χρόνου έστω με δυσκολίες και αντιξοότητες.
«Πρέπει» να ανακαλύψει την «στρατηγική» δομή από ένα «έξω» από αυτήν στρατηγικό πεδίο, σε αντίθεση με ό,τι γίνεται σε κοινωνικές τάξεις που εκ τής ίδιας τής δομικής τους υπόστασης βρίσκονται ακόμα και σε μια πρώιμη φάση σε «ενότητα» προς τους υλικούς και διανοητικούς στρατηγικούς όρους τής κοινωνίας (όπως είναι λ.χ η αστική τάξη, ακόμα και όταν δεν έχει την κρατική εξουσία, λ.χ επί φεουδαρχίας).
 
Ιωάννης Τζανάκος
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου