1.
Θεωρούμε ότι ο δομικός «πυρήνας» του Κεφαλαίου είναι πολλαπλός, και σε αυτό συμφωνούμε, νομίζω, με την ουσία της μαρξικής θεώρησης για τον διαλεκτικό «προσδιορισμό» της έννοιας.
Η αρχική, όμως, μεθοδολογική τοποθέτηση δεν συνεπάγεται ότι το Κεφάλαιο έχει πάνω από δύο ελάχιστους «πυρηνικούς» καθορισμούς, ούτε ότι οι επιπλέον καθορισμοί «ανήκουν» στον στενό καθορισμό του, δηλαδή στον δομικό πυρήνα του.
Πριν αναψηλαφήσουμε τη βαθύτερη «ουσία» (ή «εσωτερική μορφή») του Κεφαλαίου, οφείλουμε να λάβουμε μια κυρίως μεθοδολογική/επιστημολογική -αλλά και οντολογική- θέση για τη λειτουργία των «μη‑πυρηνικών» καθορισμών του (χωρίς να προκαθορίζουμε τίποτα).
Καταρχάς, διευκρινίζουμε ότι για εμάς η λειτουργική θέση των «μη‑πυρηνικών» ή «εξωτερικών μορφικών» δομικών στοιχείων του Κεφαλαίου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην, ούτε και καθόλου, μια εκάστοτε συμπτωματικότητα της «εξωτερικής μορφής» του: είτε αυτή προκύπτει από συμπτωματικά υποπροϊόντα που συνοδεύουν τη διαμεσολάβηση της μακροϊστορικής ανάπτυξής του, είτε έχει παροδικότερα χαρακτηριστικά.
Υπάρχουν βεβαίως και συμπτωματικές «εξωτερικές μορφές», αλλά όχι μόνον αυτές.
Θα ήταν λάθος να προσδιορίσουμε τις πιθανές «μη‑συμπτωματικές» οργανικές «εξωτερικές μορφές» του Κεφαλαίου ως «δευτερεύουσες» ή απλώς παραγόμενες, σαν να επιτελούσαν τον δομικό ρόλο ενός «εσωτερικού» (στον καθορισμό του Κεφαλαίου) «εποικοδομήματος» (όπως αυτό ορίζεται στη μαρξιστική Βουλγάτα).
Οι πολλαπλοί «μη‑πυρηνικοί» προσδιορισμοί του Κεφαλαίου αποτελούν στοιχεία της κύριας δομής του όσο υπάρχουν, εφόσον μιλάμε για την κοινωνικο‑υλική δομή του και όχι για βεμπεριανά ή νεοεγελιανά (ιδεαλιστικά) ορισμένες πολιτικές/πολιτικοπολιτισμικές εκφράσεις του.
Να προλάβω μια συνήθη αντίδραση των «μαρξιστών» του εγχειριδίου και της προκήρυξης: είναι αστείο να θεωρείται αυτή η θεματική «σχολαστική» και να παριστάνει κανείς τον μαρξιστή ή τον φιλομαρξιστή.
Έχοντας ξεκαθαρίσει ότι δεν μας ενδιαφέρει η -σεβαστή κατά τα άλλα- ιδεαλιστική ερμηνεία του Κεφαλαίου βάσει πολιτικών‑ιδεολογικών (νοηματικών κ.ά.) προσδιορισμών, περιοριζόμαστε στους κοινωνικο‑υλικούς καθορισμούς του:
Το Κεφάλαιο είναι «παραγωγική κοινωνική σχέση», αλλά υλική παραγωγική κοινωνική σχέση και όχι γενικά «παραγωγική κοινωνική σχέση».
Στο πλαίσιο αυτής της «υλικότητας» διακρίνουμε, αρχικά μεθοδολογικά και ερευνητικά, ότι το ίδιο έχει στενότερους «πυρηνικούς» και ευρύτερους «στοιβαδικούς» καθορισμούς.
Οι «πυρηνικοί» καθορισμοί μπορεί να συγκροτούνται σε μια θεμελιώδη δυάδα ή τριάδα, άρα το Κεφάλαιο δεν είναι το «Εν», όπως συχνά φαντάζεται η αστική θεωρία, ούτε ένα (ψευδο)χάος «πολλαπλών καθορισμών», όπως το φαντάζονται αρκετοί αριστεροί ή αναρχικοί.
Αν δεχτούμε έναν στενό, ουσιακό «πυρηνικό» καθορισμό (συνήθως δυαδικής δομής) και ταυτόχρονα μια ευρύτερη πολλαπλότητα καθορισμών στο «περίβλημά» του που υπάγεται στη θεμελιακή δυαδική δομή, το πρόβλημα δεν λύνεται.
Το κρίσιμο είναι πώς δομείται η συγκροτητική σχέση αυτών των ευρύτερων και ευπλαστότερων καθορισμών με την πυρηνική δομή.
Και εδώ, ας μην καμώνονται μερικοί ότι δεν έχουν ήδη λάβει αυθαίρετες ιδεολογικές αποφάσεις.
2.
Αν εξετάσουμε το Κεφάλαιο στη «δομική συγχρονία» του, εμφανίζεται ως παλίμψηστο εκμεταλλευτικών‑κυριαρχικών παραγωγικών δομών, με δεσπόζουσα τη σύγχρονη, ειδικά καπιταλιστική μορφή.
Η εμφανής «γραφή» του είναι ο δεσπόζων καθορισμός, αλλά «από κάτω» υπάρχουν και άλλες κυριαρχικές «γραφές» που αναδύονται με τις «υγρασίες των καιρών», φέρνοντας προκαπιταλιστικούς βρυκόλακες.
Πρόκειται για ένα «δομιστικό» καπιταλιστικό θρίλερ.
Οι χρησμοί μαρξιστών και αντιμαρξιστών/μη‑μαρξιστών αντικαπιταλιστών έχουν ειπωθεί, αλλά το μυστήριο παραμένει: τι είναι αυτό το «παλίμψηστο» και ειδικότερα ποιος είναι ο ειδικός καπιταλιστικός καθορισμός του, ο ειδικός «δομικός πυρήνας» του;
(Παρένθεση: αυτό που «δομιστικοειδώς» ονομάζω «δομικό πυρήνα» το έχω ορίσει αλλού ως «συστημική υπόσταση»: μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ συστήματος‑ολότητας και υποσυστήματος.)
Με μια εικονιστική διαλεκτική, πρόχειρη σαν τη μάταιη ζωή μου, προσπάθησα να κατανοήσω πού «βρίσκεται» σε αυτό το παλίμψηστο όχι ο προκαπιταλιστικός προσδιορισμός (εκείνος είναι στο βάθος του παρελθόντος και «κάτω» από την επιφάνεια), αλλά ο ειδικός καπιταλιστικός πυρήνας.
Το άλυτο πρόβλημα αποκωδικοποίησης της «γραφής» είναι η συγκροτητική σχέση της γενικής υπόστασης κάθε εκμεταλλευτικού‑κυριαρχικού παραγωγικού συστήματος {α} με τον ειδικό καπιταλιστικό πυρήνα {β}.
Η γενική υπόσταση ορίζεται ως η «εκμεταλλευτική κυριαρχία επί των υποκειμενικών‑αντικειμενικών όρων της παραγωγής‑εργασίας», με ή χωρίς διαμεσολάβηση κυριαρχίας επί των φορέων (σωματικοτήτων) αυτών των όρων.
Προτού εμφανιστεί το Κεφάλαιο ως «γραφή επιφάνειας», δεν ήταν ορατή αυτή η διάκριση (όρων/φορέων): επικρατούσε η «κυριαρχική‑προς‑σώμα» διαμεσολάβηση, η οποία καταλάμβανε τον χώρο της επιφάνειας και εμφανιζόταν ως ουσία της.
Στον καπιταλισμό, για πρώτη φορά ταυτίζεται (λειτουργικά) η «γραφή επιφάνειας» με την βαθύτερη «κυριαρχία επί των όρων».
Ωστόσο και αυτή η ταύτιση παρουσιάζεται παραπλανητικά ως «απόλυτη» (αστική θεώρηση) ή ως παράγωγο αποκλειστικά του Κεφαλαίου.
Η «βαθύτερη γραφή» υπάρχει διαχρονικά όσο υπάρχει εκμεταλλευτική κυριαρχία, είναι ο γενικός Κανόνας.
Το παράδοξο με τον καπιταλισμό δεν είναι ότι δεν ταυτίζεται με τον Κανόνα, αλλά ότι τον αντιπροσωπεύει περισσότερο από κάθε προηγούμενο σύστημα και στο βάθος και στην επιφάνεια, ενώ έχει ειδική δομή που δεν ανάγεται σε αφαιρετική έκφραση του Κανόνα.
Οι προσπάθειες να συναχθεί ο Κανόνας από την αλλοτριωτική διαλεκτική εμπορεύματος‑χρήματος δεν στέφθηκαν από επιτυχία, αν και «κάτι πιάνουν».
Ο γενικός Κανόνας αντιπροσωπεύεται στην καπιταλιστική επιφάνεια χωρίς να έχει παραχθεί εκεί, ενώ έχει αναλογίες/ταυτότητες με δομές όπως Χρήμα και Εμπόρευμα.
3.
Οι ανεπίλυτες αντινομικές «εσωτερικές» αντιφάσεις του Κεφαλαίου δεν είναι της ίδιας τάξης με τις (παρουσιαζόμενες σήμερα ως) ανεπίλυτες αντινομίες του κόσμου της μισθωτής (και μη μισθωτής) εργασίας.
Εξετάζουμε πρώτα τις αντινομίες του Κεφαλαίου (τον ισχυρό πόλο) και ύστερα τις «δικές μας», διότι για τον αδύναμο έχει σημασία η μελέτη του πανίσχυρου εχθρού του.
Ο Μαρξ είχε φιλοσοφικό‑διαλεκτικό λόγο για ανάλογη εκκίνηση, που αποδεχόμαστε.
Ο «καπιταλιστικά καθορισμένος» πυρήνας του Κεφαλαίου ήταν από νωρίς ό,τι είναι και σήμερα. Σε έναν βαθύ αλλά ορατό πυρήνα, το Κεφάλαιο ήταν εν αρχή αυτό που θα είναι όσο υπάρξει.
Ποιος είναι, όμως, αυτός ο πυρήνας;
Σε κάθε υπόθεση για την αντανάκλαση ισχυρού δομικού πυρήνα της πραγματικότητας πρέπει να διακρίνουμε το πιο σταθερό, παραμόνιμο στοιχείο που αποτελεί το ελάχιστο δομικό δεδομένο εκ του οποίου απορρέουν «όλα τα υπόλοιπα».
Υπάρχει πάντα μια βαθύτερη «δομή‑μορφή των δομών», που λειτουργεί ως μόνιμος συντελεστής παραγωγής των πολλαπλών «εξωτερικών μορφών».
Οι πολλαπλότητες αυτές σχηματίζουν έναν συνεκτικό κόσμο παραστάσεων και τρόπων ζωής, που παρουσιάζεται ως «πραγματική ζωή» (και εν πολλοίς είναι), αλλά παραμένει εξωτερική και εξαρτημένη από τον εκάστοτε δομικό πυρήνα.
Διευκρίνιση: κάθε μορφή δεν έχει «περιεχόμενο», υπάρχει μόνο μορφή.
Όμως υπάρχουν «εξωτερικές» μορφές (υπαγόμενες, εξαρτημένες, παροδικές) και «εσωτερικές» (υλικές δομές‑μορφές).
Η «διαλεκτική των μορφών» δεν αποκλείει εναλλαγές ρόλων ή εξαφανίσεις: η «εξωτερική» μορφή μπορεί να γίνει «εσωτερική» και αντιστρόφως, σε μια σταθερή ιεραρχία δόμησης.
Υπάρχει και άλλο σενάριο: χωρίς αλληλομετάθεση, το ένα στοιχείο καταλαμβάνει την «ανώτερη» θέση του άλλου, εξαφανίζοντάς το και καταργώντας κάθε ιεράρχηση.
Η κοινωνική εργασία θα καταργήσει‑κονιορτοποιήσει το Κεφάλαιο, δεν θα το «υποτάξει».
Ο σοσιαλισμός δεν είναι «κοινωνικοποίηση/κρατικοποίηση» του Κεφαλαίου, αλλά κατάργησή του.
Ο «σοσιαλισμός» του «καλού, υπαγμένου» Κεφαλαίου είναι αδυνατότητα και απατεωνίστικο φαντασιακό του ρεφορμισμού.
4.
Ο «γνωστότερος άγνωστος» Κ. Marx, ασκώντας κριτική στον αστικό «παραγωγισμό», έδειξε ότι «παραγωγή εν γένει» δεν υπάρχει ως αιώνια ουσία.
Έδειξε επίσης ότι οι «συγγενείς» οικονομικοί όροι (κατανάλωση, κατανομή) συναποτελούν ευρύτερη πλοκή, όπου ο καθένας είναι και παραγωγή (κατανάλωση ως παραγωγή, κατανομή ως παραγωγή).
Παρ’ όλα αυτά, η πολλαπλότητα των καθορισμών δεν σημαίνει εγελιανή ταυτότητα μεταξύ τους ούτε άρση της σχετικής αυτοτέλειας της παραγωγής ή του πρωτεύοντος ρόλου της.
Τι σημαίνει αυτό για τις «κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις»;
Ο Μαρξ σχετικοποιεί και απο‑οντολογικοποιεί όρους (όπως η «παραγωγή»), εντάσσοντάς τους σε ευρύτερο ορίζοντα, χωρίς όμως να αίρει την σχετική καθαυτότητά τους.
Σήμερα, όμως, κάθε οπτική που εισάγει σχετικά ουδέτερους αντικειμενικούς όρους (παραγωγικές δυνάμεις, επιστήμη, κράτος ως δημόσια δύναμη) θεωρείται «ύποπτη» από τον νεοαριστερισμό που αναγορεύει αποκλειστικά την ταξική αντίθεση.
5.
Το Κεφάλαιο δεν περιορίζεται στην απομύζηση της ζωντανής εργασίας, οργανώνεται νομοτελειακά ως ειδική (καπιταλιστική) αυτοαναπτυσσόμενη εκμεταλλευτική‑κυριαρχική παραγωγική οντότητα.
Είναι αυτοαξιοποίηση/αυτοσυσσώρευση χρηματικής‑εμπορευματικής αξίας και εκ των πραγμάτων προάγει την τεχνική‑παραγωγική πρόοδο λόγω του ανταγωνισμού των κεφαλαίων.
Το Κεφάλαιο υπάρχει ως «κεφάλαια», ποτέ ως «Εν‑Κεφάλαιο».
Η ενότητά του δεν αναιρεί τη μη‑ενότητα, μέσα της φωλιάζει ο ατέρμων πόλεμος/ανταγωνισμός, που δεν έχει άλλο τέλος από την σοσιαλιστική επανάσταση.
Επιπλέον, η πολλαπλότητα των δομικών πυρήνων (συμπεριλαμβανομένων «εύπλαστων» πολιτικών καθορισμών) δεν εξομαλύνει αντιφάσεις, συχνά τις πολλαπλασιάζει.
Η απολογητική διαλεκτική θα το πει «δύναμη/δυναμική» του καπιταλισμού: μεταλλάσσεται, «καταπίνει» εχθρούς, πλάθει κόσμους - συχνά πάνω σε εξόντωση εργαζομένων, αδύναμων εθνών, αξιοπρεπών ανθρώπων.
Η «μαγεία» αυτή πληρώνεται με αίμα.
Θεωρητικά, συστηματοποιούμε την κεφαλαιακή ολότητα ως πολλαπλότητα τριών κύριων «δομικών πυρήνων», όπου ο ένας είναι ο ειδικός καπιταλιστικός (δεσπόζων).
Εστιάζουμε στην παράδοξη αλληλοδιείσδυση μεταξύ:
{β} της ειδικής καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής‑κυριαρχικής ουσίας, και
{α} της γενικής εκμεταλλευτικής‑κυριαρχικής ουσίας όλων των ταξικών παραγωγικών δομών.
6.
Εντός του ολικού καθορισμού, οι οργανικοί υποκαθορισμοί υπάγονται σε έναν γενικότερο κανόνα αφαίρεσης.
το Κεφάλαιο (και ο καπιταλισμός) επιτελεί κανόνα έμπρακτης αναγωγής της παραγωγής και της κοινωνίας στην ύψιστη δυνατή αφαιρετικότητα εντός ταξικών κοινωνιών.
Αυτή η «υψίστη αφαίρεση» δεν είναι φιλοσοφικό σχήμα, είναι αφαίρεση υλικών πρακτικών δομών εκμετάλλευσης/κυριαρχίας.
7.
Η γενική εκμεταλλευτική‑κυριαρχική δομή όλων των ταξικών κοινωνιών εμφανίζεται σχετικά ακέραια στη φαινομενικότητα και ανακαλύπτεται στο «φως της έννοιας» όταν το ίδιο το Κεφάλαιο πραγματώνει την μερική απόσπαση της εκμετάλλευσης‑κυριαρχίας από την εξωοικονομική‑πολιτική‑στρατιωτική μορφή της.
Όπως η «παραγωγή εν γένει» αναδύεται όταν αποσπάται από συγγενείς καθορισμούς, έτσι και η εκμετάλλευση‑κυριαρχία επί των υποκειμενικών όρων εμφανίζεται όταν μπορεί να υπάρξει μερικώς και χωρίς την κυριαρχία επί των φορέων τους.
Οι «μερικές αφαιρέσεις» τείνουν σε υπερ‑αφαιρέσεις όταν εντείνεται η πολικότητά τους έναντι των διαμεσολαβήσεων.
Η ταυτότητα του γενικού καθορισμού με τον καπιταλισμό διευκρινίζεται ως οντική συνέχεια, άρα η ωριμότερη φάση (ως αφαίρεση/υπεραφαίρεση) δεν αναιρεί τη διιστορική παρουσία τους ως υπαρκτών αφηρημένων δομών‑καταστάσεων.
Το δύσκολο σημείο: η σχέση της γενικότατης αποξένωσης της ζωντανής εργασίας από τους όρους της {α} με την καπιταλιστική εκδοχή της {β}, η οποία κάθε άλλο παρά απλή προέκταση του γενικού κανόνα είναι.
8.
Το Κεφάλαιο μπορεί να οριστεί και ως σύνοψη εκμεταλλευτικών‑κυριαρχικών αφαιρέσεων, όπου μια «ειδική ουσία» μοιάζει να έχει προστεθεί στη «γενική».
Όμως η ειδική‑ειδική ουσία του ίσως εντοπίζεται σε πιο παράξενη «σύνθεση» ταυτότητας‑ετερογένειας ειδικού/γενικού.
Ο «δομικός πυρήνας» συναπαρτίζεται από πολλαπλές αφηρημένες δομές εκμετάλλευσης/κυριαρχίας:
{α} η γενική εκμεταλλευτική‑κυριαρχική σχέση (Κυρίαρχος‑και‑Κάτοχος επί των όρων ύπαρξης της ζωντανής εργασίας),
{β} η ειδική καπιταλιστική μορφή παραγωγής‑και‑ανταλλαγής (γενικευμένη χρηματική‑εμπορευματική διαμεσολάβηση),
{γ} η γενική δυνατότητα εκτροπής σε «αρχαϊκές» δομές κυριαρχίας (ακόμα και μέσα στη νεωτερικότητα υφίσταται χρήση εξω‑οικονομικών μεθόδων υπαγωγής).
Οι πυρήνες δεν είναι αόριστοι, είναι αφηρημένες‑και‑συγκεκριμένες δομές άμεσης εξουσιαστικής επιβολής.
Η ειδική «λαβίδα» {β} (γενικευμένη ανταλλακτική μορφή) εντάσσεται στη γενική «λαβίδα» {α} (εξαναγκαστική αμειβόμενη δουλική εργασία) και αντιστρόφως, άρα υφίσταται λειτουργική ταυτότητα/συσχέτιση μεταξύ των.
9.
Η ειδική καπιταλιστική «πολλαπλότητα καθορισμών» δεν υπερισχύει εντός της ολότητας έναντι της γενολογικής πολλαπλότητας των εκμεταλλευτικών κοινωνιών.
Στον καπιταλισμό παρατηρείται παράδοξη ταύτιση συγκεκριμένων ειδικών στοιχείων με τον γενικό κανόνα.
Η κυριάρχηση‑κατοχή των υποκειμενικών όρων της εργασίας (ένα σκέλος της κυριαρχίας) δεν ταυτίζεται με την κυριάρχηση των φορέων τους (δουλεία).
Στον καπιταλισμό δεσπόζει το πρώτο (χωρίς να αποκλείεται η δουλεία).
Αυτό το «μόνον» σηματοδοτεί ταύτιση του ειδικού με το γενικό: ο καπιταλισμός «αγγίζει» άμεσα τον αφηρημένο κανόνα χωρίς να χρειάζεται άλλους ειδικούς καθορισμούς για να τον συνδέσουν.
Καθόλου καλά μαντάτα για εμάς.
10.
Για να ορίσουμε επαρκώς την «ουσία» ενός ιστορικού τύπου εκμεταλλευτικού συστήματος, πρέπει να ανασύρουμε και τη γενική‑αφηρημένη ουσία όλων των τέτοιων συστημάτων.
Ο εκάστοτε «δομικός πυρήνας» είναι συνάρθρωση δύο αφηρημένων μορφών κανόνα, τού γενικού κανόνα και τού ειδικού κανόνα.
Δεν πρόκειται για «σύνθεση αφηρημένου με συγκεκριμένο», και τα δύο είναι αφηρημένα με ίδιο «φορτίο» συγκεκριμενότητας.
Άρα, ο καπιταλισμός, αν και διαφέρει βαθιά, δεν έχει «ξεκόψει» από τον γενικό κανόνα, ήτοι την Κυριαρχία‑και‑Κατοχή επί των υποκειμενικών και αντικειμενικών όρων της εργασίας.
Η παραλλαγή αφορά κυρίως την ύπαρξη ή όχι Κατοχής‑και‑Κυριαρχίας επί των φορέων της εργασίας όχι την επί των όρων της, που είναι σταθερά παρούσα.
11.
Ο γενικός ορισμός («Κυρίαρχος‑και‑Κάτοχος επί των όρων ύπαρξης της ζωντανής εργασίας») είναι αληθής αλλά κενός για τον ειδικό ορισμό του καπιταλισμού, αν δεν πλαισιωθεί από την ιδιαιτερότητα: τη γενικευμένη χρηματική‑εμπορευματική διαμεσολάβηση.
Το πρόβλημα δεν είναι σχολαστικό, πίσω από αυτές τις διαφοροποιήσεις στάθηκαν κινήματα, ελπίδες, ζωές.
Συμπληρωματικά: ο καπιταλισμός είναι και γενικός κυρίαρχος επί των όρων, και ειδική διαμεσολάβηση της ζωντανής εργασίας από την ανταλλακτική μορφή.
Ο γενικότατος κανόνας έγκειται στον βαθύτερο εξουσιαστικό έλεγχο επί των όρων της παραγωγής‑εργασίας, είτε μέσω βίαιης δέσμευσης της ελευθερίας κίνησης των φορέων (προκαπιταλιστικά) είτε χωρίς αυτήν ως απόλυτη προϋπόθεση (καπιταλιστικά).
12.
Υπάρχει μια ειδική‑γενική κυριαρχική αμεσότητα στον καπιταλισμό: συγκροτείται ως άμεση συσχέτιση της ολικής παραγωγικής διεργασίας (ως εκμεταλλευτικής) με την κυριαρχία του Κεφαλαίου επί των υποκειμενικών‑και‑αντικειμενικών όρων της.
Αυτή η αμεσότητα ριζώνει στην ιστορική ταυτότητα της εκμεταλλευτικής κυριαρχίας με τον ουσιακό εαυτό της και την «κορύφωσή» της στην καπιταλιστική αφαίρεση.
Ο καπιταλισμός, ως αφαιρετικότερο εκμεταλλευτικό σύστημα, συνοψίζει στην επιφάνειά του τις βαθιές δομές όλων των προηγούμενων, χωρίς τις εξωτερικές μορφολογίες τους, γι’ αυτό επιτρέπει την ορθότερη θεωρητική αντανάκλαση όχι μόνο του ίδιου αλλά και των προηγούμενων συστημάτων.
13.
Ο ειδικά καπιταλιστικός κανόνας «σχετίζει» άμεσα την παραγωγική διεργασία (ως εκμεταλλευτική) με την κυριαρχία επί των όρων της εργασίας‑παραγωγής.
Για να διακριθεί εννοιακά η κυριαρχία επί των όρων από την κυριαρχία επί των φορέων, πρέπει να ορίσουμε τους όρους ως ριζικά κοινωνικούς/σχεσιακούς καθορισμούς του ανθρώπινου (και ζωϊκού) Είναι.
Ο καπιταλισμός παράγει την παραγωγή ως κοινωνική παραγωγή και τα μέσα ως κοινωνικά μέσα (παρά την ατομική ιδιοποίηση). Καταργεί/περιορίζει ατομικά ή αποσπασματικά κοινοτικά μέσα επιβίωσης.
Είναι «αντικοινωνικό κοινωνικό» σύστημα που φέρνει στην επιφάνεια και στο βάθος τον αποκλειστικά κοινωνικό καθορισμό των μέσων παραγωγής‑και‑επιβίωσης.
Έτσι, οι «όροι» μετατρέπονται από «μόνον αφηρημένοι» σε κυρίαρχους αφηρημένους‑συγκεκριμένους καθορισμούς.
Επειδή ο καπιταλισμός θεμελιώνεται στην κυριαρχία επί των κοινωνικών προϋποθέσεων της ύπαρξης, και όχι στην κυριαρχία «πρόσωπο‑με‑πρόσωπο» επί των φορέων, παράγεται η ανάγκη επίτασης της γενικότερης κοινωνικής κυριαρχίας επί υποκειμένων και αντικειμένων ως λειτουργικό ισοδύναμο του ειδικού κανόνα.
14.
Επειδή το εργαζόμενο υποκείμενο που έχει το Κεφάλαιο στη δούλεψή του δεν δεσμεύεται άμεσα σωματικά (δεν μπορεί δηλαδή να το «βάλει» με άμεσο σωματικό ζόρι στην παραγωγή που ελέγχει), «πρέπει» να το ελέγξει και να το κυριαρχήσει με άλλους εξίσου σωματικούς και άμεσους τρόπους.
Οι κύριοι εναπομείναντες τρόποι συνδέονται με την άμεση υλική κυριαρχία της κοινωνίας (της κοινωνικής παραγωγής) ως όρου επί των φορέων της εργασίας‑παραγωγής, μέσω άμεσου και «σωματικού» εκβιασμού να υποκύψουν στον πραγματικό κοινωνικό όρο παραγωγής των (πλέον κοινωνικών) μέσων παραγωγής των μέσων επιβίωσης.
Το Κεφάλαιο ελέγχει/κυριαρχεί τους φορείς υπαγάγοντάς τους στους όρους, μέσω πλήρους αποξένωσης του εργαζόμενου από τα υλικά κοινωνικά μέσα παραγωγής του μέρους εκείνου του κοινωνικού πλούτου που είναι αναγκαίος για τη βιολογική και κοινωνικο‑βιολογική αναπαραγωγή του.
Η ατομική ιδιοκτησία των κοινωνικών πραγμάτων‑μέσων είναι στον καπιταλισμό απόλυτο ταμπού ακριβώς γιατί διασφαλίζει την υποταγή του εργαζόμενου στους υλικούς όρους της άμεσης αναπαραγωγής του.
Η αποξένωση του παραγωγού από τους όρους παραγωγής των μέσων παραγωγής των μέσων επιβίωσης σημαίνει ότι οι όροι αυτοί έχουν παραχθεί ως κυρίαρχες αφαιρέσεις, και αντιστρόφως: παράγονται ως κυρίαρχες αφαιρέσεις επειδή έτσι μετατρέπονται στον όρο μιας άμεσης, αλλά «άπιαστης», εκβιαστικής πράξης υποταγής των παραγωγών.
Αυτό δεν αγγίζεται από το «Δίκαιο».
Ο μισθωτός εργάτης ή μικροαστός εργαζόμενος δεν έχει καθοριστικό δικαίωμα ή μερίδιο στην ιδιοκτησία ή τη διεύθυνση των κοινωνικά αναγκαίων μέσων παραγωγής, άρα βρίσκεται υπό τον διαρκή εκβιασμό να δουλέψει για το μεγάλο ή μικρό Κεφάλαιο (ή το κράτος του), για να επιβιώσει μέρα τη μέρα.
Δεν υπάρχει πλέον μέσο παραγωγής για να προσποριστεί τα μέσα της άμεσης επιβίωσης που να μην είναι ιδιοκτησία του Κεφαλαίου.
Όλα τα «αναγκαστικά πλέον ως κοινωνικά» μέσα παραγωγής‑και‑επιβίωσης ανήκουν ιδιοκτησιακά στο μεγάλο Κεφάλαιο ή στο μικρό (μαγαζάτορες, μικροαφεντικά).
15.
Ο ειδικός‑γενικός κανόνας της καπιταλιστικής μορφής εκμεταλλευτικής‑κυριαρχικής παραγωγής δεν αποτελεί ένα απόλυτα ετερογενές δομικό στοιχείο σε διάκριση προς τον γενικότατο κανόνα των εκμεταλλευτικών‑κυριαρχικών μορφών παραγωγής.
Αυτό υποδηλώνει μια βαθύτερη διαλεκτική σχέση επαλληλίας μεταξύ τους και συνανάδυσής τους ως ακέραιων καθορισμών του κοινωνικού Είναι, από τη στιγμή που εμφανίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Έχω ήδη μιλήσει αναλυτικότερα και τώρα παρουσιάζω πιο αφαιρετικά το σχήμα της αλληλοπλοκής γενικότατου και ειδικού‑γενικού κανόνα, σε αναφορά πάντα προς τον καπιταλισμό.
Η γενικότατη μορφή της εκμεταλλευτικής κυριαρχίας στην παραγωγή σημαίνει την εκμεταλλευτική κυριαρχία ως Κατοχή‑Κυριαρχία επί των «υλικών» αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων της παραγωγής‑εργασίας, ανεξάρτητα αν αυτή η Κατοχή‑Κυριαρχία επιτελείται ή όχι δια της Κατοχής‑Κυριαρχίας επί των φορέων (σωματικοτήτων) αυτών των όρων.
Η κάθε ενική υποστασιοποίηση αυτού του γενικότατου κανόνα σε διαφορετικό ειδικό‑γενικό κανόνα (π.χ. «καπιταλισμός») δεν είναι σύνθεση δύο απολύτως ετερογενών «δομικών πυρήνων» (ενός «καθαυτό» γενικότατου και ενός «καθαυτό» ειδικότατου).
Είναι συνάρθρωση μιας γενικότατης αφαίρεσης που ενώνεται κάθε φορά με μια ειδική μορφή της, η οποία όμως δεν αποτελεί οντολογικά αντίθετο πόλο, σαν να προερχόταν από μια ολότελα διαφορετική πραγματικότητα.
Το πρόβλημα δεν είναι το «αυτονόητο» περί σχετικής ταυτότητας/μη‑ταυτότητας γενικότατου–ειδικού/γενικού, αλλά το «δύσκολο».
Η γενετική και οντική (οντολογική) υλική σχέση τους, ώστε να φανεί πως το ειδικό‑γενικό απορρέει από το γενικότατο, αλλοιώνοντας όμως δημιουργικά και ιστορικοσωρευτικά την ίδια την ουσία του ως γενικότατου.
16.
Ο ενικός ειδικός‑αφηρημένος/γενικός κανόνας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης είναι συγκεκριμένη ενική έκφραση ενός ιδιαίτερου και (όσο υπάρχει εκμετάλλευση) διαρκώς ισχύοντος τύπου αφαίρεσης, συγγενικού με την ειδικοποίηση του γενικότατου κανόνα των εκμεταλλευτικών παραγωγικών δομών εν γένει.
Ακόμη κι έτσι, δεν παύει να περιέχει τον όρο της εμπρόσωπης εκμετάλλευσης.
Η άρχουσα τάξη απαρτίζεται από πρόσωπα‑εκμεταλλευτές, η αστική τάξη, ως προσωποποίηση του Κεφαλαίου, είναι σύνολο εκμεταλλευτικών προσώπων.
Ο καπιταλισμός είναι το μέχρι τώρα πιο αφαιρετικό, το πιο «απρόσωπο» σύστημα, χωρίς να υπερβαίνει την αρχή της εκμετάλλευσης.
Σε κάθε φάση της αυτοαξιοποίησης/αυτοσυσσώρευσης της ανταλλακτικής‑χρηματικής αξίας, ο περισσευούμενος καρπός (υπεραξία/κέρδος) ιδιοποιείται από το Κεφάλαιο και ως μέσο συσσώρευσης και ως μέσο ατομικού πλουτισμού ιδιοκτητών/μετόχων/διευθυντών.
Δεν υπάρχει «απρόσωπο» Κεφάλαιο αφ’ εαυτού, οι φορείς του αποσπούν πάντα μερίδιο υπεραξίας, συντηρώντας και το ιδεολογικό/καταναλωτικό τους περιβάλλον.
17.
Αυτό που αναπαρίσταται ιδεολογικά/επιστημονικά ως «σωματική μονάδα» ικανότητας‑και‑δεξιότητας για εργασία είναι το αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής ιστορικής διεργασίας με την οποία η εκμεταλλευτική κυριαρχία αποδεσμεύεται από την ανάγκη αρχικής βίαιης δέσμευσης των φορέων (εξωτερικό φυσικό σώμα), για να κυριαρχήσει απευθείας στους υποκειμενικούς όρους (εσωτερικό σώμα).
Η διάκριση «εξωτερικού/εσωτερικού σώματος» λειτουργεί εικονιστικά και μεθοδολογικά: δεν υποστασιοποιούμε μεταφυσικά τη σωματικότητα.
Σκοπός είναι να φωτιστεί η μετάβαση από την προ‑καπιταλιστική βία επί του «έξω» σώματος στην καπιταλιστική βία επί του «έσω» (όρων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων), καθώς και η ειδική μορφή εμπορευματοποίησης της εργασιακής δύναμης.
Η «εργασιακή/εργατική δύναμη» δεν ταυτίζεται με την εμπορευματική‑καπιταλιστική μορφή της ούτε με μια στατική γενική μορφή, φέρει αόριστη απειρία, όπως και η ίδια η έννοια της παραγωγής.
Σε κρίσιμη πτυχή της δεν είναι αγαθό που παράγεται από άλλα αγαθά, ήτοι εμπεριέχει στοιχείο αυτοπαραγωγής/αυτοδημιουργίας.
18.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη αναδύθηκε ιστορικά ως καπιταλιστική αφαίρεση‑εμπόρευμα, χωρίς να εξαντλείται σ’ αυτήν.
Το Κεφάλαιο συγκροτεί διπολική αντινομική ενότητα με το εμπόρευμα «εργασιακή δύναμη».
Όταν η εργασιακή υποκειμενικότητα επιδιώκει την ολότητά της, τείνει να διαρρήξει την εμπορευματική πτυχή και να την επανεντάξει στην ενότητα υποκειμένου‑εργασίας‑μέσων/ύλης‑προϊόντος.
Η κατάληψη μεμονωμένων μονάδων δεν αίρει αυτομάτως την αποξένωση, χωρίς συλλογική ιδιοκτησία/διεύθυνση των μέσων και κοινωνικό έλεγχο του συνόλου της παραγωγής, προκύπτουν νέες σχέσεις κυριαρχίας «εκ των έσω».
19.
Μπορεί να «μετρηθεί» η ποσότητα και να προσδιορισθεί η ποιοτική συγκρότηση της εργασίας σε σύγχρονα συστήματα, σε συνάφεια με την τεχνική σύνθεση (του Κεφαλαίου).
Ο «κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας» οφείλει να νοηθεί συναρτημένος με την τεχνική σύνθεση και την οργάνωση της παραγωγής.
Ο Μαρξ εισάγει την έννοια της «εργασιακής δύναμης» ως αποξενωμένο συμπύκνωμα ικανοτήτων/δεξιοτήτων, δεν την ταυτίζει όμως με τη μορφή‑εμπόρευμα.
Προβληματική παραμένει η υπαγωγή της στη λογική της αντικειμενικότητας: για να ανταλλάσσεται, πρέπει να οριστεί ως «αντικείμενο» με όρια/ιδιότητες, ενώ η δημιουργική ικανότητα δεν ανάγεται πλήρως σε παραγωγική κατανάλωση αγαθών.
Η εργασιακή δύναμη είναι και αυτοπαραγόμενη.
Συνεπώς, κάτι άλλο «πουλιέται» ως εργασιακή δύναμη.
Αν θεωρήσουμε πειραματικά την παραγωγή της ταυτόσημη με αναπαραγωγή (συντήρηση ήδη δομημένων δεξιοτήτων/σωματικού φορέα), τότε το κλασικό μαρξικό σχήμα ισχύει μερικώς: η ανταλλαγή μισθού‑μέσων συντήρησης αντιστοιχεί σε αναπαραγωγή, όχι στη δημιουργία της ικανότητας.
Η νομοτέλεια που υπέθαλπε τον «Νόμο της Αξίας» ζητά περιεκτικότερη αντανάκλαση.
20.
Το Κεφάλαιο, αποκόπτοντας τον άμεσο παραγωγό από τον έλεγχο των αντικειμενικών όρων, τον τοποθετεί στη θέση του «μόνον‑φορέα» μιας εμπορευματοποιημένης εργασιακής δύναμης.
Ο «εργαζόμενος πολίτης» της δημοκρατίας αναδύεται ως νομοτελειακά αποξενωμένο υποκείμενο με μερικό έλεγχο ενός σωματοποιημένου συμπυκνώματος κοινωνικο‑προσωπικών δεξιοτήτων.
Κατά συνέπεια, ό,τι εμφανίζεται ως «σώμα» στον καπιταλισμό καθορίζεται από τη διαίρεση που επιβάλλει το Κεφάλαιο ανάμεσα στη δρώσα υποκειμενικότητα και στους αντικειμενικούς όρους.
Η εργασιακή δύναμη παράγεται ως «σωματική στιγμή» της δημιουργικής δράσης, ως «αντιπρόσωπος» των αντικειμενικών όρων μέσα στην υποκειμενικότητα, έτοιμη να απομυζηθεί ως πραγμοποιημένος/σωματοποιημένος όρος.
21.
Η εργασιακή δύναμη είναι τελικό αποτέλεσμα μιας ευρύτερης διεργασίας (παραγωγής/αυτο‑παραγωγής, δημιουργίας/αυτο‑δημιουργίας) ικανοτήτων‑δεξιοτήτων που υφίστανται όταν είναι ενεργές και ενταγμένες σε ένα παραγωγικό «Εν»: (α) εργαζόμενο υποκείμενο, (β) εργασία, (γ) μέσα, (δ) ύλη, (ε) προϊόν.
Το εκμεταλλευτικό «Εν» ως γενικότατη δομή κυριαρχίας σημαίνει δομική υποταγή του υποκειμένου στους αντικειμενικούς όρους, με φορέα την άρχουσα τάξη.
Η καπιταλιστική μορφή είναι η αφαιρετικότερη ιστορική εκδοχή κάθε εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, δύναται «πειραματικά» να νοηθεί ακόμη και χωρίς πρόσωπο ή χωρίς άσκηση άμεσης σωματικής βίας, χωρίς αυτό να αναιρεί την ύπαρξη πραγματικών καπιταλιστών‑φορέων.
22.
Όταν το παραγωγικό υποκείμενο «συρρικνώνεται» στη μονομερή κατάσταση της εργασιακής δυνητικότητας (φορέας/αποθηκάριος μιας μη‑ενεργού ικανότητας), η ενεργός υπόστασή του τίθεται στο έλεος των εκμεταλλευτών.
Η άμεση παραγωγική διεργασία τού είναι ξένη, στερείται εποπτείας/ελέγχου/λόγου επί της εκτέλεσης και του προϊόντος.
Ως διαπραγματευτής υποτιμάται δομικά: η «εμπορευματοποίηση» της δύναμης εγγυάται τη διαρκή φτήνια της.
Η εργασιακή δύναμη, ως κοινωνική αφαίρεση, υφίσταται πριν την ενεργοποίηση.
Με την ενεργοποίηση αίρεται διαλεκτικά στην πράξη και αναλώνεται στο προτσές, συμβάλλοντας πρωτεύοντως στη δημιουργία προϊόντος.
Κρίσιμο ερώτημα: τι σημαίνει «παραγωγή» έναντι «αναπαραγωγής» της εργασιακής δύναμης;
Ως μάθηση/δημιουργία νέας δεξιότητας (εκτός της άμεσης συντήρησης).
Ως συντήρηση ήδη υπάρχουσας δεξιότητας/σωματικού φορέα (αναπαραγωγή).
Στην παραγωγή παραβιάζεται η ισότητα εισερχόμενης/εξερχόμενης τάξης‑ενέργειας (πλεόνασμα).
Το «εμπόρευμα εργασιακή δύναμη» δεν παράγεται αποκλειστικά ως εμπόρευμα, αναπαράγεται ως τέτοιο.
Η υπεραξία γεννιέται στην άμεση παραγωγή.
Η αξία χρήσης της δύναμης (δυνατότητα υπέρβασης) δεν «πωλείται» ως ενεργός ικανότητα εκ των προτέρων, διότι υπάρχει ως τέτοια μόνο εν τω γίγνεσθαι της παραγωγής.
23.
Η καπιταλιστική κυριαρχία διαθέτει πλήθος άμεσων εργαλείων εκφοβισμού/βίας (θεοκρατία, αστυνομική/παρακρατική καταστολή, έμφυλες ιεραρχίες κ.ά.).
Ωστόσο η κύρια δομή της είναι «άμεση αφαιρετική»: αποστέρηση/αποκοπή από τις υλικές ρίζες της ζωής μέσω της συγκέντρωσης ιδιοκτησίας/κυριαρχίας πάνω σε πόρους, τεχνικές, μέσα.
Η συγκέντρωση αυτή είναι ταυτόχρονα άμεση αποστέρηση για τους άμεσους παραγωγούς.
Η εργατική τάξη παράγεται ως αφηρημένη σωματικότητα («εργασιακή δύναμη») απέναντι στους όρους που την καθιστούν ζωή.
Χωρίς «προσγείωση» σε αντικειμενικούς όρους, οι απόπειρες ριζώματος (τοπικότητα/διεθνικότητα, θρησκεία/αθεϊσμός, συντήρηση/μηδενισμός) καταλήγουν σε ψευδο‑λύσεις.
Η διάκριση «εξωτερικού/εσωτερικού σώματος» είναι εννοιολογικό εργαλείο χαρτογράφησης της βίας επί της ζωντανής εργασίας, όχι μεταφυσική οντολογία.
24.
Το Κεφάλαιο ενεργοποιεί/ελέγχει την άμεση παραγωγή μέσω πολλαπλών άμεσων πράξεων κυριαρχίας επί των εργαζομένων.
Οι αμεσότητες αυτές διαφέρουν από τις προ‑καπιταλιστικές (βίαιη δέσμευση σωμάτων):
Ο έλεγχος ασκείται δια του ελέγχου των όρων ύπαρξης/αναπαραγωγής της εργασιακής ικανότητας.
Για να ισχύσει αυτός ο άμεσος έλεγχος, το υποκείμενο αποκλείεται από ουσιαστική άμεση πρόσβαση στην παραγωγική διεργασία.
Οι μισθωτοί έχουν πρόσβαση μόνο υπό αρνητικές προϋποθέσεις:
1. Καμία ιδιοκτησία/δικαίωμα διεύθυνσης επί του έργου και των μέσων.
2. Περιορισμός/κατάργηση προσωπικής παραγωγικής‑τεχνικής αυτονομίας.
3. Καμία αξίωση επί του παραγόμενου προϊόντος.
25.
Στον καπιταλισμό, η μερική/σχετική ή και απόλυτη απώλεια του προ‑καπιταλιστικού δικαιώματος άμεσης δεσμευτικής κυριαρχίας πάνω στην «εξωτερική» σωματικότητα των εκμεταλλευόμενων έχει αναπληρωθεί από ένα βαθύτερο, αμεσότερο απολυταρχικό δικαίωμα πάνω στην «εσωτερική» σωματικότητα: στους όρους και προϋποθέσεις που μετατρέπουν το σώμα σε πηγή ζωής του εργαζόμενου/της κοινότητάς του.
Ενώ τα προ‑καπιταλιστικά συστήματα στηρίζονταν στην άμεση «εξωτερική» βία για έμμεση πρόσβαση στην εργασία/προϊόν, το Κεφάλαιο ασκεί «χειρουργική» βία: άμεση αποξένωση/αποβολή του εργαζόμενου από χρήση, συνιδιοκτησία και πρόσβαση στα μέσα, καθώς και από τη συγκρότηση/εκτέλεση του έργου.
Κι αν χρειαστεί, επιστρατεύει και άμεση εξωτερική βία.
Η βία επί του «εσωτερικού σώματος» δεν είναι λιγότερο βάρβαρη.
Ιωάννης Τζανάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου