Νομίζω ότι θα ήταν λάθος να προσδιορίσουμε αυτές τις πιθανές «μη-συμπτωματικές» «οργανικές» «εξωτερικές μορφές» τού Κεφαλαίου που θέλουμε να εξετάσουμε, ως «δευτερεύουσες» ή απλά παραγόμενες, ωσάν να επιτελούσαν τον «δομικό ρόλο» ενός «εσωτερικού» [στον καθορισμό τού Κεφαλαίου] «εποικοδομήματος» [όπως «αυτό» ορίζεται στην μαρξιστική Βουλγάτα]. Οι πολλαπλοί «μη-πυρηνικοί» προσδιορισμοί-καθορισμοί τού Κεφαλαίου αποτελούν στοιχεία τής κύριας δομής του όσο «υπάρχουν», εφόσον μιλάμε βέβαια για την κοινωνικο-υλική δομή του και όχι για βεμπεριανά-ή-νεοεγελιανά [ιδεαλιστικά] οριζόμενες πολιτικές-και-πολιτικοπολιτισμικές εκφράσεις του. Να προλάβω όμως, προτού συνεχίσω, μια συνηθισμένη αντίδραση των «μαρξιστών» τού εγχειριδίου και τής προκήρυξης: Είναι αστείο να θεωρεί κανείς αυτή την θεματική «σχολαστική» και να παριστάνει τον μαρξιστή ή τον φιλομαρξιστή. Έχοντας ξεκαθαρίσει ότι δεν μας ενδιαφέρει η [σεβαστή από εμάς] ιδεαλιστική ερμηνεία τού Κεφαλαίου, βάσει πολιτικών-ιδεολογικών [«νοηματικών» και άλλων] προσδιορισμών, περιοριστήκαμε στους κοινωνικο-υλικούς καθορισμούς του: Το Κεφάλαιο είναι μια «παραγωγική κοινωνική σχέση», αλλά «υλική παραγωγική κοινωνική σχέση» και όχι γενικά «παραγωγική κοινωνική σχέση». Στο πλαίσιο αυτής τής «υλικότητας» διακρίνουμε, καταρχάς μεθοδολογικά και ερευνητικά, ότι το «ίδιο» έχει στενότερους «πυρηνικούς» και ευρύτερους «στοιβαδικούς» καθορισμούς. Οι στενότεροι «πυρηνικοί» καθορισμοί τού Κεφαλαίου μπορεί να συγκροτούνται σε μια θεμελιώδη «δυάδα» ή «τριάδα», άρα το Κεφάλαιο δεν είναι αυτό το «Εν» όπως το «φαντάζεται» μερικές φορές η αστική θεωρία, αλλά δεν είναι ούτε ένα [ψευδο-]χάος «πολλαπλών καθορισμών» όπως το «φαντάζεται» μερικές φορές [πάλι] η αστική θεωρία αλλά [όπως το «φαντάζονται»] και αρκετοί αριστεροί ή αναρχικοί. Αν όμως δεχτούμε ότι υπάρχει ένας «στενότερος» και «ουσιακός» «πυρηνικός» καθορισμός τού Κεφαλαίου [συνήθως] σε μια «δυαδική» «δομή», και δεχτούμε ταυτόχρονα ότι υπάρχει στο «περίβλημα» αυτής τής «δομής» μια ευρύτερη «πολλαπλότητα» των «καθορισμών» του που υπάγεται στην [θεμελιακότερη] «δυαδική δομή», αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε λύσει το πρόβλημα.
Το φλέγον ζήτημα είναι πως δομείται η συγκροτητική σχέση αυτών των «ευρύτερων» και «ευπλαστότερων» καθορισμών τού Κεφαλαίου με την «πυρηνική δομή» «του», και σε αυτό το φλέγον ας μην καμώνονται μερικοί, είτε είναι Καφφέντζηδες είτε είναι Μπαλωματήδες τής «ανανέωσης» ή τού «μ-λ», μη καμώνονται λοιπόν ότι τάχα δεν έχουν λάβει τις αυθαίρετες ιδεολογικές αποφάσεις τους, τις ενίοτε «χρήσιμες» και στα «εσωτερικά» φαγώματά τους που περιφρονούμε όχι γιατί είναι «φαγώματα» αλλά διότι περιβάλλονται συνήθως από τον μανδύα μιας «ιερής» κρυφοϊερής «ταξικής» «ιδεολογικής ατμόσφαιρας», κάτω από τον οποίο υπάρχει απλά ένας ωμός παπαδίστικος ψευδο-επιστημονικός και ψευδο-διαλεκτικός φραξιονισμός.
Το άλυτο πρόβλημα αποκωδικοποίησης τής καπιταλιστικής «γραφής» είναι:
Ο «δομικός πυρήνας» τού Κεφαλαίου που ορίζεται ως [η] «γενική υπόσταση» «κάθε» εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού παραγωγικού συστήματος {α}, στην συγκροτητική σχέση του με τον ειδικό καπιταλιστικό «δομικό πυρήνα» του Κεφαλαίου {β}.
Η γενική υπόσταση κάθε εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού παραγωγικού συστήματος ορίζεται ως [η] «εκμεταλλευτική κυριαρχία επί των υποκειμενικών-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής-εργασίας» «με-ή-χωρίς» την διαμεσολάβηση τής κυριαρχίας επί των φορέων [σωματικοτήτων] αυτών των όρων. Προτού εμφανιστεί το Κεφάλαιο ωσάν «κυριαρχική γραφή επιφάνειας» τής εκμετάλλευσης-κυριαρχίας και ως κυρίαρχος κοινωνικός παραγωγικός καθορισμός, δεν ήταν ορατή αυτή η εννοιολογική διάκριση [όρων-φορέων], ουσιαστικά δεν ήταν ορατή η ίδια η βαθιά διάσταση, η ουσία τής κυριαρχίας-εκμετάλλευσης, διότι επικρατώντας γενικά η «κυριαρχική-προς-σώμα» ή «σώμα-προς-σώμα» διαμεσολάβηση τής βαθύτερης δομικά «κυριαρχίας επί των όρων», καταλάμβανε τον χώρο τής «κυριαρχικής γραφής επιφάνειας» και παρουσιάζονταν ως και η ουσία αυτής τής επιφάνειας.
Ενώ στην πραγματικότητα, η «κυριαρχική γραφή επιφάνειας» ταυτίζεται [συγκροτεί ταυτότητα] με την βαθύτερη δομικά «κυριαρχία επί των όρων» μόνον στην «εποχή» τού Κεφαλαίου. Μολοντούτο, και αυτή η ταύτιση/ταυτότητα παρουσιάζεται μερικές φορές, «τώρα» πλέον, παραπλανητικά, και γιατί παρουσιάζεται ως «απόλυτη» [=αστική θεώρηση] και γιατί παρουσιάζεται -όχι μόνον ως «απόλυτη» αλλά και- ως προκύπτουσα ή παραγόμενη «αποκλειστικά» από το ίδιο το Κεφάλαιο θεώρηση.
Η «βαθύτερη κυριαρχική γραφή» είτε ταυτίζεται [καπιταλισμός] είτε δεν ταυτίζεται [προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής] με την «κυριαρχική γραφή επιφάνειας», υπάρχει «διαχρονικά» όσο υπάρχει εκμεταλλευτική κυριαρχία, είναι ο γενικά ισχύων και πανταχού ισχύων Κανόνας τής Εκμετάλλευσης-Κυριαρχίας. Το παράξενο και δύσκολο να εξηγηθεί και να βιωθεί με τον καπιταλισμό, το παράξενο με το κόσμο που παράγει ο καθορισμός τού Κεφαλαίου, δεν είναι ότι τάχα δεν ταυτίζεται με αυτόν τον γενικότατο Κανόνα, αφού έτσι κι αλλιώς κανένα εκμεταλλευτικό-κυριαρχικό σύστημα δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον γενικότατο Κανόνα που το διέπει, αλλά ότι τον αντιπροσωπεύει περισσότερο από κάθε άλλο προηγούμενο εκμεταλλευτικό σύστημα και στο δομικό βάθος και στην δομική επιφάνεια τής κοινωνικής πραγματικότητας, την ίδια στιγμή που έχει [ο ίδιος ο καπιταλισμός] μιαν ειδικότερη δομή συγκρότησης η οποία δεν μπορεί να νοηθεί ως απλά η αφαιρετικότερη έκφραση αυτού τού γενικότατου Κανόνα. Η ατυχής προσπάθεια [με κάποιες αναγωγές σε υπαρκτές πτυχές των αναλύσεων τού Μαρξ] να ανακαλυφθεί μια ιστορικο-οντολογική «συγγένεια» και μια ολική ιστορικο-οντολογική συνγένεση τού γενικού [εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού] Κανόνα με την αφαιρετική αλλοτριωτική διαλεκτική τού «εμπορεύματος-χρήματος» και την σχέση της με την ειδική ουσία τού καπιταλισμού, δεν στέφεται από καμία σοβαρή θεωρητική επιτυχία παρόλο που «κάτι» «πάει να πιάσει». Ο γενικότατος εκμεταλλευτικός-κυριαρχικός Κανόνας αντιπροσωπεύεται στην «κυριαρχική γραφή επιφάνειας» τού καπιταλιστικού-κεφαλαιακού «παλίμψηστου» χωρίς να έχει παραχθεί σε αυτή την «επιφάνεια», αν και «προηγουμένως» ήταν απωθημένος «κάτω» από την «επιφάνεια» των προηγούμενων τρόπων παραγωγής, και [επίσης] έχει κάποιες αναλογικές ή ταυτοτικές σχέσεις συνσυγκρότησης με επιμέρους αν και ουσιώδεις δομές τού ειδικού καπιταλιστικού-κεφαλαιακού καθορισμού [όπως το Χρήμα και το Εμπόρευμα].
Ό,τι είναι «εξωτερική» [κοινωνική] μορφή μπορεί να αλλάξει «θέση» και να λάβει την θέση τής ανταγωνιστικής της «εσωτερικής» μορφής, και η «προηγουμένως» «εξωτερική» μορφή να γίνει «εσωτερική» μορφή και η «προηγουμένως» «εσωτερική» μορφή να γίνει «εξωτερική» μορφή [να λάβουν δηλαδή η «κάθε μία» την θέση τού «αντίθετού» τους μορφικού αντίστοιχου, αλλά σε μια ιεραρχική [οντική] οντολογική σειρά που παραμένει ίδια ως προς την ιεραρχικότητα τής δόμησης της]. Υπάρχει όμως και το άλλο «σενάριο», να μην υπάρχει αλληλομετάθεση των θέσεων και των ρόλων των [συνήθως 2] μορφικών στοιχείων, αλλά το «ένα» από «αυτά» να καταλαμβάνει την «ανώτερη» θέση τού «άλλου» εξαφανίζοντάς το και καταργώντας «ταυτόχρονα» κάθε ιεραρχική σειρά [οντικής] οντολογικής δόμησης. Η κοινωνική εργασία θα καταργήσει κονιορτοποιήσει εξαφανίσει το Κεφάλαιο, και δεν θα το «θέσει» στην «θέση πλέον» τού υπαγόμενου μορφικού στοιχείου που ήταν «αυτή». Ο σοσιαλισμός ως έκφραση τού [σύγχρονου] «μορφικού στοιχείου» «κοινωνική εργασία» δεν είναι η «κοινωνικοποίηση» [ή ακόμα χειρότερα η «κρατικοποίηση»] τού Κεφαλαίου, αλλά η κατάργηση εξάλειψη κονιορτοποίηση τού Κεφαλαίου ως υπάρχοντος στοιχείου. Ο «σοσιαλισμός» τού «καλού» και τάχα μου «υπαγμένου» στην εργασία Κεφαλαίου, είναι μια αδυνατότητα και ένα απατεωνίστικο φαντασιακό παιχνίδι του σοσιαλδημοκρατικού ρεφορμισμού, το οποίο εξαπατά τους εργάτες και τους μικροαστούς εργαζόμενους, εφόσον όμως κι αυτοί θέλουν να εξαπατηθούν.
Την «ίδια [κειμενική] στιγμή» έδειξε ότι: α) αυτή η πολλαπλότητα των [κοινωνικών] καθορισμών δεν σημαίνει κάποιο είδος «εγελιανής ταυτότητας» των «πολλαπλών καθορισμών» [«της»], άρα έδειξε και ότι: β) η συμπλαισίωση τής έννοιας/κατάστασης «παραγωγής» από «συγγενείς της, ορικούς» και «ευρύτερους» κοινωνικούς καθορισμούς, δεν σημαίνει άρση τής σχετικής αυτοτέλειας της, δεν σημαίνει την άρση τής ιδιαίτερης κοινωνικο-υποκειμενικής ενεργητικότητας που «διαμεσολαβεί» ως έννοια/κατάσταση, και το κυριότερο δεν σημαίνει άρση τού πρωτεύοντος «ρόλου» που «παίζει» στην ανθρώπινη ιστορία. Ας δούμε τώρα, τι σημαίνει αυτή η ερμηνεία για την ειδικότερη αλλά όχι «εξ' αυτού» «στενότερη» έννοια/κατάσταση των «κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων»:
Αναφερθήκαμε στην βαρύνουσα σημασία τής [όσο το δυνατόν επαρκούς] ορθής κατανόησης τής σχέσης τής «ταυτότητας» με την «ετερότητα» [ή τής ορικής συλλογικότητας-ταυτότητας σε σχέση με την ορική ενικότητα-ετερότητα] των συγκροτητικών υπο-καθορισμών [ή συγκροτητικών υπο-όρων] ενός εννοιακού-ή-καταστασιακού καθορισμού [=μιας καθοριστικής έννοιας ή μιας [αντικειμενικής] κατάστασης]. Είδαμε παραπάνω πως ο πραγματικός Marx, και όχι το «αριστερίστικο» «φάντασμά» του, ενώ σχετικοποιεί και απο-οντολογικοποιεί/αφυποστασιοποιεί μιαν έννοια/κατάσταση, έναν όρο [όπως η «παραγωγή»], ορίζοντας τον σε ένα ευρύτερο [αλλά όχι αόριστο] ορικό ορίζοντα που αντανακλά «συγγενείς του όρους» αλλά και «ευρύτερους» όρους ως συγκροτούντες τον «ίδιο», την ίδια στιγμή τον «διατηρεί» ως σχετικά «αυτοτελή». Αυτή δε η «αυτοτέλεια» δεν σημαίνει κατά οιονδήποτε τρόπο μιαν [ιστορική, ταξική κ.λπ] «υπολλειμματικότητα» [το λέω αυτό για κάτι κουτοπονηρούληδες, ξέρουν αυτοί]. Πρόκειται για «καθαυτότητα», σχετική μεν αλλά καθαυτή «καθαυτότητα». Γιατί το λέω αυτό; Διότι «σήμερα», στο «κίνημα», όταν το «ζήτημα» τής αυτοτέλειας τής [έννοιας/κατάστασης τής] «παραγωγής» τίθεται σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, τουτέστιν στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τούτη εξετάζεται και ως «κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων», όπου μπορούν να εννοούνται και να «υπονοούνται» με εντονότερο τρόπο δομές και καταστάσεις [άρα και έννοιες/νοήματα] που δεν «ωθούν» άμεσα-ή-έμμεσα στην βολονταριστική ταξική πάλη, μια ταξική πάλη που στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο στο μυαλό των σεκταριστών και των νεοαριστερών, τότε «σήμερα» η ιδεολογική τύφλωση επιτάσσει σκοτάδι και σιγή. Για τους νεοκομμουνιστές, για τον νεοαριστερισμό τής σκοτεινής κατασκότεινης εποχής μας, προέχει η ανάδειξη τής «ταξικής αντίθεσης» και κάθε άλλη οπτική, που θα μπορούσε να εμβάλλει στην έννοια τής ταξικής πάλης και τής ταξικής-κοινωνικής αντίθεσης, διακυβευόμενους αντικειμενικούς και σχετικά ουδέτερους όρους, όπως οι «κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις», η «επιστήμη», το «κράτος ως δημόσια δύναμη», θεωρείται [ως οπτική] ταξικά και ιδεολογικά «ύποπτη».
5.
Το Κεφάλαιο δεν περιορίζεται στην απομύζηση τής ζωντανής εργασίας, αλλά οργανώνεται αντικειμενικά-νομοτελειακά ως ειδική [καπιταλιστική] αυτοαναπτυσσόμενη εκμεταλλευτική-κυριαρχική παραγωγική οντότητα. Όπως έχουμε πει, το Κεφάλαιο δεν είναι μόνον «αυτό», αλλά κυρίως, ως δομική δεσπόζουσα, είναι «αυτό». Το Κεφάλαιο ως ειδική [καπιταλιστική] οντότητα είναι μια εκμεταλλευτική-κυριαρχική αυτοαξιοποίηση και αυτο-συσσώρευση χρηματικής-εμπορευματικής [ανταλλακτικής] αξίας, και μόνον εκ των πραγμάτων και εξ' «ανάγκης» που απορρέει από τον ανταγωνισμό των Κεφαλαίων [στα οποία «είναι» νομοτελειακά χωρισμένο] προάγει και την τεχνική-παραγωγική πρόοδο. Βλέπουμε καταρχάς με έναν απλό «νομιναλιστικό» τρόπο ότι στην πραγματικότητα το Κεφάλαιο υπάρχει ως Κεφάλαια, ποτέ ως Κεφάλαιο εν γένει, ως Εν-Κεφάλαιο. Η ενότητα τού ειδικού καπιταλιστικού καθορισμού τού Κεφαλαίου, αλλά και η ευρύτερη ενότητα όλων των καθορισμών του [που δεν ταυτίζεται με την ειδικό καπιταλιστικό καθορισμό του], δεν μπορεί να «αρθεί» ποτέ σε κυριολεκτική και υλοποιημένη ενότητα. Αυτή δε η μη-ενότητα τού Κεφαλαίου ως Κεφαλαίου, είναι μέρος τής καθορισμένης έννοιας και της καθορισμένης πραγματικότητάς του: Το Κεφάλαιο είναι μεν ένας ενιαίος πολλαπλογενής-πολλαπλοειδής καθορισμός, όχι όμως και ένα Εν, όπως το φαντάζονται μερικοί αστοί αλλά μερικές φορές και μερικοί ιδεοληπτικοί «αντικαπιταλιστές» [αντικαπιταλιστές στον ύπνο τους]. Στα σπλάχνα δε αυτής τής μη-ενότητας των Κεφαλαίων που συναπαρτίζουν τον καπιταλιστικό κόσμο, φωλιάζει ένας ατελείωτος πόλεμος, ένας ατελείωτος ανταγωνισμός, στον οποίο δεν υπάρχει άλλο τέλος από την σοσιαλιστική επανάσταση που θα καταργήσει τον ενδο-κεφαλαιακό ανταγωνισμό καταργώντας το Κεφάλαιο.
Ένα το «κρατούμενο».
Σαν δεύτερο «κρατούμενο», υπενθυμίζω την υπόθεσή μας για μιαν «ενδογενή» στο καθορισμό «Κεφάλαιο» πολλαπλότητα δομικών καθορισμών ή «δομικών πυρήνων» εκτός τού ειδικού και αποκλειστικά καπιταλιστικού που είναι ο δεσπόζων, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και «εύπλαστοι» πολιτικοί καθορισμοί, οι οποίοι αν και μπορούν να νοηθούν υποθετικά ή μισο-ενεργά σε ένα πλαίσιο ενίσχυσης μιας πιθανής «ταξικής ειρήνης» [το διαρκές όνειρο τής σοσιαλδημοκρατίας], στην πραγματικότητα πολλαπλασιάζουν τις αντιφάσεις-αντινομίες και αντιθέσεις εντός τού ίδιου τού Κεφαλαίου ως σχετικά «ενιαίου» καθορισμού. Βέβαια, μια, όχι και τόσο όσο νομίζει, ευφάνταστη απολογητική διαλεκτική τού καπιταλισμού, θα ισχυριστεί ότι αυτή είναι και η «μαγεία» και η «δύναμη» τού καπιταλισμού, που εμείς οι «μίζεροι» «ολοκληρωτιστές» δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, να έχει τόσες πολλές δομικές δυνατότητες, τόσες πτυχώσεις, ώστε να μπορεί όντας σε μια διαρκή μετάλλαξη και μεταμόρφωση να «καταπίνει» όλους τους εχθρούς του, να πλάθει καινούργιους κόσμους σαν να είναι πραγματικοί και να είναι πραγματικοί, αλλά και να μην είναι πραγματικοί. Όλα αυτά πάντα μέσω της εξόντωσης, εξουθένωσης, δίωξης, περιθωριοποίησης κάποιων εργαζόμενων [μικροαστικών-ή-εργατικών] «εμποδίων», κάποιων αδύναμων εθνών, κάποιων αξιοπρεπών ατόμων [υπάρχουν κι αυτά]. Πιθανά και κάποιος που αντιπαραθέτει σε «εμάς» όλα αυτά τα φιλοκαπιταλιστικά επιχειρήματα, να είναι ή να γίνει ένα θύμα αυτής τής μορφής «πολλαπλότητας» που παινεύει. Ωραίος πολλαπλός κόσμος απάτης, βίας, εκμετάλλευσης, με ένα μικρό αντίτιμο στο τέλος, κι αυτό αν τυχόν και συμφέρει τα «ντόπια-εθνικά» ή τα «ξένα-αλλοεθνή» αφεντικά. Και άμα λάχει, μας βάζουν κι οι αντιμαχόμενοι καπιταλισμοί ή ο ένας [καπιταλισμός] μόνος του [ο Ερντογάν και το κράτος «του» ας πούμε] [χωρίς οι άλλοι να είναι αγγελούδια], να κάνουμε και την «πρώτη ύλη» των δικών τους αντιμαχιών ή καβλαντισμάτων για κέρδη, αυτοκρατορίες, και εξουσίες, πως αλλιώς; μα μέσω ενός πολέμου. Και «στην τελική» δεν ξέρουμε ακόμα και στο δομιστικό πλαίσιο ανάγνωσης των πραγμάτων, ή ακόμα περισσότερο σε ένα κυνικό πλαίσιο υπό το φως τού «ισχυακού» συντελεστή, αν το Κεφάλαιο μπορεί πάντα να ωφελείται και να διατηρείται στην ιστορική ύπαρξη από αυτό το χάος των πολλαπλών καθορισμών του και από το βίαιο χάος των απορρεόντων εξ' αυτών ανταγωνισμών. Συστηματοποιώντας θεωρητικά/υποθετικά την δομή τού Κεφαλαίου ως μια πολλαπλότητα τριών [3] κύριων «δομικών πυρήνων», εκ των οποίων ο ένας θεωρήθηκε ως ο ειδικός και δεσπόζων καπιταλιστικός καθορισμός του, τούς θέσαμε [τούτους] σαν να υπήρχαν σε μια «καθαρή» ετερότητα μεταξύ τους παρά την αλληλοδιείσδυση τους ως αφαιρέσεων, υπό το γενικό πρίσμα τής έννοιας τού Κεφαλαίου ως μιας υπερ-αφαιρετικής δομής-ολότητας που συνοψίζει έμπρακτα όλη την ιστορία τής εκμετάλλευσης και τής αποξένωσης τής ζωντανής εργασίας. Θα επιμείνουμε σε αυτή τη φάση να μην εξετάσουμε αυτή την δομή-ολότητα [το Κεφάλαιο] σε αναφορά προς τον εικαζόμενο από εμάς ως υπάρχοντα τρίτο [3ο] «δομικό πυρήνα» της. Ας εξετάσουμε ξανά, με μια δεύτερη ματιά, την παραδοξότητα των αλληλοδιεισδύσεων των καθορισμών [μεταξύ] των δύο «υπόλοιπων» άλλων αφαιρέσεων ή «δομικών πυρήνων» τού Κεφαλαίου, οι οποίοι «καθορίζουν» ο «ένας» τον «άλλον» και «αλληλοκαθορίζονται» «μεταξύ τους», εντός τού ολικού καθορισμού τού Κεφαλαίου, αντιπροσωπεύοντας [«εντός» του]: Ο «ένας» [«δομικός πυρήνας»], όπως προείπαμε, την ειδική καπιταλιστική εκμεταλλευτική-κυριαρχική ουσία τού Κεφαλαίου ως παραγωγικής δομής {β}, και ο «άλλος» [«δομικός πυρήνας»] την γενική εκμεταλλευτική-κυριαρχική ουσία όλων των ταξικών-εκμεταλλευτικών παραγωγικών δομών {α}.
6.
Είχαμε επισημάνει ακροθιγώς ότι εντός τού «ολικού» καθορισμού τού Κεφαλαίου, αυτοί οι «οργανικοί» υπο-καθορισμοί του [με δεσπόζοντα τον ειδικό καπιταλιστικό καθορισμό που είναι εντός τής κεφαλαιακής ολότητας «αν-και-δεσπόζων» «ένας-ακόμα» υπο-καθορισμός], υπάγονται σε έναν γενικότερο κανόνα αφαίρεσης, με την έννοια ότι το «ίδιο» το Κεφάλαιο [και ο καπιταλισμός] επιτελεί έναν κανόνα έμπρακτης αναγωγής τής παραγωγής και τής κοινωνίας στην ύψιστη δυνατή «αφαίρεση-αφαιρετικότητα» που μπορεί να «επιτευχθεί» στα πλαίσια εκμεταλλευτικών-ταξικών ετεροκυριαρχικών κοινωνιών. Αυτός ο κανόνας τής [αρχικά υποθετικής] «ύψιστης καπιταλιστικής» «αφαίρεσης-αφαιρετικότητας», ωστόσο, καλό θα ήταν να μην εννοηθεί βιαστικά ως ένας «φιλοσοφικός» κανόνας, και να πάει το μυαλό σας σε «θετικές» ή «αρνητικές-κριτικές» αξιολογήσεις «του», με προδεδομένη μια «αίσθηση» ότι σημαίνει κάτι άλλο από αυτό που μπορεί να σημάνει μια «αφαίρεση» υλικών πρακτικών δομών, εν προκειμένω υλικών εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών δομών, και τίποτα άλλο.
7.
8.
Το Κεφάλαιο μπορεί να οριστεί και να είναι μεν και μια σύνοψη εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών αφαιρέσεων-ουσιών, την «μια» που έχει μια τυπικά «ειδική ουσία» σαν τούτη απλά να έχει «προστεθεί» στην «άλλη», την «γενική ουσία» τής εκμεταλλευτικής-κυριαρχίας, αλλά ίσως η ειδική-ειδική ουσία του, πέραν μιας σωρρευτικά εννοούμενης «ειδικής καπιταλιστικής ουσίας», εντοπίζεται σε μια πιο παράξενη δομή «σύνθεσης» του «ειδικού» «του» ως ταυτού/ταυτόσημου-αλλά-και-ετερογενούς σε σχέση με το «γενικό» των ταξικών κοινωνιών.
Δεν ξέρω αν μπορεί η έννοια τής «σύνθεσης» να μας βοηθήσει εδώ πέρα. Όπως είδαμε είναι πιθανόν το Κεφάλαιο ως υλική παραγωγική σχέση να είναι μια αρκετά συνεκτική δομική συνάρθρωση τριών [3] τουλάχιστον αφηρημένων «εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών δομών», από τις οποίες μόνον η μία -αν και είναι η δομική δεσπόζουσά του [και δομική δεσπόζουσα τού καπιταλισμού ως ολότητας]- είναι η αποκλειστικά συσχετισμένη:
1) με το «ίδιο» ως ειδική μορφή εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού παραγωγικού συστήματος
και
2) με τον καπιταλισμό ως ειδική μορφή εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού κοινωνικού συστήματος.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο «δομικός πυρήνας» τού Κεφαλαίου συναπαρτίζεται από μια πολλαπλότητα αφηρημένων δομών εκμετάλλευσης-κυριαρχίας, οι οποίες παρουσιάζονται ως επιμέρους «δομικοί πυρήνες» του, εκ των οποίων ο ένας [ας πούμε ο {α}] αντιπροσωπεύει την «γενική εκμεταλλευτική-κυριαρχική σχέση» που ενυπάρχει και στο Κεφάλαιο [το Κεφάλαιο είναι «ένας» γενικός «Κυρίαρχος-και-Κάτοχος» εκμεταλλευτικός συντελεστής επί των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας], ο άλλος [ας πούμε ο {β}] αντιπροσωπεύει την ειδική και δεσπόζουσα καπιταλιστική μορφή εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής παραγωγής-και-ανταλλαγής [το Κεφάλαιο ως ειδική εκμεταλλευτική-κυριαρχική διαμεσολάβηση τής ζωντανής εργασίας από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας] και ένας ακόμα [ας πούμε ο {γ}] αντιπροσωπεύει την γενική δυνατότητα κάθε εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής παραγωγικής σχέσης να εκτρέπεται σε «αρχαϊκές» δομές κυριαρχίας, ακόμα κι αν εντάσσεται στην «νεωτερική εποχή» [αφαιρετική δυνατότητα που υπάρχει «οργανικά» «εντός» «τού» Κεφαλαίου: για «χρήση» ακόμα και άμεσων εξω-οικονομικών εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών μεθόδων υπαγωγής τής εργασίας και ευρύτερα τής ανθρώπινης-και-ζωϊκής ζωής]. Το Κεφάλαιο [και ο «καπιταλισμός» ως η ευρύτερη κοινωνική μορφή του] έχει συμπυκνώσει σε μια υπερ-αφαιρετική μορφή όλη την ανθρώπινη ιστορία ως ιστορία οικονομικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης τής ζωντανής εργασίας δια τής αποξένωσής της από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους της. Η αποξένωση αυτή όμως, δεν είναι μια αόριστη «αλλοτρίωση» των υποκειμένων, αλλά τελείται μέσω εξουσιαστικών μηχανισμών. Οι «δομικοί πυρήνες» τού Κεφαλαίου που προαναφέραμε και σκιαγραφήσαμε σε προηγούμενα σημεία τής ανάλυσής μας, δεν είναι αόριστες δομικές αφαιρέσεις, αλλά αφηρημένες-και-συγκεκριμένες δομές άμεσης κυριαρχικής και εξουσιαστικής επιβολής μέσω άμεσων μηχανισμών: Η «ειδική εξουσιαστική λαβίδα» «εντός» τού Κεφαλαίου με την «οποία» το Κεφάλαιο «τελεί» την εκμεταλλευτική άντληση τής εργαζόμενης ζωής, είναι ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος του, η ειδική αφηρημένη δομή του {β}, αλλά: Αυτή η «ειδική εξουσιαστική λαβίδα» {β} τελεί ήδη μιαν αφαίρεση, η οποία υπερβαίνει τον ήδη αφηρημένο «εαυτό» «της» σε μιαν ευρύτερη αφαίρεση που σημαίνει μερική και λειτουργική ταυτότητα με την «γενική εξουσιαστική λαβίδα» {α} που αντιπροσωπεύει την γενικότατη αφαίρεση τής κυριαρχίας [επί της εργασίας μέσω..κ.λπ], εφόσον ο ειδικός αφηρημένος καπιταλιστικός κανόνας τής ειδικής εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής διαμεσολάβησης τής ζωντανής εργασίας από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας [«ειδική καπιταλιστική εξουσιαστική λαβίδα» {β}] «εντάσσεται» άμεσα-και-οργανικά στην αφαίρεση τού «θεσμού» τής εξαναγκαστικής-αμειβόμενης-δουλικής εργασίας [«γενική εξουσιαστική λαβίδα» {α}] την ίδια στιγμή «εντάσσοντας» αυτήν άμεσα-και-οργανικά στην δική της αφαίρεση: την αφαίρεση τού χρήματος-εμπορεύματος ως εκμεταλλευτικού-κυριαρχικού διαμεσολαβητή τής ζωντανής εργασίας [«ειδική καπιταλιστική εξουσιαστική λαβίδα» {β}]. Βλέπουμε μια σημαντική «λειτουργική ταυτότητα» και δυαδική συσχέτιση μεταξύ 2 διαφορετικών θεμελιωδών αφαιρέσεων, όπου και οι δύο τους ανταλλάσσουν τόσο την «ικανότητά» τους να υπαγάγουν την «άλλη», όσο και την «ικανότητά» τους να υπαγάγονται η μια «στην» άλλη: Η γενική αφηρημένη εκμεταλλευτική-κυριαρχική δομή τής «αποξένωσης της εργασίας» [από τους όρους της] {α} και της αντίστοιχης με αυτήν την αποξένωση «δουλικής αμοιβής» της [ως μια «πτυχή» που ανήκει στον «δομικό πυρήνα» {α}], εντάσσει στον δομικό «εαυτό» «της» την γενικευμένη χρηματο-εμπορευματική μορφή εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής διαμεσολάβησης τής ζωντανής εργασίας που ανήκει στον «δομικό πυρήνα» {β} μετατρέποντας την στην ιδιάζουσα-ανώμαλη χρηματική-εμπορευματική μορφή «μισθιακό εμπόρευμα» [«μισθωτή εργασία»], και την ίδια στιγμή μπορούμε να πούμε το «αντίστροφο» [ως προς την ενέργεια τής υπαγωγής-ένταξης τού υπαγόμενου] ως «ίδιο»: Η ειδική καπιταλιστική μορφή παραγωγής-και-ανταλλαγής που εκφράζεται ως γενικευμένη χρηματική-εμπορευματική εκμεταλλευτική-κυριαρχική διαμεσολάβηση τής ζωντανής εργασίας και η οποία συγκροτεί τον «δομικό πυρήνα» {β} εντάσσει στον δομικό «εαυτό» «της» την γενική αφηρημένη εκμεταλλευτική-κυριαρχική δομή τής «αποξένωσης της εργασίας» [από τους όρους της] {α} και της αντίστοιχης με αυτήν την αποξένωση «δουλικής αμοιβής» της [η οποία ανήκει ως μια ειδική πτυχή του στον «δομικό πυρήνα» {α}] μετατρέποντάς την στην ιδιάζουσα εμπορευματική-χρηματική μορφή «μισθιακό εμπόρευμα».
9.
Η ειδική καπιταλιστική «πολλαπλότητα των καθορισμών» που συγκροτεί το ένα συντακτικό «μέρος» τής ολότητας των «πολλαπλότητας των καθορισμών» τού Κεφαλαίου, δεν μπορεί να νοηθεί ως υπερισχύουσα ή καθορίζουσα [εντός αυτής τής «ολότητας»] σε σχέση με το άλλο συντακτικό «μέρος» αυτής τής ολότητας που αφορά στην «πολλαπλότητα των καθορισμών» που ισχύουν σε κάθε εκμεταλλευτική κοινωνία. Αντίθετα, στον καπιταλισμό υπάρχει μάλλον μια παράξενη ή παράδοξη ταυτότητα/ταύτιση συγκεκριμένων ειδικών στοιχείων εντός των ειδικών «πολλαπλών καθορισμών» του, με την «πολλαπλότητα των καθορισμών» που συγκροτούν την γενολογική [εν γένει] «πολλαπλότητα των καθορισμών» των «ταξικών εκμεταλλευτικών κοινωνιών», την οποία [ταυτότητα/ταύτιση] πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή και να δούμε τι μπορεί να σημαίνει από την σκοπιά τής εργατικής διαλεκτικής.
Ας δούμε πως γίνεται αυτό:
Η κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμενικών όρων τής εργασίας ως το ένα «μέρος» τής εκμεταλλευτικής-ταξικής κυριαρχίας [το άλλο είναι η κυριάρχηση-κατοχή των αντικειμενικών-εμπράγματων όρων τής εργασίας], δεν πρέπει να ταυτίζεται με την [υπαρκτή ή μη-υπαρκτή, ανάλογα με το είδος τής ταξικής κοινωνίας] κυριάρχηση των [ανθρώπινων-ή-ζωϊκών] υποκειμενικών φορέων τής εργασίας ως φορέων. Η μη-ταύτιση αυτή δεν σημαίνει απόλυτη διαφορά-ετερότητα στον εννοιακό-και-οντολογικό[-οντικό] καθορισμό αυτών των εννοιών/καταστάσεων, αλλά [σημαίνει] διαφορά-ετερότητα «μεταξύ» τους ως προς την εννοιακή/οντολογική[-οντική] σχέση τους με την γενικότερη αφαίρεση [γενικό «δομικό πυρήνα»] που συγκροτεί όλες τις «εκμεταλλευτικές ταξικές κοινωνίες». Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η πιθανή κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμένων τής εργασίας ως φορέων τής εργασίας, όπως γίνεται με την δουλεία, δεν σημαίνει ότι ο «σκοπός» της είναι κάτι άλλο από την κυριάρχηση-κατοχή εντέλει των υποκειμενικών όρων τής εργασίας, απλά αυτή η κυριάρχηση-κατοχή [η οποία όπως είδαμε αποτελεί το ένα ουσιαστικό σκέλος τής ταξικής εκμεταλλευτικής Κυριαρχίας] μπορεί να γίνει «είτε με- είτε χωρίς» την κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμένων τής εργασίας ως φορέων τής εργασίας [ουσιαστικά ως φορέων των υποκειμενικών όρων τής εργασίας]. Στον καπιταλισμό η «δομική δεσπόζουσα» [«του»] είναι η κυριάρχηση-κατοχή των υποκειμένων τής εργασίας μόνον ως [υποκειμενικών] όρων αυτής τής εργασίας, και όχι η κυριάρχησή τους ως υποκειμενικών όρων τής εργασίας μέσω τής κυριάρχησής τους ως φορέων [η δουλεία βέβαια δεν απαγορεύεται απόλυτα, είναι «παρούσα» ήδη από την εκκίνηση του καπιταλισμού]. Βλέπουμε όμως, ότι, αυτό ειδικά το «μόνον», στον «βαθμό» που υφίσταται ως ένα ειδικό συγκροτητικό στοιχείο τού Κεφαλαίου, σηματοδοτεί μια ταύτιση τού καπιταλιστικά «ειδικού» με το γενικό-γενολογικό [εν γένει] τού γενικού κανόνα των «εκμεταλλευτικών-ταξικών κοινωνιών». Ο καπιταλισμός δια τού Κεφαλαίου, είναι σαν να έχει «κατακτήσει» μιαν άμεση συγκροτητική σχέση με τον αφηρημένο κανόνα που συνέχει κάθε εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία χωρίς να χρειάζεται τρόπον τινά να «έχει» άλλους ειδικότερους καθορισμούς για να τον «συνέχουν» ειδικά. Αξιοσημείωτη ταυτότητα καθορισμών, και δύναμη απορρέουσα από την γενικότατη αφαίρεση καθαυτή. Δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα «μαζί του». Το έχετε καταλάβει άραγε μερικοί; ή πλέετε ακόμα σε ευτυχισμένα πελάγη επαναστατικής μελαγχολίας;
10.
Όπως είδαμε, όταν εξετάζουμε ένα [ιστορικό] είδος «εκμεταλλευτικού ταξικού συστήματος», και θέλουμε να ορίσουμε με μια σχετικά επαρκή ακρίβεια την «ουσία» ή τον «δομικό πυρήνα» του, ή μάλλον το αφηρημένο πλαίσιο τής δομής του, τότε είμαστε αναγκασμένοι να ανασύρουμε και την γενική-αφηρημένη «ουσία» ή τον γενικό-αφηρημένο «δομικό πυρήνα» που συγκροτεί κάθε «εκμεταλλευτικό ταξικό σύστημα». Η συνσυγκρότηση αυτών των δύο αφηρημένων «δομών» είναι αυτή στην πραγματικότητα που αποτελεί τον εκάστοτε «δομικό πυρήνα» ενός «εκμεταλλευτικού ταξικού συστήματος»: Η γενική αφηρημένη δομή που συνέχει όλες τις εκμεταλλευτικές ταξικές κοινωνίες σε σύνθεση με την ειδική αφηρημένη δομή που συνέχει την κάθε ξεχωριστή εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία ως ειδική εκδοχή ή μορφή. Η «σύνθεση» αυτή όμως δεν είναι «σύνθεση» ενός «αφηρημένου» με ένα «συγκεκριμένο», όπου το «συγκεκριμένο» πρέπει έχει την υποτιθέμενη «αγία χάρη» τού χυδαίου βιταλιστικού υλισμού, ενώ το «αφηρημένο» το ανάθεμα του. Η «σύνθεση» που επιτελείται σε κάθε μια ειδική «εκμεταλλευτική ταξική κοινωνία» είναι «σύνθεση» δύο αφηρημένων: ενός γενικού-αφηρημένου [=γενικός κανόνας των εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών] και ενός ειδικού-αφηρημένου [=ειδικός κανόνας των εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών], όπου και τα δύο «αφηρημένα» [οι δύο «δομικοί πυρήνες»] έχουν το ίδιο «φορτίο» συγκεκριμενότητας.
Η εκάστοτε/ενική ιστορική μορφή «ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας», είναι το «ίδιο» συγκεκριμένος-και-αφηρημένος καθορισμός με την γενική μορφή όλων των «ταξικών εκμεταλλευτικών κοινωνιών». Ας επιστρέψουμε στο κυρίως θέμα μας: Η αναζήτηση ενός επαρκούς θεωρητικού προσδιορισμού τού «πολλαπλού» μεν αλλά ωστόσο «στενού» «δομικού πυρήνα» τού Κεφαλαίου [σύμφωνα με θεωρητικούς όρους που σκιαγραφήσαμε σε προηγούμενες δημοσιεύσεις], σημαίνει βάσει των παραπάνω την αποδοχή ότι τούτος ο κεφαλαιοκρατικός «δομικός πυρήνας» θα «περιέχει» ως στοιχεία τού «πολλαπλού» «του» και τον γενικό αφηρημένο καθορισμό των «εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών», ο οποίος με την σειρά του «περιέχει» μια πολλαπλότητα καθορισμών. Όπως βλέπετε, πολλές «πολλαπλότητες» καθορισμών μαζεύονται, και να δούμε πως θα τα βγάλουμε πέρα. Υπάρχει ένα μικρό μπαρόκ εκμεταλλευτικών και ειδικά καπιταλιστικών «πολλαπλοτήτων» που αν και είναι αρκετά συγκεντρωμένο σε ένα και μόνο «στενό» δομικό έργο, είναι ήδη «αρκετό» για να μη χαλάμε τον χρόνο μας σε βεμπεριανές και νεοεγελιανές αερολογίες.
Η αφηρημένη δομή όλων των εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών, δεν συγκεκριμενοποιείται από μιαν ειδική δομή ανά «έκαστο» ειδικά-δομικά διαφορετικό εκμεταλλευτικό ταξικό σύστημα ωσάν «αυτό» [το έκαστο] να αποτελούσε μιαν άρση/απο-αφαιρετικοποίηση «αυτής» τής αφηρημένης δομής: Η αφηρημένη δομή τής εκμεταλλευτικής κοινωνίας ως εν γένει συναρτάται με την εκάστοτε και «εξίσου» αφηρημένη δομή κάθε ξεχωριστής ειδικής δομικής εκδοχής «εκμεταλλευτικής ταξικής κοινωνίας». Αυτή η «επισήμανση» [ως υπόθεση φιλοσοφικής εργασίας δική μου, στον τρόπο που εκφράζεται], σημαίνει ότι ο καπιταλισμός, ήτοι το Κεφάλαιο ως ειδικό σύστημα εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων-δυνάμεων, αν και διαφέρει σημαντικά από τα υπόλοιπα εκμεταλλευτικά συστήματα, σε «βαθμό» να φαίνεται ότι έχει «ξεκόψει» από τον γενικό τους πλαίσιο, σαν να είναι «κάτι» εντελώς ετερογενές σε σχέση με την «υπόλοιπη» ανθρώπινη ιστορία και τα εκμεταλλευτικά συστήματα που αυτή «περιείχε», ωστόσο δεν έχει «ξεκόψει» καθόλου από τον «γενικό κανόνα» τους, από την γενική αφαίρεση που όπως είπαμε στην αρχή τα προσδιορίζει. Μα θα πούνε, παραμένει όντως, ακόμα, ο γενικός εκμεταλλευτικός «γενικός κανόνας» τής Κυριαρχίας και τής Κατοχής των υποκειμενικών και αντικειμενικών όρων τής ζωντανής εργασίας; όπως τον ορίσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση; Ο κανόνας αυτός, ως ο γενικότατος αφηρημένος καθορισμός των εκμεταλλευτικών ταξικών κοινωνιών, δεν σημαίνει ότι υφίσταται πάντα ταξική-εκμεταλλευτική Κυριαρχία-και-Κατοχή επί των υποκειμενικών-ανθρώπινων ή και υποκειμενικών-ζωϊκών φορέων τής εργασίας, αλλά ότι υφίσταται πάντα [σε όλα τα εκμεταλλευτικά συστήματα] ταξική-εκμεταλλευτική Κυριαρχία-και-Κατοχή επί των υποκειμενικών όρων τής εργασίας. Εννοείται ότι σε κάθε περίπτωση στις εκμεταλλευτικές ταξικές κοινωνίες υπάρχει/υφίσταται ολιγαρχική [ατομική-κρατική] Κυριαρχία-και-Κατοχή των αντικειμενικών όρων τής εργασίας [μέσα παραγωγής, πόροι, πρώτες ύλες κ.λπ]. Ανακεφαλαιώνοντας και διευκρινίζοντας περαιτέρω: Αυτό που παραλλάσσει, κυρίως σε σχέση με τον καπιταλισμό [ή το σύστημα τού Κεφαλαίου], δεν είναι τόσο αν υπάρχει η τάδε ή η δείνα μορφή εκδοχή ολιγαρχικής-ιδιωτικής/κρατικής Κυριαρχίας-και-Κατοχής επί των αντικειμενικών όρων τής εργασίας, εφόσον σε όλα τα εκμεταλλευτικά συστήματα υπάρχει πάντα μια «τέτοια» γενική μορφή Κυριαρχίας-και-Κατοχής [επί των αντικειμενικών όρων], αλλά [αυτό που παραλλάσει είναι] αν υπάρχει ή όχι Κατοχή-και-Κυριαρχία επί των υποκειμενικών φορέων τής εργασίας, ενόσω όμως δεν θίγεται ποτέ η Κατοχή-και-Κυριαρχία επί των υποκειμενικών όρων τής εργασίας «τους». Δεν πρόκειται για «λεπτομέρεια» που θα ενδιέφερε μόνον σχολαστικούς.
11.
Το Κεφάλαιο δεν αποτελεί μόνον έναν γενικό «Κυρίαρχο-και-Κάτοχο» των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας. Αυτός ο ορισμός του, δεν είναι άλλος από τον γενικό και αφηρημένο ορισμό τής ταξικής εκμετάλλευσης τής εργασίας «από όλα» τα υπάρχοντα [στο παρελθόν ή το μέλλον] ταξικά ιεραρχικά συστήματα, και ως τέτοιος [ορισμός] είναι μεν ορθός στην γενικότητά του αλλά «κενός» όταν «χρησιμοποιείται» για να οριστεί ο ίδιος ο καπιταλισμός ως ιστορικά ειδικό σύστημα εκμετάλλευσης. Στην πραγματικότητα, και για τα άλλα ταξικά συστήματα, ο ορισμός αυτός είναι «κενός» πέρα από την γενική-αφηρημένη «αλήθεια» του, αν δεν «πλαισιωθεί» από την εννοιολόγηση τής ειδικής υπόστασης τού εκάστου συστήματος [εκμετάλλευσης]. Η ειδική ιστορική μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης που εκφράζει το Κεφάλαιο, «δια-λειτουργεί» μια διαμεσολάβηση τής «ζωντανής εργασίας» από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας, στο πλαίσιο πάντα τού γενικού όρου τής Κυριαρχίας που μόλις παραπάνω σας παραθέσαμε. Βλέπετε; Βρισκόμαστε σε μια «ισορροπία τρόμου» όσον αφορά στην συγκρότηση ενός ειδικού, άρα ουσιαστικότερου ορισμού των «πραγμάτων». Μεταξύ μιας γενικότητας που είναι όμως αληθινή, και μιας ειδικής υποστασιοποίησής της που είναι κι αυτή αληθινή, βρίσκεται η διακινδύνευση τού «ορισμού». Μόλις τώρα «ζητήσαμε» έναν ειδικότερο προσδιορισμό ενός ειδικού ταξικού συστήματος για να «ξεφύγουμε» από την αοριστία τού γενικού ορισμού που ισχύει για κάθε ταξικό σύστημα, και βρίσκοντας έναν ούτως ειπείν «καλύτερο» ως ειδικό ορισμό του, κινδυνεύουμε από τον αντίστροφο κίνδυνο, να «ξεχάσουμε» τον γενικά ισχύοντα ορισμό κάθε ταξικού συστήματος. Το ζήτημα δεν είναι «σχολαστικής φύσεως», και δεν θα έπρεπε να το λέω αυτό σε ανθρώπους που νοιάζονται για την γνώση και την μόρφωση τού εργαζόμενου [εργατικού και μικροαστικού] κόσμου. «Πίσω» από αυτά τα ζητήματα και τις αμφίρροπες πτυχές τους, δεν έχουν απλά «συνταχθεί» ιδεολογικές ή θεωρητικές τάσεις και «φατρίες», αλλά μαζικά κινήματα. Έχει χαθεί ζωή, έχουν σπάσει τα μούτρα τους και έχουν ρημάξει τις ελπίδες τους καθημερινοί άνθρωποι και όχι μόνον «διανοούμενοι». Το Κεφάλαιο λοιπόν, οριζόμενο και αυτό ως ένα από τα ισχύοντα ή δυνητικά ταξικά εκμεταλλευτικά συστήματα παραγωγής και διαμεσολάβησης τής ζωντανής εργασίας, μπορεί να υπάρχει και αυτό σε ένα ειδικότερο πλαίσιο συγκρότησης, αλλά παραμένει ως ισχύον εντός και τού γενικού καθορισμού κάθε ταξικού-εκμεταλλευτικού συστήματος. Άρα, συμπληρωματικά προς τον αρχικό αποφατικό ορισμό του: Το Κεφάλαιο δεν είναι μόνον «ένας» γενικός «Κυρίαρχος-και-Κάτοχος» των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας, εφόσον υφίσταται και ισχύει [ως ειδική υλική παραγωγική σχέση] και ως μια διαμεσολάβηση τής «ζωντανής εργασίας» από την γενικευμένη [καθολικά «αγοραία»] χρηματική-εμπορευματική μορφή τής ανταλλακτικής αξίας, αλλά ωστόσο συνεχίζει να υπάρχει σύμφωνα και με τον αρχικό γενικό ορισμό των ταξικών-εκμεταλλευτικών μορφών παραγωγής, δηλαδή: Ως «ένας» γενικός «Κυρίαρχος-και-Κάτοχος» των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων ύπαρξης τής ζωντανής εργασίας. Ο γενικότατος κανόνας των εκμεταλλευτικών κυριαρχιών στην παραγωγή-εργασία έγκειται σε έναν ουσιαστικό και βαθύτερο εξουσιαστικό έλεγχο επί των υποκειμενικών-και-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής-εργασίας με στόχο τον ολιγαρχικό έλεγχο και την ολιγαρχική ιδιοποίηση τού [συνολικού] προιόντος της, είτε αυτός ο εξουσιαστικός έλεγχος επιτελείται υπό την απόλυτη αρχική προϋπόθεση τής βίαιης δέσμευσης τής ελευθερίας κίνησης τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας-σωματικότητας [προ-καπιταλιστικά συστήματα παραγωγής], είτε αυτός ο εξουσιαστικός έλεγχος επιτελείται χωρίς να υπάρχει αυτή η αρχική προϋπόθεση [ως απόλυτη προϋπόθεση] αλλά μια ούτως ειπείν άμεση εξουσιαστική πρόσβαση τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, και τής ολιγαρχίας που την εκφράζει σαν κοινωνική τάξη, στους [υποκειμενικούς-αντικειμενικούς] όρους τής παραγωγής-εργασίας [καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής]. [Επαναλαμβάνω κουραστικά και εντός μιας πρότασης κάποιους εννοιολογικούς προσδιορισμούς, για να υπάρξει, εις βάρος τής «κομψότητας» των λόγων μου, μια ακρίβεια ως προς την μεταφορά τού νοήματος όπως το εννοώ]. Αυτή την στιγμή δεν θέλουμε να εξετάσουμε τις συνθήκες και το ειδικό-γενικό πλαίσιο τής ανάδυσης τής καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας που έκανε εφικτή αυτή την άμεση πρόσβασή της στους όρους παραγωγής-εργασίας, αλλά [θέλουμε] να εξετάσουμε το υλικό νόημα και το συγκεκριμένο πλαίσιο τής ανάπτυξης τής ειδικής-γενικής καπιταλιστικής «κυριαρχικής αμεσότητας».
Ο καπιταλισμός ως κοινωνικοπαραγωγική δύναμη-σχέση παράγει την παραγωγή ως κοινωνική παραγωγή, τα μέσα παραγωγής ως κοινωνικά μέσα παραγωγής, παρά την ατομική ιδιοποίησή τους, κι αυτό συμβαίνει σε ένα υλικό πλαίσιο όπου περιορίζονται ή καταργούνται πλέον κάθε λογής ατομικά ή «αποσπασματικά» «κοινοτικά-ατομικά» μέσα παραγωγής και επιβίωσης. Ο καπιταλισμός είναι μεν ένα αντικοινωνικό κοινωνικό σύστημα, αλλά την ίδια «δομική στιγμή» [που διαρκεί όσο [θα] υπάρχει] είναι το σύστημα εκείνο που «έφερε» και συνεχίζει διαρκώς να «φέρνει» στην «κυριαρχική δομική επιφάνεια» και στο «κυριαρχικό δομικό βάθος» τής εκμεταλλευτικής κοινωνίας τον αποκλειστικά-και-νομοτελειακά κοινωνικό και μαζικό καθορισμό [τής υλικής παραγωγής] των μέσων παραγωγής-και-επιβίωσης των ανθρώπων.
Αυτή η καθοριστική καπιταλιστική ιστορική «μετάλλαξη» των γενικότατων δομών όλων των μορφών τής εκμεταλλευτικής παραγωγής σε «κυρίαρχους-αφηρημένους» και όχι «μόνον-αφηρημένους» όρους τής συνολικής δομής της, μετατρέπει τους «όρους» αυτούς από «μόνον-αφηρημένους όρους» σε «αντικειμενικούς και συγκεκριμένους όρους» τής ίδιας τής ύπαρξης τής παραγωγής, άρα μετατρέπει την ίδια την ουσία τού καθορισμού «όρος» από «μόνον-αφηρημένο» καθορισμό σε κυρίαρχο-δεσπόζοντα αφηρημένο/αφηρημένο-συγκεκριμένο καθορισμό.
Ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός θεμελιώνεται [κυρίως] στην κυριαρχία τού Κεφαλαίου επί των υποκειμενικών-αντικειμενικών όρων τής παραγωγής, άρα, υπό το ερμηνευτικό φως τού προσδιορισμού τού «όρου» όπως μόλις τον πράξαμε, ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός θεμελιώνεται στην λειτουργική κυριαρχία επί των κοινωνικών προϋποθέσεων-όρων τής συλλογικής-ατομικής ύπαρξης όπως τούτοι [οι όροι] παράγονται ως απόλυτες αφηρημένες-συγκεκριμένες και αναγκαστικές προϋποθέσεις για να υπάρχει παραγωγή των μέσων ύπαρξης των υποκειμένων, και όχι στην κυριαρχία μιας κυρίαρχης τάξης επί των όρων τής παραγωγής δια τής κυριαρχίας επί των [ενσώματων] ατομικών [κοινοτικών-ατομικών] φορέων αυτών των όρων, για αυτό και η καπιταλιστική κυριαρχία επί «αυτών» των όρων-ως-όρων, άρα και η κυριαρχία επί των φορέων τους ως συνεπαγόμενη και όχι ως αρχική προϋπόθεση τής καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, παράγει την καπιταλιστική «ανάγκη» για επίταση τής γενικότερης κοινωνικής κυριαρχίας επί των ζωντανών υποκειμένων και των εμπράγματων αντικειμένων τής παραγωγής ως ένα [υπό-αυτό-το-πλαίσιο] σημαντικό και λειτουργικά ισότιμο στοιχείο τού ειδικού καπιταλιστικού κανόνα ή κώδικα.
14.
Επειδή το εργαζόμενο υποκείμενο που έχει το Κεφάλαιο στην δούλεψή του δεν δεσμεύεται άμεσα σωματικά, δεν μπορεί δηλαδή το Κεφάλαιο να το «βάλει» με το άμεσο σωματικό ζόρι στην παραγωγική διεργασία που ελέγχει, «πρέπει» να το ελέγξει και να το κυριαρχήσει με όποιον άλλο εξίσου «σωματικό» και άμεσο τρόπο έχει στην διάθεσή του. Και οι κύριοι εναπομείναντες «άμεσοι-σωματικοί τρόποι» είναι σχετιζόμενοι με την άμεση υλική κυριαρχία τής κοινωνίας [τής κοινωνικής παραγωγής] ως «όρου» επί των υποκειμενικών-και-αντικειμενικών «φορέων» τής εργασίας-παραγωγής, δια τού άμεσου-και-«σωματικού» εκβιασμού των «φορέων» [τής εργασίας-παραγωγής] να υποκύψουν στον πραγμικό «όρο» τής εργασίας όπως αυτός παρουσιάζεται-και-είναι, ως «κοινωνικός όρος» παραγωγής, ο «απόλυτος-ως-προϋπόθεση» όρος παραγωγής των «αναγκαίων-πλέον-ως-κοινωνικών» μέσων παραγωγής των μέσων επιβίωσης.
Το Κεφάλαιο ελέγχει-κυριαρχεί τούς «φορείς» υπαγάγοντάς τους στους «όρους» μέσω τής πλήρους και ολοσχερούς αποξένωσης του εργαζόμενου από τα υλικά κοινωνικά μέσα παραγωγής τού μέρους εκείνου τού υλικού κοινωνικού πλούτου που είναι αναγκαίος για την άμεση βιολογική και κοινωνικοβιολογική «υλική» αναπαραγωγή του. Η ατομική ιδιοκτησία των πραγμάτων, ειδικά η αχρεία ατομική ιδιοκτησία των κοινωνικών πραγμάτων-μέσων που είναι απαραίτητα πλέον για την άμεση επιβίωση όλων, στον καπιταλισμό, είναι ένα απόλυτο ταμπού για αυτόν ακριβώς τον λόγο: γιατί διασφαλίζει την υποταγή τού εργαζόμενου υποκειμένου στους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς «υλικούς» «όρους» τής άμεσης αναπαραγωγής του, μια υποταγή που φανερώνει σε μια βαθύτερη «ανάγνωσή» της ότι η αποξένωση τού παραγωγού από τους όρους τής παραγωγής των μέσων παραγωγής των μέσων επιβίωσης σημαίνει ότι αυτοί οι όροι έχουν παραχθεί ως κυρίαρχοι, ως κυρίαρχες αφαιρέσεις, και «αντίστροφα» ότι παράγονται ως κυρίαρχες αφαιρέσεις ακριβώς διότι έτσι μετατρέπονται συνέχεια στον όρο μιας άμεσης μεν αλλά «άπιαστης» εκβιαστικής πράξης υποταγής των εργαζόμενων-παραγωγών. Δεν αγγίζεται από το «Δίκαιο». Ο μισθωτός μισθοσυντήρητος εργάτης ή μικροαστός εργαζόμενος, δεν έχει κανένα καθοριστικό δικαίωμα ή καθοριστικό μερίδιο στην ιδιοκτησία ή τη διεύθυνση των κοινωνικά αναγκαίων μέσων παραγωγής, άρα: Είναι υπό τον διαρκή και απόλυτο εκβιασμό να δουλέψει για το μεγάλο-ή-μικρό Κεφάλαιο ή το Κράτος του, για να επιβιώσει μέρα τη μέρα, γιατί δεν υπάρχει πλέον μέσο παραγωγής που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να προσποριστεί τα μέσα τής άμεσης επιβίωσής του που να μην είναι ιδιοκτησία τού Κεφαλαίου. Όλα τα «αναγκαστικά πλέον ως-κοινωνικά» μέσα παραγωγής-και-επιβίωσης στην καπιταλιστική κοινωνία ανήκουν ιδιοκτησιακά στο μεγάλο Κεφάλαιο ή ανήκουν ως ιδιόκτητα-ή-νοικιασμένα στο μικρό Κεφάλαιο των μαγαζατόρων τρωκτικών μικροαφεντικών.
15.
Ο ειδικός-γενικός κανόνας τής καπιταλιστικής μορφής εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής παραγωγής δεν αποτελεί ένα απόλυτα ετερογενές δομικό στοιχείο σε διάκριση προς τον γενικότατο κανόνα των εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών μορφών παραγωγής, πράγμα το οποίο [πέραν του προφανούς που σημαίνει] υποδηλώνει μια βαθύτερη διαλεκτική σχέση επαλληλίας μεταξύ τους, και συνανάδυσής τους ως ακέραιων καθορισμών τού κοινωνικού Είναι όταν εμφανίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Έχω μιλήσει αναλυτικότερα σε προηγούμενα σημεία, και τώρα θα σας εκθέσω μια αφαιρετικότερη εννοιολογική παρουσίαση τού θέματος αυτής τής αλληλοπλοκής [μεταξύ] γενικότατου και ειδικού-γενικού κανόνα, σε αναφορά πάντα προς τον καπιταλισμό. Η γενικότατη μορφή τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας στην παραγωγή σημαίνει την εκμεταλλευτική κυριαρχία ως Κατοχή-Κυριαρχία επί των «υλικών» αντικειμενικών-και-υποκειμενικών όρων τής παραγωγής-εργασίας, ανεξάρτητα αν αυτή η Κατοχή-Κυριαρχία επιτελείται ή δεν επιτελείται δια μέσω τής Κατοχής-Κυριαρχίας επί των φορέων [ή σωματικοτήτων] αυτών των [υποκειμενικών-αντικειμενικών] όρων. Η κάθε ενική υποστασιοποίηση αυτού τού γενικότατου κανόνα τής εκμετάλλευσης σε διαφορετικό ειδικό-γενικό κανόνα εκμετάλλευσης [λ.χ «καπιταλισμός»] δεν αποτελεί σύνθεση δύο απολύτως ετερογενών «δομικών πυρήνων», εκ των οποίων ο ένας αποτελεί ένα «καθαυτό γενικότατο» και ο άλλος ένα «καθαυτό ειδικότατο» καθορισμό, αλλά [αποτελεί] μια συνάρθρωση μιας γενικότατης αφαίρεσης που ενώνεται κάθε-φορά με διαφορετικό τρόπο με μιαν ειδική μορφή της, η οποία όμως δεν αποτελεί έναν οντολογικά αντίθετο «πόλο» ως να ήταν αυτός μια ολότελα νέα μορφή «ειδικότατου»-ή-ιδιαιτεροποιημένου καθορισμού. Το ότι υπάρχει λόγου χάριν μια γενικότατη αφαίρεση ως ο γενικότατος «δομικός πυρήνας» όλων των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, δεν σημαίνει ότι η εκάστοτε διαφορετική ενική υποστασιοποίησή της σε «τρόπους παραγωγής» παρουσιάζει αυτούς ως διακριτούς από αυτήν την γενικότατη αφαίρεση, σαν να ήταν τούτοι απορρέοντες εκ μιας απόλυτα ετερογενούς πραγματικότητα από αυτήν που συνέχει [και] τον γενικότατο «δομικό πυρήνα».
Όπως βλέπουμε το πρόβλημα έγκειται όχι στην ανάδυση τού «αυτονόητου» διανοήματός μας για την σχετική ταυτότητα και μη-ταυτότητα «γενικότατου»-«ειδικού/γενικού», αλλά στην ανάδυση τού «δύσκολου» διανοήματος που θα αντανακλούσε την αλληλοπλεκόμενη, γενετική και οντική [οντολογική], υλική σχέση μεταξύ τους [μεταξύ «γενικότατου» και «ειδικού-γενικού»], ώστε τελικά να φαίνονταν ότι το «ειδικό-γενικό» απορρέει από το «γενικότατο», αλλοιώνοντας όμως δημιουργικά και ιστορικοσωρευτικά την ίδια την ουσία του ως «γενικότατου».
16.
Ο ενικός ειδικός-αφηρημένος/γενικός κανόνας τής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης αποτελεί μια συγκεκριμένη ενική έκφραση ενός ιδιαίτερου και [όσο υπάρχει εκμετάλλευση] πάντα ισχύοντος τύπου αφαίρεσης που σχετίζεται με την ίδια την ειδικοποίηση του γενικότατου κανόνα των εκμεταλλευτικών παραγωγικών δομών εν γένει [όπως έχουμε δει σε προηγούμενα σημεία τής ανάλυσής μας]. Όμως «ακόμα-και-ως» συγκεκριμένη ενική έκφραση αυτής τής ειδικής αφαίρεσης [λ.χ ως «καπιταλισμός»] δεν τίθεται ως μια αφαίρεση που δεν περιέχει τον όρο τής εμπρόσωπης εκμετάλλευσης: Η εκάστοτε εκμεταλλευτική κοινωνική τάξη τής εκάστοτε μορφής-εκδοχής εκμεταλλευτικής κοινωνικής παραγωγής, απαρτίζεται από πρόσωπα εκμεταλλευτές [μια ομάδα βρυκολάκων εκ των οποίων ο καθένας είναι ένας ξεχωριστός «διψασμένος-για-άλλη-ζωή» εκμεταλλευτής βρυκόλακας], και η εκμεταλλευτική αστική κοινωνική τάξη ως εκμεταλλευτική προσωποποίηση τού Κεφαλαίου απαρτίζεται από εκμεταλλευτικά πρόσωπα, τούς Αστούς και τους ακολούθους τους [ένας ακόμα «θίασος» βρυκολάκων]. Ο καπιταλισμός είναι όντως το μέχρι τώρα αφαιρετικότερο, το πιο απρόσωπο εκμεταλλευτικό-κυριαρχικό σύστημα που έχει εμφανιστεί στην ιστορία των εκμεταλλευτικών-κυριαρχικών συστημάτων, αλλά και τούτος δεν έχει υπερβεί την «αρχή τής εκμετάλλευσης», σε κάθε σημείο τής παραγωγικής διεργασίας «του», και ως «προσωποποιημένη-προσωπική/ιδιωτική εκμεταλλευτική κάρπωση» κάθε καρπού υπερπροϊόντος που απορρέει από αυτή.
Προτού προχωρήσουμε σε μια πρώτη ανάλυση τής ειδικής κεφαλαιοκρατικής μορφής τής εκμεταλλευτικής παραγωγής, θα εκφέρουμε μια ταυτολογία δια μιας ρήσης με «μαρξιστικό προσανατολισμό», για να τονίσουμε ένα σημείο στην εννοιολόγηση τού «Κεφαλαίου», το οποίο οι «ανανεωτικοί» και οι νεοαριστεριστές παραβλέπουν, αποκρύπτουν ή «απαλαίνουν» τεχνηέντως όταν θέλουν να ασκήσουν υστερική «πνευματική» [«ποιοτική»] κριτική στον καπιταλισμό, στο Κεφάλαιο ως «αφαιρετική δύναμη»: Το Κεφάλαιο ως δομή εκμεταλλευτικής αυτοαξιοποίησης τής [ανταλλακτικής-χρηματικής] αξίας δεν παύει να λειτουργεί σε κάθε φάση τής διεργασίας αυτοαξιοποίησης-αυτοσυσσώρευσης του, ως ένας εκμεταλλευτικός κοινωνικός συντελεστής, και επίσης, ο περισσευούμενος καρπός [το χρηματικά εκφρασμένο ως υπεραξία-κέρδος, υπερπροϊόν] αυτής τής εκμεταλλευτικής παραγωγικής διεργασίας, η οποία έχει την εγγραφή τού Κεφαλαίου «εντός» της, καρπώνεται από το Κεφάλαιο και ως «μετέπειτα» διεργασία συσσώρευσης και ως μέσο ατομικού εκμεταλλευτικού πλουτισμού των ιδιοκτητών [άμεσων ή μετόχων] και διευθυντών του. Δεν υπάρχει κανένα «στην κυριολεξία» απρόσωπο αφηρημένο Κεφάλαιο «από μόνο του», όπως και δεν υπάρχει κάποια «στην κυριολεξία» απρόσωπη αφηρημένη διεργασία αυτοαξιοποίησης τής [ανταλλακτικής-χρηματικής] αξίας «από μόνη της», και μάλιστα όλα τα πρόσωπα που μεσολαβούν την καπιταλιστική παραγωγική διεργασία από την θέση τού ιδιοκτήτη-κατόχου-κυρίαρχου ή διευθυντή παίρνουν πάντα ένα καλό μέρος τής υπεραξίας για να μασήσουν αποκλειστικά μόνα τους [τα προσώπατα τού Κεφαλαίου] μαζί με την οικογένεια τ# γκόμενα/ες/ους τους, σε διασκεδάσεις άραγμα πολυτελείς συνήθειες κ.λπ, κι έχουν και να πληρώσουν προσωπικούς ρουφιάνους, γλείφτες διανοούμενους, καλλιτέχνες κ.α για να τους εξυμνούν, ψυχαναλυτές και άλλους ψευτοειδικούς τής «απόλαυσης». Δεν πρέπει να ξεχνάμε και αυτή την πεζή πτυχή τής οικονομικής εκμετάλλευσης που επιτελεί [και] το Κεφάλαιο, η οποία είναι και η δημοφιλέστερη στα χάσκοντα λαϊκά κοινωνικά στρώματα τα οποία δικαίως αλλά με κάποια στενομυαλιά φθονούν. Χωρίς αυτή την «εικόνα» ανεβάζουμε αφόρητα το «επίπεδο» τής ανάλυσής μας και μπορεί να καταντήσουμε τίποτα Μηλιοί ή δεν ξέρω τι άλλο, και αυτό θα ήταν χάλια.
17.
Αυτό που παρουσιάζεται στην ιδεολογική και επιστημονική «αναπαράσταση» ως μια «σωματική μονάδα» ανθρώπινης ή υποκειμενικής «ικανότητας-και-δεξιότητας» για εργασία [ως μονάδα μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα και πολλαπλότητα ικανοτήτων-και-δεξιοτήτων], είναι το αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής, άρα μη-επιλεγμένης ιστορικής διεργασίας αποδέσμευσης τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας από την «ανάγκη» «της» να δομεί την κυριαρχία «της» επί των υποκειμενικών όρων τής εργασίας-παραγωγής, και επί τού προϊόντος αυτής, δια μέσω τής αναγκαστικής αρχικής βίαιης δέσμευσης των φορέων τους ως φορέων, ως «εξωτερικών φυσικών σωμάτων». Η προ-καπιταλιστική εκμεταλλευτική κυριαρχία δομούσε την κυριαρχία της στους υποκειμενικούς όρους τής εργασίας και το προϊόν που παρήγαγαν δια μέσω τής αρχικής βίαιης δέσμευσης της «εξωτερικής φυσικής» πτυχής τής παρουσίας τους. Η προ-καπιταλιστική εκμεταλλευτική κυριάρχηση τού εργασιακού υποκειμένου τελούνταν δια μέσω τής βίας επί του «εξωτερικού φυσικού σώματος». Καμία κυριαρχία, ειδικά προ-καπιταλιστική, δεν μπορεί να ασκήσει βία επί ενός υποθετικού «συνολικού σώματος». Το «σώμα» είναι μια αφαίρεση κι αυτό, ας ενοχλεί αυτό το γεγονός τον [όχι και τόσο νέο πλέον] νιτσεϊκής καταβολής «υλισμό» μερικών. Οπότε, όπως πρέπει πάντα να προσέχουμε όταν εξετάζουμε μη-ρητορικά, όσο είναι δυνατόν, την ουσία των εννοιών και των ορισμών μας, έτσι κι όταν χρησιμοποιούμε έννοιες και λέξεις που παρουσιάζονται ως αυτονόητες και απορρέουσες από μια «φυσική» κατάσταση των πραγμάτων, όπως είναι το σώμα, πρέπει να προτάσσουμε και στον εαυτό μας και στους άλλους την απαίτηση να τις αντιμετωπίσουν ως αφαιρέσεις, οι οποίες πρέπει με την σειρά τους: 1. να εξεταστούν κατά πόσο είναι κενές και κατά πόσο θα μπορούσαν να αποκτήσουν εμπειρικό περιεχόμενο, 2. να εξεταστούν ως δυνάμενες να έχουν, αν και αφηρημένες, πολλές εσωτερικές διαιρέσεις σε «εξίσου» αφαιρετικές ειδικές μορφές, 3. να εξεταστούν στο γεννητικό ιστορικό πλαίσιο τους, χωρίς να ταυτιστούν πλήρως με αυτό, αλλά και χωρίς να θεωρείται ότι «έπεσαν από τον πλατωνικό ουρανό» σαν να υπήρχαν πάντα. Προκειμένου να διαρρηχθεί μια ιδεολογική οντολογικοποίηση μερικών εννοιών που καταντούν ράκη μιας προηγούμενης βασανιστικής κριτικής γέννας, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει θαρρώ, έστω μόνον στην «αρχή», εικονιστικά σχήματα, βίαιες μεταφορές, βίαιες ως προς την υπερβολική εκλέπτυνση που έχει δημιουργήσει η ιδεολογία στους υπνωτισμένους ακολούθους της. Διότι η ιδεολογία-ιδεοληψία, δεν είναι μόνον μια χοντροκοπιά, μια άγαρμπη βία επί τού πολλαπλού και πολύμορφου κόσμου μας, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια έξαψη περιπτωσιολογικών εκλεπτύνσεων, υπόγειων αμυνών, προφάσεων και παρασιωπήσεων, οι οποίες πρέπει να συντρίβονται με ορμή, και να εκτίθενται στο φως τού ανθρώπινου κόσμου τής καθημερινότητας, ο οποίος πάντα καταλαβαίνει από παραδείγματα και εικόνες, και καλά κάνει και καταλαβαίνει μέσα από παραδείγματα και εικόνες. Μιλώντας λοιπόν για την προ-καπιταλιστική κυριαρχία ως κυριαρχία επί τού «εξωτερικού φυσικού σώματος» σε αντιδιαστολή προς την καπιταλιστική κυριαρχία ως κυριαρχία επί ενός [ετερογενούς προς το προαναφερθέν] «εσωτερικού φυσικού σώματος» που απαρτίζεται από τους αφηρημένους προσδιορισμούς ή όρους τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, εννοώ βέβαια κάτι που μπορεί να συλληφθεί εμπειρικά και να χρησιμοποιηθεί ακόμα και επαναστατικά-προπαγανδιστικά από όποιον θέλει να το χρησιμοποιήσει, και όχι τίποτα στρυφνές θεολογίες τού μη-ιερού όρους των λειψανολατρών ή τίποτα απομεινάρια από νεοκαντιανές θεολογίες τού Παντείου συριζαίικου κωλοχανείου. Μη προσπαθώντας να ορίσω τα πάντα από την πρώτη παράγραφο [πράγμα που προϋποθέτει ή ταλέντο ή φιλοσοφική τερατωδία σκέψης, που δεν έχω τίποτά τους], πρέπει κάθε εικονιστική αφαίρεση να την αντισταθμίζω με μιαν αντίρροπη αποσβεστική και διαφοροποιητική της, ώσπου όλα να ξαναβυθίζονται στην αφαίρεση, τής οποίας όμως ο «φορέας-αναγνώστης» πρέπει να ξέρει ότι είναι αφαίρεση, άρα ίσως ένα τίποτα, πάλι. Το «εξωτερικό φυσικό σώμα» είναι μια αφαίρεση που εικονίζει βοηθητικά την θεώρηση της ωμής θεμελίωσης τής προ-καπιταλιστικής κυριαρχίας σε διάκριση προς την δομική κυριαρχία τού Κεφαλαίου που όπως και να το κάνουμε στόχευσε και στοχεύει, ας το πω κι ας φανεί πολύ «λαϊκό», στην ψυχή τού εργαζόμενου, δημιουργικού σώματος των ανθρώπων και των ζώων, στο «εσωτερικό σώμα» τους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε «σώμα» γενικά, ούτε «εξωτερικό σώμα», ούτε «εσωτερικό σώμα», γενικά, παρά μόνον μια συσχέτιση τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας με ζωντανά ανθρώπινα-ή-ζωϊκά υποκείμενα, και τα αποκρυσταλλώματα αυτής τής εξουσιαστικής και οντολογικά αδιέξοδης συσχέτισης και συνσυγκρότησης, είναι οι οντολογικοποιημένες και μεταφυσικοποιημένες πτυχές που προαναφέραμε, ως «μέρη» μιας γενικότερης ψευδο-ολικής πτυχής, τής «σωματικότητας», η οποία δεν υπάρχει κι αυτή παρά μόνον σαν φάντασμα μιας ενιαίας ζωής. Αν θέλουμε να ψάξουμε κάτι, ας ψάξουμε πως αυτή η εξουσιαστική οντολογικοποίηση, το «σώμα», αντιπροσωπεύεται στην έννοια/κατάσταση τού καπιταλιστικού εμπορεύματος που περικλείει την εργασιακή δυνατότητα/ικανότητα των ανθρώπων και των ζώων. Είδαμε ότι η εργασιακή/εργατική δύναμη αν και είναι μια πτυχή τής συνολικής εργασιακής/εργατικής υποκειμενικότητας, λόγω των αλλοτριωτικών δυνατοτήτων της ως «ιδανικό υλικό» τής ιστορικής ανάδυσης τής εμπορευματικής-καπιταλιστικής μορφής της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια απλά «αντικειμενική» πτυχή τής εργασιακής/εργατικής υποκειμενικότητας [δογματικός τρόπος θέασης της]. Δεν μπορεί ωστόσο και να ταυτιστεί με την εμπορευματική-καπιταλιστική μορφή της αλλά ούτε καν με την στατική γενική-ή-αφηρημένη μορφή της όπως τούτη θα παράγονταν υποθετικά από μιαν νέου [γραφειοκρατικού ή κρατικοκαπιταλιστικού] τύπου «αλλοτριωτική» «διαλεκτική άρση-και-επέκταση» της ως αυτονομημένου καπιταλιστικού όρου. Ως θεωρητικός και πρακτικός όρος, η «εργασιακή/εργατική δύναμη» έχει εντέλει ακόμα την αόριστη απειρία που έχει ο όρος τής «εργασίας-παραγωγής» [στην ανώτατη αόριστη αφαίρεσή του και στις διάφορες πιθανές αυθαίρετες ειδικοποιήσεις του]. Αυτό σημαίνει ότι, πέραν των δογματικών μαρξιστικών θέσεων για το θέμα και των χαοτικών και ετεροκαθορισμένων νεοαριστερίστικων κριτικών αυτών των δογματικών θέσεων, υπάρχει ένα πρόβλημα που τίθεται με συγκεκριμένους όρους και δεν έχει ακόμα επιλυθεί. Η εργασιακή/εργατική δύναμη αν ορισθεί ως σύνολο ικανοτήτων που δεν μπορούν παρά να έχουν πάντα και δημιουργική πτυχή, δεν παράγεται συνολικά ως αγαθό, είτε είναι εμπορευματικό/και/καπιταλιστικό είτε όχι, άρα συνεπαγωγικά δεν μπορεί να παραχθεί όπως παράγονται όλα τα άλλα αγαθά εφόσον σε μια καθοριστική πτυχή της είναι μη-αγαθό, είναι κάτι πέραν των αγαθών και των πραγμάτων γενικά. Προλαβαίνω την αιώνια Ολμε, και κάθε «αγαθιάρα» παιδαγωγική «αριστερά», που βλέπει πίσω και κάτω από όλες τις διανοητικές και εικαστικές δημιουργίες και επιστήμες μια καλοσυνάτη ή μια κακιά και λειψή καπιταλιστική «παραγωγική κατανάλωση» «εκπαιδευτικών αγαθών» που ισχύει σε κάθε κοινωνικό σύστημα ως η απόλυτη «Αιτία» παραγωγής-δημιουργίας αυτών των επιστημών-και-δημιουργιών. Δεν υπάρχει άδικο και λάθος σε όλα από αυτά που λέει μια προκρούστεια «αριστερο»δασκαλίστικη αντίληψη για το τι είναι η δημιουργία και η υλική παραγωγή νοημάτων, αγαλμάτων εικόνων ταινιών λογοτεχνημάτων, αλλά και τροφής, ρούχων και άλλων. Κάτω από όλα αυτά υπάρχει μεν και θα υπάρχει πάντα μια διεργασία «παραγωγικής κατανάλωσης» εκπαιδευτικών και γνωσιακών-εμπειρικών αγαθών, υπό καπιταλιστικούς ή άλλους όρους, αλλά η δημιουργία δεν είναι «αυτό», η δημιουργική ικανότητα δεν είναι «αυτό», ακόμα κι αν είναι και «αυτό» εν μέρει, ακόμα κι αν χρειάζεται και «αυτό». Η δημιουργία και η δημιουργική ικανότητα που την θεμελιώνει, θεμελιωνόμενη κι αυτή από την ίδια την δημιουργία, είναι αυτοδημιουργία και αυτοπαραγωγή, άρα σε μια κρίσιμη και κορυφαία πτυχή της, η οποία άρχει και κυριαρχεί επί των υπολοίπων πτυχών της, δεν είναι αγαθό, ούτε παράγεται από άλλα αγαθά. Γιατί άραγε η «ταπεινή» εκδοχή της, η τάχα «ταπεινή» εκδοχή της, η εργασιακή/εργατική δράση, και η ταπεινή εκδοχή τής τάχα «ταπεινής» αυτής δράσης, η εργασιακή/εργατική δύναμη, να μην υπόκειται στην ίδια νομοτέλεια εξαιρετικότητας και υλικής υπερβατικότητας.
18.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη παρουσιάστηκε ιστορικά σαν μια αναδυόμενη ως εμπόρευμα καπιταλιστική [πρακτική-θεωρητική] αφαίρεση, η οποία ωστόσο υπήρχε και πριν τον καπιταλισμό, και θα υπάρχει και μετά τον καπιταλισμό, ως μια πτυχή [ή μερική «όψη»] τής έννοιας/κατάστασης τού εργασιακού υποκειμένου. Το Κεφάλαιο υπάρχει ως ο κυρίαρχος εκμεταλλευτικός «πόλος» μιας κυριαρχούμενης-από-«αυτό» διπολικής αντινομικής ενότητας, όπου τον άλλο «πόλο» τον απαρτίζει το εμπόρευμα «εργασιακή/εργατική δύναμη». Εάν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα «αρθεί στο ύψος» τής επιθυμίας τής ολότητάς της, τείνει να διαρρήξει τον αυτονομημένο ως εμπόρευμα πτυχωτικό «εαυτό» της [ήτοι, την αποξενωμένη-και-οντολογικοποιημένη ως εμπόρευμα πτυχή: «εργασιακή/δημιουργική δύναμη»], και επιθυμεί να τον «αφομοιώσει» ξανά στην ολότητα τής εργασιακής υποκειμενικότητας. Όταν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα εξεγείρεται ενάντια στην καπιταλιστική-εμπορευματική αυτονόμηση μιας πτυχής της [ήτοι, τής «εργασιακής ικανότητας» ως αποξενωμένης από τους άλλους όρους τής εργασίας και τής ζωής] επιδιώκει και επιθυμεί να την εντάξει ξανά ως «μερικό στοιχείο» σε μιαν ενιαία ολότητα, η οποία συμπεριλαμβάνει: και 1) την εργασιακή υποκειμενικότητα ως «ενιαία οντότητα» [χωρίς την εργασιακή/εργατική δύναμη ως αποκομμένη] και 2) τα αντικειμενικά υλικά μέσα παραγωγής-και-επιβίωσης στα οποία εργάζεται και δρα δημιουργικά-παραγωγικά. Άρα: Όταν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα επιθυμεί την ένωση των σπασμένων κομματιών τού «εαυτού» της και εξεγείρεται με βάση αυτή την επιθυμία της, πρέπει για να περάσει από την επιθυμία στον ορθό και συνεκτικό Λόγο και να μην ξεπέσει στον «αυτονομισμό» τον εργατίστικο σεπαρατισμό, και μιμητισμό ταυτόχρονα, τής τάχα μου «προλεταριακής αυτοαξιοποίησης», να δει καταρχάς ότι η προσωρινή και εύθραυστη ενότητά της δεν είναι «ολότητα», ούτε καν μια συνεκτική αν και κατασκευασμένη «εργασιακή/εργατική ενότητα» [όπως θα την όριζε λόγου χάριν ένας μη-ολιστής επαναστάτης], εφόσον θα «λείπει ακόμα» το αντικειμενικό υλικό στοιχείο, τα μέσα παραγωγής, τα μέσα επιβίωσης και οι πόροι, αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «ανόργανο σώμα» των ανθρώπων. Αν η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα κάνει κατάληψη στην μονάδα παραγωγής που δουλεύει; [μιλώντας πάντα για την εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα νομιναλιστικά-υλιστικά και όχι σαν να υπάρχει τάχα μου παντού ως ένα οντολογικό Εν]. Κι αν ακόμα λοιπόν αυτή η εργασιακή/εργατική υποκειμενικότητα οικειοποιηθεί μια μονάδα ή περισσότερες μονάδες τού συνολικού συστήματος παραγωγής μιας χώρας ή μιας ευρείας έκτασης εντός τής χώρας, και τότε ακόμα δεν θα έχει μπορέσει να ενώσει την εξεγερμένη επιθυμητική υποκειμενικότητά της με τους υλικούς όρους που θα τής έδιναν συνεχή και συγκροτημένη πρόσβαση σε μια ζωή χωρίς εκμετάλλευση. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν «έξωθεν» παρεμβάσεις, αντεπαναστατική ή αντιεξεγερτική καταστολή, το εξεγερμένο υποκείμενο ως εργασιακό/εργατικό υποκείμενο, θα ήταν δυνατόν να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και κυριάρχησης «εκ των έσω», όπως το έχει αποδείξει όχι μόνον η σταλινική εμπειρία [ο Τρότσκι ήταν χειρότερος χασάπης] αλλά σε «σμίκρυνση» και τα διάφορα αντιεξουσιαστικά κινήματα.
19.
Θεωρώ ότι υπάρχει τρόπος να «μετρηθεί» η ποσότητα και να προσδιορισθεί η ποιοτική συγκρότηση τής εργασίας σε ένα σύγχρονο σύστημα παραγωγής, και μάλιστα υπάρχει τρόπος επίσης να «μετρηθεί» σε σχέση με την υφιστάμενη «τεχνική σύνθεση» τής παραγωγής [αν είναι καπιταλιστική σε σχέση με την «τεχνική σύνθεση τού Κεφαλαίου»] η ποσότητα «ενσωμάτωσης» τής εργασίας ως «αφηρημένης εργασίας» στο τελικό προϊόν. Μιλάω για ένα είδος σχετικής προς την «τεχνική σύνθεση» μέτρησης, διότι η τεχνική σύνθεση αλλάζει, είναι μεταβαλλόμενη, οπότε κάθε στατική μέτρηση, ειδικά σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τεχνικό σύστημα μιας παραγωγής που βρίσκεται σε διαρκή ανταγωνιστική κίνηση, θα ήταν λανθασμένη ακόμα κι αν αναφέρονταν, όπως θεωρούμε ορθότερο, στην αφηρημένη διάσταση τής εργασίας. Ο «κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας» που χρησιμοποιεί [ως έννοια] ο Μαρξ πρέπει να εννοείται σε αυτό μάλλον το πλαίσιο, εφόσον ο «χρόνος εργασίας» πέραν τής αφηρημένης διάστασης τής εργασιακής δράσης που εμβάλλει στην ανάλυση, ως κοινωνικά αναγκαίος σημαίνει ότι είναι μεταβαλλόμενος σε αναφορά προς κάτι πέραν τής ίδιας τής εργασίας ως γενικής αφαίρεσης: Υπάρχει μια ούτως ειπείν εξίσου ευρεία αφαίρεση που αφορά στην κοινωνική αναγκαιότητα, η οποία «περιβάλλει» την εκάστοτε μονάδα αφηρημένης-συγκεκριμένης εργασίας, και αυτή δεν είναι μια «γενική κοινωνική αναγκαιότητα» αλλά μια «κοινωνική αναγκαιότητα»-ως-«χρονικότητα» άμεσα αναφερόμενη στην διεργασία τής εργασίας-παραγωγής. Δεν θυμάμαι κάποια αναφορά τού Μαρξ στην σχέση αυτής τής «χρονικής κοινωνικής αναγκαιότητας» τής εργασίας με την τεχνική σύνθεση [τού Κεφαλαίου], πιθανά αναφέρεται [και] στην οργάνωση τής εργασίας υπό το ειδικό πλαίσιο των κυρίαρχων [καπιταλιστικών] παραγωγικών σχέσεων, το οποίο απαιτεί συγκεκριμένους χρόνους παραγωγής σε αναφορά όχι μόνον προς την «αναγκαιότητα» τής τεχνικής σύνθεσης τού Κεφαλαίου αλλά και προς άλλες «αναγκαιότητες». Από την δική μου ταπεινή σκοπιά, πέραν των άλλων προβλημάτων τής μαρξικής θεωρίας περί [ανταλλακτικής] αξίας, μόνο ένα «σφικτό δέσιμο» τής έννοιας τού «κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας» με την «τεχνική σύνθεση» θα έβγαζε σήμερα νόημα για αυτή την έννοια. Πείτε με επηρεασμένο από την τεχνοκρατία. Πρόβλημά μου. Προχωράμε σε ένα άλλο θέμα. Ο Μαρξ κατασκεύασε την έννοια τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης» για να αντανακλάσει θεωρητικά ένα δομικό στοιχείο τής εργασιακής υποκειμενικότητας που αναδύθηκε στο καπιταλιστικό σκλαβοπάζαρο των εργασιακών ικανοτήτων-και-δεξιοτήτων ως αυτονομημένο και αποξενωμένο «συμπύκνωμά» τους, χωρίς να λέει όμως πουθενά ότι «αυτό» ως «συμπύκνωμα» εν γένει είναι καπιταλιστικό, όπως λένε λόγου χάριν αριστεριστές που ταυτίζουν «εργασιακή/εργατική δύναμη» με την εμπορευματική-καπιταλιστική μορφή της. Υπάρχει ιστορική συγκροτητική σχέση τής ανάδυσης τής πτυχής αυτής, δηλ. τής εργασιακής/εργατικής δύναμης, με την καπιταλιστική-εμπορευματική μορφή της, αλλά όχι ταυτότητα μεταξύ τους [ό,τι συμβαίνει και με την έννοια/κατάσταση τής παραγωγής κ.λπ]. Από κει και πέρα, πέρα από τις αριστερίστικες ιδεολογικές και ιδεοληπτικές ταυτίσεις τής εργασιακής/εργατικής δύναμης με την εμπορευματική/καπιταλιστική μορφή της, υπάρχει ένα θέμα με την υποταγή τού Μαρξ τού ίδιου αλλά και των μαρξιστών [πλην των αριστεριστών που του γαμάνε τη μάνα όμως] στην λογική τής «αντικειμενικότητας» τής έννοιας/κατάστασης αυτής. Γιατί το λέω αυτό; Η προσπάθεια να οριστεί από τον Μαρξ η εργασιακή υποκειμενικότητα ως «εμπορεύσιμο-ανταλλάξιμο» «ον», είχε σαν προϋπόθεσή της να τεθεί η ίδια τούτη [δια μίας πτυχής της] ως ένα «αντικείμενο» με όρια και υλικές ιδιότητες όπως όλα τα άλλα «εμπορεύσιμα-ανταλλάξιμα» «όντα». Η ιδιοτυπία τής εργασιακής/εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος είναι για τον Μαρξ ότι περιέχει ως «αξία χρήσης» της μιαν ιδιότητα δυνητικής παραγωγής έργου πέρα και πάνω από την αξία της, αλλά ως ένα δεδομένο πραγμικό συμπύκνωμα «έπρεπε» να έχει την ίδια μη-ιδιότυπη μορφή που έχει κάθε εμπόρευμα, «έπρεπε» να έχει όρια, να είναι δηλαδή πεπερασμένη και να είναι προερχόμενη από ένα άλλο παράγον στοιχείο ούτως ώστε να έχει μετρήσιμη αξία κι «αυτό» όπως τα άλλα. Ορθά ο Μαρξ είδε πως αν μιλούσε για «εμπόρευμα-εργασία» και για «αξία τής εργασίας» θα έπεφτε σε άλυτες αντιφάσεις, διότι αν η εργασία είναι το μέτρο μέτρησης τής αξίας [απλουστεύω], τι θα μετρούσε την ίδια; Το μέτρο δεν μετράει τον εαυτό του. Άρα απέφυγε να μιλήσει για «πώληση τής εργασίας», και θέλησε επίσης να μεταμορφώσει αυτό που πωλείται ως «πράγμα» σε «πράγμα» που παράγεται από μιαν άλλη εργασία, έτσι ώστε να υπόκειται στην «θεωρία τής αξίας» η οποία αναφέρεται σε μονάδες εργασίας παραγωγής «αξιών» κ.λπ Όμως: Και η μαρξική «εργασιακή/εργατική δύναμη» ως έννοια/κατάσταση, όσο και να την υπαγάγεις στην εργασία παραγωγής της, η οποία όντως υπάρχει [γιατί όμως να μην μιλήσουμε για εργασία παραγωγής τής εργασίας; το ίδιο δεν θα ήταν;], η εργασιακή/εργατική δύναμη λοιπόν ούτε αυτή δεν παράγεται ως όλον από εργασίες παραγωγής της «έξω» εντελώς από το υποκείμενο που την φέρει, αν δεν την προσδιορίσουμε τουλάχιστον ως και-αυτοπαραγωγή.
Η «παραγωγική κατανάλωση» ακόμα και εκπαιδευτικών αγαθών-εμπορευμάτων δεν μπορεί να παράξει εργασιακή/εργατική δύναμη υπάρχουσα ως «δημιουργούσα δύναμη» αν τούτη δεν είναι και αυτοπαραγόμενη αυτοδημιουργούμενη. Η ιδιοτυπία τής εργασιακής/εργατικής δύναμης ανατινάζει την ύπαρξη της ως εμπορεύματος. Το εμπόρευμα αυτό μάλλον δεν υπάρχει, έτσι όπως το εννοεί ο Μαρξ και οι μαρξιστές. Κάτι άλλο πουλιέται ως «εργασιακή/εργατική δύναμη».
Αυτό που στον καπιταλισμό πουλιέται και αγοράζεται ως δυνατότητα και δύναμη εργασίας, ως ικανότητα και ως δεξιότητα, είναι άραγε «ταυτόσημο» ακόμα και με την εργασιακή/εργατική δύναμη όπως θα την ορίζαμε αν την ορίζαμε «στενότερα», δηλαδή ως ήδη παραχθείσα-συντελεσθείσα και συγκεκριμένη, μορφικά δημιουργημένη «συλλογή» αυτών των ιδιοτήτων ως δεδομένων; Μιλάμε για την εργασιακή/εργατική δύναμη/δυνατότητα σαν ένα οριστικοποιημένο ως προς την ποιοτική συγκρότησή του σύστημα δεξιοτήτων και δυνάμεων, και όχι ως ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο από την εκπαίδευση-εμπειρία σύστημα. Για να προχωρήσουμε την μελέτη μας και να πραγματευτούμε την απορία μας, «αποκλείουμε» θεωρητικά-πειραματικά όλες τις διεργασίες που σημαίνουν την εργασιακή/εργατική δύναμη ως δημιουργικά παραγόμενη/αυτοπαραγόμενη, ως ουσιαστικά/γεννητικά παραγόμενη όπως παράγεται ένα νέο σύστημα ή μια νέα μορφή, [και αυτό είτε είναι καπιταλιστική-εμπορευματική είτε όχι]. Το «πράττουμε» αυτό, για να δώσουμε το περιθώριο σε μια δυνατότητα θεώρησης κατά την οποία η έννοια/κατάσταση τής «παραγωγής» τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης» μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημη/ταυτή με την έννοια τής «αναπαραγωγής» της. Αν «αποκλειστεί» τεχνητά, μπει δηλαδή σε «παρένθεση αποκλεισμού» η μη-εντάξιμη στην «αναπαραγωγή» [αλλά και την «παραγωγή» μέσω αποκλειστικά τής «παραγωγικής κατανάλωσης»] παραγωγή-δημιουργία τής «εργασιακής/εργατικής δύναμης», τότε, η παραγωγή της «εργασιακής/εργατικής δύναμης» είναι πιθανά ταυτόσημη/ταυτή με την αναπαραγωγή της, όχι μόνον στο επίπεδο τής έννοιάς της εκείνης που σημαίνει την υλική-«βιολογική» αναπαραγωγή των σωματικών όρων τού εργαζόμενου υποκειμένου ως «σωματικού φορέα» των ιδιοτήτων τής ικανότητας/δεξιότητας κ.λπ. Όχι μόνον ως «υποκείμενο» «σωματικός-φορέας-των-ιδιοτήτων» αυτών, αλλά και ως «υποκείμενο» που ταυτίζεται με αυτές τις ιδιότητες ως «πάγιες ιδιότητες» που «χρειάζονται» απλά «συντήρηση» και δεν «δημιουργούνται-παράγονται» [πλέον] ως εξαρχής, το εργαζόμενο υποκείμενο ταυτίζεται ούτως ως «συμπύκνωμα» με την εργασιακή/εργατική δύναμη/δυνατότητα, και τούτη αποτελεί και μετρήσιμη, και συγκροτημένη ως παραγόμενη, παραγόμενη-ως-αναπαραγόμενη. Άρα, το κλασικό μαρξικό σχήμα για την «εργασιακή/εργατική δύναμη» ως καπιταλιστικό εμπόρευμα [αλλά και υπό άλλο σύστημα] ισχύει υπό αυτούς τούς όρους, δεν είναι συνολικά άστοχο, αλλά μερικό, ως ένας από τους ορίζοντες ανάλυσης τής σχέσης τής εργασιακής/εργατικής δύναμης με την συνολική καπιταλιστική διεργασία. Ο μαρξικός «Νόμος τής Αξίας» πνέει εδώ και αιώνες τα λοίσθια ως θεωρία, αλλά δεν αποβιώνει διότι «αναμένεται» περιεκτικότερη αντανάκλαση τής νομοτέλειας που τον συγκροτεί.
Υπάρχουν τρόποι μαρξιστικής ή μαρξογενούς καθήλωσης κατά την διεργασία θεώρησης τής έννοιας/κατάστασης τής εργασιακής/εργατικής δύναμης/δυνατότητας:
Η εργασιακή/εργατική δύναμη παράγεται σε ένα πλαίσιο ευρύτερο από το πλαίσιο τής άμεσης επιβιωσιακής παραγωγικής κατανάλωσης όπου την έχουν περιορίσει πρακτικά και θεωρητικά, με «υποσημειώσεις» βέβαια, μερίδες τού πιο άγριου Κεφαλαίου και [ποιοι άλλοι;] οι μ-λ, σταλινικοί-τροτσκιστές και λοιπές «επαναστατικές δυνάμεις» επιβίωσης. Παράγεται στο ευρύτερο εμπειρικό πολιτισμικό, εκπαιδευτικό, γνωσιακό κ.λπ πλαίσιο τής ολότητας μιας καπιταλιστικής κοινωνίας [αλλά και παλαιότερα, όταν δεν ήταν ακόμα «αυτονομημένη στιγμή» τής συνολικής παραγωγής, στο πλαίσιο τής ολότητας άλλων, προκαπιταλιστικών, κοινωνιών]. Οπότε, και η καπιταλιστική μέτρηση τής εργασιακής/εργατικής δύναμης μέσω τής πρακτικής και θεωρητικής ενσωμάτωσής της στον καπιταλιστικό εμπορευματικό καθορισμό, σημαίνει άμεση πρακτική και θεωρητική/ιδεολογική υποτίμησή της και, μέσω αυτής, σημαίνει θεωρητική/ιδεολογική άρα και πρακτική υποτίμηση τής δημιουργικής υπόστασης τής ίδιας αυτής τής ζωντανής εργασίας-δημιουργίας εν δράσει.
20.
Το Κεφάλαιο ως μια ειδικού τύπου κυρίαρχη εκμεταλλευτική μορφή παραγωγής που αποκόπτει απόλυτα τον άμεσο παραγωγό από τον [ιδιοκτησιακό, διαχειριστικό κ.λπ] έλεγχο των αντικειμενικών όρων τής παραγωγής, τον οδηγεί, όσο υφίσταται η ιστορική καπιταλιστική κυριαρχία, νομοτελειακά στην «θέση» τού «μόνον-φορέα» μιας [εμπορευματικής] «εργασιακής/εργατικής δύναμης». Άρα, το Κεφάλαιο-ως-Κυριαρχία «θέτει» στην «θέση» τού «εργαζόμενου πολίτη» τής «δημοκρατίας» ένα νομοτελειακά αποξενωμένο και υλικά απογυμνωμένο δημιουργικό υποκείμενο, το οποίο έχει [αν έχει κιόλας] έναν μερικό έλεγχο μόνον τής σωματικής αποκρυστάλλωσης μιας ευρείας και βαθιάς στον χρόνο κοινωνικής/συλλογικής και προσωπικής παραγωγής/αυτο-παραγωγής και δημιουργίας/αυτο-δημιουργίας [ικανοτήτων, δεξιοτήτων, ευαισθησιών κ.λπ]. Το «σωματοειδές» ή «σωματόμορφο» συμπύκνωμα όλης τής δημιουργίας των δεξιοτήτων, των αρετών και των ευαισθησιών τού εργαζόμενου/δημιουργού, ως «εργασιακή/εργατική δύναμη», μετατρέπεται μέσω τής εμπορευματικής-καπιταλιστικής μορφής του σε «αντιπρόσωπο» τού Κεφαλαίου μέσα στην «ψυχή τής ζωής» τού ακτήμονα εργάτη-ή-μικροαστού εργαζόμενου.
Ό,τι παρουσιάζεται στον καπιταλισμό ως «σώμα» είναι καθορισμένο από την ειδική διαίρεση που επιτελεί το Κεφάλαιο «μεταξύ» τής δρώσας δημιουργικής υποκειμενικότητας και των αντικειμενικών όρων τής πραγμάτωσής της. Το Κεφάλαιο και το Ολικό Εμπόρευμά Του, παράγουν κοινωνικά την εργασιακή/εργατική δύναμη ως μια ξεχωριστή «σωματική στιγμή» τής δημιουργικής δράσης, και έτσι την καθιστούν ή συγκροτούν ως ένα αλλοτριωτικό «αντιπρόσωπο» των αντικειμενικών όρων εντός-και-διά των υποκειμενικών όρων τής παραγωγής, κατά την διάρκεια μιας συνολικής διεργασίας που σημαίνει μιαν ειδικού [καπιταλιστικού] τύπου εκμεταλλευτική κυριάρχηση επί τού ίδιου τού δημιουργικού υποκειμένου. Έτσι ο υποκειμενικός όρος τής παραγωγής παράγεται «ο ίδιος» σε μια «στιγμή» του [και] ως ένας «αυτονομημένος-ως-όρος» υποκειμενικός όρος, άρα παράγεται ως πραγμοποιημένος ή σωματοποιημένος υποκειμενικός όρος που έχει υποταχθεί στην ίδια την εσωτερικότητα τού καθορισμού του όπως έχει παραχθεί ως μεταφυσική/οντολογική εσωτερικότητα [και το αντίστροφο], «έτοιμος πάντα» κατά αυτό τον τρόπο να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης και απομύζησης από τους βρυκόλακες τού Κεφαλαίου, ακριβώς ως αυτονομημένος-ως-όρος πραγμοποιημένος/σωματοποιημένος όρος τής δημιουργικής υποκειμενικότητας.
Για να δούμε..
22.
Όταν το παραγωγικό υποκείμενο «συρρικνώνεται» ή «αναδιπλώνεται», δια τής εκμεταλλευτικής κυριαρχικής παραγωγικής δομής, στην μονομερώς υφιστάμενη κατάσταση τής εργασιακής δυνητικότητας, με την έννοια ότι υπάρχει ως ενεργό υποκείμενο κυρίως ως ενσώματος «φορέας» και «αποθηκάριος» τής μη-ενεργής δυνητικής ικανότητάς του να δημιουργεί υλικές/και/διανοητικές μορφές, τότε η συνολική ενεργός υπόστασή του που περικλείει και την θεμελιώδη υλική ενέργεια-τέλεση τής άμεσης παραγωγής [και όχι μόνον την δυνητικότητα αυτής] βρίσκεται στο έλεος των εκμεταλλευτών-κυρίαρχων, δηλαδή των αφεντικών. Δεν είναι η «εργασιακή/εργατική δύναμη» αφεαυτής μια αλλοτριωτική «μερικότητα» που υψώνεται στο ύψος τής πρακτικής αφαίρεσης εκείνης που σημαίνει την «συρρίκνωση» τού ακτήμονα εργαζόμενου στον «ρόλο» τού συντηρητή μιας δυνητικότητας, αλλά είναι η κυριαρχία τού Κεφαλαίου και τού Εμπορεύματος που «αφομοιώνει» διαλεκτικά «εντός» της τις αλλοτριωτικές δυνατότητες-πιθανότητες τής γενικής αφαίρεσης «εργασιακή-εργατική δύναμη» μετατρέποντάς την έτσι σε καπιταλιστική-εμπορευματική αφαίρεση, σε ολική καπιταλιστική εμπορευματική μορφή, η οποία πλέον, άπαξ και τελεστεί η ιστορική θεμελίωση τού καπιταλισμού, καταδυναστεύει άμεσα τούς άμεσους φορείς της, τούς ακτήμονες εργάτες-εργαζόμενους. Δεν πρέπει όμως να μείνουμε μόνον στην ούτως ειπείν αφαιρετική αντανάκλαση τής διεργασίας «συρρίκνωσης» τού ακτήμονος εργαζόμενου υποκειμένου μέσω τής καπιταλιστικοποιημένης πλέον αφαίρεσης «εργασιακή/εργατική δύναμη», αλλά να δούμε την άμεση επίπτωση της στους ίδιους τούς ακτήμονες εργάτες/εργαζόμενους: Ο ακτήμονας εργαζόμενος που είναι «συρρικνωμένος» στον «λειτουργικό ρόλο» τού «ενεργού φύλακα» τού ζωντανού εαυτού του όπως τούτος «φωλιάζει» «εντός» του μόνον ως δυνητικότητα και όχι ως ενέργεια-τέλεση, είναι εκτεθειμένος σε έναν διπλό διωγμό: Από την μια η ίδια η άμεση παραγωγική διεργασία τού είναι ξένη, αλλότρια, έχει ξεφύγει εντελώς από τα χέρια του. Ο ίδιος ως άμεσα εργαζόμενος και όχι ως δυνητικότητα εργασίας, δεν έχει την δυνατότητα να έχει εποπτεία, έλεγχο, ουσιαστικό λόγο για την τέλεση τής εργασίας του αλλά και τού συνολικού παραγωγικού έργου, άρα δεν έχει κανέναν λόγο ούτε στην κατανομή τού τελικού προϊόντος, μιας και συνήθως δεν γνωρίζει καν που κατευθύνεται, ποιος το αγοράζει, ποιος είναι ο καταναλωτικός σκοπός του, οι ποιοτικές παράμετροί του, πως σχεδιάζεται, και δεν έχει λόγο για το πως θα μπορούσαν να γίνουν όλα αυτά με αποτέλεσμα θετικό και πραγματικά ποιοτικό για όλη την κοινωνία. Από την άλλη, έχει συρρικνωθεί και ως διαπραγματευτής [των συμφερόντων] τού εαυτού του, απαξιώνεται όλο και πιο πολύ, όσο αναπτύσσεται η καπιταλιστική παραγωγή και η γενική τεχνική, εφόσον η θέση του ως φορέα και μόνον μιας εργασιακής δυνητικότητας και μόνον, δηλαδή μιας αφηρημένης δεξιότητας, και όχι ως φορέα ενός ολικού εργασιακού «φορτίου» που θα συμπεριλάμβανε και την εργασιακή δύναμη και το τελικό προϊόν τής παραγωγής ως και δικό του δημιούργημα [όπως και είναι], είναι θέση δομικής υποτέλειας. «Έχεις στα χέρια σου» μόνον την πραγμική ή «μόνον-δυνητική» και «μόνον-αφαιρετική» υπόσταση τής δημιουργικής σου ενέργειας, η εμπορευματοποίησή της, η «εργασιακή/εργατική δύναμη ως εμπόρευμα», είναι «εγγύηση», για να το πω όσο πιο απλοϊκά μπορώ, για να καταστεί εύκολα ως «εκ φύσεως» «φτηνή» σε «πάντα φτηνή». Τι να διαπραγματευτείς; Σου φτάνει για να ζήσεις, μόνο να ζεις, σε υλική αθλιότητα ή σε «ποιοτική» ένδεια, ή και στα δύο.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη είναι μια εννοιολογική και υλική-πρακτική κοινωνική αφαίρεση που σημαίνει την ενσώματη υποκειμενική ύπαρξη τής δυνατότητας και της δεξιότητας/ικανότητας για την παραγωγή ενός παραγωγικού έργου προτού αυτή η δυνατότητα/ικανότητα/δεξιότητα ενεργοποιηθεί και υπάρξει στην άμεση παραγωγική πράξη. Όταν η εργασιακή δύναμη ενεργοποιηθεί αίρεται διαλεκτικά από το ίδιο το άμεσο εργασιακό-παραγωγικό προτσές, παύει να υπάρχει ως αυτοτελής και αμιγώς δυνητική εργασιακή δυνατότητα και αναλώνεται εντός τού προτσές αυτού, κατά την διάρκειά του, συντελώντας έτσι, σαν ενότητα αναλωνόμενης δυνητικής εργασιακής ικανότητας εργασίας και συνολικού άμεσου παραγωγικού έργου, ως πρωτεύων συντελεστής, στην δημιουργία ενός νέου προϊόντος. Ένα βασικό ερευνητικό ερώτημα που μας απασχολεί εδώ και 30 χρόνια, και το οποίο μάλλον χρειάζεται μαθηματικά εργαλεία για να τεθεί ορθά και να επιλυθεί [τα οποία δεν διαθέτουμε, ούτε δυστυχώς φροντίσαμε να αποκτήσουμε], είναι τι σημαίνει «παραγωγή τής εργασιακής δύναμης» σε διάκριση προς την «αναπαραγωγή τής εργασιακής δύναμης». Ας δούμε κάποια στοιχεία τού προβλήματος: Η εργασιακή δύναμη είναι ως γενική ιδιότητα ικανότητας-και-δεξιότητας μια δυνητικότητα. Η εργασιακή δύναμη ως δημιουργική δυνητικότητα και ως ενσώματος φορέας αυτής τής δημιουργικής δυνητικότητας είναι: και α) το σωματικό περίβλημα μιας εργασιακής-δημιουργικής δυνητικότητας που «φωλιάζει» «εντός» του και β) αυτή η «φωλιάζουσα» στο σωματικό περίβλημα της δημιουργική δυνητικότητα στην αμιγή μορφή της [χωρίς ακόμα να έχει υπάρξει ως ενεργός πράξη, ενόσω επίκειται αυτή η ενεργός πράξη ή έχει υπάρξει μιαν άλλη στιγμή]. Η εργασιακή δύναμη από αυτή την σκοπιά που δείχνει και αποκαλύπτει την ειδική υλική υπόστασή της είναι μια υλική κατάσταση η οποία παράγεται από κάτι «έξω από αυτήν» μόνον όταν παραδίδεται ως μάθηση και όχι όταν υφίσταται ήδη ως κατακτημένη δεξιότητα και δύναμη. Η παράδοση τής δεξιότητας ως μάθηση συμβαίνει κατά την διάρκεια ή κυρίως εκτός τής άμεσης παραγωγικής διεργασίας. Ακόμα και όταν παραδίδεται σαν μάθηση εντός τής άμεσης παραγωγικής διεργασίας: α) δεν επηρεάζει το παραγωγικό έργο, και β) ούτε ο προσχεδιασμός και η υλοποίηση αυτού τού έργου ανά καθημερινό ή μηνιαίο κβάντο συγκροτείται με βάση την εκμάθηση του εκάστοτε μαθητευόμενου υποκείμενου [παρά το γεγονός ότι με την πληροφορική τεχνική επανάσταση έχουμε μιαν υπερεκτιμημένη αλλά ωστόσο έστω μερική ανατροπή αυτού τού δεδομένου]. Η εργασιακή-δημιουργική δύναμη συγκροτείται, άρα στην κυριολεξία παράγεται «εντός» τής ευρύτερης μαθησιακής, επικοινωνιακής, δικτυακής, θεσμικής και επιστημονικής κοινωνικής διεργασίας. Όπως θα δούμε όμως και παρακάτω, ακόμα και με αυτόν τον τρόπο παραγωγής της δεν μπορούμε να πούμε ότι παράγεται συνολικά ως ειδική υπόσταση, ως καθαυτότητα. Η παραγωγή της ως αναπαραγωγή, δηλαδή ως παραγωγική κατανάλωση υλικών μέσων συντήρησης και ισχυροποίησης τού σωματικού περιβλήματός της και ως παραγωγική κατανάλωση μέσων συντήρησης γενικότερα τής ατομικής ή τής κοινοτικής ύπαρξης, δεν την συγκροτεί-παράγει ως εργασιακή-δημιουργική δύναμη, αν και αποτελεί ένα αναγκαίο υλικό υπόστρωμα της. Εδώ το «υλικό υπόστρωμα» δεν μπορεί να παράξει, ούτε να εξηγήσει το «εξίσου» υλικό «πνευματικό υπόστρωμα» τής δημιουργικής δεξιότητας/ικανότητας. Άρα, όταν επέρχεται ο καπιταλισμός, η εργασιακή δύναμη αν και αναπαράγεται ως [καπιταλιστικό] εμπόρευμα και είναι εμπόρευμα, δεν παράγεται αποκλειστικά ως εμπόρευμα στου οποίου την παραγωγή εισέρχονται άλλα εμπορεύματα ή πράγματα [αξίες χρήσεις, εμπορευματικές ή μη-εμπορευματικές]: Το εμπόρευμα εργατική δύναμη δεν παράγεται αποκλειστικά ως εμπόρευμα δια τής κατανάλωσης εμπορευμάτων και πραγμάτων, και δεν μπορεί να παραχθεί όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα, και αυτό το πόρισμα δεν μπορεί να ανατραπεί παρεκτός κι αν «ταυτίσουμε» κατά κάποιο τρόπο την παραγωγή με την αναπαραγωγή. Και αυτό το γεγονός δεν είναι παραδοξολογία ή σόφισμα αλλά διαλεκτική υλική δομή. Επειδή οι μαρξισταράδες τού εγχειριδίου και τού Μαυσωλείου θα εκνευριστούν με τις «θεωρίες», εξηγώ συγκεκριμένα:
Το γεγονός ότι υπάρχουν υλικές δομές οι οποίες κατά την παραγωγή τους έχουν ως αναγκαίο υλικό υπόστρωμα για την παραγωγή τους αγαθά που μπορεί να είναι εμπορεύματα [ή να μην είναι εμπορεύματα], άρα το γεγονός ότι υπάρχουν και υλικές παραγωγικές-εργασιακές δομές όπως η εργασιακή δύναμη που έχουν ως αναγκαίο υλικό υπόστρωμα για την παραγωγή τους αγαθά που μπορεί να είναι εμπορεύματα ή μόνον υλικά αγαθά, δεν σημαίνει ότι ως καθαυτές δομές παράγονται αποκλειστικά δια αυτών των εμπορευματικών ή απλά υλικών αγαθών. «Ό,τι» είναι καθοριστικό ως αναγκαία καθοριστική προϋπόθεση μιας υλικής δομής/κατάστασης, δεν είναι πάντα ταυτόσημο με «ό,τι» είναι καθοριστικό ως αναγκαία καθοριστική ενέργεια-ή-πράξη [δομική δράση] για να συγκροτηθεί [γεννηθεί] ως δομή/κατάσταση. Στην εργασιακή/εργατική δύναμη υπάρχει «συνάντηση» «δομικών γενέσεων» και όχι μία και μοναδική «οντολογική καταγωγή» όπως οι άμεσες υλικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη της.
Η εργατική τάξη υπάρχει ως υπαγόμενη στο Κεφάλαιο όπως ο κάθε ξεχωριστός εργάτης-ή-μικροαστός εργαζόμενος ως υπαγόμενος σε αυτό, διχασμένη υλικά-οντολογικά σε δύο ξεχωριστές «στιγμές» υλικής ύπαρξης: Σαν εργατική/εργασιακή δύναμη, στην μορφή κυρίως [αλλά όχι αποκλειστικά] τού εμπορεύματος-εργατική/εργασιακή δύναμη, και σαν ενεργό παραγωγικό υποκείμενο στην φάση τής άμεσης [καπιταλιστικής] παραγωγής όταν και παράγει την «υπεραξία» που την οικειοποιείται το Κεφάλαιο. Η εργατική τάξη ως εργατική-εργασιακή δύναμη είναι συρρικνωμένη στον «λειτουργικό ρόλο» τού εμπορεύματος, ενός εμπορεύματος όμως που κρύβει «εντός του» ως «αξία χρήσης» μιαν δυνατότητα παραγωγής αξίας [ανταλλακτικής-και-χρήσης] που υπερβαίνει την αξία [ανταλλακτική-και-χρήσης] που χρειάστηκε για να αναπαραχθεί/παραχθεί το ίδιο-ως-ίδιο ως προς την αναγκαία σωματική μορφή του για να περικλείει την «αξία χρήσης» που σημαίνει την δυνητική υλική υπέρβαση και δημιουργία. Η εργατική δύναμη δεν παράγεται στο άμεσο παραγωγικό-καταναλωτικό προτσές, όπως ίσως έχουν θεωρήσει οι περισσότεροι «μαρξιστές» στηριγμένοι στα αδιέξοδα τής αρχικής μαρξικής θεώρησης για την «αξία». Η εργασιακή/εργατική δύναμη ως «εμπόρευμα-εργασιακή/εργατική δύναμη» αναπαράγεται, και η ειδική αναπαραγωγή που σημαίνει [παραγωγική κατανάλωση] δεν σχετίζεται με την παραγωγή τής εργασιακής/εργατικής δύναμης ως ικανότητας/δεξιότητας.
23.
Η καπιταλιστική κυριαρχία έχει στην διάθεσή της πολλά άμεσα εξουσιαστικά-και-τρομοκρατικά εργαλεία για να εκφοβίσει, βιάσει κακοποιήσει και τελικά υποτάξει το εργαζόμενο υποκείμενο και γενικότερα τον ακτήμονα άνθρωπο, όπως είναι λόγου χάριν: η θεοκρατία και ο ψυχικός τρόμος τής θρησκείας που χρησιμοποιεί τούτη, οι άμεσες αστυνομικές απειλές και πράξεις βίας, παρακρατικά σώματα μπράβων και υποκοσμιακών μισθοφόρων, οι έμφυλες διακρίσεις που μοιράζουν με ανταγωνιστικό κυριαρχικό τρόπο, συνήθως εις όφελος τής αντρικής κυριαρχίας, το καταπιεσμένο λαϊκό Εν σε άντρες γυναίκες και άλλα φύλα, για να μην υπάρξει ποτέ το Εν αυτό ως Εν, άρα ως επίφοβη δύναμη.
Υπάρχουν πολλές ακόμα «πτυχές» αυτών των άμεσων κυριαρχικών εργαλείων, και άλλα [κυριαρχικά] εργαλεία, αλλά η κύρια δομή εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ως ειδικά καπιταλιστική σημαίνει μιαν «άμεση αφαιρετική δομή» ως «άμεσα εκμεταλλευτική-κυριαρχική αφαιρετική δομή», η οποία θεμελιώνεται στην άμεση αποστέρηση, την άμεση έλλειψη και την άμεση αποκοπή τής έμβιας οντότητας εν γένει και ειδικότερα τής δημιουργικής [δημιουργημένης και δημιουργούσας ταυτόχρονα] [έμβιας-και-συμβολοποιούσας] ανθρώπινης οντότητας από τις άμεσες υλικές-και-υλικοβιολογικές ρίζες της. Το Κεφάλαιο προτού «ιδωθεί» ως «συγκέντρωση και συσσώρευση Κεφαλαίου» είναι η ίδρυση τής ύψιστης, αφηρημένης αλλά και άμεσης εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής συγκέντρωσης των φυσικών πόρων, των μέσων εργασίας, των τεχνικών, μέσω περίφρακτων άμεσων-και-απόλυτων πρακτικών ολιγαρχικής-ατομικής/κρατικής ιδιοκτησίας-και-κυριαρχίας επί αυτών των φυσικών πόρων, μέσων παραγωγής, τεχνικών, και άλλων αντικειμενικών όρων. Η συγκέντρωση τής ιδιοκτησίας και τής κυριαρχίας επί των αναγκαίων για την ατομική και συλλογική επιβίωση, φυσικών πόρων, τεχνικών και μέσων παραγωγής, όπως συνυφαίνεται με την ανάπτυξη και την επέκταση τής [καπιταλιστικής] παραγωγής, σημαίνει ταυτόχρονα-ταυτότοπα την άμεση αποστέρηση τους από την μάζα των άμεσων παραγωγών. Οι [εργάτες ή μικροαστοί] εργαζόμενοι μετατρέπονται με αυτό τον τρόπο σε απόλυτα ακτήμονες, άρα σε εξαρτημένους παραγωγούς οι οποίοι αναγκαστικά, νομοτελειακά, ανεξάρτητα από την θέληση και τις όποιες επιθυμίες τους, παράγονται ως υποκείμενα «κλεισμένα» στον δυνητικό, άρα αδιέξοδο, οντολογικό εαυτό τους, χωρίς πλέον το «ανόργανο σώμα» τους. Η ίδια η εργατική τάξη και σαν όλον και κατά ατομικότητα και κατά κοινότητα και κατά εθνικοτοπική ή διεθνική/αεθνική υποστασιοποίηση, αποτελεί μια σκληρά και άμεσα αποστερημένη απογυμνωμένη υποκειμενικότητα και υποκειμενική ερημιά, ένα σκέτο σώμα-ως-σώμα, μιαν άμεση αφαίρεση χωρίς συγκεκριμένο ισοδύναμο σε ένα «συγκεκριμένο» που να μην «απορροφάται» πάλι στους σκοπούς τής εκμεταλλευτικής-κυριαρχικής αφαίρεσης τού Κεφαλαίου [των εκμεταλλευτών της]. Για αυτό και η εργατική τάξη, υπό αυτές τις ίδιες τις διεργασίες ιστορικής γέννησης συγκρότησης και εδραίωσής της ως υφιστάμενης κοινωνικοπαραγωγικής δύναμης, παραμένει εγκλωβισμένη στην μοναχική και άμεση υποκειμενικότητα που την έχει εξορίσει και συνεχίζει να την εξορίζει η ψευδοκοινωνία των εκμεταλλευτών, τού Κεφαλαίου. Όσο και να προσπαθεί, αλλοτριωτικά, να ρίξει άγκυρες, να πιάσει ρίζες στην τοπικότητα, ή στην διεθνικότητα/αεθνικότητα, την θρησκεία/θεοκρατία ή τον αθεϊσμό, στην συντηρητική ζωή τής επιβίωσης και τής αναπαραγωγής ή στην θανατερή ψευτοζωή του χουλιγκάνικου μηδενισμού, όσο και να προσπαθεί να βρει κάπου ή σε κάτι μια ρίζα, η εργατική τάξη δεν έχει καμία ρίζα, άρα πατρίδα ή έθνος, δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, δεν έχει ρίζα αλλά στην κυριολεξία καμία, εφόσον ούτε και ο «πλανήτης» είναι πατρίδα της, άρα ούτε ο «διεθνισμός» ή το «αταξικό μέλλον» δεν τής λύνουν τα δεσμά. Ο εργάτης-ή-μικροαστός ακτήμων μισθεργαζόμενος, παράγεται από την διεργασία τού Κεφαλαίου ως μια αφηρημένη «σωματικότητα», ακριβώς ως «εργασιακή/εργατική δύναμη» που βρίσκεται αναπόδραστα «απέναντι» και «ξένη» προς τους όρους αυτούς που την κάνουν ζωή ως κάτι και αφηρημένο και συγκεκριμένο. Προσδιορίζοντας αφαιρετικά την ανθρώπινη «σωματικότητα» ως οντικά [οντολογικά] υφιστάμενη σε δύο στοιβάδες, ως «εξωτερική» και ως «εσωτερική» «σωματικότητα», δεν σημαίνει ότι δεχόμαστε ότι αυτή η αυτο-διαφοροποίηση σημαίνει μια μόνιμη, διαχρονική και διιστορική δομή τής «σωματικότητας» ανεξάρτητα από το κοινωνικό Είναι που την γεννά και την δομεί. Η ίδια αυτή η προσδιοριστική διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη τής «σωματικότητας» εντός τού γένους «σωματικότητα», σχετίζεται με ένα θεωρητικό σχήμα που σκοπεύει να αντανακλάσει τις «περιπέτειες» τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας στον λαβύρινθο τής [καπιταλιστικής κυρίως] εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, πάντα υπό την διαρκή κυριαρχία και βία που αυτή ασκεί στην εργαζόμενη υποκειμενικότητα. Η αυτο-διαφοροποίηση τής ανθρώπινης «σωματικότητας», όπως την εννοούμε ως αυτο-διαφοροποίηση τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας σε «εξωτερικό σώμα» ως «σώμα φορέα» «ιδιοτήτων-δημιουργικών-δυνάμεων» και σε «εσωτερικό σώμα» ως «καθαυτό σώμα» «ιδιοτήτων-δημιουργικών-δυνάμεων», δεν είναι βέβαια μια απλή τεχνική-εννοιολογική διάκριση, εφόσον [θέλουμε να] τείνει στην θεωρητική αντανάκλαση μιας πραγματικής οντικής [οντολογικής] διαίρεσης τής εργαζόμενης υποκειμενικότητας, μολοντούτο ως διάκριση δεν αρκεί από «μόνη της» να ολοκληρώσει τον «σκοπό της» αν δεν υπαχθεί ως μερική έννοια/εικόνα στην έννοια/εικόνα μιας διεργασίας που ερείδεται στην βία τής εκμεταλλευτικής κυριαρχίας ειδικά επί αυτής καθαυτής τής ζωντανής εργασίας. Εξάλλου, η ίδια η εννοιολογική/αναπαραστατική «μετατροπή» τής ενεργού «ικανότητας εργασίας» σε μια απλή οντική [οντολογική] πρακτική έκπτυξη τής υφιστάμενης-ως-δυνητικής-και-εσωτερικής «ικανότητας εργασίας», δηλαδή η εννοιολογική «μετατροπή» τής σχέσης δυνητικότητας και ενέργειας σε μιαν απλή μετάβαση από την δυνητικότητα ως να ήταν πλήρης στην υλοποίηση της, αν δεν αρθεί από την ευρύτερη έννοια/εικόνα τής διεργασίας που δημιούργησε δια τής βίας τους ενδοδιαχωρισμούς τής εργασίας-δημιουργίας και των υποκειμένων της σε πολλές «πάγιες» «στιγμές», μπορεί [ως «εννοιολογική μετατροπή»] να αποκρυσταλλώσει τον εννοιολογικό «εαυτό» «της» σε μια οντολογική-μεταφυσική μορφή, και έτσι να υπάρξει πάλι [όπως σε όλες τις εννοιολογικές μελέτες] ως ένα είδος ιδεολογικής παγίωσης τής μεταβατικής στατικότητας τής έννοιας. Θεωρώ ότι και ο Μαρξισμός, ακόμα και τού ίδιου τού Μαρξ, ενέχεται σε τέτοιες οντολογικοποιήσεις, πράγμα που μπορεί να γίνει ορατό σε σχέση με τα δικά μας ταπεινά εννοιολογικά εγχειρήματα αν αντιπαραβάλλουμε και ταυτίσουμε την έννοια τής «εργατικής-εργασιακής δύναμης» με την «εσωτερική σωματικότητα» [τής εργασίας, και τού εργαζόμενου υποκειμένου] όπως την έχουμε ορίσει σε άλλο σημείο. Αν θέλετε να τραβήξω κι άλλο το σχοινί τής επιδιωκόμενης διαλεκτικής αυτοαναίρεσης και των δικών μου παροδικών εννοιολογήσεων, θα σας έλεγα ότι η «εσωτερική σωματικότητα» τής εργασίας είναι αυτό που ονομάζει ο Μαρξ «εργατική-εργασιακή δύναμη», αλλά αν μείνουμε εννοιολογικά «εκεί» θα έχουμε, όπως ο Μαρξ και οι Μαρξιστές, αποδεχτεί μιαν οντολογικοποίηση τής ενεργού συγκρότησης αλλά και δράσης τής ίδιας τής εργασιακής και δημιουργικής πράξης, και θα έχουμε έτσι υποτάξει το σχήμα μας στην καπιταλιστική και ευρύτερα στην εκμεταλλευτική-κυριαρχική βία που έχει δημιουργήσει την πραγματικότητα τής διαίρεσης [που μελετάμε] χωρίς όμως να μπορεί «από μόνη της» να δημιουργήσει και την πρακτικοθεωρητική άρση της εκείνη που θα έλυνε το ίδιο το ψευδο«μυστήριο» τής οντικής [οντολογικής] ύπαρξής της.
24.
Το Κεφάλαιο ενεργοποιεί και ελέγχει την άμεση παραγωγική διεργασία, όπως τούτη συγκροτείται ως αντιφατική-ή-αντιθετική ενότητα των υποκειμενικών και των αντικειμενικών όρων της, μέσω μιας πολλαπλότητας άμεσων κυριαρχικών πράξεών του επί των εργαζόμενων υποκειμένων.
Οι αμεσότητες αυτών των κυριαρχικών πράξεων δεν είναι όμως τής ίδιας υπόστασης με τις αμεσότητες των προ-καπιταλιστικών κυριαρχικών πράξεων που ήταν συνυφασμένες με την απόλυτη-ως-αρχική προϋπόθεση τής «εξωτερικής» [βίαιης ή δυνητικά βίαιης] δέσμευσης των σωμάτων των εργαζόμενων υποκειμένων. Το Κεφάλαιο κυριαρχεί και ελέγχει άμεσα τα εργαζόμενα υποκείμενα που έχει στην δούλεψή του ελέγχοντας και κυριαρχώντας άμεσα τούς όρους τής ύπαρξης-και-αναπαραγωγής/παραγωγής τής εργασιακής ικανότητάς-και-δυνατότητάς τους. Για να υπάρξει αυτός ο άμεσος έλεγχος και αυτή η άμεση κυριαρχία τού Κεφαλαίου επί των εργαζόμενων υποκειμένων δια τού ελέγχου τής εργασιακής τους ικανότητας, «πρέπει» η εργασιακή δύναμη άρα και ο υποκειμενικός φορέας της να έχουν αποκλειστεί από κάθε ουσιαστικά άμεση πρόσβαση στην παραγωγική διεργασία. Οι μισθωτοί εργαζόμενοι «για» το Κεφάλαιο έχουν πρόσβαση στην παραγωγική διεργασία μόνον υπό τις εξής αρνητικές-και-αποκλείουσες για αυτούς προϋποθέσεις:
1/ Έλλειψη κάθε ιδιοκτησίας τους ή δικαιώματός τους διεύθυνσης επί τού συγκεκριμένου παραγωγικού έργου και των υλικών μέσων παραγωγής που χρησιμοποιούνται κατά την επιτέλεση του.
2/ Περιορισμός και τελικά κατάργηση τής προσωπικής παραγωγικής και τεχνικής αυτονομίας τους κατά την επιτέλεση αυτού τού έργου.
3/ Έλλειψη κάθε δικαιώματός τους επί τού προϊόντος που παράγεται ως το αποτέλεσμα τού συγκεκριμένου παραγωγικού έργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου