Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021
Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021
Πατριωτ-ισμός και αντι-Πατριωτισμός: Ο Δηλητηριώδης Χιτώνας τού Κενταύρου Νέσσου..
Ο τόπος και ο «απόλυτος» καπιταλισμός.
Η καπιταλιστική παραγωγή προτάσσει ως αξία ή ως συντελεσμένο ιστορικό γεγονός (δια του Λόγου των προσωποποιήσεών της: ιδιοκτητών, γραφειοκρατών, διανοουμένων και αστικού κράτους), την ενοποίηση του χώρου, αλλά στην πραγματικότητα προκαλεί, πραγματώνει και συγκροτεί ένα είδος ψευδοενοποίησης του χώρου που σημαίνει την κυριαρχία ενός «τμήματός» του έναντι ενός «άλλου».
Όμως, η ψευδότητα αυτής της καπιταλιστικά συγκροτούμενης ενότητας του χώρου, ήτοι η ψευδοενότητα του τοπικού και του οικουμενικού χώρου, δεν είναι ο φενακισμός ενός αληθινού ιδανικού, το οποίο φαλκιδεύεται από μιαν κατάσταση πραγμάτων ή τους φορείς της για να μην πραγματοποιηθεί ή για να «μυστικοποιηθεί» η αντικειμενική αδυναμία πραγμάτωσής του εντός του καπιταλισμού και η δυνατότητα πραγμάτωσής του σε ένα άλλο «διεθνές» σύστημα, αλλά είναι ένα από την εκκίνησή του ήδη ψευδές ιδανικό μιας αλλοτριωμένης επιθυμίας για την πραγμάτωση μιας ούτως ή άλλως ανέφικτης και ψευδούς δυστοπικής ουτοπίας.
**
Η μία ή άλλη «απόλυτη» ενοποίηση του χώρου, είναι η ολοκληρωτική ψευδοουτοπία της καπιταλιστικής δεξιάς, τού καπιταλιστικού κέντρου και της καπιταλιστικής ή αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Ο χώρος και κάθε τοπολογικός τρόπος συγκρότησής του σε ένα κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο είναι πάντα ένα σύστημα διακριτών, ποιοτικά διαχωρισμένων, ετερογενών και πολλών στο πλήθος, χώρων και τόπων.
Ο τόπος είναι πάντα ένας οικείος, δικός χώρος, και μόνον ούτως είναι τόπος.
Δεν υπάρχει κανένα ελεύθερο παιγνιώδες πλαίσιο που να αφορά αυτό τον αεί οικείο τόπο, και τον τόπο ως το αεί οικείο των ιδρυτών του και των συνεχιστών του, παρά μόνον ίσως με την αρχική κανονιστική και οντολογική αποδοχή τής απόλυτης προϋποθετικότητας της ταυτότητάς του με τους κατόχους (συνκατόχους) και αυθέντες (συναυθέντες) ιδρυτές του.
Η προσκόλληση της εν-τοπισμένης ομάδας σε μια γη είναι μόνον ένα συνεπαγόμενο χωρικό αποτέλεσμα αλλά και το σύμβολο της ηγεμονίας της σε έναν τόπο, το οποίο αν και φετιχοποιείται από την ακροδεξιά είναι μια ακλόνητη συμβολική πραγματικότητα της τοπικής υπόστασής της και της εδαφικής ηγεμονίας της.
Μπορεί ωστόσο μια γη να είναι ή να γίνει το σημείο μιας δημοκρατικής συγκυριαρχίας-συνηγεμονίας, συμβολικής και υλικής, διαφορετικών λαών, όσο δύσκολο κι αν ακούγεται αυτό.
Η αμφισβήτηση της τοπικότητας, άρα και του συμβόλου της γης των πατέρων και των μητέρων μας, με τις ψευδείς ενδύσεις περί ενός άλλου ολοκληρωτικά μη εθνοτικού τόπου ή ακόμα και μη τόπου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ακόμα αποτέλεσμα τής υλικής και ιδεολογικής/πολιτισμικής Κυριαρχίας πολύ συγκεκριμένων μερίδων τού πλανητικού Κεφαλαίου που ως προγραμματικό και ιδεολογικό σκοπό είχαν και έχουν να πραγματώσουν μιαν μη βιολογική αλλά ολοκληρωτική και νεοφασιστική ευγονική ψευδοεπιστήμη κατασκευής του απόλυτου οικουμενικού νέου (υπερ-)ανθρώπου.
Ενός ξεριζωμένου όντος χωρίς κυριαρχικά ερείσματα σε ένα σημείο του χώρου, χωρίς δυνατότητα να αρθρώσει και να πραγματοποιήσει ένα ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο δημοκρατικό και πατριωτικό (όχι εθνικιστικό/πατριωτιστικό) αίτημα ύπαρξης.
**
Η κριτική της γεωγραφίας του ανθρώπου έχει σήμερα μετατραπεί «και αυτή» σε ένα εργαλείο της κυριαρχίας από ανθρώπους που έχουν σαν σκοπό τους την καταστροφή του ανθρώπου ως συγκεκριμένου και ζωντανού όντος.
Οι ιδεολογικές παρατάξεις που συγκροτούν, προπαγανδίζουν και προσπαθούν να πραγματώσουν ένα τέτοιο σχέδιο για την ανθρωπότητα είναι αυτές που στο μυαλό τους και την ψυχή τους έχουν ένα και μόνο σύστημα: Καπιταλισμός.
Αυτό το ολοκληρωτικό σύστημα ψευδοενοποίησης δεν είναι ουσιαστικά και πραγματικά ένα αντίθετο σύστημα προς τον εθνικισμό αλλά αποτελεί τον καλύτερο και πιο προσαρμοσμένο αντίπαλό του σε μια μάχη η οποία είχε και θα έχει πάντα ως αποτέλεσμά της την καταστροφή των εργαζόμενων ανθρώπων.
Όπως ο εθνικισμός κατέστρεψε τις τοπικές κοινωνίες και εξαφάνισε εθνότητες, εθνοτικές ομάδες, γλώσσες και τοπικά έθη, όπως ο εθνικισμός κατέστρεψε βιότοπους, ανθρώπινα και φυσικά περιβάλλοντα, παραδοσιακές τέχνες και αισθητικές για να τις υποτάξει στον μηχανισμό αλλοτρίωσης τής εθνότητας σε έθνος-και-έθνος/κράτος, έτσι και ο υπερδιεθνισμός επιθυμεί να εξαφανίσει τους τόπους, και αξιοποιώντας την ελλειπτική και αντινομική αντιπροσώπευσή τους από εθνικά ή πολυεθνικά κράτη και πολιτικούς οργανισμούς, σχεδιάζει την εξαφάνισή τους με το χώνεμά τους μέσα σε ένα πολτώδες και αφόρητο Εν, χωρίς κανένα πραγματικό ποιοτικό έρεισμα στην πραγματική ζωή των ανθρώπων.
Για να απαλλαχθούμε από τον αστικό εθνικισμό και την αφόρητη καταστροφή που επέφερε στον ποιοτικό και ανθρώπινο καθορισμό του εκάστοτε τόπου, και του τόπου μας, δεν αρκεί να προστρέξουμε στον ακραίο διεθνισμό.
Μην ξεχνάμε εξάλλου πως οι διεθνιστές ή αεθνιστές είναι τα αιρετικά παιδιά του εθνικισμού: Μόνον «εθνικιστικά» μπορούν να εννοήσουν την εθνότητα, την μισούν μισώντας τον εαυτό τους ως δημιουργήματα του εθνικιστικά εννοούμενου και βιωμένου λαού.
Οι εθνικιστές και οι αντιεθνικιστές είναι συν τοις άλλοις και τα ιστορικά τέκνα της αλλοτρίωσης τής εθνότητας σε έθνος-και-έθνος/κράτος.
Ακριβώς όμως γιατί ο καπιταλισμός είναι σήμερα το κυρίαρχο σύστημα, και δεν προβλέπεται στο άμεσο ή ακόμα και μεσοπρόθεσμο μέλλον η ανατροπή του, η διαλεκτική του της αδιέξοδης αντιπαράθεσης μεταξύ των ψευδοαντιθέτων του πρόκειται να οξυνθεί και να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερα κοινωνικο-ιστορικά αδιέξοδα.
**
Η ακόμα μεγαλύτερη αστεοποίηση των πληθυσμών και η ολοκληρωτική καταστροφή της υπαίθρου, αντί να οδηγήσει σε μιαν εξέγερση των μαζών θα οδηγήσει μάλλον σε επιτάσεις των αντινομιών του συστήματος με αναπαραγωγή τους σε ένα ακόμα πιο αδιέξοδο πλαίσιο διευθέτησής τους ή μερικής πραγμάτωσής τους.
Οι πόλεις θα μπορούσαν να είναι για τις εργαζόμενες μάζες και τα καταπιεσμένα υποκείμενα το νικηφόρο πεδίο τής ιστορικής αντιπαράθεσής τους με το ντόπιο και ξένο καπιταλιστικό κεφάλαιο και τους διάφορους δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς μασκαράδες του, αλλά αυτό θα προϋπόθετε μια σειρά ισχυρών ερεισμάτων τους στην ύπαιθρο και την εκάστοτε τοπική περιφέρεια ή υπο-περιφέρεια.
Το γεγονός πως οι πόλεις έγιναν το ιστορικό πεδίο της αντιπαράθεσης αυτής στο παρελθόν χωρίς να γίνουν όμως το πεδίο της ιστορικής ελευθερίας των ανθρώπων και ειδικότερα των εργαζόμενων υποζυγίων, δεν σημαίνει μιαν ιστορική υστέρηση σε σχέση με την αντικειμενική ελευθεριακή δυναμική που υποτίθεται περιέχει η πόλη ως τόπος του ανθρώπινου, αλλά αντίθετα (σημαίνει) τα ιστορικά όρια της ελευθεριακής δυναμικής από την σκοπιά των ορίων τής κάθε εφικτής πόλης.
Η πόλη όχι μόνον λειτούργησε ως ένας απελευθερωτικός μηχανισμός ως-εν-δυνάμει αλλά μάλλον ως μια τεράστια απρόσωπη και ύπουλη μηχανή σκλάβωσης και ψευδαισθησιακής ζωής.
Η ψευδαίσθηση αυτή επιτείνεται με τις ουτοπίες της πόλης, κορυφώνεται στην απόλυτη ψευδαίσθηση περί ενός ριζοσπαστικού μητροπολιτικού προλεταριάτου, την ίδια στιγμή που σήμερα το συγκεκριμένο μητροπολιτικό προλεταριάτο και πρεκαριάτο βρίσκεται εκ της αντικειμενικής θέσεώς του σε δυσχερέστερη θέση ως προς την διανοητική σύλληψη των ιστορικών καθηκόντων του, σε σχέση με κάθε άλλη στιγμή της ιστορίας.
Η μοναχικότητα του αποκομμένου πλήθους μέσα στο πλήθος ως τον μοναδικό καθορισμό του Είναι των πραγμάτων, δεν αλλάζει ουσιωδώς ανάλογα με τον βαθμό δύναμης και το είδος της τεχνικής ή πολεοδομικής δομής συγκρότησης τής κοινωνικότητας, από την στιγμή που έχει υπάρξει απώλεια του περιφερειακού και εξωαστεακού ερείσματος της καθημερινής ύπαρξης και αντιστοίχως πλήρης καταστροφή των τοπικών ποιοτικών δομών, χωρίς άμεση και οργανική αντικατάστασή τους με ένα νεωτερικό αλλά ωστόσο ζωντανό σύστημα άμεσης κοινωνικότητας και υλικής αναπαραγωγής.
Ούτως αποκαλύπτεται με ανατριχιαστική πλέον εμφάνεια το ψεύδος της «ιστορικής και χρονικής συνείδησης» ως ενός δημιουργικού αλλά και ριζικά ψεύτικου πολιτικού και κοσμοθεωρητικού αντισταθμίσματος προς την καπιταλιστική αλλοτρίωση και ερήμωση των κοινωνικών όντων και καταστάσεων.
Αυτό που αρχικά παρουσιάστηκε ως έλλειμμα και υστέρηση της «ιστορικής συνείδησης» (της κοινωνίας, του προλεταριάτου κ.λπ) δεν είναι παρά το σύμπτωμα της «συνείδησης-ως-συνείδησης», όπου η «ίδια» μας παρουσιάζεται τελικά ως ένα αθεράπευτο συνδρόμο αποκοπής τής ίδιας τής αστικής και αστεακής υπερβατικότητας από τους ταπεινότερους και γι'αυτό κρισιμότερους όρους της ανθρώπινης υπόστασης.
Ο υπερβατισμός της αστικής και αστεακής συνείδησης (εντός και διά του οντολογικού καθορισμού της πόλης) κάτω από το μασκάρεμα μιας ψευδούς και χυδαίας εκδοχής μιάς (ψευδο-)καντιανής και (ψευδο-)εγελιανής υπερβατολογικής ελευθερίας ή μιάς ψευδούς και χυδαίας εκδοχής του ορθολογισμού ή της θετικής επιστήμης, δεν μπορούσε να σημαίνει τελικά τίποτα άλλο από μια επίκληση σε μια παθολογική και εγωτική μορφή και του υπερβατολογικού και του υπερβατικού εγώ/μη-εγώ, η οποία μάλιστα είχε και έχει το απέραντο αστικό θράσος να μιλάει στο όνομα τού εγώ και τής επιθυμίας ενάντια υποτίθεται στο υπερεγώ εν γένει, ή ειδικότερα.
Γι' αυτό άλλωστε και αυτή η νεοϋπερβατική ψευδο(υπερ)συνείδηση μπορεί να αντικρίσει μόνον διαψεύσεις χωρίς να αναρωτιέται για τους ταπεινότερους όρους αυτών των διαψεύσεων, και δύναται να ψευδοανακαλύψει πόσο την προδίδουν οι καθημερινοί άνθρωποι όταν είναι απλά βυθισμένοι στην απελπισία της αντινομίας τής αστικής ζωής τους χωρίς θεϊκές αυταπάτες, ή (να ψευδοανακαλύψει) τις υποτιθέμενες συνωμοσίες της εξουσίας να κατασκευάζει τους χώρους της πόλης ως διαχωρισμένους και τούτο να ευθύνεται υποτίθεται για την αποκοπή των ανθρώπων από τον «πραγματικό εαυτό» τους.
Ενώ στα αλήθεια, η ίδια η «αμιγής ιστορικότητα», η ανυψωμένη στο άπειρο κενό «χρονικότητα», η μεταφυσική λατρεία του «παιγνιώδους χρόνου», η αλλοτριωμένη ως-καταρρέουσα-εις-εαυτόν «χρονικότητα», είναι τα μέσα βύθισης στο απολυτότερο ψεύδος που εμφανίσθηκε στην πραγματικότητα του ανθρώπου, παρουσιάζονται από τις έξαλλες αιρέσεις του καπιταλισμού ως το άπαν της ελευθερίας που έρχεται και θα έρθει (κυρίως εντός τους).
Η υποταγή του χώρου στον βιωμένο χρόνο, λένε.
Αλλά αυτό ακριβώς είναι ο απόλυτος καπιταλισμός, ή απλά, αυτός είναι ο καπιταλισμός ως κοσμοθεωρητική και βιωματική ταυτότητα.
**
Το πλήθος και η δημοκρατία των μαζών.
Παρά το γεγονός ότι το εργαζόμενο πλήθος αποτελεί την ποσοτική (πληθική) πλειονότητα τής αστικής κοινωνίας δεν αποτελεί, ούτε δύναται να αποτελέσει ένα ενιαίο ρεύμα το οποίο θα έρχονταν ως ενιαία πλειονότητα αντίθετο στην μειονοτική «ολιγαρχία» του κεφαλαίου (από την σκοπιά μιας υπερ-πλειονοτικής υπόστασης).
Δεν είναι μόνον οι πολιτικοί (+πολεμολογικοί), οργανωτικοί και ιδεολογικοί λόγοι που κάνουν ανέφικτη αυτή την ανάδυση του πλήθους των εργαζόμενων και μικροαστών σε υπερ-πλειονοτικό ρεύμα, αλλά και η εμπλοκή ενός μεγάλου μέρους των σε μιαν άμεση ενεργή συμμετοχή στην καπιταλιστική εξουσία, όσο αυτή υφίσταται.
Η εμπλοκή αυτή είναι υλική εμπλοκή και έχει να κάνει με την ιδιαίτερη υπόσταση της μισθωτής εργασίας ως νομοτελειακά ιεραρχικοποιημένης, όσο υφίσταται το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και ένα «εναλλακτικό» μη καπιταλιστικό εκμεταλλευτικό σύστημα. Η απεμπλοκή των κατασκευασμένων από την καπιταλιστική κυριαρχία στην παραγωγή ως «ανώτερων» στρωμάτων τής μισθωτής εργασίας είναι εφικτή μόνον αν υπάρξει μεταβατική κατάσταση προς ένα ελευθεριακό αταξικό σύστημα, και εδραίωση τούτου, και αντίστοιχη μετατροπή τής ίδιας τής λειτουργίας τής εργασίας (ή τής δημιουργικής δράσης) δια τής ενοποίησης πολλών από τις διακεκριμένες μορφές της.
Δεν θεωρώ πως μπορεί να υπάρξει στον ελευθεριακό δημοκρατικό σοσιαλισμό πλήρης ενοποίηση τής εργασίας ή κατάργησή της σε ένα δημιουργικό όλον, αλλά (από την άλλη) θεωρώ ως εφικτό, αν επιθυμούμε την ελευθεριακή κατάσταση, να υπάρξει μια ενοποίηση πολλών μορφών της, και πέραν από εφικτό θεωρώ πως τούτο είναι και το μόνο που μπορεί να καταστρέψει την ιεραρχικοποίησή της και να οδηγήσει σε μιαν ελευθεριακή και υπεύθυνη κοινωνία χωρίς τάξεις.
Πάντως, όσο υπερισχύει το καπιταλιστικό σύστημα, είναι αδύνατον να υπάρξει απο-ιεραρχικοποίηση τής (μισθωτής) εργασίας, άρση του ιεραρχικού καταμερισμού στην παραγωγή, και ενοποίηση των καταπιεζόμενων εργαζόμενων στρωμάτων σε μια ενιαία υπερπλειονοτική «λαϊκή» τάση-τάξη τής αστικής κοινωνίας.
Και αν υπάρξει θα είναι ηγεμονευόμενη από ένα ιδεολογικό σύστημα προσομοιωμένο προς τον γραφειοκρατικό σοσιαλισμό ή τον αστικό (δημοκρατικό) σοσιαλισμό.
Η αρχική γενική τάση ταύτισης της λαϊκότητας και του δημοκρατισμού με την προλεταριακή υπόθεση έχει προβληματοποιηθεί, και όταν εμφανίζεται ένα είδος γενικής τάσης μιας παρόμοιας ένωσης, παρά τα «θετικά» στοιχεία που εμπεριέχει, μπορεί να σημαίνει μιαν αναπαραγωγή (πάλι) τής εσωτερικής διαίρεσης μέσα στην μισθωτή εργασία.
Μιλάμε λοιπόν, σε ένα «θεωρητικό κενό», χωρίς καν να αναφερθούμε στις ιδεολογικές, επιθυμητικές, φαντασιακές δομές, σαν να ήταν η μισθωτή εργασία και οι μικροαστοί «έτοιμοι» να ορίσουν την ενότητά τους χωρίς αυτές τις προαναφερόμενες δομές, και ακόμα και έτσι βλέπουμε πως δεν υπάρχει μια εύκολη δυνατότητα μιας ριζικής και αληθινής λαϊκής πατριωτικής ενότητας, ενός ενιαίου «εργαζόμενου λαού» με έναν τρόπο που να αποδομεί το κάθε αφεντιλίκι. Ίσως όμως να μην υπάρχει και άλλος δρόμος.
Ας δούμε όμως και άλλα ζητήματα.
**
Η έννοια τού «λαού» ήδη περιέχει έναν βαθμό διαταξικής ιδεολογικής δέσμευσης που λειτουργεί παραπλανητικά ως προς την έννοια τής ταξικής διαίρεσης τής κοινωνίας, και μάλιστα όπως αυτή δομείται με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Πίσω από τον «λαό» συνωθείται και η προηγούμενη αμφιλεγόμενη ένωση των τμημάτων της μισθωτής εργασίας αλλά και αστικά και μικροαστικά στρώματα. Σχεδόν όλοι όσοι δεν είναι «ολιγάρχες» είναι «λαός».
Κάπου εκεί όμως, έτσι κι αλλιώς, έρχονται και οι «ολιγάρχες» και τίποτα δεν μπορεί να τους αποκλείσει από το «λαϊκό όλον».
Η έννοια του λαού, όπως λειτουργεί συνήθως σήμερα διαλύει κάθε ταξική συνείδηση και αφήνει τα «κατώτερα» εργαζόμενα στρώματα έκθετα στην ψευδή συνείδηση και την αλλοτρίωση μιας φαντασιακής αστικής ενότητας.
Όσο όντως υπήρχαν τμήματα τής αστικής και μικροαστικής τάξης που συμμετείχαν με μη αντιδραστικό ιδεολογικό «πρόσημο» σε έναν καθολικό αγώνα εναντίον της «ιμπεριαλιστικής» εξουσίας η έννοια τού «λαού» λειτουργούσε παρά τους κινδύνους και προωθητικά, ενώ σήμερα λειτουργεί μόνον σε ένα προβληματικό ιδεολογικό/πολιτικό πλαίσιο που συνήθως εντάσσεται στο γενικό συντηρητικό ή και αντιδραστικό ιδεολογικό/πολιτικό πλαίσιο.
Τα διάφορα ιδεολογικά και πολιτικά σχήματα που επικαλούνται την έννοια τού «λαού» ακόμα κι αν δεν είναι ταγμένα στον νεοεθνικισμό είναι σίγουρο πως έχουν καθηλωθεί σε ένα ξεπερασμένο πλέον στάδιο τής ταξικής και κοινωνικής πάλης για την ελευθερία και τον αληθινό κομμουνισμό.
Επιπλέον λειτουργούν όλα αυτά και εντός τής μισθωτής εργασίας και εντός των μικροαστών ως μπετοναρίσματα της εσωτερικής στην εργασία ιεραρχίας.
Θα ισχυρίζονταν ωστόσο κάποιος πως δεν υπάρχει κανένας ειδικός λόγος στα πράγματα που να κάνει αυτή την μετάλλαξη υποχρεωτική, ή δεδομένη ως νομοτελειακά τείνουσα στην ολοκληρωτική της εκτροπή, εφόσον μπορεί να υπάρξει μια έννοια τού λαϊκού όλου ως τούτο να μπορούσε να αρθεί στην αταξική ή έστω μη διαχωρίζουσα ενότητα μεταξύ των ανθρώπων.
*
Αυτό που γράφεται στα αστικά και «σοσιαλιστικά» συντάγματα ως λαϊκή κυριαρχία είναι η ίδια η σταθεροποίηση τής διάκρισης λαού και κυριαρχίας, είναι ακριβώς η διάκριση αυτή.
Η λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο από την σταθεροποίηση της οντότητας του λαού σε λαό, άρα σε ένα μη αυτοκυβερνώμενο πλήθος.
Η έννοια τής αυτοκυβέρνησης του λαού, η κλασική τυπική έννοια τού κάθε δημοκρατισμού, αν υλοποιούνταν θα σήμαινε την διαλεκτική κατάργηση του λαού ως «λαού» και την αντικατάστασή του από ένα σύστημα αυτοκυβέρνησης (των) ελεύθερων ανθρώπων.
Για να υλοποιηθεί όμως, ως έννοια περιέχουσα και αυτή την αυτοκυβέρνηση, πρέπει πλέον να πάψει να υφίσταται και στους όρους που την συγκροτούν.
Πρόκειται για το παράδοξο που είναι συγγενές με το παράδοξο τής (ιδέας) έννοιας περί «λαϊκού κράτους» :
Ένα πραγματικό λαϊκό κράτος δεν μπορεί να είναι ούτε λαϊκό ούτε κράτος.
Αν κάποτε, κακώς τελικά, όλο αυτό λειτουργούσε ως μια στιγμή-αλτήρας για να μετατραπεί ο λαός σε αυτοκυβερνώμενο υποκείμενο, σήμερα λειτουργεί ως ανασχετική καθήλωση.
Δεν υπάρχει ωστόσο ένα αντινομικό όλον το οποίο μπορεί να εξέλθει του εαυτού του αναφερόμενο ενεργώς στους όρους που το συγκροτούν;
Το ίδιο ερώτημα αναδιατυπωμένο:
Είναι αδύνατον να υπάρξουν και άλλες αντινομικές οντότητες ως δυνητικότητες μιας άλλης κατάστασης (ή ολότητας);
Ό,τι από τα παραπάνω (κράτος, κοινωνικό όλον ως όλον κ.λπ) είμαστε υποχρεωμένοι ίσως να αποδεχτούμε αναγκαστικά, λόγω των αντικειμενικών συσχετισμών δύναμης, δεν πρέπει να το κάνουμε ιδεολογία και πίστη.
Ίσως το δυσχερέστερο και σημαντικότερο για να λυθεί «αντινομικό πρόβλημα» βρίσκεται μέσα στην ιδεολογία των νέων επαναστατικών φατριών (νεοαναρχισμός, νεοαριστερισμός), και σχετίζεται με μιαν ανεστραμμένη επιβίωση τής έννοιας του «λαού».
***
Για μια νέα αγάπη στην πατρίδα, ενάντια στον υπερπατριωτισμό.
Υπάρχουμε και εμείς ως αυτοί που συνέχισαν να ελπίζουν ότι η αγάπη για την πατρίδα, όχι ο πατριωτ-ισμός των «πατριωτιστών», θα μπορούσε να αποκτήσει ένα άλλο κοινωνικό δημοκρατικό και ταξικό περιεχόμενο.
Ο «πατριωτ-ισμός» όμως, πέρα από το πραγματικό ενδιαφέρον για μια εθνότητα και έναν τόπο, είναι πλέον, εδώ και αρκετές δεκαετίες σε όλο τον κόσμο, ένα ιδεολογικό υποσύστημα αποκλειστικά τής κρατικής-γραφειοκρατικής και καπιταλιστικής ιδεολογίας, το οποίο βρίσκει κοινωνικά ερείσματα μόνο σε μεσαία λαϊκά στρώματα ενόσω για τους υπόλοιπους «λαϊκούς» είναι μια ιδεολογική και πολιτική παγίδα στην οποία συνεχίζουν να πέφτουν.
Καταρχάς ο «πατριωτισμός» θα είχε ένα νόημα για τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, ακόμα και για τους μικροαστούς εργαζόμενους, μόνον ως πιθανά «αμυντικός πατριωτισμός» όταν η εθνική άμυνα θα είχε πραγματικό έρεισμα ως άμυνα απέναντι σε μια άλλη επιθετική εθνική οντότητα, ένα επεκτατικό έθνος κράτος ή μια ιμπεριαλιστική μητρόπολη.
Μπορεί σήμερα να υπάρξει μια τέτοια άμυνα; η οποία δεν θα ήταν πρόφαση για να «διακοπεί» η ταξική πάλη και να σιγάσει η πιθανή εναντίωση τής νεολαίας και τής εργατικής τάξης στην εξουσία τού Κεφαλαίου και τού κράτους του;
Ναι, μπορεί να υπάρξει.
Μπορεί να υπάρξει λαϊκή άμυνα, μπορεί να υπάρξει η ανάγκη και το δικαίωμα για μια λαότητα-εθνότητα ή ένα «μέρος» της, να ορθώσει το ανάστημά της με τα όπλα απέναντι σε έναν κατακτητή ή απέναντι σε ένα επιθετικό έθνος-κράτος.
Όμως η σύγχρονη πραγματικότητα τού καπιταλισμού στην τελική «καταληκτική» «μορφή» του και τής κρίσης τού έθνους κράτους, επιτάσσει πλέον για να υπάρξει αυτή η πιθανή πατριωτική αντίσταση να ενδυθεί ουσιαστικά και όχι μόνον τυπικά την Ιδέα τής οικουμενικότητας, σε ένα πλαίσιο που υπερβαίνει ακόμα και την «νοικοκυρεμένη» συγκατάβαση τού «διεθνισμού».
*
Στα δικά μας:
Σε μια πιθανή επίθεση μιας επεκτατικής δύναμης απέναντι στην ελληνική επικράτεια, λόγου χάριν σε μια πιθανή επεκτατική επίθεση τής Τουρκίας, η λαϊκή άμυνα θα είχε νόημα αν συντελούνταν όχι σαν η «μοναχική» εκστρατεία μιας κυρίαρχης εθνότητας, τής εθνότητας που ίδρυσε το σύγχρονο νέο ελληνικό έθνος κράτος, αλλά σαν πολιτική και στρατιωτική αντίσταση όλων των ανθρώπων, των εργαζόμενων κατοίκων τής χώρας, ανεξάρτητα από εθνοτική καταγωγή και ταυτότητα, γλώσσα και «πολιτισμική» ταυτότητα.
Θεωρώ ότι σε κάθε άλλη περίπτωση «νικητές» θα είναι οι μεγάλοι Ιμπεριαλιστές, ως επιδιαιτητές τού πολέμου, ή ακόμα και η υπερμιλιταριστική φασίζουσα [σημερινή] Τουρκία.
Αν θεωρούμε ότι έχουμε δίκαιο, και πως «σαν χώρα» βρισκόμαστε σε πραγματική άμυνα που δεν είναι μόνον εθνοκαπιταλιστική πρόφαση για τα ειδικά συμφέροντα τής ελληνικής αστικής τάξης, τότε θα έπρεπε να ζητάμε αυτή την νέα μορφή αντίστασης, διότι μόνο αυτή θα έβγαζε νόημα και για μας και για την χώρα ως χώρα.
Αυτή όμως η νέα μορφή αντίστασης, μπορεί να υπάρξει τελικά ως μια από τις πτυχές τής υπέρβασης ακόμα και τού «ιστορικού» αμυντικού αριστερού «εθνικισμού-πατριωτισμού», και όχι ως μια νέα εκδοχή του.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που το λέω αυτό, εγώ ακριβώς που επιμένω ακράδαντα ότι υπάρχει πρόβλημα με την επιθετικότητα τού τουρκικού έθνους κράτους αλλά και της παραπλανημένης τουρκικής λαότητας.
Καταρχάς στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες εθνικές οντότητες που έχουν στην συμβολική ή πραγματική «κατοχή» τους ένα έθνος κράτος, η έννοια, η αξία, το φαντασιακό, το θεαματικό και το συμβολικό, τής «εθνότητας-ως-έθνος» έχει καταληφθεί από το «κρατικό» ως νόημα, ως έννοια, ως αξία, ως φαντασιακό, ως θεαματικό και ως συμβολικό.
Η προσπάθεια να υπάρξει διάσπαση «εθνικού» και «κρατικού», για να υπάρξει υποτίθεται το «εθνικό» ως «κοινωνικό» και «εθνοτικό», [θα] είναι ατελέσφορη όσο το έθνος-κράτος κάνει τη «δουλειά» του, άρα θα υποταχθεί και θα υπαχθεί άμεσα σε μια μορφή κρατικού πατριωτισμού-εθνικισμού αν δεν τεθεί εξαρχής ως διαφοροποιημένη από το αστικό έθνος-κράτος.
Το κράτος ως έθνος-κράτος «απορροφά» τον αρχικό εθνοτικό προσδιορισμό του «εντός» του, και η εθνότητα που πιθανά λειτούργησε ως η «μαγιά» του δεν μπορεί να «ξαναγυρίσει» στην αρχική της επαναστατική πολιτική κατάσταση ως «έθνος».
Δεν χρειάζεται να «πάμε» στις αρχικές αλλοτριώσεις που σημαίνει ούτως ή άλλως ακόμα και μια αρχική, πιθανά επαναστατική-δημοκρατική, φάση ανάδυσης ενός [αστικού ή και προ-αστικού] έθνους κράτους, εφόσον θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε όλες τις επαναστάσεις ανάδυσης νέων κοινωνικών και πολιτικών-πολιτειακών μορφών «συμβαίνουν» πάντα και κάποια «κακά» πράγματα.
Το πρόβλημα με το έθνος κράτος σε σχέση με τον πιθανό αρχικό εθνοτικό προσδιορισμό του είναι πως ακόμα κι αν δεν τον ανακατασκευάζει ήδη από την εκκίνηση τής ανάδυσής του, σίγουρα τον «απορροφά», μη αφήνοντάς «τον» να «αναπνεύσει» ποτέ ξανά ως ο αυτόνομος πολιτικός καθορισμός: «εθνότητα-έθνος».
Το σύγχρονο [αλλά και το προ-νεωτερικό] έθνος ως έθνος κράτος δεν «απορροφά» μόνον τις εθνότητες που βρίσκονται στο «διάβα» του για να τις «εξαφανίσει» ως ξεχωριστές εθνότητες εάν δεν είναι προσαρμοσμένες στο μονοεθνοτικό εθνοκαπιταλιστικό και κρατικο-ομογενοποιητικό «πλάνο» του, αλλά τσαλακώνει και κακοποιεί ακόμα και την εθνότητα που «έλαχε» να αποτελεί τον συντελεστή εξομοίωσης-απορρόφησης-εξαφάνισης των άλλων εθνοτήτων που ζούνε στην αναδυόμενη επικράτειά του.
Έτσι, ενώ αυτή η «αρχική εθνότητα» μπορεί να αποτέλεσε ένα προνομιούχο «κοινωνικό-συμβολικό» «έδαφος» για τα ίδια τα μέλη της για κοινωνική και εθνοτική επικράτησή τους, την ίδια στιγμή έγινε ένα αφομοιωνόμενο/απορροφούμενο και αυτό «κοινωνικό-συμβολικό/πολιτικό» «έδαφος» το οποίο αν «είχε» λαλιά που να σήμαινε τον «εαυτό» «του» όπως ήταν πριν, δεν θα μπορούσε να τον «αναγνωρίσει» στην εποχή μετά την «απόκτηση» από μέρους «του» τού έθνους κράτους.
**
Η φαντασιακή επιθυμία των αριστερών ή «δημοκρατικών» «πατριωτών/εθνικιστών» για ένα έθνος που θα αποκόπτονταν ως νέος Ηρακλής τού «εθνοπολιτικού» από τον θανατηφόρο κρατικό χιτώνα του εθνοκρατικού Κενταύρου Νέσσου, θα παραμείνει επιθυμία, δεν πρόκειται να υλοποιηθεί ποτέ, και επιπλέον τους περιβάλλει και τους ίδιους με αυτό τον ίδιο τον δηλητηριώδη κρατικό χιτώνα, όσο τούτοι δεν αποκόπτονται ριζικά από το έθνος-κράτος ως μορφή και ως «κατάληξη» τού αγώνα για εθνοτικό και πατριωτικό αυτοκαθορισμό.
Αν κάτι υπάρχει πέραν τού έθνους κράτους, ως εθνοτικός καθορισμός, είναι η ίδια η εθνότητα ως εθνοτικότητα και όχι ως έθνος [Nation].
Για να αποκολληθεί από το κράτος και να αναπνεύσει και αυτός ο καθορισμός πρέπει πλέον να ανθίσει σαν πολιτικό/πολιτισμικό λουλούδι ως αιρόμενος διαρκώς μέσα σε έναν ευρύτερο πολυπολιτισμικό οικουμενικό και εντέλει ομοσπονδιακό διαεθνοτικό κήπο.
*
Όπως δεν είναι σε όλους γνωστό, οι ιδέες και τα σημεία δεν ανήκουν κυριαρχικά σε κανέναν, αλλά σίγουρα δεν παράγονται από τους παραχαράκτες τους.
Η παραχάραξη των ιδεών και των σημείων, όταν δεν γίνεται με θράσος κλεφτοκοτά αλλά με επιδεξιότητα κατσικοκλέφτη, είναι ανύπαρκτη ως έγκλημα.
Ως λαθραία οικειοποίηση τους προϋποθέτει όμως και ένα είδος αφέλειας από την σκοπιά των αρχικών παραγωγών και κατόχων τους, η οποία είναι σαν να προλειαίνει ή ακόμα και να προεργάζεται την πονηρία των παραχαρακτών και καταχραστών των έργων τους.
Οπότε οι πρώτοι παραγωγοί και πρώτοι κάτοχοι, προτού διαμαρτυρηθούν, αφού περάσει το πρώτο σοκ τής επίγνωσης ότι τους πήρανε το έργο, θα έπρεπε να σκεφτούν σε τι έφταιξαν και τι ακριβώς παρήγαγαν ούτως ώστε να πέσει τόσο εύκολα στα χέρια τού πρώτου τυχόντα πονηράντζα τυχοδιώκτη.
Θα μου πείτε τώρα, προς τι όλος αυτός ο πρόλογος.
Επειδή οι «αριστεροί», και ειδικά οι «αριστεροί πατριώτες-εθνικιστές» έχουν την τάση να δημιουργούν ευφυή ιδεολογικά πλαίσια τα οποία έχουν μια γενικότερη χρήση, και όχι μόνον την «ταξική» ή «κοινωνική» που φαντάστηκαν όταν τα έφτιαχναν, τούτο δεν σημαίνει ότι έχουν πάντα την ευφυία που υποτίθεται ότι έχει ο ιστορικός χώρος τους αλλά και τα έργα τους τα ίδια, αλλά επίσης, τούτο δεν σημαίνει ότι όντως τα παρήγαγαν εκ τού μηδενός, σαν να ήρθαν απευθείας από τον «λαό» τον «ίδιο», ή την «κοινωνία» την «ίδια», ή την «εργατική τάξη» την «ίδια».
*
Όλα τα σημεία τής γλώσσας, όλες οι ιδέες, τα νοήματα, προέρχονται από άλλα όμοια και διαφορετικά αλλά ως προεργασίες των επόμενων.
Το πρόβλημα στον Λόγο και τους κοινωνικούς κώδικες του παρουσιάζεται όταν αρχίζει να διαφαίνεται ένα συνολικό στρατηγικό αδιέξοδο:
«Τότε» οι ιδεολογικοί αντικατοπτρισμοί των «σημείων» «του» και οι αλλεπάλληλοι αδιέξοδοι αλληλοετεροκαθορισμοί αυτών των σημείων, παράγουν και την σκιά τής ιδεολογικής παραχάραξης ως έναν «αναγκαίο σύντροφο» τού παραχαραχθέντος πρωτοτύπου, το οποίο έτσι διαρρηγνύεται ως «πρωτότυπο».
Αυτή η «σκιά» τού αδιεξόδου τού Λόγου, κάποτε αναλαμβάνει τα συμβολικά και νοηματικά ηνία του και γίνεται η ίδια ο Λόγος, παίρνει τη θέση τού «πρωτότυπου» Λόγου, όπως λόγου χάριν η αστυνομία και το παρακράτος κάποια στιγμή αναλαμβάνουν τα ηνία τής ταξικής καταστολής και από όργανα και σαλτιμπάγκοι τού κύριου άξονα τού καπιταλιστικού κράτους μετατρέπονται σε «κύριο κράτος».
Δεν αναζητούμε άρα ένα «πρωτότυπο» σημείο τού Λόγου με «γνήσια» αντίγραφα, ούτε έχει νόημα να ασκήσουμε κριτική σε «σημεία και τέρατα» τής ιδεολογίας, ορθώνοντας συνέχεια τον ψευδοόρο τής στρέβλωσης αυτού τού «πρωτοτύπου» σαν τούτο να υπήρχε πραγματικά, αλλά δυνάμεθα ωστόσο να διαβλέψουμε πότε και πως αυτό που συμβατικά θεωρούμε ως «πρωτότυπο» παράγει την αναγκαία προερχόμενη από αυτό παραχάραξή του ως την τελική αποκάλυψη τής «κακώς ερμηνευόμενης», στρατηγικής ελλειπτικότητας του.
Δεν υπάρχει βέβαια κάποια «γενεαλογική στρατηγική κατάρα» που βγαίνει στο φως, ή γίνεται αντιληπτή αν-και-στο-φως λίγο αργά, διότι ήταν σε μια γωνιά αγνοημένη από τους θεατές ενός ορατού κόσμου.
Ούτε υπάρχει κάποια «δομική απόσταση» μεταξύ στρατηγικού Λόγου και στρατηγικής πράξης, ώστε να ανακαλύπτουμε πάντα έναν λόγο που η πάντα-και-εκ-φύσεως υπέρμετρα αφαιρετική θεωρία τελικά μπορεί να αποκτήσει και μια χθαμαλή εκδοχή.
**
Ιωάννης Τζανάκος
Σοσιαλισμός και δημοκρατία
Ο σοσιαλισμός είναι ένα παγκόσμιο δημοκρατικό σύστημα
που θα απελευθερώσει κάθε ξεχωριστό εργαζόμενο λαό όπως θα υφίσταται και
ως μοναδικός και ως αναπόσπαστο μέρος μιας οικουμενικής αδελφότητας
συνεργαζόμενων και ελεύθερων παραγωγών σε μια παγκόσμια-και-τοπική κοινωνία
χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς πατριαρχική, εγκληματική-λούμπεν και παρακρατική βία.
Δεν υπάρχει δι-εθνής ή τοπικός σοσιαλισμός, υπάρχει ο
ένας και μοναδικός σοσιαλισμός, ο πραγματικός δημοκρατικός σοσιαλισμός των
συνεταιρισμένων παραγωγών που οργανώνονται και σε περιφερειακές και σε
κεντρικές δημοκρατίες, σε μια ενιαία πολύμορφη παγκόσμια δημοκρατία των
ελεύθερων παραγωγών που ως παγκόσμια ομοσπονδία εργαζόμενων λαών θα απαρτίζεται
χωρίς βία από τις επιμέρους τοπικές, εθνικές, περιφερειακές δημοκρατίες.
Ο σοσιαλισμός είναι η κυριολεξία της δημοκρατίας, και
η πραγματική δημοκρατία θα είναι ο σοσιαλισμός των παραγωγών:
Η δημοκρατία των
παραγωγών και όχι η σημερινή λειψή δημοκρατία [ή φιλελεύθερη δημοκρατία] των
ιδιωτών ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής και της γης.
Ιωάννης Τζανάκος
ΘΕΣΗ ΦΟΥΛΒΙΟ (αδελφοί Ταβιάνι): Η ουτοπία ως προάγγελος ήττας..
Εισαγωγικός πρόλογος
Πρόκειται για δύο κείμενα που γράφτηκαν σε μια εποχή ρήξης με τον (μαζικό) σεκταρισμό που έχει επικρατήσει το «κίνημα» στην ελλαδική επικράτεια (αλλά και αλλού).
Είναι δύο αφελή και ανολοκλήρωτα κείμενα μιας άλλης «αγνής» εποχής. Σήμερα θα ήμουν ηπιότερος στην έκφραση αλλά σφοδρότερος στο περιεχόμενο των λόγων μου.
Η ρήξη έχει επέλθει, και σήμερα ζούμε στο παρόν τού δεξιού αυταρχισμού, ο οποίος όμως ήρθε ξανά στο προσκήνιο τής πολιτικής κυριαρχίας και τής ιδεολογικής ηγεμονίας αξιοποιώντας αυτή ακριβώς την «άνθιση» τού σεκταρισμού σαν το καλύτερο έδαφος για να νομιμοποιήσει την επιστροφή του.
Οι δικές μου διαπιστώσεις τής εποχής εκείνης έχουν πλέον επεκταθεί, διευρυνθεί, και περιλαμβάνουν ένα μεγαλύτερο φάσμα ιδεολογικών και πολιτικών φαινομένων.
Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021
25 σημεία μιας υπόθεσης εργασίας για την έννοια τού Κεφαλαίου και τής εργασιακής δύναμης.
1.
Θεωρούμε ότι ο δομικός «πυρήνας» του Κεφαλαίου είναι πολλαπλός, και σε αυτό συμφωνούμε, νομίζω, με την ουσία της μαρξικής θεώρησης για τον διαλεκτικό «προσδιορισμό» της έννοιας.
Η αρχική, όμως, μεθοδολογική τοποθέτηση δεν συνεπάγεται ότι το Κεφάλαιο έχει πάνω από δύο ελάχιστους «πυρηνικούς» καθορισμούς, ούτε ότι οι επιπλέον καθορισμοί «ανήκουν» στον στενό καθορισμό του, δηλαδή στον δομικό πυρήνα του.
Πριν αναψηλαφήσουμε τη βαθύτερη «ουσία» (ή «εσωτερική μορφή») του Κεφαλαίου, οφείλουμε να λάβουμε μια κυρίως μεθοδολογική/επιστημολογική -αλλά και οντολογική- θέση για τη λειτουργία των «μη‑πυρηνικών» καθορισμών του (χωρίς να προκαθορίζουμε τίποτα).
Καταρχάς, διευκρινίζουμε ότι για εμάς η λειτουργική θέση των «μη‑πυρηνικών» ή «εξωτερικών μορφικών» δομικών στοιχείων του Κεφαλαίου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην, ούτε και καθόλου, μια εκάστοτε συμπτωματικότητα της «εξωτερικής μορφής» του: είτε αυτή προκύπτει από συμπτωματικά υποπροϊόντα που συνοδεύουν τη διαμεσολάβηση της μακροϊστορικής ανάπτυξής του, είτε έχει παροδικότερα χαρακτηριστικά.
Υπάρχουν βεβαίως και συμπτωματικές «εξωτερικές μορφές», αλλά όχι μόνον αυτές.
Θα ήταν λάθος να προσδιορίσουμε τις πιθανές «μη‑συμπτωματικές» οργανικές «εξωτερικές μορφές» του Κεφαλαίου ως «δευτερεύουσες» ή απλώς παραγόμενες, σαν να επιτελούσαν τον δομικό ρόλο ενός «εσωτερικού» (στον καθορισμό του Κεφαλαίου) «εποικοδομήματος» (όπως αυτό ορίζεται στη μαρξιστική Βουλγάτα).
Οι πολλαπλοί «μη‑πυρηνικοί» προσδιορισμοί του Κεφαλαίου αποτελούν στοιχεία της κύριας δομής του όσο υπάρχουν, εφόσον μιλάμε για την κοινωνικο‑υλική δομή του και όχι για βεμπεριανά ή νεοεγελιανά (ιδεαλιστικά) ορισμένες πολιτικές/πολιτικοπολιτισμικές εκφράσεις του.
Να προλάβω μια συνήθη αντίδραση των «μαρξιστών» του εγχειριδίου και της προκήρυξης: είναι αστείο να θεωρείται αυτή η θεματική «σχολαστική» και να παριστάνει κανείς τον μαρξιστή ή τον φιλομαρξιστή.
Έχοντας ξεκαθαρίσει ότι δεν μας ενδιαφέρει η -σεβαστή κατά τα άλλα- ιδεαλιστική ερμηνεία του Κεφαλαίου βάσει πολιτικών‑ιδεολογικών (νοηματικών κ.ά.) προσδιορισμών, περιοριζόμαστε στους κοινωνικο‑υλικούς καθορισμούς του:
Το Κεφάλαιο είναι «παραγωγική κοινωνική σχέση», αλλά υλική παραγωγική κοινωνική σχέση και όχι γενικά «παραγωγική κοινωνική σχέση».
Στο πλαίσιο αυτής της «υλικότητας» διακρίνουμε, αρχικά μεθοδολογικά και ερευνητικά, ότι το ίδιο έχει στενότερους «πυρηνικούς» και ευρύτερους «στοιβαδικούς» καθορισμούς.
Οι «πυρηνικοί» καθορισμοί μπορεί να συγκροτούνται σε μια θεμελιώδη δυάδα ή τριάδα, άρα το Κεφάλαιο δεν είναι το «Εν», όπως συχνά φαντάζεται η αστική θεωρία, ούτε ένα (ψευδο)χάος «πολλαπλών καθορισμών», όπως το φαντάζονται αρκετοί αριστεροί ή αναρχικοί.
Αν δεχτούμε έναν στενό, ουσιακό «πυρηνικό» καθορισμό (συνήθως δυαδικής δομής) και ταυτόχρονα μια ευρύτερη πολλαπλότητα καθορισμών στο «περίβλημά» του που υπάγεται στη θεμελιακή δυαδική δομή, το πρόβλημα δεν λύνεται.
Το κρίσιμο είναι πώς δομείται η συγκροτητική σχέση αυτών των ευρύτερων και ευπλαστότερων καθορισμών με την πυρηνική δομή.
Και εδώ, ας μην καμώνονται μερικοί ότι δεν έχουν ήδη λάβει αυθαίρετες ιδεολογικές αποφάσεις.
2.
Αν εξετάσουμε το Κεφάλαιο στη «δομική συγχρονία» του, εμφανίζεται ως παλίμψηστο εκμεταλλευτικών‑κυριαρχικών παραγωγικών δομών, με δεσπόζουσα τη σύγχρονη, ειδικά καπιταλιστική μορφή.
Η εμφανής «γραφή» του είναι ο δεσπόζων καθορισμός, αλλά «από κάτω» υπάρχουν και άλλες κυριαρχικές «γραφές» που αναδύονται με τις «υγρασίες των καιρών», φέρνοντας προκαπιταλιστικούς βρυκόλακες.
Πρόκειται για ένα «δομιστικό» καπιταλιστικό θρίλερ.
Οι χρησμοί μαρξιστών και αντιμαρξιστών/μη‑μαρξιστών αντικαπιταλιστών έχουν ειπωθεί, αλλά το μυστήριο παραμένει: τι είναι αυτό το «παλίμψηστο» και ειδικότερα ποιος είναι ο ειδικός καπιταλιστικός καθορισμός του, ο ειδικός «δομικός πυρήνας» του;
(Παρένθεση: αυτό που «δομιστικοειδώς» ονομάζω «δομικό πυρήνα» το έχω ορίσει αλλού ως «συστημική υπόσταση»: μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ συστήματος‑ολότητας και υποσυστήματος.)
Με μια εικονιστική διαλεκτική, πρόχειρη σαν τη μάταιη ζωή μου, προσπάθησα να κατανοήσω πού «βρίσκεται» σε αυτό το παλίμψηστο όχι ο προκαπιταλιστικός προσδιορισμός (εκείνος είναι στο βάθος του παρελθόντος και «κάτω» από την επιφάνεια), αλλά ο ειδικός καπιταλιστικός πυρήνας.
Το άλυτο πρόβλημα αποκωδικοποίησης της «γραφής» είναι η συγκροτητική σχέση της γενικής υπόστασης κάθε εκμεταλλευτικού‑κυριαρχικού παραγωγικού συστήματος {α} με τον ειδικό καπιταλιστικό πυρήνα {β}.
Η γενική υπόσταση ορίζεται ως η «εκμεταλλευτική κυριαρχία επί των υποκειμενικών‑αντικειμενικών όρων της παραγωγής‑εργασίας», με ή χωρίς διαμεσολάβηση κυριαρχίας επί των φορέων (σωματικοτήτων) αυτών των όρων.
Προτού εμφανιστεί το Κεφάλαιο ως «γραφή επιφάνειας», δεν ήταν ορατή αυτή η διάκριση (όρων/φορέων): επικρατούσε η «κυριαρχική‑προς‑σώμα» διαμεσολάβηση, η οποία καταλάμβανε τον χώρο της επιφάνειας και εμφανιζόταν ως ουσία της.
Στον καπιταλισμό, για πρώτη φορά ταυτίζεται (λειτουργικά) η «γραφή επιφάνειας» με την βαθύτερη «κυριαρχία επί των όρων».
Ωστόσο και αυτή η ταύτιση παρουσιάζεται παραπλανητικά ως «απόλυτη» (αστική θεώρηση) ή ως παράγωγο αποκλειστικά του Κεφαλαίου.
Η «βαθύτερη γραφή» υπάρχει διαχρονικά όσο υπάρχει εκμεταλλευτική κυριαρχία, είναι ο γενικός Κανόνας.
Το παράδοξο με τον καπιταλισμό δεν είναι ότι δεν ταυτίζεται με τον Κανόνα, αλλά ότι τον αντιπροσωπεύει περισσότερο από κάθε προηγούμενο σύστημα και στο βάθος και στην επιφάνεια, ενώ έχει ειδική δομή που δεν ανάγεται σε αφαιρετική έκφραση του Κανόνα.
Οι προσπάθειες να συναχθεί ο Κανόνας από την αλλοτριωτική διαλεκτική εμπορεύματος‑χρήματος δεν στέφθηκαν από επιτυχία, αν και «κάτι πιάνουν».
Ο γενικός Κανόνας αντιπροσωπεύεται στην καπιταλιστική επιφάνεια χωρίς να έχει παραχθεί εκεί, ενώ έχει αναλογίες/ταυτότητες με δομές όπως Χρήμα και Εμπόρευμα.
3.
Οι ανεπίλυτες αντινομικές «εσωτερικές» αντιφάσεις του Κεφαλαίου δεν είναι της ίδιας τάξης με τις (παρουσιαζόμενες σήμερα ως) ανεπίλυτες αντινομίες του κόσμου της μισθωτής (και μη μισθωτής) εργασίας.
Εξετάζουμε πρώτα τις αντινομίες του Κεφαλαίου (τον ισχυρό πόλο) και ύστερα τις «δικές μας», διότι για τον αδύναμο έχει σημασία η μελέτη του πανίσχυρου εχθρού του.
Ο Μαρξ είχε φιλοσοφικό‑διαλεκτικό λόγο για ανάλογη εκκίνηση, που αποδεχόμαστε.
Ο «καπιταλιστικά καθορισμένος» πυρήνας του Κεφαλαίου ήταν από νωρίς ό,τι είναι και σήμερα. Σε έναν βαθύ αλλά ορατό πυρήνα, το Κεφάλαιο ήταν εν αρχή αυτό που θα είναι όσο υπάρξει.
Ποιος είναι, όμως, αυτός ο πυρήνας;
Σε κάθε υπόθεση για την αντανάκλαση ισχυρού δομικού πυρήνα της πραγματικότητας πρέπει να διακρίνουμε το πιο σταθερό, παραμόνιμο στοιχείο που αποτελεί το ελάχιστο δομικό δεδομένο εκ του οποίου απορρέουν «όλα τα υπόλοιπα».
Υπάρχει πάντα μια βαθύτερη «δομή‑μορφή των δομών», που λειτουργεί ως μόνιμος συντελεστής παραγωγής των πολλαπλών «εξωτερικών μορφών».
Οι πολλαπλότητες αυτές σχηματίζουν έναν συνεκτικό κόσμο παραστάσεων και τρόπων ζωής, που παρουσιάζεται ως «πραγματική ζωή» (και εν πολλοίς είναι), αλλά παραμένει εξωτερική και εξαρτημένη από τον εκάστοτε δομικό πυρήνα.
Διευκρίνιση: κάθε μορφή δεν έχει «περιεχόμενο», υπάρχει μόνο μορφή.
Όμως υπάρχουν «εξωτερικές» μορφές (υπαγόμενες, εξαρτημένες, παροδικές) και «εσωτερικές» (υλικές δομές‑μορφές).
Η «διαλεκτική των μορφών» δεν αποκλείει εναλλαγές ρόλων ή εξαφανίσεις: η «εξωτερική» μορφή μπορεί να γίνει «εσωτερική» και αντιστρόφως, σε μια σταθερή ιεραρχία δόμησης.
Υπάρχει και άλλο σενάριο: χωρίς αλληλομετάθεση, το ένα στοιχείο καταλαμβάνει την «ανώτερη» θέση του άλλου, εξαφανίζοντάς το και καταργώντας κάθε ιεράρχηση.
Η κοινωνική εργασία θα καταργήσει‑κονιορτοποιήσει το Κεφάλαιο, δεν θα το «υποτάξει».
Ο σοσιαλισμός δεν είναι «κοινωνικοποίηση/κρατικοποίηση» του Κεφαλαίου, αλλά κατάργησή του.
Ο «σοσιαλισμός» του «καλού, υπαγμένου» Κεφαλαίου είναι αδυνατότητα και απατεωνίστικο φαντασιακό του ρεφορμισμού.
4.
Ο «γνωστότερος άγνωστος» Κ. Marx, ασκώντας κριτική στον αστικό «παραγωγισμό», έδειξε ότι «παραγωγή εν γένει» δεν υπάρχει ως αιώνια ουσία.
Έδειξε επίσης ότι οι «συγγενείς» οικονομικοί όροι (κατανάλωση, κατανομή) συναποτελούν ευρύτερη πλοκή, όπου ο καθένας είναι και παραγωγή (κατανάλωση ως παραγωγή, κατανομή ως παραγωγή).
Παρ’ όλα αυτά, η πολλαπλότητα των καθορισμών δεν σημαίνει εγελιανή ταυτότητα μεταξύ τους ούτε άρση της σχετικής αυτοτέλειας της παραγωγής ή του πρωτεύοντος ρόλου της.
Τι σημαίνει αυτό για τις «κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις»;
Ο Μαρξ σχετικοποιεί και απο‑οντολογικοποιεί όρους (όπως η «παραγωγή»), εντάσσοντάς τους σε ευρύτερο ορίζοντα, χωρίς όμως να αίρει την σχετική καθαυτότητά τους.
Σήμερα, όμως, κάθε οπτική που εισάγει σχετικά ουδέτερους αντικειμενικούς όρους (παραγωγικές δυνάμεις, επιστήμη, κράτος ως δημόσια δύναμη) θεωρείται «ύποπτη» από τον νεοαριστερισμό που αναγορεύει αποκλειστικά την ταξική αντίθεση.
5.
Το Κεφάλαιο δεν περιορίζεται στην απομύζηση της ζωντανής εργασίας, οργανώνεται νομοτελειακά ως ειδική (καπιταλιστική) αυτοαναπτυσσόμενη εκμεταλλευτική‑κυριαρχική παραγωγική οντότητα.
Είναι αυτοαξιοποίηση/αυτοσυσσώρευση χρηματικής‑εμπορευματικής αξίας και εκ των πραγμάτων προάγει την τεχνική‑παραγωγική πρόοδο λόγω του ανταγωνισμού των κεφαλαίων.
Το Κεφάλαιο υπάρχει ως «κεφάλαια», ποτέ ως «Εν‑Κεφάλαιο».
Η ενότητά του δεν αναιρεί τη μη‑ενότητα, μέσα της φωλιάζει ο ατέρμων πόλεμος/ανταγωνισμός, που δεν έχει άλλο τέλος από την σοσιαλιστική επανάσταση.
Επιπλέον, η πολλαπλότητα των δομικών πυρήνων (συμπεριλαμβανομένων «εύπλαστων» πολιτικών καθορισμών) δεν εξομαλύνει αντιφάσεις, συχνά τις πολλαπλασιάζει.
Η απολογητική διαλεκτική θα το πει «δύναμη/δυναμική» του καπιταλισμού: μεταλλάσσεται, «καταπίνει» εχθρούς, πλάθει κόσμους - συχνά πάνω σε εξόντωση εργαζομένων, αδύναμων εθνών, αξιοπρεπών ανθρώπων.
Η «μαγεία» αυτή πληρώνεται με αίμα.
Θεωρητικά, συστηματοποιούμε την κεφαλαιακή ολότητα ως πολλαπλότητα τριών κύριων «δομικών πυρήνων», όπου ο ένας είναι ο ειδικός καπιταλιστικός (δεσπόζων).
Εστιάζουμε στην παράδοξη αλληλοδιείσδυση μεταξύ:
{β} της ειδικής καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής‑κυριαρχικής ουσίας, και
{α} της γενικής εκμεταλλευτικής‑κυριαρχικής ουσίας όλων των ταξικών παραγωγικών δομών.
6.
Εντός του ολικού καθορισμού, οι οργανικοί υποκαθορισμοί υπάγονται σε έναν γενικότερο κανόνα αφαίρεσης.
το Κεφάλαιο (και ο καπιταλισμός) επιτελεί κανόνα έμπρακτης αναγωγής της παραγωγής και της κοινωνίας στην ύψιστη δυνατή αφαιρετικότητα εντός ταξικών κοινωνιών.
Αυτή η «υψίστη αφαίρεση» δεν είναι φιλοσοφικό σχήμα, είναι αφαίρεση υλικών πρακτικών δομών εκμετάλλευσης/κυριαρχίας.
7.
Η γενική εκμεταλλευτική‑κυριαρχική δομή όλων των ταξικών κοινωνιών εμφανίζεται σχετικά ακέραια στη φαινομενικότητα και ανακαλύπτεται στο «φως της έννοιας» όταν το ίδιο το Κεφάλαιο πραγματώνει την μερική απόσπαση της εκμετάλλευσης‑κυριαρχίας από την εξωοικονομική‑πολιτική‑στρατιωτική μορφή της.
Όπως η «παραγωγή εν γένει» αναδύεται όταν αποσπάται από συγγενείς καθορισμούς, έτσι και η εκμετάλλευση‑κυριαρχία επί των υποκειμενικών όρων εμφανίζεται όταν μπορεί να υπάρξει μερικώς και χωρίς την κυριαρχία επί των φορέων τους.
Οι «μερικές αφαιρέσεις» τείνουν σε υπερ‑αφαιρέσεις όταν εντείνεται η πολικότητά τους έναντι των διαμεσολαβήσεων.
Η ταυτότητα του γενικού καθορισμού με τον καπιταλισμό διευκρινίζεται ως οντική συνέχεια, άρα η ωριμότερη φάση (ως αφαίρεση/υπεραφαίρεση) δεν αναιρεί τη διιστορική παρουσία τους ως υπαρκτών αφηρημένων δομών‑καταστάσεων.
Το δύσκολο σημείο: η σχέση της γενικότατης αποξένωσης της ζωντανής εργασίας από τους όρους της {α} με την καπιταλιστική εκδοχή της {β}, η οποία κάθε άλλο παρά απλή προέκταση του γενικού κανόνα είναι.
8.
Το Κεφάλαιο μπορεί να οριστεί και ως σύνοψη εκμεταλλευτικών‑κυριαρχικών αφαιρέσεων, όπου μια «ειδική ουσία» μοιάζει να έχει προστεθεί στη «γενική».
Όμως η ειδική‑ειδική ουσία του ίσως εντοπίζεται σε πιο παράξενη «σύνθεση» ταυτότητας‑ετερογένειας ειδικού/γενικού.
Ο «δομικός πυρήνας» συναπαρτίζεται από πολλαπλές αφηρημένες δομές εκμετάλλευσης/κυριαρχίας:
{α} η γενική εκμεταλλευτική‑κυριαρχική σχέση (Κυρίαρχος‑και‑Κάτοχος επί των όρων ύπαρξης της ζωντανής εργασίας),
{β} η ειδική καπιταλιστική μορφή παραγωγής‑και‑ανταλλαγής (γενικευμένη χρηματική‑εμπορευματική διαμεσολάβηση),
{γ} η γενική δυνατότητα εκτροπής σε «αρχαϊκές» δομές κυριαρχίας (ακόμα και μέσα στη νεωτερικότητα υφίσταται χρήση εξω‑οικονομικών μεθόδων υπαγωγής).
Οι πυρήνες δεν είναι αόριστοι, είναι αφηρημένες‑και‑συγκεκριμένες δομές άμεσης εξουσιαστικής επιβολής.
Η ειδική «λαβίδα» {β} (γενικευμένη ανταλλακτική μορφή) εντάσσεται στη γενική «λαβίδα» {α} (εξαναγκαστική αμειβόμενη δουλική εργασία) και αντιστρόφως, άρα υφίσταται λειτουργική ταυτότητα/συσχέτιση μεταξύ των.
9.
Η ειδική καπιταλιστική «πολλαπλότητα καθορισμών» δεν υπερισχύει εντός της ολότητας έναντι της γενολογικής πολλαπλότητας των εκμεταλλευτικών κοινωνιών.
Στον καπιταλισμό παρατηρείται παράδοξη ταύτιση συγκεκριμένων ειδικών στοιχείων με τον γενικό κανόνα.
Η κυριάρχηση‑κατοχή των υποκειμενικών όρων της εργασίας (ένα σκέλος της κυριαρχίας) δεν ταυτίζεται με την κυριάρχηση των φορέων τους (δουλεία).
Στον καπιταλισμό δεσπόζει το πρώτο (χωρίς να αποκλείεται η δουλεία).
Αυτό το «μόνον» σηματοδοτεί ταύτιση του ειδικού με το γενικό: ο καπιταλισμός «αγγίζει» άμεσα τον αφηρημένο κανόνα χωρίς να χρειάζεται άλλους ειδικούς καθορισμούς για να τον συνδέσουν.
Καθόλου καλά μαντάτα για εμάς.
10.
Για να ορίσουμε επαρκώς την «ουσία» ενός ιστορικού τύπου εκμεταλλευτικού συστήματος, πρέπει να ανασύρουμε και τη γενική‑αφηρημένη ουσία όλων των τέτοιων συστημάτων.
Ο εκάστοτε «δομικός πυρήνας» είναι συνάρθρωση δύο αφηρημένων μορφών κανόνα, τού γενικού κανόνα και τού ειδικού κανόνα.
Δεν πρόκειται για «σύνθεση αφηρημένου με συγκεκριμένο», και τα δύο είναι αφηρημένα με ίδιο «φορτίο» συγκεκριμενότητας.
Άρα, ο καπιταλισμός, αν και διαφέρει βαθιά, δεν έχει «ξεκόψει» από τον γενικό κανόνα, ήτοι την Κυριαρχία‑και‑Κατοχή επί των υποκειμενικών και αντικειμενικών όρων της εργασίας.
Η παραλλαγή αφορά κυρίως την ύπαρξη ή όχι Κατοχής‑και‑Κυριαρχίας επί των φορέων της εργασίας όχι την επί των όρων της, που είναι σταθερά παρούσα.
11.
Ο γενικός ορισμός («Κυρίαρχος‑και‑Κάτοχος επί των όρων ύπαρξης της ζωντανής εργασίας») είναι αληθής αλλά κενός για τον ειδικό ορισμό του καπιταλισμού, αν δεν πλαισιωθεί από την ιδιαιτερότητα: τη γενικευμένη χρηματική‑εμπορευματική διαμεσολάβηση.
Το πρόβλημα δεν είναι σχολαστικό, πίσω από αυτές τις διαφοροποιήσεις στάθηκαν κινήματα, ελπίδες, ζωές.
Συμπληρωματικά: ο καπιταλισμός είναι και γενικός κυρίαρχος επί των όρων, και ειδική διαμεσολάβηση της ζωντανής εργασίας από την ανταλλακτική μορφή.
Ο γενικότατος κανόνας έγκειται στον βαθύτερο εξουσιαστικό έλεγχο επί των όρων της παραγωγής‑εργασίας, είτε μέσω βίαιης δέσμευσης της ελευθερίας κίνησης των φορέων (προκαπιταλιστικά) είτε χωρίς αυτήν ως απόλυτη προϋπόθεση (καπιταλιστικά).
12.
Υπάρχει μια ειδική‑γενική κυριαρχική αμεσότητα στον καπιταλισμό: συγκροτείται ως άμεση συσχέτιση της ολικής παραγωγικής διεργασίας (ως εκμεταλλευτικής) με την κυριαρχία του Κεφαλαίου επί των υποκειμενικών‑και‑αντικειμενικών όρων της.
Αυτή η αμεσότητα ριζώνει στην ιστορική ταυτότητα της εκμεταλλευτικής κυριαρχίας με τον ουσιακό εαυτό της και την «κορύφωσή» της στην καπιταλιστική αφαίρεση.
Ο καπιταλισμός, ως αφαιρετικότερο εκμεταλλευτικό σύστημα, συνοψίζει στην επιφάνειά του τις βαθιές δομές όλων των προηγούμενων, χωρίς τις εξωτερικές μορφολογίες τους, γι’ αυτό επιτρέπει την ορθότερη θεωρητική αντανάκλαση όχι μόνο του ίδιου αλλά και των προηγούμενων συστημάτων.
13.
Ο ειδικά καπιταλιστικός κανόνας «σχετίζει» άμεσα την παραγωγική διεργασία (ως εκμεταλλευτική) με την κυριαρχία επί των όρων της εργασίας‑παραγωγής.
Για να διακριθεί εννοιακά η κυριαρχία επί των όρων από την κυριαρχία επί των φορέων, πρέπει να ορίσουμε τους όρους ως ριζικά κοινωνικούς/σχεσιακούς καθορισμούς του ανθρώπινου (και ζωϊκού) Είναι.
Ο καπιταλισμός παράγει την παραγωγή ως κοινωνική παραγωγή και τα μέσα ως κοινωνικά μέσα (παρά την ατομική ιδιοποίηση). Καταργεί/περιορίζει ατομικά ή αποσπασματικά κοινοτικά μέσα επιβίωσης.
Είναι «αντικοινωνικό κοινωνικό» σύστημα που φέρνει στην επιφάνεια και στο βάθος τον αποκλειστικά κοινωνικό καθορισμό των μέσων παραγωγής‑και‑επιβίωσης.
Έτσι, οι «όροι» μετατρέπονται από «μόνον αφηρημένοι» σε κυρίαρχους αφηρημένους‑συγκεκριμένους καθορισμούς.
Επειδή ο καπιταλισμός θεμελιώνεται στην κυριαρχία επί των κοινωνικών προϋποθέσεων της ύπαρξης, και όχι στην κυριαρχία «πρόσωπο‑με‑πρόσωπο» επί των φορέων, παράγεται η ανάγκη επίτασης της γενικότερης κοινωνικής κυριαρχίας επί υποκειμένων και αντικειμένων ως λειτουργικό ισοδύναμο του ειδικού κανόνα.
14.
Επειδή το εργαζόμενο υποκείμενο που έχει το Κεφάλαιο στη δούλεψή του δεν δεσμεύεται άμεσα σωματικά (δεν μπορεί δηλαδή να το «βάλει» με άμεσο σωματικό ζόρι στην παραγωγή που ελέγχει), «πρέπει» να το ελέγξει και να το κυριαρχήσει με άλλους εξίσου σωματικούς και άμεσους τρόπους.
Οι κύριοι εναπομείναντες τρόποι συνδέονται με την άμεση υλική κυριαρχία της κοινωνίας (της κοινωνικής παραγωγής) ως όρου επί των φορέων της εργασίας‑παραγωγής, μέσω άμεσου και «σωματικού» εκβιασμού να υποκύψουν στον πραγματικό κοινωνικό όρο παραγωγής των (πλέον κοινωνικών) μέσων παραγωγής των μέσων επιβίωσης.
Το Κεφάλαιο ελέγχει/κυριαρχεί τους φορείς υπαγάγοντάς τους στους όρους, μέσω πλήρους αποξένωσης του εργαζόμενου από τα υλικά κοινωνικά μέσα παραγωγής του μέρους εκείνου του κοινωνικού πλούτου που είναι αναγκαίος για τη βιολογική και κοινωνικο‑βιολογική αναπαραγωγή του.
Η ατομική ιδιοκτησία των κοινωνικών πραγμάτων‑μέσων είναι στον καπιταλισμό απόλυτο ταμπού ακριβώς γιατί διασφαλίζει την υποταγή του εργαζόμενου στους υλικούς όρους της άμεσης αναπαραγωγής του.
Η αποξένωση του παραγωγού από τους όρους παραγωγής των μέσων παραγωγής των μέσων επιβίωσης σημαίνει ότι οι όροι αυτοί έχουν παραχθεί ως κυρίαρχες αφαιρέσεις, και αντιστρόφως: παράγονται ως κυρίαρχες αφαιρέσεις επειδή έτσι μετατρέπονται στον όρο μιας άμεσης, αλλά «άπιαστης», εκβιαστικής πράξης υποταγής των παραγωγών.
Αυτό δεν αγγίζεται από το «Δίκαιο».
Ο μισθωτός εργάτης ή μικροαστός εργαζόμενος δεν έχει καθοριστικό δικαίωμα ή μερίδιο στην ιδιοκτησία ή τη διεύθυνση των κοινωνικά αναγκαίων μέσων παραγωγής, άρα βρίσκεται υπό τον διαρκή εκβιασμό να δουλέψει για το μεγάλο ή μικρό Κεφάλαιο (ή το κράτος του), για να επιβιώσει μέρα τη μέρα.
Δεν υπάρχει πλέον μέσο παραγωγής για να προσποριστεί τα μέσα της άμεσης επιβίωσης που να μην είναι ιδιοκτησία του Κεφαλαίου.
Όλα τα «αναγκαστικά πλέον ως κοινωνικά» μέσα παραγωγής‑και‑επιβίωσης ανήκουν ιδιοκτησιακά στο μεγάλο Κεφάλαιο ή στο μικρό (μαγαζάτορες, μικροαφεντικά).
15.
Ο ειδικός‑γενικός κανόνας της καπιταλιστικής μορφής εκμεταλλευτικής‑κυριαρχικής παραγωγής δεν αποτελεί ένα απόλυτα ετερογενές δομικό στοιχείο σε διάκριση προς τον γενικότατο κανόνα των εκμεταλλευτικών‑κυριαρχικών μορφών παραγωγής.
Αυτό υποδηλώνει μια βαθύτερη διαλεκτική σχέση επαλληλίας μεταξύ τους και συνανάδυσής τους ως ακέραιων καθορισμών του κοινωνικού Είναι, από τη στιγμή που εμφανίζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Έχω ήδη μιλήσει αναλυτικότερα και τώρα παρουσιάζω πιο αφαιρετικά το σχήμα της αλληλοπλοκής γενικότατου και ειδικού‑γενικού κανόνα, σε αναφορά πάντα προς τον καπιταλισμό.
Η γενικότατη μορφή της εκμεταλλευτικής κυριαρχίας στην παραγωγή σημαίνει την εκμεταλλευτική κυριαρχία ως Κατοχή‑Κυριαρχία επί των «υλικών» αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων της παραγωγής‑εργασίας, ανεξάρτητα αν αυτή η Κατοχή‑Κυριαρχία επιτελείται ή όχι δια της Κατοχής‑Κυριαρχίας επί των φορέων (σωματικοτήτων) αυτών των όρων.
Η κάθε ενική υποστασιοποίηση αυτού του γενικότατου κανόνα σε διαφορετικό ειδικό‑γενικό κανόνα (π.χ. «καπιταλισμός») δεν είναι σύνθεση δύο απολύτως ετερογενών «δομικών πυρήνων» (ενός «καθαυτό» γενικότατου και ενός «καθαυτό» ειδικότατου).
Είναι συνάρθρωση μιας γενικότατης αφαίρεσης που ενώνεται κάθε φορά με μια ειδική μορφή της, η οποία όμως δεν αποτελεί οντολογικά αντίθετο πόλο, σαν να προερχόταν από μια ολότελα διαφορετική πραγματικότητα.
Το πρόβλημα δεν είναι το «αυτονόητο» περί σχετικής ταυτότητας/μη‑ταυτότητας γενικότατου–ειδικού/γενικού, αλλά το «δύσκολο».
Η γενετική και οντική (οντολογική) υλική σχέση τους, ώστε να φανεί πως το ειδικό‑γενικό απορρέει από το γενικότατο, αλλοιώνοντας όμως δημιουργικά και ιστορικοσωρευτικά την ίδια την ουσία του ως γενικότατου.
16.
Ο ενικός ειδικός‑αφηρημένος/γενικός κανόνας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης είναι συγκεκριμένη ενική έκφραση ενός ιδιαίτερου και (όσο υπάρχει εκμετάλλευση) διαρκώς ισχύοντος τύπου αφαίρεσης, συγγενικού με την ειδικοποίηση του γενικότατου κανόνα των εκμεταλλευτικών παραγωγικών δομών εν γένει.
Ακόμη κι έτσι, δεν παύει να περιέχει τον όρο της εμπρόσωπης εκμετάλλευσης.
Η άρχουσα τάξη απαρτίζεται από πρόσωπα‑εκμεταλλευτές, η αστική τάξη, ως προσωποποίηση του Κεφαλαίου, είναι σύνολο εκμεταλλευτικών προσώπων.
Ο καπιταλισμός είναι το μέχρι τώρα πιο αφαιρετικό, το πιο «απρόσωπο» σύστημα, χωρίς να υπερβαίνει την αρχή της εκμετάλλευσης.
Σε κάθε φάση της αυτοαξιοποίησης/αυτοσυσσώρευσης της ανταλλακτικής‑χρηματικής αξίας, ο περισσευούμενος καρπός (υπεραξία/κέρδος) ιδιοποιείται από το Κεφάλαιο και ως μέσο συσσώρευσης και ως μέσο ατομικού πλουτισμού ιδιοκτητών/μετόχων/διευθυντών.
Δεν υπάρχει «απρόσωπο» Κεφάλαιο αφ’ εαυτού, οι φορείς του αποσπούν πάντα μερίδιο υπεραξίας, συντηρώντας και το ιδεολογικό/καταναλωτικό τους περιβάλλον.
17.
Αυτό που αναπαρίσταται ιδεολογικά/επιστημονικά ως «σωματική μονάδα» ικανότητας‑και‑δεξιότητας για εργασία είναι το αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής ιστορικής διεργασίας με την οποία η εκμεταλλευτική κυριαρχία αποδεσμεύεται από την ανάγκη αρχικής βίαιης δέσμευσης των φορέων (εξωτερικό φυσικό σώμα), για να κυριαρχήσει απευθείας στους υποκειμενικούς όρους (εσωτερικό σώμα).
Η διάκριση «εξωτερικού/εσωτερικού σώματος» λειτουργεί εικονιστικά και μεθοδολογικά: δεν υποστασιοποιούμε μεταφυσικά τη σωματικότητα.
Σκοπός είναι να φωτιστεί η μετάβαση από την προ‑καπιταλιστική βία επί του «έξω» σώματος στην καπιταλιστική βία επί του «έσω» (όρων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων), καθώς και η ειδική μορφή εμπορευματοποίησης της εργασιακής δύναμης.
Η «εργασιακή/εργατική δύναμη» δεν ταυτίζεται με την εμπορευματική‑καπιταλιστική μορφή της ούτε με μια στατική γενική μορφή, φέρει αόριστη απειρία, όπως και η ίδια η έννοια της παραγωγής.
Σε κρίσιμη πτυχή της δεν είναι αγαθό που παράγεται από άλλα αγαθά, ήτοι εμπεριέχει στοιχείο αυτοπαραγωγής/αυτοδημιουργίας.
18.
Η εργασιακή/εργατική δύναμη αναδύθηκε ιστορικά ως καπιταλιστική αφαίρεση‑εμπόρευμα, χωρίς να εξαντλείται σ’ αυτήν.
Το Κεφάλαιο συγκροτεί διπολική αντινομική ενότητα με το εμπόρευμα «εργασιακή δύναμη».
Όταν η εργασιακή υποκειμενικότητα επιδιώκει την ολότητά της, τείνει να διαρρήξει την εμπορευματική πτυχή και να την επανεντάξει στην ενότητα υποκειμένου‑εργασίας‑μέσων/ύλης‑προϊόντος.
Η κατάληψη μεμονωμένων μονάδων δεν αίρει αυτομάτως την αποξένωση, χωρίς συλλογική ιδιοκτησία/διεύθυνση των μέσων και κοινωνικό έλεγχο του συνόλου της παραγωγής, προκύπτουν νέες σχέσεις κυριαρχίας «εκ των έσω».
19.
Μπορεί να «μετρηθεί» η ποσότητα και να προσδιορισθεί η ποιοτική συγκρότηση της εργασίας σε σύγχρονα συστήματα, σε συνάφεια με την τεχνική σύνθεση (του Κεφαλαίου).
Ο «κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας» οφείλει να νοηθεί συναρτημένος με την τεχνική σύνθεση και την οργάνωση της παραγωγής.
Ο Μαρξ εισάγει την έννοια της «εργασιακής δύναμης» ως αποξενωμένο συμπύκνωμα ικανοτήτων/δεξιοτήτων, δεν την ταυτίζει όμως με τη μορφή‑εμπόρευμα.
Προβληματική παραμένει η υπαγωγή της στη λογική της αντικειμενικότητας: για να ανταλλάσσεται, πρέπει να οριστεί ως «αντικείμενο» με όρια/ιδιότητες, ενώ η δημιουργική ικανότητα δεν ανάγεται πλήρως σε παραγωγική κατανάλωση αγαθών.
Η εργασιακή δύναμη είναι και αυτοπαραγόμενη.
Συνεπώς, κάτι άλλο «πουλιέται» ως εργασιακή δύναμη.
Αν θεωρήσουμε πειραματικά την παραγωγή της ταυτόσημη με αναπαραγωγή (συντήρηση ήδη δομημένων δεξιοτήτων/σωματικού φορέα), τότε το κλασικό μαρξικό σχήμα ισχύει μερικώς: η ανταλλαγή μισθού‑μέσων συντήρησης αντιστοιχεί σε αναπαραγωγή, όχι στη δημιουργία της ικανότητας.
Η νομοτέλεια που υπέθαλπε τον «Νόμο της Αξίας» ζητά περιεκτικότερη αντανάκλαση.
20.
Το Κεφάλαιο, αποκόπτοντας τον άμεσο παραγωγό από τον έλεγχο των αντικειμενικών όρων, τον τοποθετεί στη θέση του «μόνον‑φορέα» μιας εμπορευματοποιημένης εργασιακής δύναμης.
Ο «εργαζόμενος πολίτης» της δημοκρατίας αναδύεται ως νομοτελειακά αποξενωμένο υποκείμενο με μερικό έλεγχο ενός σωματοποιημένου συμπυκνώματος κοινωνικο‑προσωπικών δεξιοτήτων.
Κατά συνέπεια, ό,τι εμφανίζεται ως «σώμα» στον καπιταλισμό καθορίζεται από τη διαίρεση που επιβάλλει το Κεφάλαιο ανάμεσα στη δρώσα υποκειμενικότητα και στους αντικειμενικούς όρους.
Η εργασιακή δύναμη παράγεται ως «σωματική στιγμή» της δημιουργικής δράσης, ως «αντιπρόσωπος» των αντικειμενικών όρων μέσα στην υποκειμενικότητα, έτοιμη να απομυζηθεί ως πραγμοποιημένος/σωματοποιημένος όρος.
21.
Η εργασιακή δύναμη είναι τελικό αποτέλεσμα μιας ευρύτερης διεργασίας (παραγωγής/αυτο‑παραγωγής, δημιουργίας/αυτο‑δημιουργίας) ικανοτήτων‑δεξιοτήτων που υφίστανται όταν είναι ενεργές και ενταγμένες σε ένα παραγωγικό «Εν»: (α) εργαζόμενο υποκείμενο, (β) εργασία, (γ) μέσα, (δ) ύλη, (ε) προϊόν.
Το εκμεταλλευτικό «Εν» ως γενικότατη δομή κυριαρχίας σημαίνει δομική υποταγή του υποκειμένου στους αντικειμενικούς όρους, με φορέα την άρχουσα τάξη.
Η καπιταλιστική μορφή είναι η αφαιρετικότερη ιστορική εκδοχή κάθε εκμεταλλευτικής κυριαρχίας, δύναται «πειραματικά» να νοηθεί ακόμη και χωρίς πρόσωπο ή χωρίς άσκηση άμεσης σωματικής βίας, χωρίς αυτό να αναιρεί την ύπαρξη πραγματικών καπιταλιστών‑φορέων.
22.
Όταν το παραγωγικό υποκείμενο «συρρικνώνεται» στη μονομερή κατάσταση της εργασιακής δυνητικότητας (φορέας/αποθηκάριος μιας μη‑ενεργού ικανότητας), η ενεργός υπόστασή του τίθεται στο έλεος των εκμεταλλευτών.
Η άμεση παραγωγική διεργασία τού είναι ξένη, στερείται εποπτείας/ελέγχου/λόγου επί της εκτέλεσης και του προϊόντος.
Ως διαπραγματευτής υποτιμάται δομικά: η «εμπορευματοποίηση» της δύναμης εγγυάται τη διαρκή φτήνια της.
Η εργασιακή δύναμη, ως κοινωνική αφαίρεση, υφίσταται πριν την ενεργοποίηση.
Με την ενεργοποίηση αίρεται διαλεκτικά στην πράξη και αναλώνεται στο προτσές, συμβάλλοντας πρωτεύοντως στη δημιουργία προϊόντος.
Κρίσιμο ερώτημα: τι σημαίνει «παραγωγή» έναντι «αναπαραγωγής» της εργασιακής δύναμης;
Ως μάθηση/δημιουργία νέας δεξιότητας (εκτός της άμεσης συντήρησης).
Ως συντήρηση ήδη υπάρχουσας δεξιότητας/σωματικού φορέα (αναπαραγωγή).
Στην παραγωγή παραβιάζεται η ισότητα εισερχόμενης/εξερχόμενης τάξης‑ενέργειας (πλεόνασμα).
Το «εμπόρευμα εργασιακή δύναμη» δεν παράγεται αποκλειστικά ως εμπόρευμα, αναπαράγεται ως τέτοιο.
Η υπεραξία γεννιέται στην άμεση παραγωγή.
Η αξία χρήσης της δύναμης (δυνατότητα υπέρβασης) δεν «πωλείται» ως ενεργός ικανότητα εκ των προτέρων, διότι υπάρχει ως τέτοια μόνο εν τω γίγνεσθαι της παραγωγής.
23.
Η καπιταλιστική κυριαρχία διαθέτει πλήθος άμεσων εργαλείων εκφοβισμού/βίας (θεοκρατία, αστυνομική/παρακρατική καταστολή, έμφυλες ιεραρχίες κ.ά.).
Ωστόσο η κύρια δομή της είναι «άμεση αφαιρετική»: αποστέρηση/αποκοπή από τις υλικές ρίζες της ζωής μέσω της συγκέντρωσης ιδιοκτησίας/κυριαρχίας πάνω σε πόρους, τεχνικές, μέσα.
Η συγκέντρωση αυτή είναι ταυτόχρονα άμεση αποστέρηση για τους άμεσους παραγωγούς.
Η εργατική τάξη παράγεται ως αφηρημένη σωματικότητα («εργασιακή δύναμη») απέναντι στους όρους που την καθιστούν ζωή.
Χωρίς «προσγείωση» σε αντικειμενικούς όρους, οι απόπειρες ριζώματος (τοπικότητα/διεθνικότητα, θρησκεία/αθεϊσμός, συντήρηση/μηδενισμός) καταλήγουν σε ψευδο‑λύσεις.
Η διάκριση «εξωτερικού/εσωτερικού σώματος» είναι εννοιολογικό εργαλείο χαρτογράφησης της βίας επί της ζωντανής εργασίας, όχι μεταφυσική οντολογία.
24.
Το Κεφάλαιο ενεργοποιεί/ελέγχει την άμεση παραγωγή μέσω πολλαπλών άμεσων πράξεων κυριαρχίας επί των εργαζομένων.
Οι αμεσότητες αυτές διαφέρουν από τις προ‑καπιταλιστικές (βίαιη δέσμευση σωμάτων):
Ο έλεγχος ασκείται δια του ελέγχου των όρων ύπαρξης/αναπαραγωγής της εργασιακής ικανότητας.
Για να ισχύσει αυτός ο άμεσος έλεγχος, το υποκείμενο αποκλείεται από ουσιαστική άμεση πρόσβαση στην παραγωγική διεργασία.
Οι μισθωτοί έχουν πρόσβαση μόνο υπό αρνητικές προϋποθέσεις:
1. Καμία ιδιοκτησία/δικαίωμα διεύθυνσης επί του έργου και των μέσων.
2. Περιορισμός/κατάργηση προσωπικής παραγωγικής‑τεχνικής αυτονομίας.
3. Καμία αξίωση επί του παραγόμενου προϊόντος.
25.
Στον καπιταλισμό, η μερική/σχετική ή και απόλυτη απώλεια του προ‑καπιταλιστικού δικαιώματος άμεσης δεσμευτικής κυριαρχίας πάνω στην «εξωτερική» σωματικότητα των εκμεταλλευόμενων έχει αναπληρωθεί από ένα βαθύτερο, αμεσότερο απολυταρχικό δικαίωμα πάνω στην «εσωτερική» σωματικότητα: στους όρους και προϋποθέσεις που μετατρέπουν το σώμα σε πηγή ζωής του εργαζόμενου/της κοινότητάς του.
Ενώ τα προ‑καπιταλιστικά συστήματα στηρίζονταν στην άμεση «εξωτερική» βία για έμμεση πρόσβαση στην εργασία/προϊόν, το Κεφάλαιο ασκεί «χειρουργική» βία: άμεση αποξένωση/αποβολή του εργαζόμενου από χρήση, συνιδιοκτησία και πρόσβαση στα μέσα, καθώς και από τη συγκρότηση/εκτέλεση του έργου.
Κι αν χρειαστεί, επιστρατεύει και άμεση εξωτερική βία.
Η βία επί του «εσωτερικού σώματος» δεν είναι λιγότερο βάρβαρη.
Ιωάννης Τζανάκος
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)