Εισαγωγικό σημείωμα
Ιωάννης Τζανάκος
Μια σειρά μικρών κειμένων που «πυροδοτήθηκαν» από το βιβλίο τού Παντελή Μπασάκου «Επιχείρημα και Κρίση».
Τι ιδεολογική και «θεωρητική» σχέση έχω με τον συγγραφέα;
Καμία.
Πως θεωρώ το έργο του;
Σπουδαίο.
Δεν περιμένω να υπάρξει ενδιαφέρον από την σκοπιά τού σπουδαίου αλλά πολιτικά αλαζόνα φιλοσόφου, ούτε το επιθυμώ.
Από πολύ μακριά και μη-αγαπημένοι.
Απλά ο άνθρωπος ξέρει, ξέρει γράμματα και ξέρει να φιλοσοφεί.
Συνιστώ τα έργα του, όσο κι αν μου είναι πολιτικά αντιπαθής..
Όπως οι περισσότεροι ατόφιοι φιλόσοφοι, ο Παντελής Μπασάκος είναι σε όλα τα άλλα «δημόσια πράγματα» (πλην της φιλοσοφίας) ένα ζωντανό λάθος, αλλά παρά τούτο και παρά την αλαζονεία του που είναι εμφανής (δεν αναφέρομαι στο πρόσωπο που ίσως είναι συμπαθές και γλυκύτατο, δεν τον ξέρω), είναι ένας σημαντικός για τα ελληνικά δεδομένα φιλόσοφος που αξίζει να διαβαστεί για να μπορέσει κανείς να διαβάσει πυκνά και ουσιαστικά, όσο μπορεί, φιλοσοφία.
Τα κείμενα που έγραψα πυροδοτούμενος από τη πάρτη του, δεν διεκδικούν καμία αξία, ούτε απεικονίζουν ή απηχούν το έργο του, το οποίο πρέπει να το διαβάσει κανείς από το πρωτότυπο..
Το παράξενο
αντικείμενο μιας δίκης [1]
Το ίδιο το ενέργημα μιας κρίσης προς ένα αντικείμενο,
μπορεί να το συγκροτεί;
Θέλω να σας ζητήσω να μην θεωρήσετε ότι θέτω αυτό το
ζήτημα από μιαν υλιστική ή αντικειμενική τάχα σκοπιά, από την σκοπιά ας πούμε
τού αντικειμένου.
Θα ήταν καλύτερο να το έθετα ως εξής:
Το ίδιο το ενέργημα μιας κρίσης προς ένα αντικείμενο,
μπορεί πάντα να το συγκροτεί;
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια σειρά από αντικείμενα
τής κρίσης [τού κρίνειν], τα οποία υφίστανται σε μια συγκροτητική ταυτότητα με
το ίδιο το ενέργημα κρίσης που τα φέρνει στην επιφάνεια τής εμφάνειας.
Και ας αφήσουμε, έπειτα, στο μυαλό μας, την πιθανότητα
να υπάρχουν αντικείμενα αυτής τής νοητικής ενέργειας τα οποία δεν συγκροτούνται
σε ταυτότητα με την ίδια.
Όπως προειδοποίησα στην αρχή, αυτά τα αντικείμενα δεν
είναι ορθό να θεωρηθούν ως υλικά ή οντολογικώς υφιστάμενα αντικείμενα, τα οποία
βέβαια προϋπάρχουν τής ενέργειας τού κρίνειν, όπως τα θεωρούν [με τον ίδιο
τρόπο, αναμεταξύ τους] διαφορετικές στην ιδεολογική τους κατεύθυνση οντολογικές
ή οντολογίζουσες θεωρήσεις.
Δεν εξορίζουμε αυτές τις θεωρήσεις στον τόπο τής
ανυποληψίας γενικά, αλλά τις θέτουμε για λίγο, κι αυτές, στο περιθώριο τής
προσπάθειάς μας, ούτως ώστε, πέραν των οντολογικών οριζόντων όπως τίθενται στην
εκκίνηση μιας έρευνας, να διακρίνουμε εντός αντικειμένων και ενεργειών κρίσης
μια μη-ταυτοτική συσχέτιση και συνάφεια κατά μιαν ενιαία κίνηση
αλληλοσυνύφανσης αλλά όχι αλληλοσυγκρότησης.
Η αλληλοσυγκρότηση αποκλείεται άρα στην περίπτωση
αυτή, ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε [κάπου στην άκρη τής σκέψης μας] ότι το
νοητικό ενέργημα φαίνεται να προϋπάρχει σε μια γενική κοίτη ή πηγή γενικής
προϋπαρξης [αντίστοιχων νοητικών ενεργημάτων].
Δεν μας ενδιαφέρει στην περίπτωση
εκείνη την οποία μόλις θέσαμε [κατά την οποία υπάρχει μη-ταυτότητα νοητικής
ενέργειας-κρίσης και αντικειμένου «της»] το ερώτημα αν το υποκειμενικό ενέργημα τού κρίνειν προϋπάρχει και
συναντά το αντικείμενο, το συγκροτεί ή το θεμελιώνει έχοντας [ως υποκειμενικό
ενέργημα] εξασφαλίσει μια προϋπαρξη, η οποία μάλιστα μπορεί να αξιώσει, σαν να
ήταν πρόσωπο, την βαθιά ίδρυση τού αντικειμένου αυτού, το οποίο θα συγκροτήσει
ακόμα και ως ισοδύναμο και ισότιμο συνσυγκροτόν στοιχείο αυτής τής
συγκρότησης.
Το παράξενο
αντικείμενο μιας δίκης [2]
Αν θέλαμε να τελέσουμε οντολογική έρευνα θα
προβαίναμε τώρα (σε αναφορά προς το ζήτημα που μόλις θέσαμε) σε μιαν αρχική
οντολογική διαίρεση, ακόμα κι αν -όπως ήδη κάναμε- αφαιρούσαμε τούς όρους τού
ενεργήματος κρίσης και τού αυθύπαρκτου αντικειμένου της. Αποκλείσαμε αυτές τις
δύο εκδοχές προϋπαρξης, καθώς και τις διάφορες συνδυαστικές τους, ως
προϋπάρξεων.
Στην υπόθεση μας δεν υπάρχει προϋπάρχον ενέργημα
κρίσης, ούτε προϋπάρχον αντικείμενο, όπως και δεν υπάρχουν οι διάφορες
παροδικές ή μόνιμες συμβασιλείες τους.
Τώρα, θα αποκλείσουμε και μιαν άλλη οντολογική
διαίρεση, αυτήν που έχει να κάνει με την διαίρεση ανάμεσα στον
παροντικό-μελλοντικό και τον παρελθοντικό χρονικό ορίζοντα.
Υποθέτουμε μια πλασματική χρονική συνέχεια, όχι για να
διευκολυνθούμε, αλλά το αντίθετο, για να δυσκολέψουμε τον εαυτό μας.
Θέλοντας να κρίνουμε με σφοδρότητα την δικανική
ρητορική και το κάθε κρίνειν, όλες τις κρίσεις που σχετίζονται με αυτήν,
καθώς και κάθε δικαστήριο, κάθε δίκη, θέλοντας να δικάσουμε στην απόλυτη ενοχή
κάθε δίκη και κάθε δικαστήριο, δεν θέλουμε μια προσωρινή και επισφαλή νίκη που
θα προέκυπτε από την οντολογική διαίρεση ανάμεσα στον παρελθοντοκεντρισμό τής
δικανικής ρητορικής και κάθε δίκης και από την άλλη, τής συμβουλευτικής, ίσως
και προφητικής ρητορικής την οποία αγαπάμε περισσότερο και στην οποία
ακουμπήσαμε και ακουμπάμε τον λόγο μας και το κενό του.
Η στιγμή όπου τελείται το δικαστικό γεγονός, η δίκη
και οι απειλές της, είναι μια «ξεκομμένη στιγμή», έτσι θέλουμε να την δούμε,
διότι έτσι την έχουμε βιώσει κιόλας.
Σε αυτή την στιγμή δεν χωρούν προϋπάρχοντα
αντικείμενα, ούτε προϋπάρχουσες νοητικές πηγές, σαν να είχαν την πρωτεύουσα
σημασία, και σε αυτή την στιγμή δεν έχει σημασία επίσης, αν κρίνεται ένα
συντελεσμένο παρελθόν επί του οποίου κρινόμαστε.
Είμαστε, κυρίως ως
κατηγορούμενοι, αιωρούμενοι σε ένα άχρονο κενό, στο κενό ως άχρονο, και όλα μας
καλούν στην απόλυτη απιστία προς το δικαστήριο, και την απόλυτη πίστη προς τον
εαυτό μας, ειδικά αν είμαστε αθώοι, αλλά ακόμα κι αν είμαστε ένοχοι.
Το παράξενο
αντικείμενο μιας δίκης [3]
Το αντικείμενο αυτής τής διεργασίας ανάδυσης μιας
υπόθεσης, το κρινόμενο αντικείμενο όπως εμφανίζεται σαν ένα 1-<Ναι-ένοχος ή
Ναι-αθώος> ή σαν ένα 2-<Όχι[α]-ένοχος ή Όχι[β]-αθώος>, δεν δύναται να
είναι ή αθώος ή ένοχος όπως θα παρασταίνονταν σαν <Ναι-ή-Όχι αθώος> ή σαν
<Ναι-ή-όχι ένοχος> , διότι η παροντικότητα τής περιδεούς ύπαρξής του, ως
ένας κενός ουρανός, εκπέμπει μιαν πλεονάζουσα κατάφαση που σημαίνεται στο Ναι-Ναι
τής εκδοχής-1 και στο Όχι-Όχι τής εκδοχής-2.
Και το Όχι-Όχι, αν το προσέξουμε περισσότερο, πέραν
τής φόρτισης που ενέχει δια τού σημασιακού φορτίου Όχι-α και Όχι-β, είναι μια
καταφατική μορφή συνοδείας τής καθαυτό κρίσης όπως τούτη συνάζει τις αντίθετες
[δυνητικές] τροπές, το οποίο επίσης δεν είναι κάτι παραπάνω από κατάφαση που
ενέχει μάλλον μια μασκαράτα τής άρνησης, το Όχι αυτό είναι μια μάσκα άρνησης,
δεν είναι άρνηση τής άρνησης, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα έκτυπο τού Ναι-Ναι,
ένα αχρείαστο Όχι λοιπόν.
Αλλά και το Ναι-Ναι αχρείαστο είναι, ένας πλεονασμός
είναι τής καθαυτό κρίσης, μπορεί να σημαίνει μιαν σφιχτότερη ταυτότητα σε σχέση
με το πρόθεμα Όχι, όπως το παραθέσαμε μόλις πριν, αλλά είναι το ίδιο κενό,
αχρείαστο, ανόητο.
Και το ψευδοκατηγορικό Ναι που επαναλαμβάνεται στο
αθώος-ή-ένοχος και το ψευδοκατηγορικό Όχι που επαναλαμβάνεται στο ίδιο
αθώος-ή-ένοχος ως άλλη εκδοχή τού Ίδιου, δεν προσθέτουν μιαν άμεση πρόσθετη
σημασία στο κάθε σκέλος τής διάζευξης και στο όλον, είναι σαν αχρείαστα ρούχα
στο σώμα τού αθώος-ή-ένοχος, το οποίο είναι και αυτό που εκφέρεται γυμνό από
τον δικαστή -χωρίς να έχει ανάγκη κάποιου ρούχου.
Το προσθέτουμε εμείς ως απεικονιστικό μέσο μιας
κενότητας που έχει το νόημα μιας πλεονάζουσας κατάφασης, ως δύο ζευγάρια ρυθμών
ή ως δύο ζευγάρια μουσικών φράσεων που με τον ελαφρά αποκλίνοντα και ουσιαστικά
ανύπαρκτο ρόλο τους, ακόμα κι αν συνυπήρχαν -ακόμα και ως αντιθέτων ή
ακόμα και παράφωνων, στην ολική συνήχησή τους, ωστόσο ηχούν είτε μόνα είτε όλα
μαζί σαν μια μηχανική καμπάνα:
<Ντο-Ένοχος ή Ντο-Αθώος> ή <Ρε-Ένοχος ή
Ρε-Αθώος. Μένει μόνον ο ήχος μιας πλεονάζουσας ως άχρηστης για την σημασία τού
νοήματος επανάληψης, λαμπρών σημείων, τού Ναι και τού Όχι, ως γραμματικά ράκη
πλέον τού εαυτού τους.
Πρόκειται για μιαν αχρείαστη αποθέωση τής γραμματικής
ύπαρξης τού λόγου, την οποία δημιουργούμε χωρίς καμία υπόνοια ότι είναι λογική
μορφή άξια λόγου ή και μαθηματικοποιήσιμο σχήμα, ακόμα κι αν έρχονταν κάποιος
και μας έλεγε ότι παρά ταύτα έχει αυτή την δυνατότητα.
Υπάρχει, εδώ, μια πιθανή μη-υποκαταστασιμότητα αυτής
τής καταφατικής φλυαρίας τού καταφατικού, αλλά άγονης μορφής, διότι το ανόητο,
άρα και αυτό το ανόητο, δεν έχει νόημα να υποκαθίσταται ή να μην υποκαθίσταται,
είναι ανόητο ακόμα κι όταν σχολιάζει τον εαυτό του ως να ήταν δυνάμενο να είναι
μια άρνηση με νόημα.
Αυτή όμως η μη-υποκαταστασιμότητα, αυτή η γελοία
μοναδικότητα, μοναδικότητα εκ τής γελοίας γραμματικής λειτουργίας της, ως
αχρείαστου φλύαρου καταφατικού σχολίου πάνω σε μια ήδη υπάρχουσα κατάφαση
κρίσης η οποία έχει έναν δεσμευτικό διαζευκτικό χαρακτήρα που καταλήγει στο
ταυτοτικό τέλος [αθώος-ή-ένοχος=ένοχος [ή αθώος, ένα από τα δύο], μπορεί να
είναι και η ουσία τής αιώρησης που σημαίνει την συγκρότηση τής κρίσης από την
σκοπιά τού κρινόμενου, από την σκοπιά αυτού που βρίσκεται στην όχι και τόσο
σαφή θέση κάποιου που έχει γίνει αντικείμενο κρίσης χωρίς μάλλον να έπρεπε να
είναι καν οπτικό φαινόμενο αντανακλώμενο τυχαίως στην τζαμαρία τού φοβερού
Κυρίου Δικαστή.
Ας διαλέξουμε νότα, τυχαία. Τυχαία;
Ο ήχος είναι Ντο-Αθώος-ή-Ντο-Ένοχος.
Σε κάθε περίπτωση Ντο.
Στα διαλείμματα τής δίκης ο κρινόμενος θα ακούει
συνέχεια Ντο. Ντο στον ύπνο και Ντο στον ξύπνο.
Επειδή αυτό το Ντο, το οποίο θα μπορούσε να είναι Ρε,
ή Φα δίεση, ό,τι να ναι, αλλά πάντα το ίδιο, επειδή αυτό το Ντο εντέλει δεν το
εκφέρει το δικαστήριο, παρά μόνον κατά λάθος, ή αν ο δικαστής είναι αριστερός
και τού αρέσουν οι σάλτσες, στην αρχή νομίζει, ο κρινόμενος, ότι είναι ένα
φάντασμα τής κούρασής του, τού φόβου του, τής αγωνίας του.
Κι όμως, αυτό το φλύαρο καταφατικό σχόλιο πάνω στην
ταυτοτική κατάφαση τού διαζευκτικού σκέλους τής κρίσης, θα μπορούσε να
απεικονίσει μια παράξενη πτυχή τής διεργασίας συγκρότησης τής υπόθεσης, ή του
ζητήματος, άρα έπειτα και τού πεδίου τής κρίσης, τού «κρινόμενου»
[όχι τού υποκειμένου που υπόκειται ως πρόσωπο, αλλά τού κρινόμενου, εκ τού «κρινόμενο» τού ζητήματος]
Σημείωση για
την συνέχεια τού χρόνου και την έννοιά του..
Η δικανική κρίση κρίνει ένα συντελεσμένο, ένα
παρελθόν, το οποίο ακόμα κι αν μείνει αδιευκρίνιστο για πάντα δεν
περιέχει πολλές δυνατότητες για το ούτως-Είναι του, το so-Sein τού εαυτού
του.
Δεν έχει νόημα βέβαια να ζητάει κανείς το όλον ενός
τέτοιου όντος όπως είναι το παρελθόν στην ολότητά του, και να ψάξει το so-Sein
αυτού τού όντος όπως υπήρξε, και δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά, αλλά υπήρξε-πλέον
και έχει μια πολλαπλή αλλά μονοσήμαντη ουσία.
Αυτή η μονοσήμαντη, μονότροπη και μονοούσια υπόστασή
του, μας ενδιαφέρει και ενδιαφέρει την δικανική κρίση, στον βαθμό που σημαίνει
κάτι που σχετίζεται με την δική μας υπόσταση, το δικό μας παρόν, και καθορίζει
το παρόν και το μέλλον μας σαν λεπτή γραμμή, σαν νήμα τού οποίου την άκρη
κρατάμε και το οποίο έχει ρόζους και κόμπους πάνω του οι οποίοι καθορίζουν και
την συνέχιση και επέκτασή του, διότι αυτό το νήμα μέσω τής ροής τού χρόνου, το
ίδιο σαν να είναι χρόνος, τεντώνεται, μεγαλώνει προς τα μπροστά.
Δεν υπάρχει λοιπόν ένα αποκομμένο παρελθόν, ούτε ένα
αποκομμένο παρόν, και σίγουρα, στην κυριολεξία, δεν υπάρχει το μέλλον.
Αυτό που
υπάρχει είναι ένα παρόν-παρελθόν που εκτείνεται συνέχεια και τεντώνεται, σε
μιαν διαρκή τάνυση προς ένα επόμενο, και διαρκώς παρόν όμως,
παρόν-παρελθόν.
Η συνέχεια τού χρόνου σε όσους κρατούνε ένα ανθρώπινο
νήμα είναι απόλυτη, αν όμως ως χρόνο, ως πραγματικό χρόνο εντός τής ανθρώπινης
έμβιας οντότητας, εννοούμε ένα συνεχές παρόν-παρελθόν και ποτέ ένα
παρελθόν-παρόν-μέλλον, εφόσον το πραγματικό νήμα τού ανθρώπινου χρόνου και ο
άνθρωπος ως χρόνος, συνίσταται από ένα παρελθόν και ένα παρόν σφιγμένα μεταξύ
τους όπως είναι σφιγμένα τα ξεχωριστά νήματα που συγκροτούν το νήμα το ίδιο.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι.
Μα θα πούνε, δεν υπήρξαν νήματα που χάθηκαν; μα
βέβαια, υπήρξαν, αλλά το όλον ανθρωπότητα, το όλον Οικουμένη, ακόμα συνεχίζει,
κι αν μερικά ξέφτια, ό,τι έγινε ξέφτι και έπεσε στη γη, έχουν φύγει από το
νήμα, το νήμα παραμένει και θα παραμείνει όσο υπάρχει άνθρωπος και Οικουμένη.
Και ο καθένας από εμάς ένα τέτοιο μικρό νήμα είναι που
θα πέσει στη γη, τίποτα άλλο, και η κίνηση θα συνεχίσει, άθλια υπέροχη όμορφη
άσχημη δοξασμένη χαρούμενη θλιβερή, ως το τέλος, το τέλος που θα υπάρξει και
δεν θα είναι τίποτα άλλο από το τέλος τού ηλιακού συστήματος στο οποίο ζούμε,
αν ζούμε τότε και δεν έχουμε αυτοκαταστραφεί σε έναν πόλεμο μεταξύ θεοαρχηγών
και εθνών και ανόητων κρατών.
Πάντως, όσο υπάρχουν άνθρωποι, υπάρχει μια συνέχεια,
ένας ενιαίος χρόνος, από τον οποίο το μόνο που λείπει πραγματικά είναι μόνον το
μέλλον, κι όταν υπάρξει δεν είναι μέλλον, κι όταν το σκεφτόμασταν δεν ήταν ένας
χρόνος αλλά το παρελθόν-παρόν που θα υπάρξει.
Το «θα» σημαίνει την εύλογη και μάλλον συνήθως
ορθή υπόθεση ενός παρόντος-παρελθόντος το οποίο θα είναι για μια παροδική
στιγμή το παρελθόν-παρόν τού εαυτού του, ένα ακόμα παρελθόν-παρόν και τίποτα
άλλο.
Υποθέτουμε λοιπόν, από την δική μας φιλοσοφική σκοπιά,
μια συνέχεια τού χρόνου-ως-χρόνου στα απόλυτα εσωτερικά όρια ενός
παρόντος-παρελθόντος, χωρίς να σκεφτόμαστε το φανταστικό πλάσμα ενός μέλλοντος,
δεν συμπεριλαμβάνουμε το «μέλλον» στο σώμα τού
χρόνου-ως-χρόνου.
Αλλά, επίσης, για να μην ξεχαστούμε σε σχέση με το
πεδίο που μας απασχολεί ειδικότερα τον τελευταίο καιρό, την δικανική κρίση,
υποθέτουμε τον χρόνο αυτόν ως υπάρχοντος και ως ενός αμιγούς παρόντος, ενός
παρόντος αποκομμένου μεν από το παρελθόν, αλλά ποτέ ως το σημείο να θραύει την
οντολογική σχέση του με αυτή την πτυχή τού χρόνου, στο οντολογικό δίπτυχο που
μόλις σας παραθέσαμε.
Πριν την έννοια
τής ταυτότητας τού υπάρξαντος και στο σημείο εγγύς. Παρατηρήσεις.
Η ύπαρξη ενός παρελθοντικού γεγονότος δεν καθορίζεται
από καμία κρίση επί αυτού.
Το γεγονός υπήρξε, και υπάρχει πλέον ως συντελεσμένο.
Το Υπάρξαν είναι, θαρρώ, το ορθότερο και ακριβέστερο
μεταγλωσσικό [και] θεωρητικό νόημα τού όρου <Ύπαρξη>.
Άρα, σε αυτόν τον μεταγλωσσικό θεωρητικό ορίζοντα, η
φράση <η ύπαρξη ενός παρελθοντικού γεγονότος> είναι μια ταυτολογία,
χρήσιμη στην καθημερινή γλώσσα ή στην ιδεολογική αντανάκλαση τής καθημερινής
γλώσσας, όπως είναι σήμερα ο υπαρξισμός, παλαιότερα η μεταφυσική, ο οντολογικός
μαρξισμός, ο εθνικισμός, η θεολογία, και άλλα δυσάρεστα πράγματα.
Κάτι δεν υπάρχει, ή, κάτι δεν θα υπάρξει, υπάρχει ως Υπάρξαν.
Αν μιλήσουμε για μια παροντική ή μελλοντική ύπαρξη, και θέλουμε να
διαφύγουμε από την άμεση γλωσσική μορφή τής επικοινωνίας μας, θα
μιλήσουμε, θαρρώ, ορθά για το «τώρα» <παρελθόν-παρόν> ή για ένα
επόμενο τούτου <παρελθόν-παρόν> το οποίο έχει την μοίρα να γίνει κι αυτό
μόνον-παρελθόν, ένα Υπάρξαν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δύναται κανείς να το γνωρίσει
εκκινώντας μόνον εκ τής αυθυπαρξίας τού όντος όπως υφίσταται, όταν υφίσταται
[και] ως ενεργεία ή δυνάμει Υπάρξαν, η οποία θεμελιώνεται στην αδυνατότητα
διαμόρφωσής του εκ των υστέρων.
Το άλλο αναμφισβήτητο, ότι δηλαδή δεν υπάρχει
δυνατότητα αυτό το γεγονός να αναδιαμορφωθεί, να υπάρξει με άλλον τρόπο, να
γίνει ένα άλλο γεγονός, ως τωρινό ή επικείμενο Υπάρξαν, όταν γίνει αντιληπτή η
συντέλεση του ως ολοκληρωτική, δεν σημαίνει δηλαδή αυτό: μιαν άμεση πρόσβαση σε
αυτό, και μάλιστα δεν σημαίνει μια δυνατότητα να γνωρίσεις την ουσία του, το σχετικά
ενδογενές ή το σχεσιακό του νόημα.
Η οντολογική σκέψη ψάχνει πάντα, τελώντας συνέχεια
έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό της, με ποιο τρόπο η αναμφισβήτητη ανυπαρξία τής
δυνατότητας μετατροπής των παρελθοντικών γεγονότων, θα γίνει μια πηγή άμεσης
σύλληψης τής δομής ή τής ουσίας τους.
Λόγω τού ότι αυτή η απελπισμένη και επηρμένη
προσπάθεια τής σκέψης δεν μπορεί ποτέ να φτάσει σε πέρας αυτόν τον στόχο της
-δια μέσω τής εφόρμησής της και μόνον στο απόλυτον τής παρελθοντικότητας,
φτάνει συνήθως εντέλει στην «χρήση» από μέρους της μιας σειράς παρελθοντικών υποθετικών ή πραγματικών
καθαυτοτήτων που συνοδεύοντας το στοχευόμενο ως εξηγήσιμο πιθανόν θα ξεκλείδωναν
τον μοναχικό οίκο του, όσο είναι μοναχικός.
Τα υπάρξαντα γεγονότα έχουν πάντα [και] μιαν ατομική ή
μοναδική-ενική συγκρότηση ή υπόσταση [όπως όλες οι εκδοχές γεγονότων], και όταν
θέλουμε να διευκρινίσουμε ή να διαλευκάνουμε [και] αυτή την συγκροτημένη ή
δομημένη ως μοναδική-ενική οντότητά τους ως [αρχικά, ή μόνιμα] φαινομενική,
χρειάζεται να τακτοποιήσουμε με κάποια ορθολογική σύνεση και υπομονή αυτήν τους
την εξωτερική, σε μας ακόμα εξωτερική όψη, προτού να βγάλουμε γρήγορα
συμπεράσματα.
Τα ενικά γεγονότα, ή τα γεγονότα ως και-ενικά, έχουν
μιαν δική τους σκοτεινιά, ένα αρχικό ομιχλώδες περίβλημα για μας, το οποίο όμως
δεν σημαίνει κάποια ενδογενή σαν ομιχλώδη και σαν αδιαπέραστη «φύση».
Αν «σκοντάψουμε» πάνω σε αυτό το
σαν-ομιχλώδες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αυτή τους η «φύση» που τα
κάνει αδιαπέραστα από το [νοητικό και αισθητηριακό] βλέμμα μας.
Η άμεση λύση απελπισίας τού οντολόγου, ή καθενός μας
όταν αναγκαστικά θα οντολογίσει, κατά το μηδίσει, ως φιλόσοφος, όταν θελήσει
παρά την αρχική αποτυχία του να συλλάβει το νόημα τού γεγονότος, είναι να
ζητήσει την ούτως ειπείν βοήθεια εγγύτατων γεγονότων, έξω από το τοιχίο που
οροθετεί το γεγονός ως ενικό, ή απομακρυσμένων γεγονότων, πάλι έξω από το
τοιχίο που οροθετεί το γεγονός ως ενικό, ούτως ώστε να ζητήσει από αυτά τα άλλα
γεγονότα [ή το άλλο γεγονός] το κλειδί που θα ξεκλειδώσει το γεγονός πάνω στο
οποίο σκόνταψε.
Η νοητική πράξη αυτή δεν είναι εν γένει λανθασμένη,
παρά μόνον αν συνυφαίνεται με την εγκατάλειψη τής προσπάθειας να ξεκλειδώσεις
το γεγονός, ειδικά το παρελθοντικό γεγονός, δια τής ανάδυσης όλων των δομών του
ως φαινόμενο.
Η άμεση μετάβαση από την φαινομενικότητα τού γεγονότος
στην «ουσία» του [και] δια τής χρήσης τής θεωρούμενης ως σχεσιακής
του συγκρότησης, μέσω άλλων γεγονότων, σημαίνει συνήθως εγκατάλειψη τής
προσπάθειας να το «ξεκλειδώσεις» παραμένοντας-εμμένοντας στην όψη
του, στην διάταξη και την δομή του ως φαινομένου. Το φαινόμενο ως
παρουσιαζόμενη εξωτερική όψη τού γεγονότος, μπορεί ωστόσο να «έχει»
στην επιφάνεια του αυτό το «κλειδί» που ψάχνεις, χωρίς να χρειάζεται
να σπεύσεις σε άλλα γεγονότα, ή σε ευρύτερες δομές, ή ακόμα και σε μια άμεση
ενορατική προσπάθεια να δεις το εσωτερικό τού οίκου του γεγονότος χωρίς να
χρειαστεί «να ανοίξεις την πόρτα» αυτού τού οίκου.
Αν ανοίξεις πραγματικά την πόρτα αυτή θα δεις ίσως
ότι οίκος, πόρτα, εσωτερικό και εξωτερικό [τοιχίο, φαινόμενο ως τοιχίο] είναι
ένα και το αυτό, το γεγονός είναι ένα, μοναδικό, και εύληπτο, ένα φαινόμενο που
είναι μόνον φαινόμενο, ένα γεγονός που είναι μόνον γεγονός, χωρίς οικο-δομική
συγκρότηση που ξεχωρίζει φαινόμενο-εξωτερικό τοιχίο, εσωτερικό δώμα, θύρα και
κλειδί. Όταν ανοίγεις την «πόρτα» η «πόρτα» και το «σπίτι» αφανίζεται και βλέπεις ένα ενιαίο, ενικό γεγονός.
Το πρόβλημα
ήταν στα μάτια σου, στην σκέψη σου, ή μάλλον, το πρόβλημα ήταν στην ικανότητα ή
μη-ικανότητά σου να προσαρμόζεις την σκέψη και τις αισθήσεις σου, τρόπον τινά
το σώμα σου στην ολότητά του, στο γεγονός που τέθηκε έμπροσθέν σου ως ωθούμενο
προς εσένα [από εσένα τον ίδιο ή άλλους] για να εξηγηθεί και να κατοπτρισθεί.
Δεν γνωρίζω αν έχει ιδιαίτερη σημασία αν σε αυτή την
προσπάθεια, κατά την οντολογική εκτροπή της, τα γεγονότα που επιστρατεύονται ως «βοηθητικά» εξηγητικά μέσα τα ίδια, έχουν τα ίδια υπόσταση ως
καθαυτότητες ή είναι άλλης οντολογικής υπόστασης.
Πιθανόν οι επιλογές των οντολόγων να είναι πολλές και
διάφορες, αλλά αν μιλάμε για γεγονότα τού παρελθόντος τα οποία εξετάζονται ως
προς την ατομική-ενική υπόστασή τους, οι επιλογές που έχουν κάποια πιθανότητα,
ακόμα και στατιστική, να μισοξεκλειδώσουν το συντελεσμένο γεγονός, πρέπει να
είναι κι αυτά συντελεσμένα και να έχουν, θαρρώ, έναν ατομικό-ενικό
προσδιορισμό.
Ψάχνοντας τι έγινε, σε αντιδιαστολή προς το τι δεν
έγινε, ψάχνεις στο παρόν ή παρελθόν-παρόν τού παρελθόντος που ερευνάς, χωρίς
αυτό να σημαίνει πάλι ότι έχεις εξασφαλίσει κάτι παραπάνω από μια πιθανή
αληθοφάνεια, η οποία και αυτή έχει μάλλον μια πολύ μικρή πιθανότητα να σημαίνει
μια «σχεδόν κατά λάθος» αλήθεια ή καταγραφή τού γεγονότος.
Πρέπει να βρεις την ακριβή ύπαρξη τού συντελεσμένου
γεγονότος, αλλά η καθαυτότητά του, η απόλυτη καθαυτότητα του ως παρελθοντικού
και συντελεσμένου χωρίς άλλες εκδοχές του, ως Υπάρξαν, είναι απλά μια ορθή
εικόνα εκκίνησης, μια ορθή εικονική εκκίνηση τής έρευνάς σου για αυτό, και ένα
αναγκαίο προστάδιο για να συγκροτήσεις μια λογική-γλωσσική, εμπειρική, ίσως και
άμεση ή έμμεση αισθητηριακή αναπαράσταση του, ως ταυτότητας όμως, ως ενός
ατομικού-ενικού και σαφώς οροθετημένου ούτως γεγονότος εντός τού εαυτού
του.
Η αναψηλάφηση
Η δικανική κρίση εντάσσεται στο γένος τού συλλογισμού,
και εν γένει στο γενικότατο γένος τού λόγου περί [αληθούς=]ταυτότητας, λόγω τής
αναγκαίας έως απόλυτης εξάρτησής της από την συντελεσμένη σύσταση τού
οριζόμενου ως αντικειμένου της.
Το αντικείμενο τής δικανικής κρίσης είναι ένα γεγονός
ή μια αρμαθιά από γεγονότα, χωρίς την δυνατότητα να αλλάξει, να αποκλίνει από
την οροθετημένη στο απόλυτο Είναι και το απόλυτο Μηδέν τής συντελεσμένης ουσίας
της.
Τα όρια αυτής τής οροθετημένης ουσίας δεν έχουν θύρες
προς την δυνατότητα αλλαγής, δεν υπάρχει καμία φωταύγεια δυνητικότητας, όπως
και δεν υπάρχει κανένας τρόπος απόλυτης είσδυσης στην περιοχή αυτής τής ουσίας
σε όλες τις λεπτομερείς και επακριβείς πτυχές της. Ακόμα κι αν αναπαραστήσουμε,
εντέλει, με σιγουριά τον πυρήνα τού συντελεσμένου γεγονότος, πράγμα καθόλου
σίγουρο κι αυτό όταν ξεκινάμε να το ερευνάμε, ακόμα και τότε λοιπόν θα υπάρχει
ένα «κάτι» εδώ και ένα «κάτι» εκεί, μια μικρή λάμψη εδώ και μια μικρή σκοτεινιά
εκεί, που θα μας εμποδίζουν να φτιάξουμε «κάτι» σαν την απόλυτη εικόνα τού
απόλυτου που σημαίνει αυτό το γεγονός ως συντελεσμένο.
Βέβαια, αυτό δεν πρέπει να μας εφησυχάζει, και
σκεπτόμενοι ότι ο σκοπός μας δεν είναι να ομοιωθούμε απόλυτα με αυτό το γεγονός
και την εξονυχιστική απολυτότητά του, θα έφτανε εντέλει να αρκούμασταν σε μιαν
ικανοποιητική γενική εικόνα του με κάποιες καθοριστικές λεπτομέρειες, εικόνα
σχετιζόμενη με τον ειδικό σκοπό μας που είναι η εξιχνίαση μιας υπόθεσης και η
συγκρότηση ενός κατηγορητηρίου.
Αυτή εκεί η λάμψη αυτής τής περσικής γάτας, που χωρίς
λόγο σπίθιζε στην άκρη τής φωτογραφίας μας, με την οποία στοιχειοθετούμε την
υπόθεση και αναδύουμε το κρινόμενο [έπειτα] ζήτημα, μπορεί να αποδειχτεί
καθοριστική, για να βρούμε ίσως έναν φονιά που κρύβεται στο σκοτάδι.
Το απόλυτο τού συντελεσμένου μπορεί έτσι να γίνει
ακριβώς μέσα στο πεπερασμένο αλλά αχανές [ως προς τα μέτρα μας] λεπτομερές
Είναι, τούτο εκ τού οποίου ίσως, στο «έπειτα» του χρόνου μας, θα υπάρξει αναψηλάφηση
τής δίκης..
Το κρινόμενο
μπορεί να διαφύγει τού παρελθόντος; [1]
Υπάρχει ωστόσο μια μορφή συγκρότησης τού κρινόμενου
[ζητήματος] μιας δικαστικής διεργασίας, η οποία θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί
από την απόλυτη πρόσδεσή της στην απολυτότητα τού συντελεσμένου που σημαίνει το
παρελθοντικό γεγονός;
Δεν τίθεται σε αυτήν την δυνατότητα μη-πρόσδεσης στο
συντελεσμένον τού παρελθοντικού γεγονότος, το ίδιο το συντέλεσμα ως απόλυτο
συντελεσμένο, αλλά η σχέση νοήματος που επικάθειται πάνω σε αυτό το
συντελεσμένο, ως φέρουσα άλλες ερμηνείες ή εκδοχές τού νόμου τής πολιτείας ως
νόμου εκ τού οποίου πηγάζει κάθε δικανική κρίση.
Ο Παντελής Μπασάκος μάς παραθέτει σε μια πυκνότατη
ερμηνεία του [Επιχείρημα και κρίση σελ.51-52], το παράδειγμα εκείνο που ίσως να
παρουσιάζεται και στις 3 από τις 4 ερμαγόρειες Στάσεις, σε διάκριση με το
παράδειγμα τού Οδυσσέα και του Τεύκρου, εις το οποίο το ζήτημα είναι αν
τελέσθηκε ή δεν τελέσθηκε φόνος τού Αίαντα κ.λπ, και το οποίο εμείς
χρησιμοποιήσαμε για να θέσουμε το ζήτημα τής συντέλεσης τού γεγονότος ενσχέσει
με το ζήτημα τής δικανικής κρίσης κατά τον σχηματισμό τής υπόθεσης και τού
κρινόμενού της.
Η δικανική
κρίση ως επισφαλής ταυτότητα και κάποιοι κακοί μπελάδες.
Ενδιάμεση σημείωση.
Αν η ταυτότητα ενός ανθρώπινου παρελθοντικού
γεγονότος, δεν μπορεί να οριστεί με τρόπον τέτοιο ώστε αυτό το παρελθόν από
μόνο του, καθεαυτό ως συντελεσμένο, να δύναται να περικλείσει αποκλειστικά
εντός του <κατά κάποιο τρόπο, και όχι σαν απλό δεδομένο> την δικανική
κρίση του, τότε τούτη η δικανική κρίση είναι δυνατόν να νοηθεί ως υπάρχουσα στο
μεταίχμιο τής σχέσης συντελεσμένου παρελθόντος και παρόντος [ή κατά την δική
μας μεταγλώσσα <παρελθόντος-παρόντος>].
Όπου, με αυτόν τον τρόπο το παρόν δύναται ως
κοινωνικό, δικανικό ή δικαστικό παρόν, αλλά ευρύτερα και ως πολιτικό παρόν, να
αρθεί πάνω από τον περιορισμό τού συντελεσμένου, όχι για να διαρρήξει την
ειδική του υπόσταση και να θραύσει την μη-δυνατότητά του να είναι μη-συντελεσμένο,
αλλά για να αποδώσει σε αυτό άλλο νόημα, προερχόμενο ίσως από άλλες αξίες, άλλα
δικανικά και δικαστικά πρότυπα, ίσως και από άλλα πρότυπα δικαιοσύνης.
Φαίνεται λοιπόν ότι δια μέσω των 3 από τις 4
ερμαγόρειες Στάσεις, παρουσιάζεται ως αχνοφέγγισμα επί, ίσως και εντός τού
συντελεσμένου, ένας εύπλαστος και εκτός σαφών ορίων τόπος κρίσης, άρα και
διαμόρφωσης τής κρίσης, ειδικά τής δικανικής κρίσης.
---
Ενδιάμεση σημείωση.
.....
Στην κάθε παγκόσμια ή εθνική κοινωνία ή κοινότητα
ανθρώπων, δεν υπάρχουν μόνον διαφορετικά συμφέροντα και συγκρούσεις αυτών, αλλά
και κοιτάσματα εθιμικών, εθνικοτοπικών, άγραφων οντολογικών αξιών.
Δεν υπάρχει μια πλήρης κατάργηση και ενσωμάτωσή τους
στο ιεραρχικό νομοκανονιστικό σύστημα τής σύγχρονης νομοκρατίας, αλλά πέραν
αυτού τού πολυσήμαντου γεγονότος, το οποίο θα μπορούσε κανείς να ζητήσει να
ξεπεραστεί, υπάρχει, αντίρροπα -προς την γενική τάση αφαιρετικοποίησης και
οικουμενικοποίησης- ένα είδος συνύπαρξης αυτών των ούτως ειπείν ιδιαζόντων
και μερικές φορές ιδιωτικών αξιών και αξιολογικών αξιώσεων, με το
προαναφερόμενο νομοκρατικό σύστημα, η οποία δεν εκφράζεται μόνον μέσω μιας
παραλληλίας θετού νόμου [από την μια] και εθιμικών αξιώσεων [από την άλλη] αλλά
μέσω τής ίδιας τής αλληλοπεριχώρησης τους εντός τού θετού νόμου.
Είναι μάλιστα αδύνατον, θαρρώ, να υπάρξει μεγαλύτερη
ενσωμάτωση αυτών των αξιών και αξιώσεων εντός ενός [ακόμα] μεγάλου
οικουμενικού θεσμικού σχήματος, διότι έχει αποδειχθεί ότι οι ιδιάζουσες και
ζωντανές εθιμικές κοινοτικές αξίες, ειδικά των εθνικοτοπικών και θρησκευτικών
κοινοτήτων, έχουν ισχυρές δυνάμεις επιβίωσης ακόμα και δια μεταλλάξεων και
αλλοιώσεών τους.
Επίσης, διαφαίνεται πλέον ότι αυτό το [νεωτερικό]
νομοκανονιστικό σύστημα, έχει βρει τον κακό μπελά του όχι μόνον με τις
εθνικοτοπικές και θρησκευτικές αξιώσεις που πάντα υπήρχαν και ίσως είναι
γνώριμες σκιές τής λαϊκής πληβειακής ζωής, τις οποίες ο σύγχρονος νόμος
φυλακίζει με στοργή δολοφόνου που αναβάλλει συνέχεια έναν φόνο, ίσως γιατί δεν
μπορεί να τον τελέσει. Υπάρχει παράλληλα μια βαθιά και φλογερή αναβίωση της
αντι-νομικής σκέψης, τής υπόθεσης και τής επιθυμίας για ένα δίκιο πέραν των
νόμων τού αστικού αλλά και κάθε κράτους.
Ο κακός μπελάς τού αφηρημένου
νομοκανονιστικού συστήματος, τού σύγχρονου αφηρημένου τυποκρατικού κράτους,
είναι μεγάλος.
Η λάβα δύο συγκρουόμενων μεταξύ τους πληβειακών λαϊκών
ηφαιστείων υπάρχει, και τα ηφαίστεια αυτά βρυχώνται απειλητικά, σαν να είναι
ένα.
Ταυτόχρονα, σε ένα σημαντικό σημείο τού ανθρώπινου κόσμου, έχει ορθωθεί,
με αξιώσεις οικουμενικής κυριαρχίας, το θεοκρατικό ηφαίστειο, το οποίο μάλιστα
παρουσιάζει δυνάμεις ενοποίησης, σε έναν δικό του ορίζοντα, σε ένα δικό του
σημείο φυγής, των άλλων δύο πληβειακών λαϊκών ηφαιστείων.
Το κρινόμενο
[ζήτημα] μπορεί να διαφύγει τού παρελθόντος; [2]
Προκαταρτική σημείωση:
Επειδή γράφω αυτά τα κείμενα σε άμεση αναφορά προς το
βιβλίο τού άγνωστου σε μένα [ως πρόσωπο] και άξιου φιλοσόφου, Παντελή Μπασάκου, «Επιχείρημα και κρίση», καλό θα ήταν να διαβαστεί το βιβλίο αυτό.
Προσπαθώ να δομήσω ένα κείμενο το οποίο θα έχει μιαν
ερμηνευτική αυτάρκεια και δεν θα παρασιτεί στο κείμενο τού εν λόγω ανθρώπου,
που πολυχρονεμένος να είναι, άρα, προσπαθώ να φτιάξω ένα κριτικό σημείωμα για
προσωπική χρήση, και μελλοντική χρήση του σε ένα ευρύτερο έργο που όλο γράφω
και δεν το βλέπω να τελειώνει.
Έχω διαφωνίες, και απορίες, αλλά ταυτόχρονα και
πεποιθήσεις στην βάση των οποίων ερμηνεύω άλλα κείμενα, αντλώντας όχι μόνον γνώσεις
αλλά και αντεπιχειρήματα προς τον φαντασιακό συνομιλητή μου, όπως κάνουν όλοι.
Στο δεύτερο μέρος αυτού τού σημειώματος υπάρχει μια
παράλληλη αναπαραγωγή και μετατροπή των τεσσάρων ερμαγόρειων Στάσεων, σε μια διαλεκτικο-οντολογική
εκδοχή τους, η οποία θα νευρίαζε τον Ερμαγόρα αν ζούσε, και η οποία πιθανόν θα
εκνευρίσει και τον σύγχρονο ερμηνευτή του και άξιο φιλόσοφο, όπως είπαμε.
Απλά
τονίζω εδώ ότι υπάρχει εκτροπική χρήση, άρα οι αναγνώστες καλό είναι να διαβάσουν
το κείμενο τού φιλοσόφου, για να δούνε καλύτερα τι είπε ο ίδιος ο Ερμαγόρας,
αλλά και να κατανοήσουν αυτό που ο σωστός ερμηνευτής [και όχι μόνον ερμηνευτής]
κατανοεί και το μεταφέρει στο βιβλίο του, την εργασία τής επιχειρηματολογίας,
που είναι κάτι άλλο από αυτό που συνεχίζω να κάνω εγώ, την εργασία μιας μάλλον
πολεμικής αν και όχι εριστικής διαλεκτικής (η οποία πιθανόν να ενδιαφέρει
τελικά μόνον εμένα).
Αν η ταυτότητα ενός ανθρώπινου παρελθοντικού
γεγονότος δεν μπορεί να οριστεί με τρόπον τέτοιο ώστε αυτό από μόνο του,
καθεαυτό ως συντελεσμένο, να δύναται να περικλείσει αποκλειστικά εντός του
<κατά κάποιο τρόπο, και όχι σαν απλό δεδομένο> την δικανική κρίση του,
τότε τούτη η δικανική κρίση είναι δυνατόν να νοηθεί ως υπάρχουσα στο μεταίχμιο
τής σχέσης συντελεσμένου παρελθόντος και παρόντος [ή κατά την δική μας
μεταγλώσσα <παρελθόντος-παρόντος>].
Όπου, με αυτόν τον τρόπο το παρόν δύναται ως κοινωνικό, δικανικό ή δικαστικό
παρόν, αλλά ευρύτερα και ως πολιτικό παρόν, να αρθεί πάνω από τον περιορισμό
τού συντελεσμένου, όχι για να διαρρήξει την ειδική του υπόσταση και να θραύσει
την μη-δυνατότητά του να είναι μη-συντελεσμένο, αλλά για να αποδώσει σε αυτό
άλλο νόημα, προερχόμενο ίσως από άλλες αξίες, άλλα δικανικά και δικαστικά
πρότυπα, ίσως και από άλλα πρότυπα δικαιοσύνης.
Φαίνεται λοιπόν ότι δια μέσω των 3 από τις 4 ερμαγόρειες Στάσεις,
παρουσιάζεται ως αχνοφέγγισμα επί, ίσως και εντός τού συντελεσμένου, ένας
εύπλαστος και εκτός σαφών ορίων τόπος κρίσης, άρα και διαμόρφωσης τής κρίσης,
ειδικά τής δικανικής κρίσης.
...
Οι συνθήκες ορισμού [νοητικού προσδιορισμού] μιας
ενικής-μοναδικής ανθρώπινης πράξης, και εντέλει κρίσης αυτής τής πράξης,
βρίσκονται αναμεταξύ τους σε μια σειρά που δεν έχει άμεση φυσική αντιστοιχία με
το ίδιο το γεγονός τής πράξης, και η οποία [ως σειρά] δεν πρέπει να διαρρηχθεί
αν υπάρχει τάση ή ενδιαφέρον για μια πραγματική και όχι εριστικά συγκροτημένη
έρευνα για:
α) το τι έγινε σε αναφορά με αυτή την πράξη [έγινε ή
δεν έγινε],
β) τι ήταν ως πράξη,
γ) πως αξιολογείται ή πρέπει να αξιολογείται, και
τελικά,
δ) υπό ποιες γενικότερες θέσμιες ή άγραφες
συνθήκες δικαίου αρτιώθηκε ωστόσο, κείμενη σε αυτές τις γενικότερες συνθήκες,
σε ενική-μοναδική ατομική ή κοινοτική πράξη η οποία είναι ορθά ή μη-ορθά
υποκείμενη ακόμα και σε μια διεργασία πιθανού κολασμού της.
Την σειρά αυτή την ορίζουμε εμείς, οι όποιοι εμείς.
Κανείς δεν έχει το δικαίωμα ή την αντικειμενική
δυνατότητα να απολυτοποιήσει τον κανόνα βάσει τού οποίου συγκροτεί ή θα
συγκροτήσει στο μέλλον αυτή την σειρά, και όλοι ελέγχονται ως προς την
αξιοπιστία και την συνέπειά τους, ακόμα κι αν αυτή ως «συνέπεια» φαίνεται μερικές
φορές σαν πείσμα.
Πως θα ήθελα, σαν ταπεινός λειτουργός μιας
παράδοσης διαλεκτικής πολεμικής, να ορίσω την παραπάνω
σειρά;
Ο τρόπος που κακοποίησα λίγο την ερμαγόρεια σειρά και
τον τρόπο που παρουσιάστηκε καθαυτή (στο πλαίσιο που παρουσίασε η ίδια και στο
πως εξελίχθηκε στην πράξη), ο τρόπος λοιπόν που οικειοποιούμαι ένα δώρο, το
οποίο χωρίς τον άξιο αρχαίο φιλόσοφο και χωρίς τον άξιο σύγχρονο φιλόσοφο που «ανακατασκεύασε» αξιόπιστα και με ταλέντο τον αρχαίο συνάδελφό του,
δεν θα ήξερα καν ότι υπάρχει, ίσως να μου προσδώσει μια ενοχή ασέβειας, μια
αχαριστία.
Είμαι λοιπόν υποχρεωμένος να ζητήσω συγγνώμη και από τους δύο, αλλά
και να υποσχεθώ μια καλύτερη παράθεση των απόψεών τους, κάποια στιγμή.
Το γεγονός
ως γεγονότητα σε ένα γενικό πλαίσιο
Υπόθεση..
Το «γεγονός» ενέχεται σε μια σημαντικότερη δυνατότητα εσωτερικής
διαίρεσης, ως την πολλαπλότητα που ξεπερνάει την ούτως ειπείν οντολογική «βαρύτητα» και
«συμπαγότητα» των πραγμάτων, και την ίδια στιγμή υπάρχει «σε αυτό» μια βαθύτερη ενότητα από ό,τι μέσα στα πράγματα και τις πραγμότητες [και στις
μεταξύ τους συνάψεις].
Η βεβαιότητα ότι τα γεγονότα είναι σαν τα πράγματα, άρα έχουν μιαν
αντικειμενική ύπαρξη ανεξάρτητη από εμάς, συνυπάρχει σαν κοινή αντίληψη με την
αντίληψη ότι και τα πράγματα έχουν μιαν ανάλογη, αντικειμενική, ύπαρξη.
Δεν θέτουμε σε γενική αφοριστική κριτική αυτή την
αντίληψη, σπεύδοντας προς την μια ή την άλλη φιλοσοφική ή κριτική αντίληψη,
διότι έτσι θα χανόμασταν σε έναν λαβύρινθο κοινών τόπων μεταξύ θεωρήσεων και
αντιλήψεων, οι οποίες, στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές ενώνονται σε
παρόμοιες συναντιλήψεις χωρίς να έχουν άλλα κοινά στοιχεία.
Επισημαίνουμε απλά ότι άλλο πράγμα είναι η έννοια τού
πράγματος, και άλλο πράγμα είναι η έννοια τού γεγονότος, πράγμα το οποίο και
αυτό είναι πλέον αρκετά γνωστό ώστε να αποτελεί κι αυτό μια κοινοτοπία.
Ούτε
με την κοινοτοπία έχουμε θέμα, γενικά, πλέουμε σε μεγάλο βαθμό εντός της, και
το παραδεχόμαστε, μιας και δεν είμαστε εξαιρετικές και θεϊκές υποστάσεις.
Η ασυνέχεια που υπάρχει μεταξύ τής έννοιας/κατάστασης
τής πραγμικότητας και τής έννοιας/κατάστασης τής γεγονότητας, θα μας χρειαστεί,
πέραν των άλλων χρήσεών της, για να θέσουμε σε εσάς μιαν υπόθεση, τής οποίας
δεν διεκδικούμε, επίσης, την πατρότητα, αλλά δεν ξέρουμε, επίσης, ποιανού
πατρός είναι, και από που μας χώθηκε στο κεφάλι.
Πιθανόν από συζητήσεις σε καφενεία, όταν ήμασταν νέοι
και χρησιμοποιούσαμε τις έννοιες σαν πράγματα, για να τα φέρουμε ο ένας στο
κεφάλι του άλλου.
Να λοιπόν, η υπόθεση:
Το «γεγονός» ενέχεται σε μια σημαντικότερη
δυνατότητα εσωτερικής διαίρεσης, ως την πολλαπλότητα που ξεπερνάει την ούτως
ειπείν βαρύτητα και συμπαγότητα των πραγμάτων.
Το γεγονός σε παραπέμπει πάντα στα γεγονότα, είναι μια
δέσμη στοιχείων, κάτι σαν ιμπρεσιονιστικός πίνακας, ο οποίος σχηματίζει
μέσα σου μιαν ενιαία εικόνα, απαρτισμένη όμως από πολλές μικρές πινελιές
χρώματος που παράγονται σαν να είναι ξεχωριστά μικρά εικονικά κβάντα, ή πίξελ,
με αυτοτελή ύπαρξη.
Σε αυτόν τον πίνακα μπορείς να αποκόψεις ένα ή πολλά
σημεία του, και να σκεφτείς εκτός από την υποβαλλόμενη πολλαπλότητα τής
ενότητάς του, και την δυνατότητα να τα βιώσεις ξεχωριστά το ένα από το άλλο, ή
τον μισό πίνακα ξέχωρα από τον άλλο μισό. Αυτές όμως, οι μικρές ημιαυτοτελείς μονάδες,
ακόμα και σε ένα μέρος τού πίνακα το οποίο θα απέκοπτες πάλι από το υπόλοιπο,
αποτελούν πάντα μιαν ενότητα, όσο ο ίδιος ο πίνακας παραμένει ως όλον μια
ενότητα, μια πολύχρωμη πολυατομική, αλλά, ενότητα.
Χωρίς να έχω ειδικές γνώσεις επί της αισθητικής
φιλοσοφίας και χωρίς να έχω διαβάσει κάτι σχετικό θα σας πω τώρα αυτό που
νομίζω, ότι ο ιμπρεσιονιστικός πίνακας απεικονίζει τον ανθρώπινο
χρόνο και την σχέση του με τον χώρο [την φύση, τα πράγματα κ.λπ] αλλά σε μιαν χρονοειδή
ενότητα.
Μπορείς να αποκόψεις ένα
μέρος του ή ένα σημείο του, και αυτό να παραμένει μια ξεχωριστή ενότητα, την
ίδια στιγμή που μπορείς να ξαναενώσεις το όλον και πάλι «όλα καλά».
Νομίζω ότι αυτό μπορείς να το κάνεις και σε πίνακες με άλλη τεχνοτροπία, ίσως
και χαμηλότερης ποιότητας ή αισθητικής κατηγορίας σε σχέση με τους
ιμπρεσιονιστικούς, όπως στους νεορομαντικούς βικτωριανούς πίνακες, και όλα αυτά
που λέω να είναι υπερβολές και προβολές, αλλά τέλος πάντων έτσι το βλέπω το
πράγμα, ότι είναι ένα όλον που υπάρχει ως
ενιαίο μεν αλλά μπορεί να χωριστεί σε μέρη, την ίδια στιγμή που αν και μπορεί
να χωριστεί σε μέρη κάθε μέρος του είναι ενιαίο, αλλά και όλα αυτά τα μέρη μαζί
-αν ξαναενωνόντουσαν- θα σχηματίζανε πάλι αυτή την ενότητα, την πολύχρωμη μεν αλλά
ενότητα δε.
Και μέσω τής ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής, ως ανίδεος στην αισθητική θεωρία,
έχω να πω ότι θεωρώ ότι αυτό που κάνει το ιμπρεσιονιστικό γεγονός συγγενές με
το γεγονός τής ανθρώπινης ζωής, το κάνει επίσης διαφορετικό αλλά συγγενές με τα
πράγματα και τις έννοιές τους.
Βλέπω στους ίδιους τους ιμπρεσιονιστικούς
πίνακες μια ροπή, μια τάση προς την εικονιστική μεν αλλά πραγμικότητα δε, βλέπω
μια επικοινωνία με τα πράγματα, και μάλιστα τα ρεαλιστικά αισθητά, ίσως και
φυσικά πράγματα, αλλά και έναν ήπιο διχασμό με αυτά, σαν να υπάρχει μια γλυκιά
έριδα, ένα γλυκό ερωτικό μάλωμα, το οποίο όμως δεν καταλήγει ποτέ ούτε σε
χωρισμό αλλά ούτε σε μια απόλυτη ένωση.
Το Είναι ενός
απογεύματος
Σύμφωνα με την εποπτική ή άμεση αντίληψη που έχουμε
για την σχέση των ανθρώπων με τα πράγματα και τα γεγονότα τής ζωής τους, η
αμφιβολία για την ύπαρξη ή σύσταση των πραγμάτων δεν σημαίνει πάντα άρση τής
βεβαιότητάς τους για την αντικειμενική παρουσία τους.
Αυτή η προσωπική διατύπωση ή θέση, σίγουρα
μεταφράζεται και σε κανονιστική αρχή, πάντως έχουσα επίσης προσωπική χρήση και
καμία αξίωση γενικής ιδεολογικής ή πολιτικής επικράτησης.
Η αμφιβολία για το γεγονός, δεν πρέπει πάντα να
μεταφράζεται σε άρση τής βεβαιότητας ότι αυτό υφίσταται, ή πάντως υπήρξε όταν
συντελέστηκε ως γεγονός.
...
Χωρίς καπνό δεν υπάρχει φωτιά.
Η φωτιά έρχεται πριν χωρίς να την βλέπουμε, ο καπνός
έρχεται μετά από αυτό που δεν βλέπουμε -αν και ακούμε σαν τρίξιμο- αρχίζουμε να
βλέπουμε και την φωτιά, ενόσω βέβαια βλέποντας ήδη την φωτιά έχουμε κάνει την
σχεδόν βέβαια συνάρτηση μέσα μας ότι εκεί είναι μια φωτιά.
Και στο τέλος, αν καούμε -και επιβιώσουμε όμως, ανάβει
πάλι μια φωτιά που δεν έχει καπνό, καίγεται η ζωή μας, καίγεται ο κώλος μας.
Ψάχνουμε τον ένοχο, ή μαλάκα, που αντί να περιμένει τον χειμώνα για να κάψει τα
ξερόκλαδα τής μαλακίας του είπε να το κάνει το καλοκαίρι, μπας και η μαλακία
του γίνει παρούσα σε όλο το Είναι δια τής μορφής μιας φωτιάς που άναψε ένας
ανόητος και ανήθικος εγωπαθής μαλάκας, ο οποίος μάλιστα, αν έχει θητεύσει σε
κάποια λαϊκή σχολή σοφιστικής θα έχει πάντα κάποια μαλακισμένη δικαιολογία να
σου ξεφουρνίσει για την κακή κοινωνία και το κακό κράτος.
..
Η αρχική βεβαιότητά μας ότι τα γεγονότα και τα
πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς, σε συνύφανση με την βεβαιότητά μας ότι
το πράγμα εν γένει και η γεγονότητα εν γένει συνυφαίνεται συνέχεια, ενορμητικά,
με την βεβαιότητα ότι τα συγκεκριμένα πράγματα-γεγονότα όπως τα βλέπουμε μέχρι
την στιγμή που εισβάλει το αιφνίδιο γεγονός, θα παραμείνουν όπως είναι, ήρεμα,
ελεγχόμενα, συνηθισμένα, και κάπως γλυκά, ή στενάχωρα μεν αλλά αδιάφορα, αν
έχουμε προβλήματα.
Δεν είναι όλο αυτό μια σκέτη προβολή τής
υποκειμενικής ψυχικής ή έμβιας κατάστασης μας.
Όταν κυλάμε αμέριμνα μαζί με τα ήσυχα πράγματα, με
θλίψεις ή χαρές μέσα μας, ή αδιάφορα, και τα γεγονότα κυλάνε επίσης μέσα τους,
όπως κυλάει ένας ποταμός εντός τού εαυτού του, τα πράγματα είναι τότε ένα
Είναι, καθημερινό και αδιαπέραστο ως προς την γενική του υπόσταση, αδιάφορο
μάλλον, και λέμε κι «ευτυχώς».
Δεν είναι όμως αυτό το Είναι ένα ψευδές Είναι, το
Είναι ως επίφαση μιας βαθύτερης ουσίας που παραμονεύει για να δείξει τα δόντια
του αναδυόμενο, είτε ως οντολογικό Είναι είτε ως ψυχικό Είναι.
Είναι όντως ένα
Είναι, δηλαδή μια ήρεμη επιφάνεια αυτού τού σημείου τού κόσμου, το οποίο ως
σημείο παραμένει ενσωματωμένο στον οροθετημένο εαυτό του.
Μπορεί από κάτω μας να υπάρχει ένα υπόγειο ηφαίστειο
που περιμένει μέρες για να εκραγεί, αλλά είναι ακόμα από κάτω μας και δεν έχει
εκραγεί. Μήπως δεν είναι η ίδια η ανθρώπινη ζωή μια τέτοια κατοίκηση πάνω από
ηφαίστεια που σπάνια εκρήγνυνται;
Μήπως δεν βρισκόμαστε ήδη πάνω σε μια
εύθραυστη πέτρα που θα μπορούσε να γίνει κομμάτια, και μεις μαζί της σκόνη, αν
πέρναγε κανένας μετεωρίτης τής προκοπής να την επισκεφτεί για ένα βράδυ γεμάτο
πάθος;
Το κρινόμενο
[ζήτημα] μπορεί να διαφύγει τού παρελθόντος; [3] Οι δύο δογματισμοί..
Αν υφίστατο η δυνατότητα μιας ουδέποτε καταστροφικής κίνησης τού κόσμου, τότε
θα υφίστατο, [και] στο τυχαίο σημείο του που ακόμα προβληματίζεται αν είναι στο
κέντρο του, η ευλογημένη, αν υφίστατο, δυνατότητα να μην τίθεται ποτέ το
ερώτημα για την υπόσταση τής εκάστοτε παρουσίας από την σκοπιά, ή την θέση, τής
αιτίας.
Αν πέσει ένας πυρακτωμένος μετεωρίτης πάνω σε αυτή την άκρη, και υπάρξει, πριν
το τέλος όλων των μορφών ζωής, χρόνος για μια ανασκόπηση τού γεγονότος, το
μαζικό λαϊκό ρεύμα, για να μην πω κίνημα τής εξήγησης τού γεγονότος θα είναι
συναγμένο κάτω από την σημαία: «Τις πταίει;»..
Δεν υπάρχει λοιπόν, πάντα κατά την ταπεινή γνώμη μου, μόνον μια τρόπον τινά
αυθόρμητη πίστη των ανθρώπων ότι τα πράγματα είναι όπως τα βλέπουν ότι είναι,
εκείνη την στιγμή ή γενικότερα. Δεν την υποτιμώ αυτή την πίστη, είναι φοβερή
και τρομερή. Προσθέτω:
Υπάρχει, στους ανθρώπους, και μια τρόπον τινά αυθόρμητη πίστη τους ότι
πίσω από τα πράγματα, όπως τα βλέπουν, υπάρχει ένας αίτιος, ένας δημιουργός,
που' ναι σαν να τα έβγαλε από μέσα του, όπως εκπνέει την αναπνοή του.
Όπως υπάρχει ως δημιουργός, έτσι, δεν μπορεί, θα είναι και καταστροφέας τους,
αν τυχόν και καταστραφούν.
Και αν μου πούνε ότι αυτό συναντάται, ως ψυχική και νοητική στάση, μόνον σε
ανορθολογιστές, θρήσκους και σε παρανοϊκούς εξουσιαστές που βλέπουν παντού
εχθρούς, υποκείμενα εχθρικά που «επιβουλεύονται» την «ακεραιότητα τής πατρίδας» και
τα σχετικά, θα έδειχνα σε αυτούς τον λόγο τού τελευταίου ορθολογιστή, δεξιού ή
αριστερού, πολιτικού, ή ίσως ακόμα και λεπτοφυέστερες μορφές λόγου, όπου κάπου
εντός τους, ίσως άδηλα, θα εμφανίζονταν Αυτός ο Ένοχος, ή Αυτό το Ένοχο.
Το δύσκολο είναι να μην βρεις τέτοια πράγματα παντού, κι όχι να τα βρεις.
Το κρινόμενο
[ζήτημα] μπορεί να διαφύγει τού παρελθόντος; [4]
Έθεσα ως δύο [2] σημεία εντοπισμού τού δογματισμού τής
βεβαιότητας των ανθρώπων, στην πίστη στο βλέμμα τους {α} [ακόμα κι αν αυτό
σημαίνει απλά-και-μόνον μιαν δική τους οπτική ή ακουστική παρουσία εγγύς], και στην
πίστη τους ότι υφίσταται πάντα μια υποκειμενική αιτία των δημιουργιών και
καταστροφών στον υφιστάμενο κόσμο [όπως αυτός συνίσταται από πραγματικότητες
και γεγονότα] {α}.
...
Αν μεταφέρουμε την γενική οντολογική εικόνα που
έχουμε, όπως όλοι, για το ζήτημα τής βεβαιότητας και τής αμφιβολίας, όπως και
για το σχετιζόμενο ζήτημα τής δικανικής κρίσης, θα δούμε ότι, παρά την βοήθεια
[ή το χαντάκωμα] που μάς δίνει ως εικόνα, δεν έχει να μας δώσει πολλά
άλλα.
Η οντολογία [και γενικότερα η μεταφυσική, η θεολογία
κ.λπ] είναι μια μορφή νοητικής βεβαιότητας, άρα ακόμα και μια οντολογία που θα
ορκίζονταν στην αμφιβολία, στην αμφισβήτηση των πάντων [ότι υφίστανται, ή ότι
έχουν λόγο να υφίστανται], πιθανότατα είναι επίσης μια οντολογία, άρα ένας
λόγος αγκυρωμένος στην βεβαιότητα.
Ακούγεται σαν σόφισμα, αλλά κι αν είναι απηχεί μιαν
κοινότοπη αλήθεια: οι άνθρωποι, κι όταν δομούν οντολογίες αμφιβολίας για τις
ικανότητες κρίσης των ανθρώπων, ίσως και τού εαυτού τους, είναι σαν να ψάχνουν
μια μη-αμφίβολη βεβαιότητα.
Χρειαζόμαστε, άρα, έναν αυτοπεριορισμό στο πεδίο τής
κρίσης, έναν τρόπον τινά εγκλεισμό μας στον τρόπο αυτό, τής νοητικής [και
ψυχικής ίσως] ενέργειας.
Εντός τής νοητικής μορφής τού κρίνειν υπάρχουν όλες οι
αντίρροπες τροπές, η βεβαιότητα και η αμφιβολία, ο δογματισμός [ή το πείσμα ή
εμμονή στις οικείες προσχηματισμένες αντιλήψεις] και ο μηδενιστικός ή μη
μηδενιστικός [επιστημολογικός] σκεπτικισμός κ.λπ.
Ο αυτοπεριορισμός μας αυτός, λοιπόν, ενώ δεν είναι η
φιλοσοφική σωτηρία μας, ενώ δεν πρέπει να είναι τίποτα άλλο από μια μορφή
εποχής, μάς είναι αναγκαίος για να στανιάρουμε, να έρθουμε στα φιλοσοφικά
συγκαλά μας.
Κατά την γνώμη μου αν υπάρξει δημοκρατικός και
ελευθεριακός σοσιαλισμός, αυτό θα διδάξει στους διδασκάλους και τα σχολεία, να
διδάσκουν στους μαθητές τους.
Να μάθουν να παίζουν με τα αντίρροπα των κρίσεων, και
μετά βλέπουμε αν θα γίνουν διανοούμενοι ή αμέριμνοι εργαζόμενοι που θα
χρησιμοποιούν την υγιή σοφιστική ταλάντευση για να ρίχνουν γοητευτικές
παρουσίες στην κλίνη τους, και να ψηφίζουν σωστά.
...
Είναι η κρίση ένα όλον;
Ακόμα κι αν αμφιβάλλουμε για την ίδια την έννοια τής
ολότητας, ή για την γενική χρήση της, ας την δεχτούμε ωστόσο σε αυτό το
παιγνιώδες πλαίσιο τού αυτοπεριορισμού μας, ως εκκίνηση που έχει μια
λειτουργική και ερωτική αξία.
Αρκεί να μην ξεχνάμε ότι αυτό το όλον, το όλον τής
κρίσης, είναι ένα ευρετικό όλον, το οποίο όμως λειτουργεί εντός των ορίων του,
είναι τα όριά του.
Καλά, όταν μιλάτε στο ποθητό, δεν χρειάζεται να το
λέτε αυτό το τελευταίο..
Το κρινόμενο
[ζήτημα] μπορεί να διαφύγει τού παρελθόντος; [5]
Αν υποθέσουμε τις κρίσεις ως ένα ούτως ειπείν πρόχειρο
όλον, αν δηλαδή τις σχηματίσουμε ως μια ενότητα εις την οποία υπάρχει
αλληλοσυνύφανση και αλληλοκαθορισμός τους [αν και υπό ένα παιγνιώδες έως και
εριστικό πλαίσιο, όπου δεν θα υπήρχε κάποια ιεράρχηση μεταξύ αξιότερων και
υποδεέστερων ισχυρισμών και κρίσεων], όπου όλα λοιπόν θα είχαν την ίδια αξία ως
αξιώσεις αλήθειας, μαρτυρίας και ο κάθε ισχυρισμός ετίθετο ως άξιος συζήτησης, τότε πως θα αποφεύγαμε την ολίσθηση τής ολότητας αυτής στην
καθαρή εριστική ρητορική και σοφιστική;
Υποθέτουμε ότι θα υπήρχε στην εκκίνηση κάθε συζήτησης
υπό αυτό το πλαίσιο το στέμμα τής διαλεκτικής προχειρότητας, θα υπήρχε δηλαδή
μια θεσμισμένη αυτοκατανόηση τής διεργασίας τούτης ως πρόχειρης ή πειραματικής.
Μολοντούτο, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι μια
σειρά από οχληρές και κακόβουλες παρουσίες τής ζωής και τής σκέψης της, θα
έβρισκαν ίσως έτσι την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την περίσταση και να ορθώσουν
την αξίωση τής οντολογικής τους βεβαιότητας, όπως είναι συνοδευόμενη συνήθως
από τους πιο αστήρικτους και κακόβουλους ισχυρισμούς για το Είναι-ως-Είναι.
Πως θα αποκλείαμε αυτούς τούς κακόβουλους δυνητικούς
συντελεστές τής διαλογικής σκεπτικής μας παρέας, χωρίς να ακυρώσουμε την ίδια
την διεργασία που την συγκροτεί μέσω τής απόφασης να υπάρξει το σύνολο
των κρίσεων ως μια ολότητα όλων των διαλεγομένων;
Το κρινόμενο
[ζήτημα] μπορεί να διαφύγει τού παρελθόντος; [6] 3 αποκλεισμοί ή τρεις
συμβιβασμοί; [α]
Η απόφανση περί τού αληθούς διαμεσολαβείται πάντα από
την διεργασία αναζήτησης και τελικής απόφασης περί τού ταυτού;
...
Προτού αγγίξουμε αυτό το ερώτημα ας δούμε κάποιες
αξιώσεις περί της αλήθειας, και τους κινδύνους τής ταλάντευσης μας γύρω από τις
αποφάσεις μας για την συγκρότηση τής «παρέας» εκείνης που θα λειτουργούσε ως μια
αέναη κυκλοφορία εντός τής πρόχειρης ολότητας που ονομάσαμε: ολότητα των
κρίσεων.
Το θέμα είναι ο αποκλεισμός από εμάς προς κάποιους και
κάποιων προς εμάς [τους φανταστικούς «εμάς», τής ηπίως σοφιστικής
παρέας].
Έχουμε εντοπίσει [στο προηγούμενο σημείωμά μας] τον
κίνδυνο που προέρχεται από τα ακραία σοφιστικά στοιχεία, όχι όλους τους
σοφιστές αλλά εκείνους που πλέκουν την σοφιστική επιδερμίδα τής σκέψης τους με
σπλαχνικές οντολογικές και θεοκρατικές-μεσσιανικές φιλοσοφίες και φιλοδοξίες
περί ενός απολύτου Είναι-ως-Είναι.
Ένα το κρατούμενο λοιπόν.
...
Προτού πάμε σε αυτούς που αποκλείουν εμάς, πλέον, ας
θυμίσουμε λίγο μια πτυχή που θέλουμε να θυμίζουμε πάντα στους καθαυτό
Φιλοσόφους:
Όπως έχουμε ισχυριστεί, υπάρχει μια τάση τής
[ανθρώπινης] βεβαιότητας, άρα και της ταυτιστικής σκέψης περί τού αληθινού, τού
όντως συμβαίνοντος και τού «πραγματικού», η οποία όχι μόνον δεν
λαθεύει πάντα, αλλά κινεί την δικαιολογημένη μας ελπίδα ότι συνήθως δεν λαθεύει,
έχοντας εντός και έναν θεμιτό ή εύλογο τόνο-ή-βαθμό αμφιβολίας και αγωνίας.
-Κι αν αγάπη μου εκραγεί το ηφαίστειο;
-Μην ανησυχείς μωρό μου, το «κάνει» κάθε
χίλια χρόνια, και την τελευταία φορά ήταν πριν 995 χρόνια, άρα έχουμε
τουλάχιστον 5 χρόνια ασφαλούς και ήρεμης ζωής.
..
Πέραν αυτής τής κοινής αλήθειας και στάσης που δεν
υπάρχει μέσα σε κάποιο ίδρυμα ή κόμμα, αλλά δεν έχει την τιμητική της ούτε στα
φιλοσοφικά συνέδρια, υπάρχει μια ακόμα απαιτητικότερη αξίωση αλήθειας που έχει
να κάνει με το φάντασμα ή το ιδεολόγημα τής αλήθειας ως μαθηματικοποιήσιμης ή
υπάρχουσας αδιαμφισβήτητα δια τής μαθηματικής αλήθειας, η οποία υπάρχει όχι
μόνον στον πατέρα ημών όλων, τον Πλάτωνα, αλλά και στην νεωτερική φιλοσοφία
[και εν γένει στάση].
Το κρινόμενο
[ζήτημα] μπορεί να διαφύγει τού παρελθόντος; [7] 3 αποκλεισμοί ή τρεις
συμβιβασμοί [β];
Αφήσαμε σε εκκρεμότητα το ζήτημα τού αποκλεισμού τής
ακραίας σοφιστικής, κατά την συγκρότηση μιας διυποκειμενικής ολότητας που
εξετάζει πειραματικά, σε ένα διαρκές όμως πείραμα, όλες τις κρίσεις ως
ισότιμες.
Μιλήσαμε για την κοινή αλήθεια τής καθημερινότητας και
τις βεβαιότητες που αυτή [ως αλήθεια] εκφράζει, χωρίς να πέφτει συνήθως και
τόσο έξω στις προβλέψεις της, μέχρι να έρθουν τα πάνω κάτω και να γίνουν όλα
άνω κάτω.
Φτάνουμε, τώρα, στο τέλος, εξετάζοντας σχηματικά και
βιαστικά το ζήτημα τής ορθολογικής και επιστημονικής γνώσης και μεθοδολογίας.
Όσο εξετάζαμε τα πεδίο των κρίσεων στο καθημερινό και
το σοφιστικό πλαίσιο τους, υπό το στέμμα ενός ενιαίου λόγου ή σημαίνοντος,
ενεχόμενου σε εσωτερικές διαφοροποιήσεις και εντάσεις, μεταξύ έλλογου και
παράλογου, μεταξύ πίστης βεβαιότητας, δοξασιών και [από την άλλη] διαλεκτικών
και ορθολογικών ελέγχων τους, δεν υπήρχε μια κάποια εσωτερική διαφοροποίηση
[τού λόγου-σημαίνοντος αυτού] ικανή να σημάνει την παρουσία ενός ούτως ειπείν «αδιάλλακτου» ως προς τις αξιώσεις του στοιχείου του.
Μπορεί ο ορθός λόγος να είναι άοπλος απέναντι στην
ακραία σοφιστική και την καθημερινή βεβαιότητα, όταν αυτές οι δύο πανίσχυρες
δυνάμεις της εγκόσμιας μεταφυσικής [συμμαχώντας που και που με την θρησκεία]
αξιώνουν πρακτικά και με βία το δικαίωμα να έχουν την καθοριστική ψήφο στην
διαμόρφωση τής ανθρώπινης ζωής, αλλά ο ορθός λόγος, ως λόγος τής νοητικής [και
μαθηματικοποιήσιμης] ταυτότητας, έχει μεγαλύτερες αξιώσεις στο να αρθρώνει την
αλήθεια τού κόσμου, απαιτεί να είναι μόνον αυτός [σαν να ήταν πρόσωπο, δια των
αντιπροσώπων του] εκείνος που θα ανακοινώνει το όντως ον, το όντως γεγονός, τον
ορθό κανόνα βάσει των παραπάνω, κι ας είναι πάνω στον βράχο τού μαρτυρίου όπου
οι άλλες δύο αρχές τής σκέψης και τής εκφοράς κρίσεων, τον κατασπαράσσουν με
την κοινωνική και άμεση ισχύ τους.
Οπότε, αν υποθέσουμε ότι η διυποκειμενική
υποκειμενικότητα που σχηματίσαμε, αποφάσιζε να δεχτεί με επιφυλάξεις την ακραία
σοφιστική, τι θα γίνονταν με τον ορθό λόγο και την επιστήμη;
Θα δέχονταν να συνομιλήσει με όλο αυτό τον συρφετό,
για την «αλήθεια» μάλιστα;
Τώρα, έχουμε εμείς το πρόβλημα αποκλεισμού, ο ορθός
λόγος δεν σηκώνει κουβέντα για κανένα γενικό αλισβερίσι με τους υπόλοιπους σε
κάποιο οχληρό παζάρι, όπου κάθε λέγειν θα έχει την ίδια αξία.
Εξηγούμε ότι αυτό
το παζάρι δεν θέλουμε μεν να είναι προσωρινό, αλλά είναι πρόχειρο, και έχει μεν
απεριόριστη έκταση αλλά δεν έχει κανένα βάθος, διαπερνάει τα πάντα στην επικράτεια
τού λόγου σαν μια λεπτή γραμμή, αλλά δεν έχουμε την επιθυμία να τα ορίσει και
εντέλει να τα καθορίσει ως πιθανή αιτία τους.
Η διυποκειμενικότητα που σχηματίσαμε, ένα μεσημέρι
ενθουσιασμού και απελπισίας, θα έστελνε ίσως και μια αντιπροσωπεία στην ειδική
επικράτεια τής ταυτότητας.
Η επιστημολογία, η φιλοσοφία τής επιστήμης, η
ψυχανάλυση, οι λεγόμενες ανθρωπιστικές σπουδές, εισερχόμενες στο άβατο των
καθαυτό επιστημών και τής φιλοσοφίας που ήταν ταγμένη να φυλάει σαν ιερός
σκύλος αυτό το άβατο, υπέβαλλαν τα σέβη τους και ζήτησαν να ανοίξει διάλογος για
την ενοποίηση τής επικράτειας τού λόγου και τού σημαίνοντος.
Πολλοί από αυτή την αντιπροσωπεία ήταν παιδιά αυτού
τού κάστρου, αποστάτες του ή το είχαν δίπορτο, μερικοί ήταν κάπως επιθετικοί
στις αξιώσεις τους να ανοίξει το κάστρο τις πύλες του, άλλοι ήταν
διαλλακτικότεροι.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται, αλλά εμένα δεν με
ενδιαφέρουν. Το ξεκαθαρίζω από την αρχή.
Η ενοποίηση που επιθυμώ είναι άλλης φύσεως.
Θα την εκθέσω, ως επιθυμία, στο άλλο σημείωμα,
αφήνοντας, για πολύ καιρό όμως, το ζήτημα των προαναφερόμενων διαπραγματεύσεων
και τού αλληλοσεβασμού μεταξύ των εντός και των εκτός [ή εντός-εκτός] των
τειχών τής ορθολογικής ταυτότητας, στους ίδιους και στον χρόνο, που για μένα
τελειώνει. Δεν είμαι δα 20 χρονών για να έχω χρόνο να ασχολούμαι με
επιστημολογίες και διπλωματικές αντιπροσωπείες.
Κι αν ήμουν ουμανιστής, ή αν είμαι, δεν νιώθω
αξιοπρεπής, ως ψυχαναλυτής ή ψυχοθεραπευτής ή σαν φιλόσοφος, να έχω μια θεσούλα
στο κάστρο τής επιστήμης και τού ορθού λόγου τής ταυτότητας, σαν ορντινάτσα.
Ό,τι δεν κατάφερε η θεολογία προς όλους τους φιλοσόφους, θέλουν τώρα να το
καταφέρουν οι περισσότεροι ορθολογιστές φιλόσοφοι, οι επιστημολόγοι, και οι
ίδιοι οι θετικοί επιστήμονες. Ο φιλόσοφος εξεγείρεται ξανά.
Η φιλοσοφία δεν είναι θεραπαινίδα τής θεολογίας, αλλά ούτε και τής επιστήμης -θετικής ή κοινωνικής.
---
Η αναστολή τού δικαιώματος τής βλεμματικής εμφάνειας
στην δικαστική κρίση, η κίνηση της, ειδικά στην νεωτερική εποχή, προς την
εμφάνεια μόνον δια μέσω εννοιολογικών διαμεσολαβήσεων ελέγχου τού βλέμματος,
είναι αντίστοιχη μεν προς την ομόλογη αναστολή που τέλεσε και τελεί ακόμα η
ορθολογική φιλοσοφία, η φιλοσοφία γενικότερα.
Μολοντούτο, στην δικαστική κρίση, όπως υφίσταται ως
προϋπάρχουσα ακόμα και στην ανακριτική έναρξη τής, δεν υπάρχει η αξίωση ή η
επιθυμία για μιαν εκκίνηση τής γνώσης τού γεγονότος το οποίο «είναι να
προσδιοριστεί», από ένα μηδέν.
Αφού είναι αδύνατον να υπάρξουν αξιώματα και διάφανες
εποπτικές οράσεις αντίστοιχες με τα αξιώματα, γιατί η ανακριτική-δικαστική
κρίση δεν θέτει τα πράγματα έστω από ένα μηδέν;
Όπως ξέρουμε από τα σύγχρονα μαθηματικά το Μηδέν
είναι συγκροτητικός όρος τού ταυτοτικού γεγονότος, άρα και τής
μαθηματικο-λογικής αλήθειας.
Τα αξιώματα αναπνέουν και αναπτύσσονται αν [τούς]
έρθει να τα γαμήσει ένα ωραίο αραβο-ινδικό αραβικό Μηδέν, αλλιώς ακόμα θα
ήμασταν ακόμα αρχαίοι.
Υποτίθεται ότι η «αρχική αθωότης» των εναγομένων ενέχει
μια τέτοια ερωτική παρουσία, αλλά επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω, κατά πόσο το
αστικό καπιταλιστικό και αντίστοιχο αντικαπιταλιστικό δίκαιο, έχει στα αλήθεια
έναν τέτοιο γαμιά στο σπίτι του.
Πέραν των προφανών λόγων για αυτή την απόφαση να
υπάρξει μπλοκάρισμα στην έναρξη τής διεργασίας [έγινε ένας φόνος, ένας εμπρησμός,
τι δουλειά να έχει εδωνά το Μηδέν;], υπάρχει άρα, ένα θεμελιακό συντακτικό
πρόβλημα.
Για το
κρινόμενο και το κρίνειν.
Η ενότητα που δεν έρχεται ποτέ [1].
Περιφερόμασταν μουδιασμένοι στην Αθήνα, τότε που ο Δ.
μάς εξήγησε για τα ενδεχόμενα, μικρά αλλά υπαρκτά, να βρεθώ στην θέση αυτή στην
οποία κάποτε ήθελα να θέσω όλο τον άδικο κόσμο.
Είναι σίγουρο ότι δεν θα καταλαβαίνει κανείς αγάπη
μου.
Τα φώτα μάς τύφλωναν, εκείνο το ιδρωμένο απόγευμα.
Τελικά δεν έγινε τίποτα.
Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ ότι εκείνη τη στιγμή κάθε
φράση ακούγονταν σαν απειλή, και κάθε πρόταση σαν καταδίκη.
Δεν θα εμπιστευτώ ποτέ ξανά, κανέναν, δεξιό ή
αριστερό, θρήσκο ή άθεο.
Ο ήλιος τής δικαιοσύνης με τυφλώνει, είμαι πια ένας
δούλος του, και θα την βρω, εκεί που δεν την ψάχνει κανένας πια. Σε σένα και σε
μένα.
Για το
κρινόμενο και το κρίνειν. Η ενότητα που δεν έρχεται ποτέ [2].
Όταν υποθέσαμε ότι το όλον των κρίσεων είναι ένα
επίπεδο, μια επιφάνεια περικλειόμενη στην επιφάνεια των σημείων τού λόγου, δεν
ορίσαμε τι είναι κρίση και τι δεν είναι κρίση.
Δεν είναι κάθε πρόταση ή φράση κρίση, αν και κάθε
κρίση είναι φράση, ή ένα κλειστό σύνολο φράσεων, και πρόταση.
Ισχύει αυτό όμως, επακριβώς;
Και τι είναι φράση ή πρόταση που δεν περιέχει κρίσεις;
Δεν δύναται ένας άγνωστος στην έκτασή του αριθμός
φράσεων και προτάσεων που δεν έχουν άμεση χρήση ή κοινό, καθημερινό ή λόγιο,
νόημα, ως κρίσεις, να τελέσουν τον «ρόλο» αυτό;
Θα πούνε, ψύλλοι στα άχυρα, και άντε να βρεις άκρη.
Συμφωνώ, όντως δεν βγαίνει νόημα με την αναζήτηση των
πάντων στον λόγο, ως δυνάμενων να είναι τα πάντα, εντέλει. Υπάρχει ένα
ατελέσφορο σε όλη αυτή την δυνητικο-λογία, και δεν έχουμε την προσωπική
δυνατότητα να την ακολουθήσουμε μπας και φέρει κάποιο αποτέλεσμα.
Όμως, αν θέλουμε να ξεκινήσουμε από κάπου, χωρίς να
εγκαταλείψουμε το ερώτημα, θα έπρεπε να εξετάσουμε σύνολα φράσεων και
προτάσεων, ή ευρύτερους προτασιακούς λογισμούς, που έχουν μιαν αναλογία,
αντιστοιχία, ομοιότητα ή και μερική ταυτότητα, με τις κρίσεις αλλά επίσης και
με τις αποφάνσεις που αξιώνουν την ύπαρξή τους ως συστημάτων δεσμευτικών
συνεπαγωγικών, εκ των προκειμένων τους, συμπερασμών, χωρίς τούτες οι τελευταίες
να είναι μεν κρίσεις τής ταυτοτικής σκέψης αλλά ούτε και προτάσεις νέτα
σκέτα.
Μιλάμε, στην τελευταία περίπτωση, για το σύνολο, το
ασαφές σύνολο βέβαια, που απαρτίζεται από τα επιχειρήματα, τις δικανικές
κρίσεις, τις σοφιστικές ή εριστικές κρίσεις κ.λπ.
Κατά μιαν έννοια θεωρούνται κρίσεις, κατά μιαν άλλη
έννοια, διευκρινιστικότερα, ένα είδος κρίσεων που έχοντας αναγκαστικά εμπειρικό
φορτίο δεν είναι ωστόσο συγκροτημένες ως εμπειρικές προτάσεις-φράσεις [οι
οποίες ελέγχονται μόνον ως προς την εγκυρότητα των προκειμένων τους], κατά μιαν
έννοια θεωρούνται άμεσα συγγενείς προς τους
[ταυτοτικούς-μαθηματικούς-επιστημονικούς] συλλογισμούς, κατά μιαν άλλη
[διευκρινιστικότερη] έννοια έχουν σημεία ένωσης και συνύφανσης, κατά μίαν
σύγχρονη έννοια υπάρχουν ως απορρέουσες από ειδικά πεδία κ.λπ.
Μολοντούτο, εμείς τις εγκλείουμε, σε πρώτη φάση, στο
είδος ή γένος των κρίσεων, για να αφήσουμε χώρο, πέραν των κρίσεων και των
αποφαντικών συμπερασμών δια προκειμένων, στο ερώτημα για όλο το υπόλοιπο
πλήθος, των εμπειρικών ή άλλων δογματικών και οντολογικών αποφάνσεων, ούτως
ώστε να εξετάσουμε το ζήτημα τής ύπαρξης τής κρίσης και τού κρίνειν, με τα
γενικά χαρακτηριστικά τους, χωρίς τούτα τα χαρακτηριστικά τους ή τα δομικά
στοιχεία τους ως κρίσεων να είναι άμεσα εμφανή, όπου δηλαδή δεν είναι άμεσα
εμφανή.
Ξεκαθαρίζω ότι δεν έχω τον χρόνο ή την πρόθεση να
ανοίξω πόλεμο με «νύφες και με εγγόνια», αλλά να θέσω ένα ερώτημα ως προς
την έκταση τού κρίνειν, την ηπειρωτική γεωγραφία των κρίσεων.
Για το
κρινόμενο και το κρίνειν.
Η ενότητα που δεν έρχεται ποτέ [3].
Σχηματίζοντας έναν πρόχειρο χάρτη τής πιθανής
γεωγραφίας των κρίσεων, δεν θέλουμε βέβαια να κάνουμε τίποτα άλλο από αυτό, να
σχηματίσουμε δηλαδή έναν πρόχειρο χάρτη.
Κάθε χάρτης, ωστόσο, ακόμα και ο πρόχειρος, πρέπει να
είναι κάπως διαφωτιστικός, για το που είναι το ένα και το άλλο, τα γενικά
σύνορά τους, ή αν δεν μπορεί να είναι ούτε αυτό, πρέπει να είναι διαφωτιστικός
για τις προθέσεις τού χαρτογράφου.
Αν το πετύχαμε αυτό, σε τόσο λίγες γραμμές, δεν το
ξέρω.
Υποθέσαμε ότι υπάρχει ένας αχαρτογράφητος χώρος των
κρίσεων, πέραν ακόμα και τής σοφιστικής ή τής σημερινής «διαθεματικής»
επιχειρηματολογίας, λαμβανομένων υπόψιν αυτών των γλωσσικών σχημάτων που υποθέτουμε ότι υπάρχουν ως κρίσεις, αλλά θα προτιμούσαμε να μην το σχετίσουμε αυτή την «άγνωστη
γη» με το «α-συνείδητο».
Έτσι, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή τη γη, αντί για
το εν-τω-ασυνειδήτω πεδίο των κρίσεων, απλά Σκυθία των κρίσεων.
Και μόνον αυτή η ονομασία μάς αποτρέπει από την γενική
έρευνα αυτού τού πεδίου, διότι στην Σκυθία κάνει κρύο, και επίσης έχει εντός
της αρκετούς Σκύθες, τους οποίους δεν ξέρουμε αν θέλουμε να γνωρίσουμε.
Μάλλον, θέλουμε και μεις να γνωρίσουμε στον οικείο
χώρο μας, κάπως εξημερωμένους.
Η εξημέρωση τους μάς προτρέπει να τους υποδεχτούμε
όπως είναι ή θα έπρεπε να είναι, δηλαδή ως έννοιες ή έστω ως κύρια ονόματα που
έχουν την αξίωση να είναι έννοιες.
Δεν νομίζω ότι έχουμε καμία τρελή επιθυμία.
Θέλουμε απλά, μετά από την σκοπίμως σύντομη
χαρτογραφία μας, να προχωρήσουμε στην μελέτη των κρίσεων και των εγγύτατων σε
αυτές προτασιακών λογισμών, οι οποίοι μερικοί από αυτούς σίγουρα θεωρούνται από
πολλούς ήδη κρίσεις, χωρίς να ανατρέχουν στην Σκυθία μας, άσχετα αν είναι
καθαυτοί επιστημονικοί συλλογισμοί με έλλειψη άμεσων διαλογικών ή διαλεκτικών
μορφών, επιχειρήματα, σοφίσματα κ.λπ
Για το
κρινόμενο και το κρίνειν.
Ασκήσεις.
Η άγνοια ελέγχου τού νήματος που ενώνει τις
προκείμενες ενός προτασιακού λογισμού που συντίθεται τουλάχιστον από δύο
προκείμενες, είναι για τον Αριστοτέλη [όπως μας έχει δείξει ο Παντελής
Μπασάκος], ταυτόχρονα: [και] ένα από τα σοφίσματα και ο συνολικός τους
κατάλογος.
Αυτή η παράδοξη καθολικότητα των οριζόμενων ως
σοφισμάτων οροθετείται βέβαια από την ίδια την αριστοτελική προσπάθεια
αντιμετώπισης τής σοφιστικής, με τρόπο ωστόσο που θα σήμαινε μια πραγματική
κατάκτηση ή επανάκτηση, από μέρους τής φιλοσοφίας και της επιστήμης, πεδίων ή σημείων
εντός πεδίων που κατέχει η ίδια η σοφιστική.
Ο διαλεκτικός συλλογισμός είναι κατά αυτόν τον
τρόπο επέκτασης και κατάκτησης εδαφών τού γενικού λόγου από μέρους τού ορθού
ταυτοτικού λόγου, ο κύριος πολιορκητικός Κριός του.
Είναι όμως ένας πολιορκητικός Κριός που ταυτόχρονα
ιδρύει την νέα επικράτεια τού ορθού λόγου αντιπροσωπεύοντάς τον μεν αλλά ως ένα
σχετικά αυτοτελές αν-και-υποτελές[>στον ορθό λόγο] βασίλειο του.
Αυτή η «αριστοτελική επέκταση», η οποία
όντως συνέβη, παράγει ένα παράδοξο, αντίστοιχο, θαρρώ, με το παράδοξο που έχει
ιδρύσει ήδη η σοφιστική με τον τρόπο που την παρουσιάζει ο ίδιος ο
Αριστοτέλης.
Θα ισχυριστώ ότι πιθανόν και η σοφιστική έχει ήδη
πράξει μιαν [αντίστοιχη, ανάλογη με την αριστοτελική] ίδρυση, έχει κατασκευάσει ένα νέο πεδίο, ή
ιδρύθηκε η ίδια ως σοφιστική ταυτόχρονα με την επέκτασή της αυτή, και θα
το ισχυριστώ αυτό αναφερόμενος ειδικότερα σε μια από τις επιθέσεις της στις
αξίες, ή κεντρικές σημασίες μιας κοινότητας ανθρώπων..
Υπάρχει στην σοφιστική ένας τρόπος μετακύλισης τής
ταυτοτικής σημασίας ή τού ταυτοτικού νοήματος σε μιαν μη-ελεγχόμενη διαφορά,
μέσω ανεπαίσθητων στον ακροατή [του σοφιστικού λόγου] αντικαταστάσεων και
υποκαταστάσεων ονομάτων-όρων ή και σημασιών, με [σοφιστικό] σκοπό την διάλυση
τής ταυτότητας των όρων, άρα και την νίκη επί του αντιδίκου στην φιλοσοφική,
ρητορική ή δικαστική μάχη.
Το επεκτείνω, αυτό το προλεχθέν νόημα:
Η διάλυση αυτή [τής ταυτότητας που υπερασπίζεται ο
αντίδικος] μπορεί να σημαίνει επικράτηση τής έννοιας «τού» σοφιστή
περί μιας ταυτότητας που έχει αμφιλεγόμενο νόημα, ή [μπορεί να σημαίνει] την
αλλοίωση μιας κοινά αποδεκτής έννοιας των όρων δια τής μετάθεσης τής συζήτησης
ή τής αντιμαχίας «αλλού», σε έναν θολό σημασιακό τόπο.
Υποθέτω ότι στην τελευταία περίπτωση ο σοφιστής
γνωρίζει ότι μια κοινά αποδεκτή δοξασία ή κοινή έννοια ενός όρου ή μιας αξίας
δεν τον συμφέρει ως γενική προκείμενη τής συζήτησης, άρα στοχεύει δια τής
[αναπόφευκτης στον προτασιακό λογισμό][ως απαρτισμένο δια άνω των δυο
στοιχείων] πολλαπλοειδούς συμπλοκής των επιμέρους όρων, να επιτεθεί σε έναν ή
περισσότερους από αυτούς, ώστε από την κοινή έννοια να παραχθεί μια στρεβλή νέα
εκδοχή της, άρα να αλλάξει ριζικά μια [αυτονόητη, άρα και εν μέρει άδηλη]
προκείμενη -η οποία είναι αντίθετη με τα δικά του συμφέροντα και τις δικές του αξιώσεις.
Έχουμε λοιπόν, εδώ, μια μορφή «σοφιστικής
επέκτασης», η οποία μάλιστα προϋπάρχει τής μεταγενέστερης «αριστοτελικής επέκτασης».
Η προϋπαρξη τής σοφιστικής σε σχέση με την
αριστοτελική διαλεκτική, είναι νομίζω ιστορικά προφανής, άρα και η προϋπαρξη
αυτής τής πιθανής «σοφιστικής επέκτασης» και επίθεσης στις κοινές
δοξασίες και έννοιες, ως δομικό συγκροτητικό στοιχείο τής ίδιας τής σοφιστικής.
Πως πλέκονται όμως αυτές οι δύο επεκτάσεις;
Δεν είναι ούτε ίδιες, ούτε σε συμμετρία μεταξύ
τους.
---
Η αποδεικτική λογική, όπως έχει πλέον σχηματιστεί ως
περιορισμένη από την αρχή τής μη-πληρότητας τού Γκέντελ, είναι μια αυτόματη
διεργασία, χωρίς πραγματικό όριο ως προς την επέκτασή της όταν υπάρξει δυνάμενο
να τεθεί θέμα προς επίλυση κατά την δική της υπόσταση.
Η θεματοποίηση,
η παραγωγή τού ειδικού αντικειμένου, είναι ενταγμένη σε αυτήν την αυτόματη διεργασία, όπως έχει
οριστεί ως περιορισμένη από την αρχή τής μη-πληρότητας τού Γκέντελ.
Όσοι δεν κατανοούν το επιστημολογικό νόημα αυτής τής
αρχής, νομίζουν ότι η λογική έχει δεχτεί ένα πλήγμα, εφόσον τάχα έχει αναιρεθεί
το απόλυτο θεμέλιο της στα μαθηματικά, το οποίο είναι η αρχή των [μαθηματικών]
αξιωμάτων.
Όμως, ακριβώς δια του περιορισμού αυτής τής αρχής, όχι «παντού», έχει παραχθεί το γενικό όριο τής μαθηματικής λογικής, άρα
το γενικό όριο τής αποδεικτικής λογικής, άρα η αποδεικτική λογική ως ειδικό
πεδίο είναι μεν κατά κάποιο τρόπο περιορισμένη αλλά εξ' αυτού τού περιορισμού
της είναι οριοθετημένη χωρίς αυτό το όριο της να αίρει την απολυτότητά
της.
Κατά την γνώμη μου την ενισχύει, χωρίς να αποκλείονται
μοσχεύματα από άλλες μορφές αυστηρών μορφών λογικής [και η λεγόμενη «ασαφής λογική» είναι αυστηρότατη και ακολουθεί το ίδιο αυτοματικό
μοντέλο σκέψης, γονιμοποιώντας το απλά με μια συλλογή επιμέρους αυστηρών
λογικών σχημάτων που συνεχώς αναπτύσσεται, και συγκεντρώνεται σε όλο και πιο
πυκνά συστήματα συλλογών].
Η απειροποίηση τής λογικής, τής αποδεικτικο-λογικής
και μαθηματικής λογικής, είναι πλέον έκφραση τού γεγονότος ότι είναι ανίκητη,
εντός των πλαισίων και ορίων που έθεσε, για να μην το ξεχνάμε, η ίδια, δια των
λαμπρών εκπροσώπων της, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας τόπος υπολοίπων
πεδίων που δεν μπορεί να αδράξει και να εντάξει εντός τού όλου της.
Αυτό που διατηρείται και είναι ο ουσιώδης πυρήνας τής
λογικής είναι η ταυτότητα-ως-ταυτότητα, και ένας αυτοματικός μηχανισμός
παραγωγής τιμών αληθείας, ο οποίος βρίσκεται σε απόλυτη διάκριση προς κάθε άλλη
μορφή προτασιακών λογισμών, ακόμα κι αν τούτοι είναι προϊόντα ή περιφερειακά
αποτελέσματα αυτού τού πυρήνα της.
Ό,τι είχε φανταστεί ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, και όλοι
οι μεταγενέστεροι ορθολογιστές συνεχιστές τού γενικού σχεδίου τους, ως
δημιουργία μιας απρόσβλητης και συνεχώς επεκτεινόμενης ζώνης λογικοταυτοτικής
σκέψης, έχει υπάρξει, υπάρχει σε διαρκή κίνηση.
Η ανάδυση και ανάπτυξη των [πραγματικών] θετικών
επιστημών κάθε άλλο παρά διέψευσαν το ορθολογικό-ταυτοτικό σχέδιο των
πρωτεργατών του ορθολογισμού. Πολλά τα παραδείγματα:
Δεν υπάρχει Φυσική χωρίς μαθηματικά, οι δε σύγχρονες
ανεπτυγμένες μορφές της είναι ακατανόητες χωρίς ανώτερα μαθηματικά.
Δεν υπάρχει πλέον ούτε Βιολογία χωρίς μαθηματικά, δεν
υπάρχει τίποτα στον πυρήνα των επιστημών, χωρίς την συνέργεια αυτού τού
αυτοκράτορα τού ίδιου τού ταυτοτικολογικού και αποδεικτικού αυτοματισμού των
μαθηματικών.
Αυτό το φοβερό πράγμα, το οποίο είναι το καμάρι και η
ελπίδα τής ανθρωπότητας αλλά συνάμα ένα όπλο με πολλές αντίθετες δυνατότητες
χρήσεων, νομίζουν μερικοί ότι μπορούν να το χαλιναγωγήσουν με ανορθολογισμούς
και με οντοθεολογική κριτική. Αστεία πράγματα.
---
Η επέκταση τής σοφιστικής στο πεδίο τού κοινού λόγου,
σημαίνει την άμεση επίθεση της στην ίδια την ταυτότητα τού λόγου.
Η σοφιστική θέτει σε αμφιβολία μια κοινή λέξη [κυρίως
όταν τούτη ονοματοδοτεί], αποσυναρμολογώντας την οικεία ενότητά της, δια τής
παραγωγής εγγύτατων προς αυτήν σημασιών.
Ξεκαθαρίζουμε ότι [και για μας] η λέξη ονοματοδοσίας
ενός πράγματος, είναι και ίδρυση τού πράγματος αυτού εντός και δια τής γλώσσας.
Το πράγμα τής γλώσσας υπάρχει [και] δια τής ονοματοδότησής του και όχι καθαυτό,
άρα η γλώσσα γεννάει το αντικείμενό της, ανεξάρτητα από την άμεση αναφορική
λειτουργία της.
Ο σοφιστής παράγει την νέα «ονοματική» όψη τού
πράγματος που σημαίνει και ιδρύει η [ονοματοδοτούσα] λέξη, όχι σαν μιαν ακόμα
όψη τού ίδιου τού πράγματος, αλλά σαν μιαν ακόμα εκδοχή τής γλωσσικής ανάδυσης
του.
Ο σοφιστής δεν αποκαλύπτει αυτήν του την άμεση
γλωσσική υπερβατολογική ενέργειά του ανάδυσης ενός νέου πράγματος-τής-γλώσσας,
διότι κινείται αποκλειστικά εντός τής σημασιοδοτικής ζώνης τού κοινού ονόματος.
Σε αυτό το πλαίσιο:
Η παραγωγή τής ομωνυμίας ως έννοιας, είναι το τελικό
αποτέλεσμα μιας παραγωγικής διεργασίας, κατά την οποία [αρχικά] μέσω τής
σοφιστικής διάβρωσης μιας κοινής ονοματοδοσίας αναδύεται ένα νέο όνομα, άρα ένα
νέο πράγμα-τής-γλώσσας.
Συνήθως η σοφιστική δεν έχει ως σκοπό της την
φιλοσοφική ή επιστημονική ανάδυση μιας νέας ονοματοδοτικής γενικότητας υπό την
μορφή ενός νέου ονόματος, εφόσον το κίνητρό της είναι η άμεση ρητορική
[πολιτική ή δικανική] εξυπηρέτηση ειδικών συμφερόντων μέσω τής χρήσης
αποκλειστικά τού [ακόμα] κοινού ονόματος, τής [ακόμα] κοινής λέξης.
Η σοφιστική τείνει να αναδύσει το νέο όνομα ως το νέο
πράγμα-τής-γλώσσας, χωρίς όμως να φτάνει αυτή την τάση ανάδυσης ως το τέλος
της, ιδρύοντας ένα νέο όνομα.
Η υπερβατολογική πράξη τής σοφιστικής έχει ως
συγκροτητικό όρο της την απόκρυψη τής ίδιας ως υπερβατολογικής ενέργειας.
Η παραγωγή μιας νέας δομής προϋπόθεσης τής γνώσης [και
τής ονοματοδότησης], η διανοητική-γλωσσική παραγωγή ως ίδρυση νέων
ονομάτων-και-πραγμάτων, δεν φτάνει, με την σοφιστική, ούτε στο ύψος τού νέου
ονόματος που παράγει κάθε φορά, ούτε στην διαυγή αυτοθέαση της ως μορφής
παραγωγής προϋποθέσεων γνώσης-και-ονοματοδότησης.
Μολοντούτο, δύναται να ισχυριστεί κανείς ότι, χωρίς
αυτόν τον σοφιστικό λεκτικό ανταρτοπόλεμο, χωρίς αυτήν την αρχική διαβρωτική
παραμονή στην κοινή λέξη, είναι αδύνατον να υπάρξει έπειτα η [αριστοτελική,
ίσως και πριν, πλατωνική] διαλεκτική η οποία θα ιδρύσει με θετικό πρόσημο την
διαλεκτική τέχνη, έχοντας ως σκοπό της έτσι κι αλλιώς μιαν πρώτη απάντηση στην
σοφιστική.
---
Η ίδρυση τής διαλεκτικής ως μορφής ενεργητικής
αντιπροσώπευσης τού ταυτοτικού λόγου στον κόσμο των κοινών δοξασιών και των
αμφισβητήσεων τους, δεν είναι μια κακόβουλη πράξη απόκρυψης τής παραγωγικότητας
τής σοφιστικής [αν και υπάρχουν και τέτοιες πολεμικές όψεις τής διαλεκτικής
προσπάθειας] αλλά μια παραγωγική, θετική απάντηση σε αυτήν και από την σκοπιά
τής αυτοθέασης τής σοφιστικής νοητικής παραγωγικής διεργασίας, την οποία
[αυτοθέαση] δεν μπορεί να τελέσει η ίδια η σοφιστική.
Αυτή η απάντηση τής νέας τέχνης, τής διαλεκτικής, η
διαλεκτική ως απάντηση τής ταυτοτικής [λογικής] σκέψης, δεν ορίζεται μόνον ως
δια αλλότριου αντιπροσώπου διεργασία αυτοθέασης τής σοφιστικής πρακτικής, αλλά
και ως αποπεράτωση ενός έργου της το οποίο δεν μπορεί [νομοτελειακά, δεν
μπορεί] να αποπερατώσει η ίδια.
Υπάρχει βέβαια μια αδικία απέναντι στην σοφιστική, μια
φιλοσοφική ύβρις από την σκοπιά των μεγάλων φιλοσόφων, και το λέμε αυτό χωρίς
θαρρώ να δραματοποιούμε την αφήγησή μας.
---
Τα πράγματα δεν υπάρχουν ως μόνιμες υποστηρικτικές
υποστάσεις κύριων ιδιοτήτων και συμβεβηκότων.
Πράγμα, συμβεβηκότα και ιδιότητες, συναπαρτίζουν μιαν
ενότητα στην οποία μπορεί να υπάρχει μια παροδική και μάλιστα πολύπλοκη
ιεράρχηση των παραπάνω πτυχών της, καθορίζοντας κι αυτή την ενότητα, την «πραγμική» ενότητα ως παροδική παρά την παροδική μονιμότητά της.
Η ανθρώπινη γλώσσα δεν απεικονίζει μόνον αυτή την
γενική ρευστή φύση των πραγμάτων, αλλά όσο αναφερόμαστε στο αυτοαναφορικό
σύστημα των ανθρώπινων κοινωνιών είναι οργανικό στοιχείο του, δεν το ακολουθεί
αλλά το συντελεί, ή το επιτελεί ως θεμελιακός τελεστής του.
Η σοφιστική παρήγαγε μιαν εικόνα αυτής τής
παροδικότητας επιτιθέμενη στην παροδική [μεν] μονιμότητα [δε] των
πραγμάτων-γεγονότων, και αυτή η επίθεση είχε επιστημονική και λογική βάση,
διότι υφίστατο δια τής σύλληψης εκ μέρους τής σοφιστικής ως αντιπρόσωπος τής
ρευστότητας τής φύσης των ανθρώπινων πραγμάτων, άρα και των γλωσσικών
ανθρώπινων πραγμάτων.
Για να υπάρξει αυτή η μεθοδική και ανοίκεια επίθεση
στον ανθρώπινο λόγο ως λόγο τού Είναι, σημαίνει ότι ο ανθρώπινος λόγος είχε
[και έχει] παρουσιάσει τάσεις αυτοαναίρεσης τής ρευστής του φύσης.
Υπήρξε λοιπόν μια πρώτη, ασφυκτική περίκλειση τού
λόγου, σε σχήματα αυτοεγκλωβισμού στις σταθερές δομές του, στα σταθερά σημεία
τής συστημικής του ενότητας.
Η σοφιστική ήρθε, σε μια από τις σπουδαιότερες στιγμές
ανάδυσης τής επιστήμης και τού ορθολογισμού, ως αυτή η νοητική προσπάθεια που
θα εμπόδιζε την οντολογικοποίηση τους, άρα ήταν μια αμφίπλευρα επιθετική
πνευματική κίνηση και ενάντια στην θεοκρατική ή θρησκευτική παράδοση και
ενάντια στον αναδυόμενο πρωταρχικό [επιστημονικό] ορθό λόγο, στον βαθμό που
εγκλώβιζαν το [μερικώς τότε] απελευθερωμένο άτομο στα ούτως ειπείν σταθερά
κοινωνικά και διανοητικά θεσμικά τους σημεία.
Μολοντούτο, αυτή η επίθεση είχε τους περιορισμούς της,
ήταν στιγματισμένη και καθορισμένη από έναν θεμελιακό ετεροκαθορισμό.
Σκοπός της ήταν η ρευστοποίηση των βασικών γλωσσικών
και κοινωνικών αναφορών και όχι η ανανέωση ή ο έλεγχος τής αναδυόμενης
επιστήμης, για αυτό η σοφιστική παράχθηκε τελικά ως ένα είδος αντιεπιστημονικού
ορθολογισμού, ως ένα είδος μόνιμης ξεθεμελίωσης των αρχικών δομών εκκίνησης τής
ίδιας τής τότε σπαργανώδους επιστήμης.
Γι΄αυτό καλό είναι, θαρρώ, να διακρίνουμε με σαφήνεια,
και όχι μόνον για λόγους που σχετίζονται με την ιστορία τής φιλοσοφίας, την
σοφιστική από τον σκεπτικισμό, όπως αναδύθηκε στην ύστερη αρχαιότητα, και ο
οποίος έπειτα συνεισέφερε στην ορθολογική σκέψη και την επιστήμη.
Ο σοφιστής είναι μια φιγούρα τής αγοράς, τού δήμου,
των πολιτικών και των δικανικών διενέξεων και όχι ένας φιλόσοφος που
στοχάζεται, επιστημονικά, την δυνατότητα γνώσης επί τού ρευστού και ακαθόριστου
υποστρώματος τού όντος.
Μπορεί να υπάρχει μια σημαντική ομοιότητα και
ουσιαστική συνάφεια σοφιστικής και σκεπτικής σχολής και στάσης σκέψης, αλλά μιλάμε
για διαφορετικά πράγματα.
Η σοφιστική μας απασχολεί σήμερα, όλο και πιο πολύ,
παραπάνω από ό,τι απασχολεί την επιστημονική κοινότητα, διότι «είναι»
μέσα στον πυρήνα τής πιο σύγχρονης συζήτησης για τις πολιτικές αξίες και τον
αξιακό σχετικισμό, για την ηθική και την ηθικολογική υποκρισία, αλλά κυρίως
διότι «είναι» επίκαιρη μετά την «γλωσσική στροφή» τής
νεώτερης φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχει σήμερα φιλοσοφία χωρίς οργανική ένωσή της
με τον στοχασμό περί γλώσσας.
Ακόμα και η οντολογία οντολογίζει πλέον «γλωσσολογικά».
---
Η ιεραρχική λογική διαίρεση μεταξύ γένους και είδους,
έχει τελεστεί ως μια συντελεσμένη λογική διαίρεση, ως μια γενική αλήθεια, παρά
το γεγονός ότι βέβαια δεν έχει υπάρξει απόλυτη κατάληξη, τέλος στην συζήτηση
για αυτή την διαίρεση, ακόμα και υπό τους μαθηματικο-λογικούς ή στενά
θετικοεπιστημονικούς όρους της.
Η φιλοσοφική και επιστημονική νίκη ή επίτευξη, σε αυτό
το σημείο των ιεραρχικών νοητικών διακρίσεων, είναι αδιαμφισβήτητη, όσο η
συζήτηση βέβαια «κρατιέται» στην λογική και ούτως ειπείν μη-σοφιστική
υπόσταση της και δεν έχουμε πολεμικές και λιβελογραφίες [οι οποίες είναι κι
αυτές στο πρόγραμμα τής ελεύθερης ανθρώπινης ζωής, αλλά δεν έχουν το «δικαίωμα» τού λόγου παντού].
Η σοφιστική, ωστόσο, ενώ ηττήθηκε σε αυτό το πεδίο των
ιεραρχικών υπαγωγικών διακρίσεων μεταξύ των διανοητικών [ή οντολογικών]
επιπέδων των γενών και των ειδών, έχει νικήσει [ίσως μια προσωρινή νίκη] στο
πεδίο τής διάκρισης πράγματος, συμβεβηκότος και ιδιότητας.
Όταν οι σημερινοί πιστοί ορθολογικοί φιλόσοφοι
προσπαθούν να εντάξουν την σοφιστικά [αρχέγονη] επιτευχθείσα μη-διάκριση μεταξύ
πράγματος-ιδιότητας-συμβεβηκότος στο σοφιστικό σχήμα τής «μετάβασης σε
άλλο γένος», αποτυγχάνουν, ειδικά αν έχουν απέναντι τους ξεσκολισμένους
ορθολογιστές σοφιστές και όχι ακραίους σοφιστές.
Θέλω να πω ότι, η πιο πιστή ορθολογική σκέψη, ο
φορμαλιστικός ορθολογισμός τής ακαδημίας, απόλυτα σεβαστός και αγαπητός από
εμένα λόγου χάριν, τα βρίσκει δύσκολα ακόμα και σε μια ήπια και αυτοελεγχόμενη
συζήτηση, όταν έχει να αντιμετωπίσει έναν σοφιστή που του δείχνει ότι πλέον η
εσωτερική διάκριση πράγματος-ιδιότητας-συμβεβηκότος δεν «στέκει» με
βάση τα νέα θετικοεπιστημονικά και μαθηματικά δεδομένα τής επιστήμης.
Γι' αυτό, όπως υπονόησα στην αρχή, ο πιστός
ορθολογιστής φιλόσοφος, καταφεύγει στην κατηγόρια, την πολεμική ενάντια στην
υποτιθέμενη «μετάβαση σε άλλο γένος» την οποία επιτελεί ο σοφιστής
όταν συγχέει τις παραπάνω πτυχές.
Στην πραγματικότητα, ο φορμαλιστής ορθολογιστής,
πράττει αυτό για το οποίο κατηγορεί τον σοφιστή αντίπαλό του: μια μετάβαση σε
άλλο γένος.
---
Πραγμικότητα-γεγονότητα και δεκτικότητα επί των
εναντίων ιδιοτήτων..
---
Επειδή, νομίζω, κάθε ιδιότητα ενός πράγματος-γεγονότος
σημαίνει δεκτικότητα του προς αυτήν «από» το ίδιο το πράγμα-γεγονός,
για αυτό και το πράγμα μπορεί να σημαίνει δυνατότητα λειτουργικής συνύπαρξης
εναντίων ιδιοτήτων όταν αυτές συναντώνται στην φαινομενικότητα τού
πράγματος-γεγονότος.
Όταν υπάρχει συνάντηση αυτών των ιδιοτήτων στην
φαινομενικότητα τού πράγματος-γεγονότος δεν έχουμε αναγκαία, πάντα, δυνατότητα
λειτουργικής συνύπαρξης εναντίων ιδιοτήτων, αλλά αν υποθέσουμε παρά ταύτα ότι
αυτή υπάρχει όταν υπάρχει, αυτή δεν είναι οριζόμενη σε [ή ως] μια και μοναδική
πιθανότητα λειτουργικής συνύπαρξης αυτών των εναντίων [μεταξύ των] ιδιοτήτων,
αλλά έχουμε:
1) μια δυνατότητα η οποία μπορεί να σημαίνει: έναν
αναδυόμενο ή δυνάμει καθορισμό τού πράγματος-γεγονότος εν εξελίξει να γίνει
ενεργεία, παραγκωνίζοντας και εξαφανίζοντας τον άλλο,
ή
2) μια δυνατότητα μιας μονιμότερης λειτουργικής
συνύπαρξης εναντίων μεταξύ τους καθορισμών, η οποία [λειτουργική συνύπαρξη]
είναι σαν να αναζητά, στο επίπεδο τής λογικής σύλληψης της, έναν ευρύτερο
προσδιορισμό της που να σημαίνει την άρση τής εναντιότητας αυτής και την
παραγωγή δύο ξεχωριστών ειδών ενός άλλου, νοούμενου πλέον ως άλλου, γενικού
προσδιορισμού, ο οποίος αναιρεί και την αρχική φαινομενική τους εναντιότητα. Η
εναντιότητα, τότε, ορίζεται ως μερική σύλληψη, ως ατελής σύλληψη των μερών μιας
ολότητας που τα περιέχει ως μη-ενάντια μεταξύ τους στον βαθμό που είναι μέρη
αυτής τής ολότητας.
Παρατήρηση:
Η συνύπαρξη εναντίων, εντός ενός πράγματος-γεγονότος
οριζομένου δια μιας ανθρώπινης κοινότητας, είναι μια πραγματική δυνατότητα όταν
μιλάμε για αυτή την κοινότητα στο πλαίσιο τής γλωσσικής [άρα ειδικά ανθρώπινης]
αυτοαναφορικότητάς της, αλλά ειδικότερα όταν εξετάζουμε την εναντιότητα ως
λειτουργικά ενταγμένη σε ένα ενιαίο σύστημα γλωσσικής πραγμικότητας-γεγονότητας
με δεκτικότητα στην εναντιότητα.
Ερώτημα:
Ποια ή σχέση των δύο ενδεχομένων [1,2], με βάση αυτή
την παρατήρηση;
---
Όταν υπάρχει ένα ίχνος δεκτικότητας τής εναντιότητας
των [δύο ή περισσότερων] αποφάνσεων, σε ένα σημείο εντός μιας ακολουθίας
ρητορικών ή διαλεκτικών προτάσεων, τότε υπάρχει ένα σημείον επαφής τής
ταυτοτικής προσπάθειας [όπου α=α, σε κάθε σημείο] με την σοφιστική, αν με τον
όρο σοφιστική εννοούμε έναν λόγο μιας αντίστοιχης ακολουθίας όπου θεωρείται
τρόπον τινά νόμιμη και «φυσική» μια τέτοια αποφαντική συνύπαρξη.
Η δεκτικότητα αυτή είναι κοινή, αλλά μόνον αυτή ως
ιδιότητα, σαν να είναι ένας στιγμιαίος, σε ένα σημείο επαφής, λειτουργικός
όρος.
Η σοφιστική λειτουργεί και με εναντιότητες
[συνυπάρξεις αντιφατικών αποφάνσεων, σε σημεία εντός τής αλυσίδας των
προτάσεών της] και με ταυτότητες [δεν στερείται δηλαδή τής χρήσης των ταυτοτήτων,
όσο αυτές υπηρετούν τον στρατηγικό αντι-ταυτοτικό προτασιακό αγώνα της].
Η μη-σοφιστική διαλεκτική προσπάθεια τού ταυτοτικού
λόγου [ως αντιπρόσωπος τής κορυφαίας λογικής μη-διαλεκτικής αποφανσιμότητάς του
δια των αυτόματων μεταβιβάσεων φορτίων αυταπόδεικτων στοιχείων αλήθειας σε ένα
νέο σώμα αλήθειας, απαρτιζόμενο στοιχειακά από αυταπόδεικτες-αξιωματικές
αλήθειες και μόνον], αυτή λοιπόν η μη-σοφιστική διαλεκτική, υποτίθεται δεν θα
είχε κανένα κοινό στοιχείο με την σοφιστική.
Όπου βέβαια, πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι όποιες
τυχόν εκφάνσεις των εργαλειοποιημένων αληθειών τής σοφιστικής [που
προαναφέραμε] δεν σημαίνουν συνάψεις, λειτουργικές ενώσεις, αλλά μόνον
αντικαθρεφτίσματα αλληλοσυγκατάθεσης, πιθανά εργαλειοποιήσιμα κι αυτά από την
σοφιστική.
Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε (όταν αναφερόμαστε στην πιθανότητα
μιας στιγμιαίας λειτουργικής σύναψης μεταξύ [αριστοτελικής] διαλεκτικής και
σοφιστικής, όπως όταν υπάρχει τυχαία) με μια εργαλειοποιήσιμη από την σοφιστική
ταυτότητα, επί τη βάσει των αντικατοπτριστικών συγκαταθέσεων, αλλά [έχουμε να κάνουμε] με μια
πραγματική λειτουργική συνάντηση, η οποία μάλιστα «προκαλείται» από
έναν αντιπρόσωπο τού ταυτοτικού λόγου, ουσιαστικά προκαλείται από τον ίδιο τον
ταυτοτικό λόγο.
Ας δούμε όμως μια λεπτομέρεια λειτουργικής ομοιότητας
μεταξύ αυτών των δύο υποψήφιων «λειτουργικών συνομιλητών», την οποία
θέλουμε να αναδείξουμε, προτού αναφερθούμε στο καθαυτό τής συνάντησης αυτής,
όπως την ιχνογραφεί με πυκνότητα και διαύγεια ο Παντελής Μπασάκος, στο έργο του «Επιχείρημα και κρίση»:
Η υποδεκτικότητα, όπως ήδη διαφαίνεται στην δική μας
προκαταρκτική ιχνογραφία, είναι το δυνατό λειτουργικό στοιχείο τής σοφιστικής.
Η σοφιστική είναι σαν να δύναται, αλλά και σαν να
επιθυμεί την υποδοχή των πάντων όσων μπορούν να υπάρξουν εντός των λόγων, με
σκοπό βέβαια μέσα σε αυτό τον γεμάτο από φιλοξενούμενους οίκο που συγκροτεί να
κορφολογήσει ό,τι την συμφέρει ανάλογα με τον σκοπό της, να γκρεμίσει τον οίκο
τής ταυτότητας, η οποία συγκροτείται ως οίκος έχοντας φοβερά και τρομερά
κριτήρια εισόδου ή μη-εισόδου εντός του.
Η σοφιστική είναι σαν να λέει, ελάτε όλοι και όλα τα
διανοήματα, σας δέχομαι με ευμένεια, ενόσω ο ταυτοτικός λόγος, προτού
κατασκευάσει τον διαλεκτικό αντιπρόσωπο του, την [αριστοτελική, ίσως και πριν,
την πλατωνική διαλεκτική], είναι κλεισμένος στον εαυτό του, ζει με τον εαυτό
του, τρέφεται με τους κατοπτρισμούς του εαυτού του.
Οι δύο αυτοί οίκοι είναι σαν να ζούνε ακολουθώντας
τις εντελώς αντίθετες αρχές, ενόσω βέβαια, όπως προείπαμε, ο οίκος τής
σοφιστικής δύναται ακόμα και σε αυτό το στάδιο τής εχθρικής συνύπαρξης της
στον κοινό χώρο τού γενικού ανθρώπινου λόγου να αντλεί στοιχεία από την
παραγωγή τού ταυτοτικού λόγου, υποδεχόμενος τα, αποκομμένα όμως από τον
οίκο τους, ως αντικαθρεφτίσματα κι αυτά.
Μα τι συνάντηση είναι αυτή;
Ιωάννης Τζανάκος